Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

(συνέχεια)

- Μου τη δίνει το μπουρνούζι σου! Είσαι γυμνή από κάτω; Έλα να δω, –της κλείνω το μάτι.
- Κλείστο, γιατί θα θυμώσω.
- Σε ενοχλεί και το φυσιολογικό.
- Αναρωτιέμαι αν με αγάπησες –κατσουφιάζει.
- Γυναικείες υστερίες, γλυκιά μου.
Ρίχνει μια ματιά στην τηλεόραση. Μιλά:
- Με αντικαθιστάς με αυτήν;
- Όχι ακριβώς, αν παίξεις το ρόλο σου.
- Σου είπα, περιμένω τη μάνα μου! (θύμωσε;).
- Θα το κλείσεις επιτέλους;
- Άντε να το αλλάξω. Τσάκ, τσάκ, τσάκ. Μπέϊγουοτς. Oh yeah!
- Άλλαξε ο Μανωλιός.
Τσακ τσακ τσακ.
- Ωραίο πόδι, αυτή.
- Εγώ έχω καλύτερο! Θα πας για ντους;
- Είναι απαραίτητο; Ή μυρίζει η μάνα σου, μόνο καθαριότητα;
- Διακρίνει, και σκέψεως.
Χτυπά το κουδούνι.
- Πάω για μπάνιο.
- Τώρα πας, έ;
- Είσαι η έξυπνη μου αχτίδα.
- Ως πότε.
- Δεν σε φοβάμαι. Παντρεύτηκες έτοιμο άντρα.
Κάτι μουρμουρίζει, μα δεν την ακούω. Κλείνομαι στο μπάνιο. Πως βαριέμαι.

Παρά πέντε, 6.
Ποιος την αντέχει, τώρα.
Βαρέθηκα να μας επισκέπτεται, συνεχώς.


Το πλύσιμο έχει εντείνει τον σεξουαλικό μου πόθο.
Έπρεπε να βρίσκεται πλάι στον άντρα της. Μες το μπάνιο. Απολαμβάνοντας το φύλο μου, μες το στόμα της –κοίτα πως ξυπνά, πλυμένο και καθαρό. Να την έχω εδώ, μέσα της να μπαίνω, κι εκείνη να σπαρταρά από ηδονή, για το δώρο που της δόθηκε. Εκνευρίζομαι που η γυναίκα μου δεν είναι εντάξει στα συζυγικά της καθήκοντα. Μου φαίνεται πως πρέπει να κινήσω τα νήματα, μ’ εκείνη στη δουλειά, που μου τα ρίχνει. Τόσο ελεύθερη, θαρραλέα, επιθυμητή μες το φιδίσιο της κορμί. Πως τη λαχταρώ, τώρα.
Let’s play a game.
Φορώ το γαλάζιο μου μπουρνούζι, εντελώς γυμνός από κάτω, με το φύλο μου να κουνιέται πέρα δώθε, σα να χαϊδεύεται σε κάποιο γυναικείο εφηβαίο.
Περνώντας από τον διάδρομο, νάσου μπροστά μου στον καναπέ του σαλονιού, η σύζυγος με τη μάνα της. Χαμογελώ.
Στρυφνή έκφραση, πεθεράς.
Προσπερνώ δίχως να χαιρετίσω. Ξαπλώνω στο συζυγικό μας κρεβάτι, λύνοντας το κορδόνι στο μπουρνούζι. Ανοίγω τούτη την τηλεόραση. Λίγη Ζήνα, ποτέ δεν ζημίωσε έναν άντρα.
Νάσου η γυναικούλα μου, εισέρχεται θυμωμένη, μες το δωμάτιο. Της χαμογελώ διάπλατα. Κλείνει την πόρτα, πίσω της.
- Δεν είμαστε μόνοι, εδώ! Μιλά με νεύρα, συγκρατώντας όμως, την ένταση της φωνής.
- Έλα να παίξουμε, sweetheart.
- Ήταν τρόπος αυτός; Εξακολουθεί, θυμωμένη.
- Εδώ είναι το σπίτι μου, και θα φέρομαι όπως αρμόζει σ’ έναν ελεύθερο σύζυγο.
- Σου ήταν δύσκολο να ντυθείς;
- Δεν πήρα ρούχα, μαζί μου, χαμογελώ πιο απλά, τώρα.
- Το ‘κανες επίτηδες.
- Γλυκιά μου οπτασία, come to papa. It be waiting for you.
- Ντύσου αμέσως!!
- Αυτή η Ζήνα είναι το κάτι άλλο, μα τις χίλιες, ξεπουπουλιασμένες, πεθερές, χαμογελώ σα να μην συμβαίνει τίποτα.
- Γίνεσαι ρεζίλι, το ξέρεις;
- Εσύ γλυκιά μου, γίνεσαι ρεζίλι, που ‘κανες το σπίτι μας, κέντρο διερχομένων.
- Η μάνα μου;
- Άστα αυτά, μωρό. Γδύσου και έλα. Κουράστηκα.
- Κοιμήσου και μην εμφανιστείς για καμιά δυό, ώρες. Το καλό που σου θέλω!
- Να μου φέρεις κάτι να φάω.
- Σιγά μη σου φέρω! Στρέφει να φύγει.
- Θα παραγγείλω πίτσα, εξακολουθώ να χαμογελώ.
- Καλά! Θα σου φέρω. Εκβιαστή!
- Διώξτηνε γρήγορα, και έλα. Σε περιμένω. Baby.
- Δεν κατάλαβες. Θα μείνει εδώ, το σαββατοκύριακο.
- Για ποιο λόγο, η παρείσακτη;
- Πρόσεχε τα λόγια σου!
- I’ am so scared, -χαχανίζω.
- Ήθελε να με δει –προσπαθεί να μιλήσει, ήρεμα.
- Γιατί που βρισκόσουν τόσο καιρό; Στην ανταρκτική;
- Αισθάνεται μόνη της –παραπονιάρα φωνή.
- Να ‘χαμε και παιδιά. Αλλά έτσι όπως το πας, εσύ.
- Γιατί ήθελες ποτέ;
- Κάθε Χριστούγεννα ή σε Εθνικές εορτές. Έχεις δίκιο. Πεινάω όντως. Θα φέρεις κάτι; λίγωσα. Ή μάλλον να το φέρει η μάνα σου, χαμογελώ. Να φανεί και χρήσιμη. Γελώ.
- Θα πάψεις ποτέ;
- Κοίτα, αγάπη μου –ύφος σχεδόν βλοσυρό. Εγώ δεν παντρεύτηκα για να παρακαλάω για σέξ.
- Έχεις παρωπίδες, το ξέρω –μου μιλά ήρεμη, τώρα. Ξεφυσά, απογοητευμένη.
- Μπεμπέκα μου, εσύ. Άντε, άντε! Στη μαμάκα σου. Πρόσεχε, μόνο, γιατί ο κόσμος είναι γεμάτος με ευκαιρίες.
Περιμένω αντίδραση.
Το ύφος της, πως ελέγχει τη σεξουαλικότητα μου, με τη δύναμη του αιδοίου της. Πόσο ηλίθια μπορεί να είναι κάποια, να με κάνει ότι θέλει. Υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές. Τίποτα δεν ελέγχει.
- Άντε στη μαμάκα σου. Και φέρε κάτι να φάω! Θυμώνω.
Με κοιτά επίμονα. Στρέφει θυμωμένη, μα δεν χτυπά την πόρτα, πίσω της.

Σηκώνομαι να ντυθώ.
Και βλέπουμε….



Θα πρέπει να κοιμήθηκα φαίνεται, επειδή σαν άνοιξα τα μάτια μου, ήδη σκοτείνιαζε γρήγορα. Τεντώνομαι. Παρατηρώ ένα δίσκο με σνάκς και χυμό, στη δική της πλευρά, στο κρεβάτι. Κοίτα να δεις, που με περιποιήθηκε.
Φτου!
Είναι η πεθερά μου εδώ.
Και ποιος την αντέχει.
- Ξύπνησες;
Νάσου η κέρβερος.
- Όπως βλέπεις.
- Θα ‘ρθείς μέσα, να χαιρετίσεις; Βλέπουμε ειδήσεις.
- Έχω κι εδώ, τηλεόραση. Εξάλλου με είδε.
- Είσαι γαϊδούρι.
- Κι εσύ ύπουλη.
Μου γυρίζει την πλάτη. Βγαίνει από το δωμάτιο, χωρίς να κλείσει την πόρτα.

Σε λίγο, τις ακούω να γελάνε στο σαλόνι.
Έχει γούστο να με συζητάνε, μάνα και κόρη.
Κάτσε μέσα, Σάββατο βράδυ, κορόιδο, να πήξεις.

Έχουν δίκιο για τους άντρες, που τους λένε μαμάκηδες, αλλά είναι ορισμένες γυναίκες, τρις-χειρότερες. Το κορόιδο που λέγαμε!
Ατυχία όμως, να μη δω τη Ζήνα στον ύπνο μου. Πολύ καλύτερα θα περνούσα.

Αποφασίζω να βγω στο μπαλκόνι. Να φάω έξω.
Ξαφνικά έχω την επιθυμία να πιω μια παγωμένη μπύρα. Αλλά πρέπει να περάσω από το σαλόνι, για να βρεθώ στην κουζίνα. Να πάρει.
Περπατώ αθόρυβα.
Τι κάνεις μαλάκα; Στο σπίτι σου, καταπιέζεσαι; Συλλογίζομαι.
Άντε να δούμε.

Περνώ πλάγια και αριστερά, όπως εκείνες κάθονται στον καναπέ, παρακολουθώντας τηλεόραση. Η πεθερά, με κοιτά μ’ ένα πλάγιο βλέμμα.
- Χαίρετε, μιλώ.
Εκείνη κουνά καταφατικά, το κεφάλι.
Πάει κι αυτό. Γλίτωσα, σκέφτομαι.
Καλού κακού, παίρνω δυο κρύες, μπύρες.
Τι άλλο θέλω απ’ το ψυγείο;
Τίποτα.

Επιστρέφοντας στο σαλόνι, η σύζυγος με κοιτά επίμονα, παρακολουθώντας με, σε κάθε μου βήμα. Γρήγορα χάνομαι από το οπτικό της πεδίο.
Ακούω ένα μουρμουρητό.

Επιτέλους βρίσκομαι στο μπαλκόνι.
Κρατώ το δίσκο με τα σνακς. Αράζω στην κούνια που τοποθετήσαμε ένα φεγγάρι, εδώ έξω. Παρακολουθώ τις γειτονικές, φωτισμένες, πολυκατοικίες. Ορισμένα μπαλκόνια είναι γεμάτα από μικρές παρέες. Η ακοή μου λαμβάνει χαρούμενες φωνές. Ανά σημεία, από μπαλκονόπορτες, διαφαίνεται ένα φως που τρεμοπαίζει, αλλάζοντας σε πολύχρωμο. Κάποια τηλεόραση, στραμμένη προς τα έξω.
Έπρεπε να είχα πάρει ποτήρι για τη μπύρα.
Τι σόι άντρας είσαι; Πιες απ’ το κουτάκι.
Άλλοι θα είχαν αγκαλιά το ταίρι τους, τώρα. Λίγο θώπευμα. Γελάκια. Κάτι να εξιτάρεις το είναι σου στο μισοσκότεινο μπαλκόνι. Η αίσθηση του κινδύνου, ότι σας βλέπουν. Παιχνίδια με τα καίρια σημεία, σε κάθε σώμα, ν’ ανάβουν τα αίματα.
Βαριέμαι.
Έχε χάρη που είναι εκείνη, εδώ. Διαφορετικά θα ‘φερνα καμιά escort, να εκτονώσει τα φυσιολογικά μου πάθη. Παντρεμένος, Σάββατο βράδυ, μέσα, που ακούστηκε; Τι είμαι; Κανένας δειλός με τη ζωή; Ήμαρτον! Έχε χάρη που βρίσκεται εδώ. Έφερε και τη μάνα της, η παιδούλα! Δικαιολογία για να μην εκτελέσει τα συζυγικά της καθήκοντα. Δεν έχει και μπάλα, σήμερα, να τους κάνω ψυχολογικό, πόλεμο, με την αυξομείωση της έντασης, της φωνής. Τέλος πάντων. Τη γλίτωσαν. Δεν έχω και κιάλια, να κόψω κίνηση. Φάτσες άλλες, γυναικείες.
Ά ρε κακομοίρη. Γιατί παντρεύτηκες;
Ευτυχώς δε ζητάει ακόμα, παιδί.
Αν κι ετούτο με βάζει σε υποψίες, μήπως βρήκε κανέναν άλλο. Σκάσει η μπόμπα, καμιά μέρα, ότι θέλει διαζύγιο. Έχει γούστο. Ανάβουν τα λαμπάκια μου. Κάτσε να αλλάξει η μέρα, και θα σε φτιάξω εγώ.

Αργότερα στο κρεβάτι. Εκείνη επιθυμεί, ερωτικά παιχνίδια.
- Τι διαστροφή είναι αυτή, με τη μάνα σου στο άλλο δωμάτιο;
- Έλα τώρα που δε θέλεις!
- Αύριο.
- Τι εννοείς, αύριο; Γκρινιάζει αυτή.
- Αύριο.
- Αύριο θα πάω βόλτα με τη μάνα μου.
- Να πας να ταΐσετε τις πάπιες.
- Θέλεις να μ’ εκνευρίσεις;
- Μόνο συ σπέρνεις αγκάθια στο γάμο.
- Επειδή αγαπώ τη μάνα μου;
- Να βγείτε. Κόφτο είπα!!
- Μη φωνάζεις, γκρινιάζει ξανά, εκείνη.
- Πήγαινε νιάνιαρο, άτα, με τη μαμά σου. Αλλά να σκέφτεσαι που θα βρίσκομαι εγώ, παράλληλα.
- Που θα ‘σαι, σεξομανή άντρα μου;
- Εκεί που με δέχονται όπως είμαι.
- Που δηλαδή; Γιατί ξέρω πως δεν έχεις φίλους.
- Υπάρχουν άλλοι τόποι, αναψυχής. Καταλαβαίνεις.
Εκείνη αυτόματα, απομακρύνει τα χέρια της από το θώρακα και τα πόδια μου.
- Σοβαρολογείς; Ρωτά.
- Εγώ πάω όπου βρίσκω ανταπόκριση. Σου είπα –χαμογελώ- δεν παντρεύτηκα για να καταπιέζομαι, ερωτικά.
- Τότε γιατί αρνείσαι τώρα;
- Γιατί με καταπιέζει η παρουσία της μαμάκας σου.
- Είσαι υπερβολικός.
- Αύριο που θα κορέσω την πείνα μου, θα είμαι πιο ήρεμος.
Εκείνη σα να κατάλαβε, ίσως, πως θα πάω σε ένα είδος πόρνες, ίσως από εκείνες που κλείνεις σε κάποιο ξενοδοχείο, ραντεβού, για τα περαιτέρω. Παλεύουν μέσα της, δύο αποφάσεις, είτε πρώτον, να προσπαθήσει να συνεχίσει, τώρα, τα ερωτικά παιχνιδάκια, μήπως χάσει τον άντρα της. Δεύτερον να αποφύγει, αγχωμένη όμως, το καθήκον της, μήπως κολλήσει καμιά αρρώστια. Επιλέγει το πρώτο.

Σηκώνομαι. Παίρνω το μαξιλάρι μου.
- Που πας;
- Στο ράντζο, στο μπαλκόνι.
- Πρόσεξε μη πηδήξει κανένας κλέφτης, μόνο, με κοιτά με ειρωνεία.
Σίγουρα κάποιος άλλος, δε θα πηδηχτεί, σήμερα.

14
Πωλείται άνθρωπος

Σκέφτηκα να πάρω σβάρνα τις βιτρίνες, μιας και δεν αγγίζω τα συναισθήματα των άλλων. Ο άγνωστος τους, από μένα, πόνος που ποτέ δεν εξιστορήθηκε στο αληθινό του εύρος. Λες και υπόγραψαν συμβόλαιο, να μη μαθευτεί η “υπόθεση” τους. Περιστατικά που δεν γνωρίζω ή δεν αξίζουν μόνο ως τίτλος, ν’ αναφερθούν. Αξίζουν πολύ περισσότερο. Χρόνο να ασχοληθείς. Να πληγωθείς ο ίδιος.
Όπως η θλίψη κάποιου που ‘χει μέρες πολλές –φαντάζουν- να κάνει ποδήλατο. Όλη η φόρμα, η δύναμη, εξανεμίστηκε δια μαγείας. Απλά άλλαξε το θέλω. Προτίμησε να ‘ναι δυνατό, ως προς την έξοδο, μ’ αποδυναμώθηκαν οι μύες στα πόδια. Κατά τ’ άλλα η κακή Κοινωνία, παρέμεινε “υγιής” ως προς την κακοποίηση των πολιτών.

Η προσωπικότητα που αγνοείς.
Σα τις συνήθειες του αντίθετου σου φύλου.
Τι σκέπτεται εκείνη. Πότε πολεμά τον εαυτό της, γιατί πάντα τη μείωναν. Που βρίσκει τη δύναμη, να φέρνει κάθε νέα πατημασιά, εμπρός από την προηγούμενη. Τι θέλει. Τι φοβάται. Τι συνηθίζει. Πότε απογοητεύεται. Πότε νυστάζει, γελά, παθιάζεται. Είναι γυναίκα.
Ένας κόσμος μέσα στον άλλο, ή απλά, άγνοια, σε ένα σύστημα βιτρινών: Μεγαλύτερο ποσοστό απευθύνεται σε γυναίκες. Στην τέχνη. Τα είδη σπιτιού. Ενδιαφέροντα εκτός της βάρβαρης πραγματικότητας. Τούτη τη μέρα που θέλω να περπατήσω. Που οι αποστάσεις δε με φοβίζουν.
Νομίζω πως έπρεπε να φορέσω εκείνα τα ακουστικά-ψείρες, ακούγοντας μουσική, μόνο που τότε θα έχανα τους ήχους της πόλης. Των περαστικών –όλα τούτα βέβαια, αν έλειπαν τα αυτοκίνητα.
Είχα ανάγκη να φύγω από τα θέλω των οικιακών εργασιών, ή του άγχους της κατ’ οίκον, ημιαπασχόλησης, για έναν ψωρομισθό, παρακολουθώντας παράλληλα, ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα μες τη γύμνια και τα νοητικά βακτήρια.
Αναρωτιέμαι, ενόσω συγκεντρώνω γυναικεία βλέμματα, πάνω μου, τι παρατηρούν που τους αρέσει. Αγνοούν όμως, το πνευματικό περιεχόμενο.
Αν και ψάχνουμε ανθρωπιά, στην αγορά, παρά στολίδια. Εμείς οι ίσως, μετρημένοι, ευαίσθητοι. Ίσως, γιατί έχω λίγη ελπίδα, μέσα μου, πως ο κόσμος δεν χάλασε τόσο.
Αμύνεται, όσοι επιθυμούν διάρκεια στα του βίου τους.
Σα τη στιγμή που πιότερο ν’ αφήσεις ανοιχτό το τζάμι, βράδυ, σχεδόν αργά, παρά να ενεργοποιήσεις το κλιματιστικό. Ένα ποτήρι τσάι, με μέλι, μαθαίνοντας να υπομένεις το είναι σου, τις ατομικές σου ασχολίες. Το λίγο, σταθερό, ποιοτικό, λείποντας οι ταινίες που θα αντικαθιστούσαν μια ζωή χωρίς ενδιαφέροντα. Πόσο ξακουστά, εν μέρει, αποφεύγοντας τους ανθρώπους.
όχι σήμερα.
Κόντρα στις ηλεκτρικές συσκευές που δυναστεύουν την πραγματικότητα. Ούτε σκέφτονται, μήτε παράγουν. Κάθονται πίσω από μεγάλες και φανταχτερές, γυάλινες επιφάνειες, πολυκαταστημάτων, επειδή οι σχετικοί ειδήμονες, έχουν υπόψη τους τα δάνεια που διατίθενται. Αλίμονο και από τοκογλύφους. Κατηφορίζω λοιπόν, ν’ αργήσω να δω πολυκατάστημα. Τα ιδιαίτερα όμορφα, μαγαζιά, χάνονται γρήγορα. Κάτι στενούρες βιβλιοπωλεία που πωλούσαν και χαρτικά. Τι διαμαντάκια ανακάλυπτες. Ντοσιέ με φωτογραφίες ζώων, απέξω. Τετράδια οικολογικά, και άλλα ωραία αντικείμενα, από κείνα που δημιουργούν αναμνήσεις. Θυμάμαι ένα κατάστημα με παιχνίδια που αγαπούσα να κατεβαίνω στο μεγάλο του υπόγειο. Ν’ ανακαλύπτω ξανά, παλιά, αγαπημένα μου παιχνίδια: χαρακτήρες ποδοσφαιριστές για subuteo. Παιχνίδια που σκάλιζαν τον νου, διαπλάθοντας τον. Επιτραπέζια, πάζλ, αυτοκινητάκια στα πλαστικά κουτάκια τους. Playmobil. Κουκλάκια που θα μπορούσαν να γίνουν δώρο.
Εγώ θα το πω: μόνο αν ο βαθμός της αγάπης σου προς τη ζωή και τους ανθρώπους, πλησιάζει τη συγκίνηση, μόνο τότε προσπαθείς να έχεις ανθρωπιά. Ο Θεός το χαρίζει –το φως Του- όσο μονοκεντρικό κι αν ακούγεται σε όσους και όσες, είναι μόνο ορμόνες.
Προσπερνώ το χώρο με τα οικολογικά προϊόντα, που έτσι κι αλλιώς, σχεδόν όλα, πρέπει να είναι εισαγόμενα, επίσης τόσο ακριβά είδη, για την τσέπη των 550 Ευρώ, μηνιαίου μισθού. (Βλέπεις για να είσαι υγιής, πρέπει να πληρώσεις ακριβά). Ποιος ξέρει πως και πότε, παρήχθησαν. Με μεταλλαγμένο σιτάρι, τα ζυμαρικά. Μεταλλαγμένοι γενικώς, σπόροι.
Άκουσα ότι μειώνεται ο όγκος του εγκεφάλου, μες το κρανίο, σε όσους καταναλώνουν μεταλλαγμένα. Ο συγκεκριμένος επιστήμονας που υποστηρίζει κάτι τέτοιο, βγαίνει τώρα, μετά από χρόνια, γιατί ένιωθε να απειλείται η ζωή του.
Αυτό, μας έλειπε τώρα.
Πλησιάζω σχεδόν αμέσως ένα χωράφι, όπου φιλοξενούσε ένα φυτώριο. Πόσα χρώματα –μια αχτίδα ομορφιά, φυσικό φως. Ποικιλίες και ποικιλίες, λουλουδιών. Τώρα χτίζεται με κρύα ντουβάρια. Δεν αγαπούν οι άνθρωποι, τη φύση. Το παρατηρείς στα μάτια τους. Η ζωή τους έχει μόνο, σκιά. Στις επιλογές και τα λόγια (αρκεί να μην είσαι πουριτανός).
Η έννοια της συνεργασίας, άγνωστη.
Κρίμα να βλέπεις έναν ακόμη χώρο, χτισμένο.
Σήμερα εννοώ, πως αδυνατώ να συμβιώσω με τα ντουβάρια, χωρίς πράσινο. Δίχως χρώμα, κάτι διαφορετικό. Τη φύση ελεύθερη. Όχι είδη πανίδας, σκλαβωμένα σε κλουβιά, όπως στα PET SHOP, καταδικασμένα σ’ έναν ψυχικό θάνατο. Δίχως παρέα. Χάδια. Προσοχή. Παιχνίδι. Φορές εκπλήττομαι με την ευαισθησία ορισμένων ανθρώπινων φυσιογνωμιών, ενόσω ανέμενες μια τυπική συμπεριφορά. Το θάρρος να αφήσεις το δάκρυ να φανεί, ανάμεσα σε άλλους. Μες το θόρυβο της πόλης, τούτης της διαρκούς μετακίνησης, της αναγκαστικής ως επί τω πλείστον. Να γνωρίζεις πως έχεις καλά στοιχεία, αγνοώντας πώς να τα πουλήσεις. Μόνο στο ένα πρόσωπο που το θέλεις για ταίρι.
Μαγικά δεν γίνεται, απ’ το πουθενά, να σε μάθουν.
Να στέκεσαι στη βιτρίνα, παρατηρώντας τόσα ζευγάρια, παπούτσια. Αισθάνεσαι μια γυναικεία παλάμη, να αγκαλιάζει τη μέση σου. «θα ‘θελα πιότερο, να ‘σαι φίλη μου». Μαγικά απ’ το πουθενά, ακούς: «καλέ μου». Ραγίζει η “γλάστρα” όπου αναπτύσσεται η προσωπικότητα σου. Η υγρασία του χώματος (από τη καθημερινή τροφή), αρχίζει να φεύγει από τη ρωγμή –άκρη των ματιών. Η συγκίνηση που απέφευγες. Την έψαχνες σε νέα, προς γνωριμία, θηλυκά, πρόσωπα. Δεν ξέρεις αλήθεια να εκτιμάς το καλό, ενόσω το αντικρίζεις.
Μιλώ για κείνη την κοπέλα, με τα γυαλιά, στο βιβλιοφαγείο…. (Η άλλη, στο αρχείο, στο δικό της δωμάτιο, νέα και ευαίσθητη φαντάζει, απροσπέλαστη όμως, μένει).
Πόσες φορές σε ράγισε, η γλυκύτητα του φερσίματος εκείνου του κοριτσιού. Δεν στάθηκες. Δεν άκουσες. Την ψυχή της.
Περπατώ σιγανά, με τα χέρια ενωμένα, πίσω.
Αφήνω στο θολωμένο τους θάμπος, τις οθόνες στο ίντερνετ καφέ, που ούτε ως καθρέφτες, δεν λειτουργούν. Δεν κοιτώ καν, τα ακριβά κοστούμια, απέναντι. Μήτε το βιντεοκλάμπ, το σπίτι ενός παλιού μου γνώριμου. Διακόπτω το βήμα μου, για ελάχιστα όμως, στη τζαμαρία, με ορισμένα έπιπλα, παλαιού τύπου, σχεδόν ανάλαφρου, που όμως πλέον, δεν μου τραβούν δυνατά, το θέλω. Άραγε δεν δίνω πια, σημασία, στα υλικά πράγματα;
Θα αντέξω τόση ησυχία, νου;
Συναισθάνομαι πως βρίσκομαι στην περίμετρο του πραγματικού μόχθου. Πλησιάζω στο κέντρο της περιοχής μου. Κάπου εκεί μέσα, το ΙΚΑ βασιλεύει. Η πραγματικότητα. Άραγε άμα κόψω τη ζάχαρη, θα χρειαστώ ως ηλικιωμένος, φάρμακα; Λες να πάθω διαβήτη;
Ακούω απέναντι, ξανά, το αντιπαθητικό γάβγισμα, στην αυλή ενός κτίσματος. Τώρα γιατί γαβγίζει; Καλεί για παρέα, ή τοποθετήθηκε εκεί, ώστε να φοβίζει τους περαστικούς; Σαν κάτι αδέσποτα που τα τοποθετούν οι μπάτσοι, σε διακλαδώσεις δρόμων, ώστε να επιτεθούν στους ποδηλάτες που γράφουν στο ίντερνετ, την αλήθεια. (Μη φανεί πως δολοφονήθηκε για τις ιδέες του. Αυτά συμβαίνουν μόνο στην Ρωσία). Ένας σκύλος κάνει για φύλακας, μόνο; Δεξιά, κάπου εκεί μέσα, βρίσκεται ο πεζόδρομος με το πράσινο τείχος, που αγαπώ, μια απόσταση που φαντάζει, ατελείωτη. Κείνη η όμορφη γωνιά με τα τρία παγκάκια, που κοιτά στο ρέμα. Ήσυχη γωνιά, ιδανική για διάβασμα. Απομόνωση.
Κάποιος πονηρός θα έλεγε: ότι πρέπει για εμπορία ναρκωτικών, ή άλλων παράξενων, πράξεων. Άστον στην πλάνη του. Βαλτός είναι. Δεν του δίνω σημασία.
Αυτόματα θυμάμαι κείνη την Καινή Διαθήκη, που μάζεψε τόση σκόνη, ανέχτηκε, ως ένας σωρός από χαρτιά, να την κρύψει. Από τι, άραγε. Γιατί τη φοβάμαι τόσο;
Σα τις στιγμές που διαλέγω να συνεχίσω μια ασχολία μου ή να αφήσω μιαν άλλη, ακούγοντας μια φωνούλα, να λέει, όχι. Τώρα για καλό, ως δοκιμασία μήπως; Λειτουργώ σύμφωνα με ένα αβέβαιο πρόγραμμα, ότι αναβολές κι αν ικανοποιεί τούτο.
Όπως οι στιγμές που αντιπαλεύουν μέσα μου, το σωστό με το πρόχειρο. Τσάι ή φραπέ; Σταθερότητα ή αδιαφορία; Πράξη ή θεωρία; Γαλήνη ή απάθεια. Μια ελάχιστη διάθεση να αγαπήσω τον εαυτό μου. Να τον ξέρω μόνο ο ίδιος. Κάπως έτσι θαυμάζεις, ορισμένους γείτονες. Άλλο αν δεν πατάς στο κανάλι, που διακλαδίζεται με τις άξιες ζωές, των άλλων. Κάπου εδώ κρίνεται το νήμα της κοινωνικότητας. Η ζωή πίσω από την πλάτη σου. Ποια βιτρίνα κοιτάς; Την αμίλητη; Στον εαυτό μου απευθύνομαι.
Άραγε θα το θυμάται αύριο.
Τον είδα σε μια βιτρίνα, καθισμένο.
Δεν υπάρχει ιδανικός χώρος για να διαβάσεις τον εαυτό σου.
Ας περιμένω, όμως.
Όχι να με δω ο ίδιος. Κάπου βρίσκονται γνώριμα, τα θέλω, για μένα, όπως πιστεύω. Πως μου ταιριάζουν, αν και τσακώνονται με το τι είναι καλό για μένα. Ένα βήμα μόλις απ’ το πραγματοποιήσιμο.

Ναι, κλείνω τα μάτια. Τα υλικά αγαθά, προσελκύουν τόσα βλέμματα, κι όμως δεν ξέρουν, υπολείπονται από οφθαλμούς. Εδώ. Τυφλά και ήρεμα, περιμένοντας πελάτες. Μήπως επικοινωνήσω με τα εσωτερικά θέλω.
Δεν προσπαθώ να κάθομαι με ίσια πλάτη. Απλά αφήνομαι.
Η βοή των αυτοκινήτων. Λίγο ο αέρας που φυσά. Το φως, που μια κατσουφιάζει, καλύπτοντας τον ήλιο, κάποιο σύννεφο, μα νάσου ξανά, αστράφτει φαντασμαγορικά. Ακίνητος είμαι, βήματα με προσπερνούν. Πότε πότε, ακούω να στέκονται. Μικρογελάκια. Σύρσιμο παπουτσιών. Νιώθω είτε ότι δεν φαίνομαι, σαν να ‘γινα ένα με όλα –περιστέρια πετούν, κράζοντας. Νιώθω, προσπαθώ δηλαδή, σα τους ηλικιωμένους που περιμένουν να τους δώσεις τη θέση σου λεωφορείο. Προσπαθώ να μην γελάσω –κράτα ήρεμο το πρόσωπο σου.
- Έ, είσαι καλά, ακούω μια φωνή.
Πάει να γλιστρήσει ένα χαμόγελο.
- Καλλιτέχνης του δρόμου, μιλά μια άλλη, επίσης αντρική, φωνή.
Αισθάνομαι να φεύγω με τη σκέψη, απ’ όλα αυτά. Τα γήινα.
Μια μηχανή περνά με φόρα. Με τρομάζει. Μ’ επαναφέρει, ρεαλιστικά. Όλο ετούτο θα έδενε ωραία, με κλασσική μουσική. Ήρεμη μα όχι κοιμησιάρα. Ή νεκρικά, ως απόδοση. Κάποιο ανάλογο μουσικό κομμάτι, που σε βάζει σε σκέψεις, παράλληλα σε ταξιδεύει, στα περιθώρια όσων αναφέρονται. Άραγε θα ανακαλύψεις το πορτάκι, την είσοδο; Το πορτόνι –όπως το λέμε στην Κέρκυρα.
Σε λίγο αισθάνομαι μια παρουσία.
Αισθάνομαι επιπλέον βάρος, πλαϊνά στη θέση που καταλαμβάνω.
Για λίγα λεπτά, ησυχία. Μόνο οι στερεοφωνικοί ήχοι. Απόγευμα. Τοποθετώ μια νοερή στέγη, στο χώρο. Κάτι, κάπου να προφυλαχθούν οι πονεμένοι. Ίσως και τ’ αγάλματα που υπόμεναν, βροχή και καυσαέριο. Αν και λίγο με νοιάζει γι’ αυτά.
- Όλα καλά; ακούω μια βαθιά φωνή, από τα δεξιά μου.
Άλλος ένας περίεργος, σκέπτομαι.
Μου ξεφεύγει ένα χαμόγελο.
- Τι συμβαίνει τέκνον μου;
Προσπαθώ να συγκρατήσω ένα γέλιο.
Μια γλυκιά ηρεμία, δημιουργεί ρίγη, ρεύματος ψυχικού αέρα. Αίσθηση πως ανήκω κάπου. Με νοιάζονται. Προφυλάσσομαι. Αναπνέω ελεύθερα.
Πνοή θάρρους, μήπως;
Συλλογίζομαι τα δικά μου: γιατί άνθρωποι, του ίδιου κόμματος, δεν έχουν τι να συζητήσουν –πολλές, πάμπολλες φορές, θαρρώ. Σαν τους ποιητές που βαριούνται ν’ ακούνε, άλλων, ποίηση, έχοντας μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Ίσως αν έβρισκαν άλλο εθισμό, να τους τονώσει τον εγωισμό: να κάνεις σέξ, ας πούμε. Δέρμα με δέρμα. ΖΩΝΤΑΝΟΣ.

Γιατί το κάνεις αυτό;
Ο παπάς, μίλησε;
Όχι. Η σιωπή.
Ένας άνθρωπος που αυτοκαταστρέφεται.
Τι είπες, λειτουργέ της εκκλησίας; Τι είναι ο χρόνος;
Ο χρόνος μια φωτιά. Ότι μάθαμε, σα παιδιά, να χρησιμοποιούμε.
Τι είπες, παπά;
Το μυαλό είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι;
Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι πολύτιμοι λίθοι. Ούτε οι μηχανικοί θόρυβοι. Η μύηση, οπουδήποτε. Το χώρια και το άπιαστο επίπεδο, της αλήθειας. Η ευγένεια που επιβάλλεται. Η ευγένεια που αδυνατώ να δεχτώ. Το πρόσωπο που δεν παρατηρώ, ως πρόσωπο, δυνατότητες. Οι ώρες. Ο άνεμος. Οι εικόνες του νου. Η στιγμή. Η ημερομηνία. Το σκηνικό.
Η γλυκιά ανατριχίλα. Η παρουσία που ανιχνεύω, δίχως λόγια, το πέρασμα. Βράδια σα βράχια που αναμένουν ως πλημμύρα, να πνίξουν κάθε κορμό, που στέκεται σαν ψυχή ανθρώπου, έτοιμη να βγάλει μεμιάς, κλαδιά και φύλλα. Σαν αγκαλιά, προστατευτική ομπρέλα.
Ανοίγω τα μάτια. Σηκώνομαι.
Μόνο μια παλάμη στον ώμο του παπά, ίσια κάθετα το βλέμμα, στη λεωφόρο.
- Ευχαριστώ.

Βαδίζω στο εσωτερικό της πλατείας, απέναντι από την Εκκλησία, που είναι εξίσου, και παιδική χαρά. Χαίρομαι που βρίσκομαι εδώ. Ανάμεσα στις οικογένειες. Τα παιχνίδια των παιδιών. Απλά. Αληθινά. Δίχως υποβοηθήματα. Όπως οι υποψίες για την τελική προσέγγιση, δύο νέων εραστών. Μολύνοντας το δωμάτιο, με μυρουδιά, εσωτερικών γενετήσιων, υγρών.
Τι καθαρά που είναι τα παιδιά.
Βαδίζω, εξακολουθώ. Έτοιμος να βγω από την πλατεία. Στο τέρμα των λεωφορείων, καταλήγοντας, σύντομα.
Ένα μικρό παιδί, μου αποσπά την προσοχή.
Κρατά ένα καπάκι,, πιθανόν από αναψυκτικό –σε πλαστικό μπουκάλι. Ίσως νερού. Μόνο το καπάκι. Όλο το στριφογυρίζει. Παρατηρώ από σχεδόν τέσσερα μέτρα, μακριά. Περίεργος.
Πλησιάζω.
- Τι έχεις εκεί; ρωτώ.
Το παιδί, χαμογελώντας, εξακολουθεί να στριφογυρίζει το καπάκι, κοιτώντας το εσωτερικό του.
- Είναι κάποιο ζουζούνι;
Έχω πλησιάσει κοντά.
- Μόνο μια στάλα. Έχει πλάκα –γελά.
- Γιατί;
- Όλο το γυρίζω, κι η στάλα, κατεβαίνει. Κινείται!
- Είναι διασκεδαστικό, έ;
- Πολύ! Γελά.
Ώπ, ξαφνικά, του ξεφεύγει από τα χέρια, το καπάκι. Πέφτει στα χαλίκια. Τρέχει, το σηκώνει.
Πάει, χάθηκε η στάλα. Το διαβάζω στο πρόσωπο του.
Μια στάλα που ‘μοιαζε ζωντανή. Έπαιζες μαζί της. Πάει.
Ο κόσμος των παιδιών.

Απομακρύνομαι.
Κατευθύνομαι στη στάση του λεωφορείου.
Χίλια πρόσωπα κοιτούν στον καθρέφτη. Καλλωπίζονται.
Πρόσωπα γυναικών. Νύχτα. Θηλυκό η νύχτα.
Νύχτα.
Εικόνες ζευγαρώματος.
Φιλιά στα κρυφά, σε κάποιο κιόσκι, ερημικού πεζόδρομου, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Στιγμή που αλλάζει σε εμπειρία. Τα χείλη ποθούν άλλα χείλη. Μοναδική εμπειρία. Φυσιολογική.

Τα φώτα ανάβουν σιγά σιγά.
Σα να φοβάσαι που φεύγει ο ήλιος. Απλά περιστρέφεται η γη. Με εμείς θωρούμε τα φυσικά φαινόμενα, πότε μηχανικά, πότε το ψάχνουμε περισσότερο. Άλλοτε παύουμε να σκεφτόμαστε.
Παραδινόμαστε στα χρώματα της προσωπικής μας, φαντασίας. Διανθίζοντας το φόντο των ματιών, με κήπους καρδιάς. Το λεωφορείο μετακινείται με θόρυβο. Επιβιβάζει, αποβιβάζει, επιβάτες. Χάνομαι.

Κατεβαίνω στο PET SHOP.
Προσέχω μια λεπτομέρεια. Ένα ενυδρείο.
Απορροφάται το βλέμμα σε ένα πορτοκαλί, μεγαλούτσικο, ψάρι. Δες πως ανοιγοκλείνει το στόμα, αναπνέοντας νερό. Ή το οξυγόνο μες το νερό; Πόσα είδε, αυτό το ψάρι, από τη βιτρίνα του. Πόσα παιδικά χέρια, ακούμπησαν το τζάμι. Έμεινε καρφωμένο το βλέμμα, εκστασιασμένο. Ένα ψάρι, αφύσικα τοποθετημένο, έξω από το φυσικό του περιβάλλον, ζαλίζοντας το τα φώτα των αυτοκινήτων, κάθε τι που ούτε, του ταιριάζει. Μήτε γνωρίζει, δεν επιθυμεί το γιατί της ύπαρξης, ενός μηχανικού, ζαλισμένου, κόσμου. Άραγε μπορεί ένα ψάρι, να κάνει εμετό;
Θα επιστρέψω λοιπόν, στο σπίτι, στον μονήρη αφύσικο, βίο, που πρέπει για άλλη μια στιγμή, βράδυ, να ανεχτώ.
Θα αλλάξω. Θα κάνω ένα ντους. Θα τσιμπήσω κάτι.
Σχεδόν 10 και κάτι, 14 Αυγούστου. Άλλη μια …. νύχτα, με περιμένει.

Παρακολουθώντας την ταινία, έρωτας μετ’ εμποδίων, με δύο νέους (άντρας και γυναίκα), που γνωρίστηκαν μια βραδιά, στην Νέα Υόρκη, αφήνοντας με ξεχωριστό τρόπο, τη μοίρα ν’ αποφασίσει, αν θα ξαναβρεθούν, αποφασίζω να πάρω τηλέφωνο, τη γειτόνισσα μου, που άφησα, σχεδόν δυόμισι εβδομάδες, τώρα, να με περιμένει. Ούτε καν που θυμάμαι τη παλάμη της, που κράτησε τον καρπό μου. ας κάνω μια προσπάθεια.
Σηκώνω το ακουστικό. Σχηματίζω το νούμερο.
Καλεί.
Απορροφούμαι από τη πλοκή του έργου. Δυναμωμένη η ένταση, το dolby surround.
- Ναι; Ναι; Ναι; Ακούω έναν ήχο να φωνάζει.
Να πάρει! Κρατώ το ακουστικό.
- Ναι, συγνώμη –χαμηλώνω την ένταση στην T.V.
- Εγώ είμαι, από δίπλα. Που μου ‘πες να σε πάρω.
Για ελάχιστα δευτερόλεπτα, παύση.
- Που χάθηκες; Ακούγεται σοβαρή (ίσως και αδιάφορη).
- Συγνώμη,, αλλά περνώ ακόμη, εν μέρει, μια φάση, μιλώ αυθόρμητα. Είπα όμως να σε πάρω.
- Δεν πιστεύω να είσαι από τους άντρες, που πρώτα ενθουσιάζουν μια κοπέλα, κι ύστερα εξαφανίζονται.
- Όχι όχι. Απλά περνώ μια επίπονη φάση.
- Τόσο ώστε να λείψεις τόσο καιρό;
- Κάτι προσωπικό. Λυπάμαι –αποκρίνομαι σοβαρός (ελπίζω όχι φανερά θλιμμένος).
- Εσύ; Πως τα πέρασες; -προσθέτω.
- Τα γνωστά. Δουλειά. Πήρα την άδεια μου. Πήγα διακοπές. Με φίλους. Μπάνια. Ξαναφεύγω αύριο το απόγευμα κι επιστρέφω κυριακή, νομίζω.
- Μάλιστα.
- Πως κι έτσι;
- Τι πράγμα; -προσπαθώ να διασκεδάσω τις εντυπώσεις.
- Το αποψινό.
- Έκανα μια άσκηση θάρρους, κι είπα μετά να σου μιλήσω. Θα βγεις μήπως;
- Όχι. Ξεκουράζομαι. Εσύ;
- Λέω, δηλαδή έχω, οικιακές δουλειές, αύριο. Θα μου πάρει ώρα.
- Ούτε για πρωινό καφέ; Τίποτα;
- Δηλαδή; Αντιρωτώ.
- Έλεγα να βρεθούμε, μιλά. Δηλαδή μου φάνηκες φιλικός. Αν εννοούσες όσα έλεγες στους φακέλους που έριχνες κάτω από την πόρτα μου.
- Φυσικά και τα εννοούσα. Είμαι αυθόρμητος τύπος.
- Κάπου χρειάζονται αποδείξεις, όμως.
- Φυσιολογικά.
- Λοιπόν, τι λες;
- Για αύριο;
- Ναι.
- Πρωί;
- Ναι.
- Πρωί.
- Λοιπόν;
- Εντάξει. Δηλαδή καλύτερα όχι.
- Γιατί.
- Ακόμη δε ξεπέρασα τη φάση.
- Για πότε το βλέπεις;
- Δεν ξέρω. Μετά τις εκλογές μάλλον.
- Είναι τόσο σοβαρό; Μήπως άλλη γυναίκα;
- Όχι όχι. Προσωπικό. Ένα λάθος. Δεν μπορώ να σου πω. τώρα. Δεν θέλεις ν’ ακούσεις ψέματα.
- Όχι.
- Συγνώμη, μα δεν μπορώ.
- Είναι τόσο τραγικό;
- Δεν μπορώ. Δε μπορώ. Λίγη υπομονή, γίνεται;
- Μετ’ εμποδίων;
- Τι πράγμα; Ρωτώ τώρα εγώ.
- Μεταξύ μας. Μια πόρτα, μας χωρίζει, κι όμως…
- Μια πόρτα, ναι. Δεν το σκέφτηκα αυτό.
- Τα λέμε στην ταράτσα μήπως; Μπορείς;
- Με έναν άγνωστο;
- Έτσι βλέπεις τώρα τον εαυτό σου, ή προσπαθείς να μ’ αποφύγεις;
- Βλέπω μια ταινία τώρα.
- Καλά, αφού δεν θες ούτε μια κουβέντα να,
Ξεφυσώ.
- Λοιπόν; Μου απευθύνεται.
Τόση ώρα δείχνει εξαιρετική, υπομονή.
Το σκέφτομαι.
- Η ζωή δεν είναι ταινία, τονίζει. Λοιπόν;
(Έχω βαρεθεί τις γυναίκες που καθοδηγούν. Έχουν πάντα, δίκιο. Με κουράζει αυτό. Η σιγουριά τους).
- Λοιπόν; -επιμένει.
- Τώρα;
- Τώρα.
- Τώρα;
- Μη το παιδεύεις, γελά.
Ευτυχώς που έχει χιούμορ.
- Αν το θέλεις ακόμα –προσθέτει.
- Δεν θα ‘μαι άνετος, όμως.
- Καλά καλά.
- Τι ώρα;
- Όταν τελειώσει η ταινία σου. Να μην είσαι αγχωμένος.
- Εντάξει, αποκρίνομαι, γλυκά.
Κλικ. Παύει η επικοινωνία.



15
To be or not to be

Είναι μια όμορφη, αισιόδοξη, ανθρώπινη, νύχτα. Μια νύχτα που δεν περιμένεις λάθη, παρόλη τη μυρουδιά στα ρουθούνια μου, όλη μέρα, του καμμένου δάσους. Οσμή που έφτασε ως εδώ, τόσο μακριά από την κόλαση, επί γης. Πατώντας πάνω στο χώμα, καταστρέφοντας οι αλλόφρονες, φυσικό πλούτο. Κόπους μιας ζωής. Όλα αυτά, για να κερδίσει τις εκλογές, η αντιπολίτευση.
Μια βραδιά, σαν γυναίκα που γελά, ευτυχισμένη στο τώρα. Σύμφωνα με τους νόμους της βαρύτητας, τους φυσικούς, αλληλεπίδρασης, ειρηνικά, με την ανθρωπότητα. Κοιτά, βρίσκει έναν άντρα να συζητήσει τη σημαντική κουβέντα, η παρέα να αποκτήσει επίσημο χαρακτήρα.
Μήπως αποκτήσει το παρόν, φωτεινό, ρεαλιστικό, μέτωπο. Ειρηνικό μεταξύ των ανθρώπων, με ικανοποιημένες ανάγκες.



Το σπίτι μου είναι η ασφάλεια μου.
Ο χώρος που τεμπελιάζω, απαξιώνοντας τα πάντα.
Χώρος του πόνου. Μιας εσωτερικής κραυγής. Μιας κατάστασης που δεν αλλάζει, από φόβο για τα επερχόμενα συνηθισμένα σε όλους. Εγώ είμαι άτομο με ιδιαίτερες ειδικές, ανάγκες. Όχι τα αποκαλούμενα μογγολάκια, που ενώ –συλλογιζόμουν- δεν κάνουν έρωτα –δεν τους το επιτρέπουν, κυρίως οι δικοί τους- κι όμως αυτά τα άτομα που ομοιάζει το πρόσωπο τους, καταφέρνουν να κοινωνικοποιούνται, κυρίως ως εργαζόμενοι. Η ζωή δεν τους προσπερνά, σε αντίθεση με την ανόητη εξυπνάδα που καυχώμαι πως έχω, ενώ καταστρέφω, ο ίδιος, εμένα. Όλος ο πόνος που χύνω στο χαρτί, κι ας με κοροϊδέψω αργότερα, ενόσω θα αισθάνομαι, κάπως, αρτιότερος. Αν ζω έως τότε και δεν έχω αυτοστραγγαλιστεί, στο κρεβάτι. Μόνος. Αηδιασμένος προηγουμένως. Υποτιμώντας τουλάχιστον, τα άτομα, τα αποκαλούμενα, μογγολάκια, ώστε να αισθάνομαι ανώτερος, που δεν είμαι –ενώ μπορώ- σεξουαλικά ενεργός. Αφού το σώμα μου θέλει, μα ο νους αναβάλλει. Λες και θα είμαι για πάντα, νέος. Νέος στο μυαλό. Αυτό το μυαλό που καυχιέται πως κάτι μαθαίνει, εκτός από κάθε τι, ρεαλιστικό. Η παρουσία, η χρησιμοποίηση μιας πόρνης, που αρκετοί εκεί έξω, θεωρούν κάτι φυσικό. Η πράξη, χωρίς καθαρότητα σώματος. Δεν ενδιαφέρει η καθαρότητα της ψυχής. Είναι κάτι που δεν ελέγχουνε. Γι’ αυτό.
Τα γράφω τώρα. Αυτοεξευτελίζομαι.
Να τα παρατήσω ή να συνεχίσω να κοροϊδεύω τον εαυτό μου; Μες σε όλες μου τις φοβίες. Θα έπρεπε να ήμουνα ζώο, να μην με ενδιαφέρει η βρωμιά. Εύχομαι ξανά, να πεθάνω. Πρώτα όλοι μου οι εχθροί, γείτονες που καυχώνται πως είναι κοινωνικοί –του κώλου. Προσπαθώ να βρω τρόπο να τους βάλω στη θέση τους. Όλοι μαζί, προκαλούμε θόρυβο, με μια άτυπη, όμως, συμφωνία, να μην καλούμε την αστυνομία, επειδή τότε, θα έπρεπε όλοι μας, να συμμορφωθούμε. Ακόμη και ως λειτουργία κλιματιστικού ή καλοριφέρ, σε ώρες μη κοινής ησυχίας. Εξακολουθώ να μισώ όσους βλέπουν τη ζωή και την πόλη, ως ένα τεράστιο πολυκατάστημα, σε 24ωρη βάση και λειτουργία. Την τραγική καθημερινότητα, όμως, την αποδέχεται ο άλλος, μόνο αν την παρακολουθεί ως αυτοτελές επεισόδιο, σειράς, στην τηλεόραση.
Ακόμη δεν έχω αντιληφτεί ότι φεύγουν τα νιάτα μου. Φταίει η αγαμία. Η ιδέα μιας νεότητας που λες, θα παραμείνει, σχεδόν για πάντα. Δεν εκκολάπτεται, όμως, η ιδέα να είσαι ενήλικος, ανεξάρτητο ον. Όπως τα μογγολάκια, που σκέφτονται, πιθανόν, πως όλα θα είναι εύκολα γι’ αυτά, επειδή πρέπει να φροντίζει, ολοένα, κάποιος. Να αγαπά, παρομοίως συλλογίζομαι, παίζοντας το θύμα, πως κάθε τι στα του βίου, αυτών των παιδιών, θα έχει θετική έκβαση.
Η λεγόμενη εξυπνάδα μου. Έτσι, ως θεωρία.
(τον κακομοίρη, τον αξιολύπητο, πως υποτιμά τον εαυτό του. Εξευτελίζεται. Τον κακομοίρη, ψώνιο συγγραφέα, που δεν έχει ιδέα από ζωή: σκέψη ψυχολόγου αναγνώστη).
Εγώ ξέρω, πως τη βγάζω κάθε μέρα. Παρακαλώντας τελευταία, συχνότερα, να πεθάνω στον ύπνο μου, έχοντας βέβαια, υποκύψει: να εξομολογηθώ, μήπως συγχωρεθώ.
Αν η ζωή μου είναι κατάρα. Σε ποιον έχω κάνει, τόσο κακό;
Ο Θεός όλα τα βλέπει.
Μα εγώ συλλογίζομαι το φοβισμένο καρδιοκτύπι, με την τάδε γυναίκα μου, να γδύνεται για πρώτη φορά, εμπρός μου, κι ύστερα να θέλει, να μπω μέσα της. Για ποιο λόγο;
Με το ζόρι, εγώ.
Ο ίδιος.
Με το ζόρι να λες, για να γεμίζεις σελίδες.
Ο φόβος σου να έχεις πλάι σου, ένα σώμα, που δεν ποθείς.
Αν ως άντρας δεις τη γυναίκα ως άνθρωπο, μήπως είσαι αφύσικος; Μήπως άνθρωπος κι εσύ;
Ζωή χωρίς πάθος. Στερημένη ζωή, από ιδιότητες φύλου.
Επειδή δυστυχώς, υφίστανται.

Δεύτερη μέρα, μετά τον έρωτα…
Προσπαθώ να βρω τον εαυτό μου, ξανά. Πρόσωπο θλιμμένο, σώμα ανθρώπινο, δίχως επιβεβαίωση. Αν είναι πρακτικά, ποθητό.
Γιατί;
Όλα τα έχω. Την υγεία μου.
Ένας θυμός αδιευκρίνιστος.
Να τα παρατήσω ή όχι. Ποια φωνή από τις δύο, να πάρω σοβαρά;
Αν ακούς καλύτερα, διαβάζοντας κάτι. Παρά ως φωνή εκφερόμενη, σαν ξύλινη γλώσσα, αγωνιώντας εσύ, αν προλαβαίνεις να αρπάξεις τα νοήματα.
Αν ένας καφές σε ξυπνάει.
Αν η απομόνωση λειτουργεί ως σφαίρα όπλου, πονώντας άμεσα ή πολύ αργότερα, για τον χαμένο χρόνο. Γιατί να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι, όταν θέλουν, δίχως συνέπειες.
Από τι κρύβεται, ο καθένας. Γιατί πιστεύεις πως η συζήτηση, λύνει κάτι; Ομοιάζει με τη μυρουδιά σε ένα ιατρείο.
Εσύ την εκλαμβάνεις, πραγματική.
Εγώ τη λέω, εξάρτηση.
Το σπίτι, η σπηλιά μου. Τα χαραγμένα σε καμπυλωτά, σχεδόν ομαλά, σημεία, τοιχωμάτων της, στιγμιότυπα από θέλω, ειρηνικά ή εφιαλτικά.
Η φωνή των παιδιών, που μεγάλωσαν δυστυχώς. Η ζωή, οριστικά, δεν είναι παραμύθι. Ζωή άρρωστη, πρακτικά ευνουχισμένη. Λόγια αληθινά. Τωρινά. Σαν σκουριασμένη έκθεση, με ευρήματα ενός δυνατού ανέμου, που μαίνεται πίσω από την πλάτη, ως αναμνήσεις, που στον χρόνο τους τελέστηκαν. Θέλοντας και μη. Μισώντας εκείνο που έχουν. Αγαπώντας σπανιότερα τελευταία, εκείνο το της ζωής, το εύρημα. Της ζωής.
όλοι μιλούν. Ανοιγοκλείνουν το στόμα.
Πράματα-αισθήματα, μιας χρήσης. Μισώντας όσα δεν μπορούμε να πετάξουμε, επειδή θέλοντας και μη, έπρεπε να δεχτούμε την παρουσία τους.
Περισυλλογή. Αν κατέχεις όρεξη να ζεις, λίγο ακόμη. υπολογίζοντας πως θα ‘ταν ο κόσμος, αν έπεφτε στα χέρια σου. Ως ζύμη φρέσκια ή με συντηρητικά.
Αν αγαπάς το πρόσωπο που σου δίνω. Γιατί πρέπει να ξεχάσει τις προηγούμενες γενιές. Κάπως έτσι δεν τους υπολογίζουμε, γιατί παντρευόμαστε τη ζωή, αν έχει λεφτά.

Η ζωή κάνει το κορόιδο. Δεν ακούει.
Απαξίωση όσων αισθάνονται καλά!
Να κοιτάς πίσω σου, να λες: προσπάθησα.

Μη μου μιλάς, τώρα.
Δεν θέλω να πω άλλα, σήμερα.

Εις αύριο τα ωραία.
Αν ξανακουστούν, έξω, σπουργίτια, έτσι μικρά και δύσκολα να τα παρατηρήσεις, που είναι. Παρομοίως οι χαρακτηριστικοί, ζωγραφικοί, πίνακες, που αμέσως λες: μπορούσα να ‘χα γεννηθεί, εκεί.
Εκεί που παραμένεις αυθεντικός.
Δεν αρνείσαι το μεγάλωμα σου. Επιθυμείς περισσότερα.
Ανταλλαγή εμπειριών, συζητώντας με φιλικά πρόσωπα.
Η καθημερινότητα είναι αρκετά στενόχωρη, για να απελευθερώνεις τον πόνο σου. Συναχωμένο πνεύμα, πάνω σε υγιές σώμα.
Πάνω, επειδή φαίνεται το αποκτάς, μόνο αν είσαι μορφωμένος. Κάνει μπάμ! Η αύρα, από γνώσεις. Πνεύμα μες το σώμα; Ψυχή;
Ποιος χρειάζεται περισσότερα άγχη.
Αν με απελευθερώνουν, τούτες οι σελίδες, ημερολογίου;
(άλλοι ζουν, δεν καταγράφουν τη πραγματικότητα τους. Η φυσικότητα να υπάρχεις)
τι με ρώτησες, πριν;
Λοιπόν: κάτι για να διαβάσει εκείνη, μήπως δεχτεί πως μετά τη παρούσα φάση, που θα αισθάνομαι καλά, δεν θα κοροϊδεύω τις περιόδους αυτοκαταστροφής μου. Έχει γίνει πολύ δυσκολοχώνευτη, η καλοσύνη. Η σωτηρία. Οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, αν είναι για καλό. Η κατάντια να επικοινωνείς, μόνο στα καλά της ζωής. Ενόσω καγχάζεις την υποτιθέμενη αυτογνωσία, χωρίς βέβαια! να αυτοεξευτελίζεσαι. Δεχόμαστε την αλήθεια, μόνο σε ορισμένα θεατρικά ή σε ξένες ταινίες, ή σε σατιρικές εκπομπές, όπως του Λαζόπουλου –κάτι να κοροιδέψουμε, μες την πληρωμένη μας αυτογνωσία. Οπουδήποτε εκτός σύναξης φιλικών δεσμών, με τα άτομα εκείνα. Τα προβληματικά. Ένα βήμα χειρότερα, από τα μογγολάκια.
Αναμεταξύ των φόβων, ορισμένων μόνο –απ’ ότι φαίνεται…- π.χ. μία παρθένα να αναβάλλει την ερωτική επαφή, τρέμοντας για το ξένο σώμα, που πρέπει να δεχτεί στο αιδοίο της. Ακούγεται όντως, τρομακτικό. Ζωή φαίνεται! Είναι πια, μόνο η αυθάδεια, οι προσβολές, όλα στο πιάτο δίχως αισθήματα. Σαν επίσκεψη σε πορνείο. Καλύτερα εκεί, συνομολογούν οι περισσότεροι, παρά να κόψουν τις πολυτέλειες τους. Μήπως διακόψουν τον θόρυβο. Αισθανθούν αδύναμοι. Καθαροί. Αξιοπρεπείς.
Δεν θυμάμαι, ποτέ, ούτε μικρό, τον εαυτό μου, να μυξοκλαίει. Ούτε μετά από πατρικές ξυλιές, για κάτι κακό, …φαίνεται, που έκανα. Μόνο μια απογοήτευση στο πρόσωπο, χειρότερα από τώρα –ίσως. Ιδίως όταν δεν γινόταν το δικό μου π.χ. να είμαι ανεξάρτητο ον. (Άλλο αν δεν ήξερα, πως μόνο αν κάνεις σέξ, ξυπνάς, φαίνεται! Ίσως έχουν δίκιο, αυτοί που λένε, παντρεύτηκε και ηρέμησε).
Επειδή η γονική αγάπη, φαίνεται! δεν αρκεί σ’ ένα παιδί.
Θέλει μυαλό, να το δεχτείς, ως ενήλικας. Αληθινή εξυπνάδα.
Ας παραδεχτώ λοιπόν, τώρα, που μπορώ, που κοροϊδεύω την “εξυπνάδα” μου, ορισμένα πράγματα: τον πόνο που απροκάλυπτα, πότισα στους δικούς μου. Ας εκθειάσω τούτο τον πόνο, αφού δεν γνωρίζω των άλλων. (ή δεν τον δέχομαι). Εκτός πάντα, γειτονιάς, αφού η εποχή, μας μετατρέπει γοργά, σε κακότροπους χαρακτήρες.
Το σπίτι μου, η αδιαφορία μου γι’ ανθρώπους. Όχι για αισθήσεις, που αφύσικα ζω –εν μέρει- μόνο σε όνειρα ύπνου. Αποδέχομαι πως είμαι ένα ανεκμετάλλευτο, πλάσμα, δίχως λογική, κρίση, αυτοπεποίθηση.
Τα παραδέχομαι τώρα, που μπορώ.
Περίεργο ν’ αναφέρονται αφιλτράριστα, μήπως προλάβω ν’ αυτοδικαστώ, προτού με εξοντώσουν οι καρεκλοκένταυροι του: Προσπάθησα. Άραγε πως.

Η κατάντια του ανθρώπου, που περιμένει να του πει ο τηλεοπτικός δέκτης, πως θα φύγουν, οι πόνοι. Μόνο που δεν μας λένε, πότε θα επαναληφθεί η λάθος συμπεριφορά. Όντας άνεργοι ή άεργοι, από ενήλικη ζωή. Η κατάρα θα συνεχίζεται. Η σκέψη δεν ησυχάζει.
Δεν παύει.
Ο καθένας διαβάζει, αυτό που αφήνει να διαβάσει.
Να θυμηθώ, αύριο, ν’ αρχίσω μ’ αυτό.
(Βράδυ, θα πλύνω τα πιάτα, ξανά.
Θα δω ένα αφιέρωμα στην ποιήτρια Κοραλία Θεοτοκά.
«Είναι συγκλονιστικό ότι ζούμε», είχε πει σ’ έναν συνάδελφο, πολύ κοντά στη μέρα, της αυτοκτονίας της. Δεκέμβρης μήνας.
21 Αυγούστου, για μένα, σήμερα.
Μου γυρίζουν τα άντερα, οι ηλίθιες σαραντοπενηντάρες, που προκαλούν φασαρία, στη γειτονιά. Προσπαθώ να μην σκέφτομαι τη δική τους “αυτοκτονία”.



Τρίτη ημέρα, ενάτη πρωινή, θα σκεφτώ να αυτοστραγγαλιστώ, μα συλλογίζομαι πως τα σημάδια που θα μείνουν, όταν θα αισθάνομαι καλύτερα..
οπότε το αναβάλλω.
Θα περάσω όλο το πρωί, ακούγοντας διάφορα είδη, ξένης μουσικής, περνώντας στο κομπιούτερ, κείμενα, που δήλωναν ακέραιη σκέψη –μακριά από ενασχολήσεις έρωτα… (Η αδελφή μου, μου είπε πει, πως είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να με προβληματίζει –οι κατέχοντες, ευκολοβρίσκοντας, παρτενέρ).
Λέω να μαγειρέψω μακαρόνια. Αύριο, ίσως φακές.
Μια φωνή μες το κεφάλι μου, με κοροϊδεύει: σώπα!
Άλλοι κάνουν πράξη, απειλώντας, αντιμετωπίζοντας τους κατέχοντες ομιλία, ως μογγολάκια. Θα διαβάσω τώρα, τα λέμε μετά.

Συνεχίζω να διαβάζω, όταν το θέλω, είναι η ώρα του. Προσπαθώ να μην σκέπτομαι τους γείτονες που με αποκαλούν, αντικοινωνικό, περίεργο, πιθανόν βρομιάρη. Τεμπέλη. Κακό, ή ποιος ξέρει, τι άλλο. Τους έχω χεσμένους, σα το λευκό υγρό, που παράγουν τα καρύδια μου, το οποίο φεύγει, τραβώντας το καζανάκι. Ο θρησκόληπτος –λόγω επερχόμενου φόβου, φυσικού του θανάτου- πατέρας μου, μου συνέστησε: ότι γράφω να μην είναι πονηρά, πράγματα.
Σα να λέμε: δεν είναι δυνατόν, να ‘χεις ορμόνες, υιέ μου, εσύ.
Τώρα το εσύ…

Ελπίζω απόψε το βράδυ, να μη κολλήσω ξανά, τη μούρη μου, στα πατζούρια, ακούγοντας τους κοινωνικούς –του κώλου φωνακλάδες- γείτονες, να συζητούν τι ωραία που πέρασαν στο θέρετρο των διακοπών τους. Δεν είναι ακόμη, ημέρα, για έξω. Ίσως για ύπνου όνειρα, να αντιστρέφω κάθε φυσιολογική μου απαξίωση, βαπτίζοντας την έτσι, λόγω χρόνιας πραγματικής, ερωτικής, άγνοιας. Τι να κάνουμε. Γίναμε ενήλικες, τρομάρα μας!!
Πάλι θα δω κάποιον γυναικείο κώλο, στην τηλεόραση. Κάποια που χαϊδεύεται στη διαφήμιση, για να φανεί τελικά, η Α ανόρθωση, του στήθους.
Η δωρεάν πόρνη.
Άραγε πότε θα επισκεφτώ, αληθινή, με σώμα,

Ιδρώτας και ψυχική βρωμιά. Θεέ μου τι ριάλιτι.

Ας με κοροϊδέψω τώρα, που δεν σκέφτομαι λογικά.
Σα να λέμε: άνθρωπος χωρίς κινητό.
Σύγχρονος, χωρίς ψυχή.
Έχουμε πετάξει αυτόν τον ένοικο, προ πολλού. Μας ζάλιζε με τις προσευχές, τους πουριτανισμούς του. Το στρέςς, λόγω αγαμίας. Σαν γείτονας στο απέναντι μπαλκόνι, που δεν καμακώνει, απροκάλυπτα. Χωρίς καθαρό βλέμμα.

Εγώ –για να μη πω, εμείς- όταν ήμουνα παιδί, έως ότου τελείωσα, το λύκειο, ούτε ήξερα τι σημαίνει έρωτας, εφηβικά καρδιοκτύπια, και τα ρέστα. Μόνο σχεδόν τελειώνοντας την πέμπτη δέσμη, κάτι ξύπνησε μες το παντελόνι μου, για πρώτη φορά. Που ‘ταν και η πιο τραγική (ακόμη μετράω μέρες, μετά από κείνο τον ατομικό έρωτα…). Αργότερα μου κόψανε την όρεξη, κάτι θρησκευόμενοι… με αφύσικα, μη. Ύστερα, άλλη στιγμή, κύλησα για δύο χρόνια. Έμενα μόνος. Ούτε σε πόρνη δεν πήγα ο μαλάκας. Δεν εργαζόμουν εξάλλου. Τώρα σκέφτομαι πώς να το κόψω, να ησυχάσω (το πέος μου, άσχετε!!).
Το απόγευμα έφτιαξε περίπου καλά, η διάθεση μου, μα πάλι έψαχνα τρόπο, να μ’ ευνουχίσω οριστικά. (Ενήλικος, τρομάρα σου! Απαξίωση. Αποχή με συνέπειες. Να αγνοείς την σημασία να ενώνεσαι εις σάρκα μία, με εκπρόσωπο, αντίθετου σου, φύλου).




Είναι μια στιγμή αισιοδοξίας.
Ηρεμίας, σαν ζωή με σταθερή εργασία που αγαπώ να κάνω ή τουλάχιστον αποδέχομαι, πως πρέπει να το περάσω, δίχως άγχος. Μια στιγμή ελέγχου. Συζήτησης. Τηλεφωνικής επαφής, μες το μυαλό, όπου κανείς δεν καταπιέζει κανένα. Μήτε ρωτά πράγματα, που αδυνατεί να ελέγξει. Ίσως βγω αύριο. Εξασκήσω το δημοκρατικό μου δικαίωμα, ελεύθερης μετακίνησης. Σαν άνθρωπος με κύρος. Σοβαρός. Στιβαρός χαρακτήρας. Αγαπήσιμος. Τακτοποιημένος. Κοροϊδεύω τον εαυτό μου. τι λέω τόση ώρα; Πως μπορώ να τα γράφω αυτά; Για τι, προετοιμάζομαι, τώρα; Μήπως να αποδέχομαι, ότι θα κάνω συχνά, σέξ. Επειδή θα πρέπει. Ή θα μ’ αρέσει (δεν ξέρεις πως θα αισθάνεσαι, κείνη την ώρα). 35 χρονών, παρθένος!
Μαθαίνω να ζω με κάτι λαμπερό, μέσα μου, βοηθώντας με μόνο αυτό, να επανέλθω στην πρότερη απάθεια, της πολυτέλειας να αντιμετωπίζω το τώρα, ως αμετακίνητο χρόνο. Μια ημιμαθής ευτυχία. Η ανοησία των ανθρώπων, να σκέφτονται πως κατέχουν ακέραιη σκέψη. Δίχως Θεϊκή βοήθεια. Το σημάδι της επικοινωνίας, το “μηχάνημα” που χαρίζει μόνο η αληθινή αγάπη, του Πατέρα. Να αποδέχεσαι το ευτυχώς της παρούσης σκέψης, που δεν σκλαβώνεται, ως θεωρία, αποδεικνύεται αλήθεια. Κάπου κάπου, δυστυχώς, συνήθεια, εκ μέρους των αχάριστων ανθρώπων.
Ικανοποιημένη κοιλιά.
Καμία ένδειξη ταπεινότητας. Μεταμέλειας. Ένα ψυχικό κουφάρι που ορισμένες φορές, μυρίζει, κατά την αποσύνθεση του. Έπαιζε διαφημίσεις, τότε. Συνεννοημένα. Ορισμένοι παράγγελναν πίτσες. Παρακολουθούσανε ειδήσεις, ποδόσφαιρο. Πετούσαν τα μάτια τους, έξω. Δεν ξεφορτώνονταν τα σκουπίδια. Μόνο τα κουφάρια τους. Γέμιζαν χαρτιά, καυχιόντουσαν διακρίσεις, δημοσιότητα, Κράτος. Παρερμήνευαν τα πιο απλά.
Μάζευε σκόνη, κείνη η Καινή Διαθήκη. Τη φοβάσαι, έ;
Μήπως δεις το μη, και τρομάξεις. Τόσο στέρεος και αλώβητος από το; Ενήλικος. Στεγνοί άνθρωποι, σίγουρα όχι πουριτανοί. Κάποια στιγμή αδυνατούν να κάνουν παιδιά. Τραβήξανε αρκετές φορές, το καζανάκι. Προφυλακτικά και διαφράγματα, λερωμένα. Απαξίωση, ανθρώπινης παρουσίας.
Γιατί με φοβίζει τόσο, το διάβασμα μιας Καινής Διαθήκης;
Δεν παίρνω μηνύματα βελτίωσης ολόκληρου του είναι μου, ούτε καν, από τα ίδια μου τα γραπτά. Ο δημόσιος αυτοεξευτελισμός, να παρουσιάζεις ένα πρόβλημα, φουσκώνοντας το.
Αυτό που σου είπα: χλευάζω όσα είπα ή έζησα σε πόνο, τώρα που αισθάνομαι ..καλύτερα…
Ζούμε, πιστεύουμε, το κάνουμε από μόνοι μας, παραμένοντας ηλίθιοι και αποκρουστικοί.
Γιατί λοιπόν να μην μισώ, γείτονες που μου σπάνε τ’ αρχίδια.
12 παρά δέκα, βραδιά δροσερή, ν’ ακούς τους άλλους στο μπαλκόνι, ν’ αυτοαποκαλούνται, μαλάκα, και ξανά, μαλάκα. Να μη μπορείς ν’ ανοίξεις το τζάμι, να χαρείς με τη φαντασία –όπως πάντα- το δώρο της ζωής. Μια βραδιά στην ταράτσα, κοιτώντας τ’ αστέρια –όχι μόνος εννοείται.
Μια πολύ κοντινή, ώρα.
Η ώρα που ξινίζει η κατάσταση.
Δεν μπορείς να έχεις δύο, σε ένα: την αμαρτία, παρακολουθώντας τις μεταμεσονύκτιες πόρνες στην T.V. καταστρέφοντας κάτι άλλο, για να σου κάνει παρέα στο μίσος. Πορνεμένη συμπεριφορά, καμία συντήρηση –πνευματική. Λες και ορίζουμε οι ίδιοι, τι συμβαίνει μες το σώμα μας. Ανεπανόρθωτες καταστροφές, λόγω κορεσμού, που ούτε η κατάχρηση δεν επιφέρει, παρά μόνο για λίγα λεπτά. Το χ ψ άτομο, που απαρνήθηκε τον μοναδικό τρόπο να μείνει αθώα προσβάσιμο, από τον Θεό: διατηρώντας την παιδική αγνότητα. Πότε θα ταρακουνηθούμε, να το εννοήσουμε.
Παραμένουμε αγνώμονες στο δώρο της ζωής.
Δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει ευθύνη. Αληθινή χαρά.
Σε μια Κοινωνία όπου η βία διώκεται, όχι όμως όταν προέρχεται από τους εξουσιαστές. Παραμένουν μολυσμένοι μες τη ψυχή, αποστρέφοντας το βλέμμα του, ο Θεός. Γιατί δεν μπορείς, στο είπα, να έχεις και τα δύο: την καταστολή που προσφέρει η αμαρτία, ως όπιο της ψυχής, κολακεύοντας ή εξαντλώντας ή ξεγελώντας την. Οπότε, αποστρεφόμαστε τις αγνές προτροπές Του, για ψυχική, αληθινή, υγεία, μέσω της μελέτης της Καινής Διαθήκης.
Σα να κρατάς απαλά, ένα μωρό.
Θα το ρίξω –θα με ρίξω- στα μεταμεσονύκτια, πορνεμένα καρέ, υποκύπτοντας στην κακή, εσωτερική φωνή: δες τουλάχιστον ότι δεν έχεις τώρα ή δεν θα αποκτήσεις ποτέ –πρακτικά, την απόκτηση ως απόλαυση, της γυναικείας γύμνιας, στο πλάι. Το άλλο πρωί, θα μπω στο μπάνιο, ξεπερνώντας, ασθενέστερα όμως, -απ’ ότι την αμέσως προηγούμενη φορά, της εκτόνωσης- καθυστερημένα κι επίμονα, σήμερα, την πουριτανιστική μου διάθεση, να μην αγαπώ το σώμα μου. Την σεξουαλική του ταυτότητα, όπως σε κάθε έμβιο ον, στη φύση. Αναβάλλοντας για άλλη μια φορά, τη ζωή ως πράξη, μένοντας στη θεωρία, σε φιλοσοφικές διευθετήσεις, ενός ωραιοπαθή, που πιστεύει πως κάθεται σ’ έναν θρόνο.
Προσπαθώ να θυμηθώ ορισμένες υγιείς στιγμές, καταφεύγοντας δηλαδή, σε παιδικά μου χρόνια, που ευτυχώς δεν ήξερα, περί έρωτος…….
Η γιαγιούλα μου στο χωριό, η περιποίηση της. Η παιδική ξεγνοιασιά. Η απλότητα εκείνης της ηλικίας. Τουλάχιστον μες στην δική μου οικογένεια, γιατί ναι, ακόμη και τότε, μεταξύ 1980 και 1990, υπήρχαν, ναι, πονηρά παιδιά. Ανεκπαίδευτα, ψυχικά. Δηλαδή, μη ήρεμα. Μη γαληνεμένα. Απαντώντας στις δικές τους προκλήσεις, να βασανίζουν τους αδύνατους συμμαθητές τους. Προπονούμενοι για αργότερα, όπου ως ενήλικοι, κατέχοντας γνώσεις, πλούτο ή εξουσία, θα υποτιμήσουν, θα πατήσουν, πιθανόν θα παρασύρουν και τον δούλο, σε μαλαγανιές.
Όπως λέμε καλύτερα.. να φιλοσοφεί ο άνθρωπος, παρά.. να ακούει τη γνώμη του Θεού. Με συνέπεια να κυριαρχεί, ρεαλιστική, ακέραιη, σκέψη, σε όποιον δεν θα τον αποσπά, πια, η σειρήνα του κακού. Των καταπιεστών του παρακράτους. Μετακινούμενοι με ελικόπτερα, μικρά αεροπλάνα ή ζέπελιν, όλα με θερμικές κάμερες. Να εποπτεύουν τα όργανα των πολιτικών αθλίων –μες τα σκατά, ως το λαιμό- το άτομο, μη γίνει διπλό, τριπλό, απλώσει έναν ιστό ελεύθερης έκφρασης και σκέψης. Με διάκριση, αξιοπρέπεια.

Αρχίζω να νοσταλγώ –επιθυμώ, τον χειμώνα, μες την καθαρή, ζεστή, φωλιά, μιας “σκηνής” από κουβέρτες. Η καθαρότητα μιας ξεσκαρταρισμένης πνευματικότητας, από δαίμονες, που σου λένε, δες, αμάρτησε, παρεξήγησε τη σχέση σου με τον Θεό. Δεν είμαστε εμείς, που σου ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΜΕ τη ζωή. ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΟΥΤΕ ΕΣΥ. Αλήθεια άνθρωπε, περίμενες δικαιοσύνη σε αυτή τη ζωή; Εξακολουθείς λοιπόν, μες σ’ ετούτο το κλίμα, ν’ αυτοκαταστρέφεσαι. Τι σου είναι ο Θεός να σε βοηθήσει; Μόνο για το συμφέρον σου είναι ο Θεός; Μη του δίνεις σημασία. Συνέχισε να διαλύεις τον ιστό της ζωής σου. Γελάνε.
Αυτόματα, χαρακτηρίζεσαι, απελπισμένος. Ο μη δυνατός. Ο μη ρεαλιστής.
Οι ώριμοι.. δεν ασχολούνται με τον Θεό. Δεν τους ενδιαφέρει η γνώμη Του.
Συγγράμματα, φιλοσοφίες, κείμενα, άρθρα, ατελείωτος όγκος σελίδων, εικόνων και ήχων, ν’ αποτραβιέσαι, βαπτίζοντας τα ενδιαφέροντα, για να νιώθεις σημαντικός. Όχι μογγολάκι στερημένο.
Είπαμε ποιοι είναι τ’ αληθινά μογγολάκια:
Οι οροθετικοί ασθενείς, λόγω AIDS, που καυχώνται, δικαιολογώντας τον εαυτό τους: τουλάχιστον έζησα –συνήθως οι γυναίκες. Όσοι και όσες, παντρεύονται για να καυχώνται: με αποδέχθηκαν. Η λογική μου υπερτερεί. Δεν είμαι μικρό ανθρωπάκι, στερημένο, πουριτανό. Είναι τα άτομα που θα συζητούν μόνο, χαρούμενα θέματα. Απαξιώνουν συγγενικούς δεσμούς, δεσμούς με την παιδική τους ηλικία. Με κάτι περισσότερο από μια επίσκεψη, κάθε Ανάσταση, στην εκκλησία. Για τους τύπους.
Απαξιώνουν την ήπια διακριτικότητα.
Γείτονες μόνο για το συμφέρον, ως συμμαχία κατά διαρρηκτών.
Όλα όσα παρατηρώ και αναφέρω, εξακολουθώντας την προσωπική μου απαξίωση για τα Βιβλικά τεκταινόμενα. Θαρρώ σε άλλης χώρας, κουλτούρας, συμβάντα. Τελικά δεν θα βγω, σήμερα. Μένω μέσα, αναπολώντας την αύρα της παιδικής μου, απλής, ηλικίας, κάπου, την επικοινωνία μου με τα Θεία. Κάπου με το τι θέλω να είμαι, τι μπορώ, τι, όχι. Τι, απαξιώνω. Τι, καταριέμαι. Ποιους και γιατί, βασανίζω. Πόσες περισσότερες ανέσεις, πια; Προσπάθεια να προπονώ μόνο το σώμα; Και τι βγαίνει από αυτό;
Μια ίδια φάση που…


Κάθομαι να γράψω ένα γράμμα: σ’ εκείνη.
Απευθύνομαι πάντα, σ’ ότι δεν καταφέρνει άμεσα, άδολα, να επικοινωνήσει μαζί μου.









Ως άνθρωπος που έχω βιάσει, τον εαυτό μου, αρκετές φορές, λόγω έλλειψης του δικαιώματος στο σέξ, έχω καταφέρει να αποφύγω τον βιασμό γυναικών, ή άλλου είδους, παραβατικές μορφές, έρωτα. Άλλοι όμως δεν έχουν τη δική μου αντοχή ή απάθεια, περί σέξ, καταλήγοντας τραγικά, στην παιδεραστία, ως φυσικό επακόλουθο μιας ανέραστης ζωής. Πολύ κοντά στα 40, ή πιο νωρίς, αφού αυτοί οι άντρες δεν τους αποδέχτηκαν, ποτέ, οι γυναίκες. Η σωματική επαφή, με εκείνες. Άρα δικαιολογούνται να ξεσπάνε στρεβλώς, σε άλλους ανθρώπους. Γι’ αυτούς ο κόσμος είναι μόνο ότι προβάλλει ο τηλεοπτικός, δέκτης. Τους συναρπάζει η μεταμεσονύκτια, ιδιαίτερα, γύμνια. Μια τάση να χαϊδευτείς, λες και το κάνεις με την τάδε σεξοβόμβα, στην πορνοταινία. Και μόνο με τη θέαση, εξιτάρεσαι. Μεγαλώνει το μόριο του άντρα, στο παντελόνι. Κάτι θέλει η άκρη του. Ερεθίζεται μέσα στο σώβρακο. Ιδιαίτερα η άκρη του πέους. Προσκαλεί να ασχοληθείς μαζί του, σα να ακουμπάς το γυμνό, γυναικείο, σώμα. Όπως το φαντάζεται ο άρρωστος, που αντί να κοιμάται, να εργάζεται το πρωί, οι ορέξεις, έχουν αναλάβει όλο το είναι, ως ζωή. Άλλοι ερεθίζονται, και μόνο που διαβάζουν ένα βιβλίο με ακατάλληλες σκηνές, ή βλέπει ένα πορνοκόμικ. Ή η όψη του ντεκολτέ της τάδε παρουσιάστριας στην τηλεόραση. Όσα γυμνά σημεία, φαίνονται στο γυναικείο σώμα, σε μια διαφήμιση, οργάνων γυμναστικής. Η πρόσκληση των ενστίκτων, που ζητούν επιτακτικά, ικανοποίηση.
Αγνοείς πόσο κακό, σου κάνει η αυτοϊκανοποίηση.
Ο βιασμός σου από σένα τον ίδιο. Γιατί αυτό τελικά, είναι.
Ανησυχείς αν θα χύσεις, γρήγορα, την πρώτη φορά. Γιατί ως άντρας, επιθυμείς να έχεις σεξουαλική, ταυτότητα.
Πόσες φορές δεν σκέφτηκα να κόψω το πέος μου, για τα θέλω του. Πόσες φορές, παρακάλεσα τον Θεό να διαγράψει τα πάθη του σώματος μου, και φορές, επαληθευόταν το παρακαλώ μου. Αρκεί και ο ίδιος να απέφευγα την αμαρτία της θέασης, μεταμεσονύκτιων, πορνοταινιών, από κανάλια που την ημέρα είναι νόμιμοι, και τη νύχτα αλλάζουν σε νταβατζήδες. Ιδιαίτερα ένα κανάλι: πόσες φορές θέλησα το κακό εκείνου του ανθρώπου, επειδή μου κατέστρεφε τη ζωή, το μεταμεσονύκτιο πρόγραμμα, του καναλιού του. Ενόσω ποθούσα λίγη ικανοποίηση, έστω και μόνος, άλλο αν θα σηκωνόμουν με νεύρα, την επομένη, για το νέο ψυχικό, πέσιμο. Όλη η μετέπειτα αηδία, να ξέρεις πως βίασες τον εαυτό σου. Αλήθεια δηλαδή, τι σόι ικανοποίηση ήταν εκείνη; Τι αποκόμισες εαυτέ, από αυτό;
Σε εξιτάρει, ναι, η γυναικεία γύμνια. Τα στήθη αχλάδια, τα υπέροχα μήλα, οπίσθια. Οι λεπτές γάμπες. Όσες γυναίκες πλάστηκαν μόνο για τον έρωτα. Έτσι δείχνουν. Κάνει μπάμ η πρόσκληση προς αυτοϊκανοποίηση. Η συνειδητοποίηση, μετά από μέρες, πως δεν γνωρίζεις τι σημαίνει πραγματικότητα, αν δεν έχεις αγγίξει γυμνό σώμα, αντίθετου σου, φύλου. Το θέλω της σωματικής επαφής. Η άγνοια πως θα είναι η αληθινή, σωματική, επαφή. Αν αυτοϊκανοποίονται και οι γυναίκες. Αν πράγματι ερεθίζονται στην κλειτορίδα. Αν πράγματι θέλουνε κάτι τέτοιο: την επαφή. Πότε και με ποια μέσα. Αν πράγματι είσαι χαρούμενος μετά το σέξ. Αν πράγματι είναι ανώτεροι, όσοι νεώτεροι σου είναι ενεργοί στο σέξ. Όλες οι απορίες που δέχονται απαντήσεις, μέσω των Μ.Μ.Ε.
Το πρότυπο του άμεσα πραγματοποιήσιμου, έρωτα, κατευθείαν, δίχως πολλά πολλά. Άλλο αν σπας τα μούτρα σου, και μόνο για να πεις καλημέρα, σε κάποια. Που δίνει σημάδια προσέγγισης. Βλέποντας το δέρμα της που τόσο σε εξίταρε στην T.V.
Η άμεση αυτοαναίρεση του.
Λες και το πραγματικό είναι ένας άλλος κόσμος, κάτι που την ώρα της πράξης, αποκαλύπτει το ρόλο του. Η απομυθοποίηση της έννοιας, άνθρωπος. Μάλλον κάπως έτσι, χάνεις το μπούσουλα σου στη ζωή.
Βλέποντας τη ζωή σαν κοτέτσι, σαν δωρεάν πορνείο. Γιατί το πραγματικό, σου ζητά 20 Ευρώ, για δέκα λεπτά, άμεσης εκσπερμάτωσης. Όσο το δυνατόν ταχύτερα, γιατί περιμένουν και άλλοι. Στο σέξ δεν υπάρχει τίποτα διακριτικό. Παρόμοια να χάνεις τον εαυτό σου, παίζοντας τη.
Ένα κομμάτι κρέας που θέλει τα δικά του. Έχουν δίκιο όσες λένε, το μυαλό το έχεις μες το παντελόνι. Πάραυτα αγνοούν, πόσο δυνατά είναι τα θέλω, του αντρικού μορίου.
Ιδίως στους στερημένους.
Όταν ξυπνάς από αυτό, μαθαίνεις να αγαπάς τους ανθρώπους. Ως ισότιμα μέλη, της Κοινωνίας.

Γιατί στην παραλία, μπορείς να αποφύγεις να σου σηκωθεί, παρακολουθώντας μια ελκυστική, λουόμενη. Δυστυχώς αποτελεί πραγματικότητα η σεξουαλική ταυτότητα, στον ενήλικα. Διαφορετικά τι θα ήμαστε.
Φαντάζομαι γερασμένοι και βαρετοί.
Άλλο αν η ανθρωπιά πάει περίπατο.

Αλλά θα δούμε ποιες θα είναι οι απόψεις μου, μετά τη πρώτη συνουσία.





16
Είσαι ή δεν είσαι

Θαρρώ είναι από τις πιο ευτυχισμένες μου, στιγμές.
Ο πατέρας μου αποδήμησε εις Κύριον. Μου έμεινε το νεοκλασικό. Ισόγειο και όροφος. Εγώ δεν χρειαζόμουν μεγάλο χώρο. Σκέφτηκα ένα δώσω ένα μέρος, από τον κήπο, στον δήμο, να ενωθεί επιτέλους, εκείνος ο πεζόδρομος, πλάι στο ρέμα, που διακοπτόταν, απότομα. Θεέ μου, πόσο αντιαισθητικό είναι κάτι παρόμοιο. Γεννήθηκε λοιπόν, μια συμπαθητική πλατεία. Να κάθονται να αγάλλονται οι περαστικοί. Με τα χρώματα, τα αρώματα, τα ζουζουνάκια τα περαστικά, χάμω. Τα περιστέρια που κάμανε κι αυτά, τον περίπατο τους, άφοβα, κάτω από τα λιγοστά μεν, δέντρα. Η παρουσία των δέντρων, δεν είναι, ποτέ, επιπόλαια. Ακούς τα τζιτζίκια, το καλοκαίρι. Τους γείτονες που ποτίζουν. Τους ακούς το βράδυ, ο θόρυβος που προκαλούν οι παντόφλες τους, χωρίζοντας σε μερικά ακόμη κομμάτια, φύλλα, που τελειώνοντας, Αύγουστος, πήραν ένα χρυσοκίτρινο, χρώμα, με καφέ πλάτη. Ευτυχώς, ο δήμος ποτίζει τις πλατείες. Είναι όμορφες, οι ποικιλίες του χρώματος, πράσινο. Σκούρο, ανοιχτό, σαν μαρκαδόρος σε παιδικό χέρι, που αγνοεί τι σημαίνει σκιά. Μόνο τον ήχο του ανέμου, ακούει, μα δεν απορεί. Νιώθει, αισθάνεται, ωραία. Δεν ρωτά για τη φύση. Την απολαμβάνει.
Είναι ένα όμορφο μεσημέρι.
Φυσά. Μόλις. Μετακινούνται τα πεσμένα φύλλα, σα να περπατά κάποιος, ίσως μια γάτα, κάποιο αερικό που μαγεύτηκε από τον κήπο μας.
Τον λέω κήπο μας, γιατί εδώ και λίγες ημέρες, έχω νοικάρισσα. Μα προτού σας πω περισσότερα, ας τα πάρουμε απ’ την αρχή.
Η σκέψη ξεκίνησε, μια δυο μέρες, μετά τον δεκαπενταύγουστο, αφότου ξεμπέρδεψα με τα έξοδα περί κληρονομιάς, κι όλα τα σχετικά, που πολύ με έκαναν, να βαριέμαι. Ευτυχώς εκείνες τις ημέρες, η θερμοκρασία έξω, προσπαθούσε να έρθει στα μέτρα της εσωτερικής, στο ανθρώπινο σώμα. Κάπου μεταξύ, 33 βαθμών, και 35. Δροσιά.
Σκέφτηκα: γιατί να μη νοικιάσω το ισόγειο, που ούτως ή άλλως, περιποιημένο και κατοικήσιμο, είναι. Να ‘χω και μια παρέα, σε μια ανύποπτη, πες, δύσκολη στιγμή.
Το θέμα είναι, πως έπρεπε να συντάξω μια αγγελία, στα μέτρα μου, που ούτε όμως, θα πρόσβαλλε, ούτε θα καθόριζε επακριβώς, τι ζητούσα. Τι είδος χαρακτήρα, νοικάρη. Νοικάρισσα θα έγραφα, μα συλλογίστηκα, μήπως πάει ο νους “της” επί του πονηρού. Ας έπαιρναν άντρες. Θα τους έλεγα, νοικιάστηκε.
Εισαγωγή: Ζητείται. Τραβάω γραμμή. Δε μ’ αρέσει.
Προσφέρεται.
Τι εννοείς, προσφέρεται;
Νοικιάζεται. Εδώ είμαστε, στα τυπικά.
Νοικιάζεται ισόγειο, νεοκλασικού, άνετο (αυτό το άνετο, πιστεύω, εννοεί τα πάντα. Άντε λες: έχει όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Όποια έχει μυαλό, κατανοεί). Παρακάτω.
….άνετο, με θέα σε κοινόχρηστο κήπο. Ποσό συζητήσιμο (του ενοικίου).
(Στο ζουμί τώρα).
…συζητήσιμο.
Τώρα τι λένε; Σε άτομο νέο, χωρίς υποχρεώσεις; Γιατί; Δουλειά θα ‘ρθεί να πιάσει;
Ξύνω το κεφάλι μου.
Μεσημέρι. Θα ‘πρεπε να κοιμάμαι.
….συζητήσιμο. (το τονίζω μέσα μου).
Σε χαρακτήρα ήπιων διαθέσεων, χωρίς σκυλιά. (καμιά γάτα δεν θα πείραζε). Διεύθυνση. Τηλέφωνο. Ώρες μη κοινής ησυχίας.
Αυτά.
Άρχισε λοιπόν, η αναμονή.
Ενδιάμεσα τηλεφωνημάτων, απορριπτέων, έστηνα έναν καμβά στον κήπο, προσπαθώντας να θυμηθώ, πως ζωγραφίζεις, με κάρβουνο.
Ντρεπόμουν να πάω σε ένα πολιτιστικό κέντρο που γνώριζα πως έκαναν μαθήματα, ως άσχετος, πλέον. Εγώ που τα κατάφερνα. Μ’ έπιανε μια έπαρση, κι όλο κατέβαλλα προσπάθειες, να θυμηθώ πως μετράνε μ’ ένα μολύβι, που το ‘χα και πρόχειρο, μεταφέροντας διαστάσεις και σχήματα, στο χαρτί.
Κάθε τόσο σηκωνόμουν και απασχολούσα τον εαυτό μου, με άλλα πράγματα: έφτιαχνα καφέ. Μαγείρευα. Άφηνα να με ζαλίζουν τα τζιτζίκια. Κοιμόμουν σ’ ένα ντιβάνι στον κήπο, με μια ευχή, να μην μπει κανένα μαμούνι στο στόμα, που ολοένα έσταζε σάλιο.
Έκλεινα τα μάτια. Φανταζόμουν παραλίες. Κόσμος. Ταξιδιώτες να κοιτούν απ’ το παράθυρο του αεροπλάνου, φεύγοντας. Έπειτα φυσούσε, ωραία, κι η ψυχή μου γαλήνευε.
Θυμάμαι μια γιαγιά που ζητούσε, σχεδόν παρακαλώντας, να μείνει στο ισόγειο, και προσπαθώντας ν’ αποταθεί στην ανθρωπιά μου –αφού το ποσό του ενοικίου ήταν συζητήσιμο, λίγο λοιπόν ακόμη, και θα είχα πειστεί. Βλέπεις, μου έλειπε πολύ, η γιαγιούλα μου (μαμά της μάνας μου), λείποντας από τη ζωή, χρόνια πολλά. Θεέ μου, πόσο μοιάζουν οι γριές, στη γιαγιούλα μου! Δεν σκέφτεσαι καν, όταν κοιτάς μια ηλικιωμένη, πως υπήρξε νέα. Δεν ξέρω, έτσι μου ήρθε τώρα.
Ήταν όντως, τόσο συμπαθητική αυτή η γιαγιά. Θαρρώ αποφεύγουμε την αγάπη, ως μορφή υποστήριξης, ενόσω τη συναντούμε. Βλέπεις, άλλες φορές, αφήνουμε να μας συμπονούν, πρόσωπα εκτός οικογένειας. Δεν ηρεμεί ποτέ, ο εγωισμός.
Ήρθαν να δουν το σπίτι, οικογένειες, τριμελείς, τετραμελείς, μα τους είπα πως νοικιάστηκε. Φοιτητές ήρθαν, ούτε αυτοί με έπεισαν. Θαρρώ είναι πιο εύκολο να απορρίπτεις, απ’ το να είσαι συγκαταβατικός. Θαρρώ είναι λυπηρό να φεύγει το καλοκαίρι. Να πέφτουν οι θερμοκρασίες. Να κρατούσε ένα μήνα ακόμα. Η χρησιμοποίηση, κοντομάνικων. Η ξεγνοιασιά. Οι αισθήσεις που πάλλονταν.

Σχεδόν κάθε καρυδιάς καρύδι, πέρασε από την κυρίως είσοδο, όπου έβλεπε σ’ έναν δρόμο, μονής κατεύθυνσης. Όταν βαριόμουν, δεν άνοιγα. Παρατηρούσα από την οθόνη, στο χώλ, που πρόβαλλε εικόνα από μια κρυφή κάμερα που υπήρχε τοποθετημένη, έξω από την πόρτα. Όπως είπα, έψαχνα για κοπέλα, ένοικο. Εξάλλου, κοιτούσα σπάνια, εκείνη την οθόνη. Μου άρεσε να κάθομαι έξω, στον κήπο, κι άστους να χτυπάνε όσο θέλανε. Εκεί, πίσω από τον μαντρότοιχο. Στην κάτω αυλή, που δεν ήταν όντως, τίποτα σπουδαίο. Δυο τρία τυπικά, δέντρα. Μια ηρεμία, μια γλυκιά απομόνωση. Ενόσω κάπου εκεί έξω, ο κόσμος μοχθούσε για το μεροκάματο. Εγώ άκουγα τα τζιτζίκια, χαμογελώντας μες σε τούτη την άνεση. Προσπαθώντας να αποφύγω, κάθε τι ενοχλητικό. Όπως τους ανθρώπους χωρίς ενδιαφέροντα, που όμως τη μύτη τους, δρόσιζε αρμονικά, η θαλάσσια αύρα, μετά τη βουτιά.
Εγώ απολάμβανα τη προσωπική μου, όαση. Κοιτώντας την όψη, τούτης της οικίας, του νεοκλασικού που μου ανήκε. Μια γραμμή κίτρινη, πάνω από τα παράθυρα του ορόφου. Μαρμάρινες προεξοχές, που περιστοίχιζαν το σπίτι, σα στεφάνι. Ένα σχεδόν αραχνιασμένο λευκό, στους εξωτερικούς τοίχους. Που ίσως και να σε μελαγχολούσε. Αν είχες μεγαλύτερη ηλικία, αρεσκόσουν να φέρνεις στα μέτρα των Ελληνικών ταινιών, παρόμοια κτίσματα.
Ιδιαίτερα μου άρεσε η μυρουδιά του βρεγμένου χώματος. Όχι τόσο ο ήχος του καταβρέγματος, κάθε είδους, πρασίνου, από άτομα του δήμου, απασχολούμενοι σε μια τόσο ευχάριστη δουλειά. πράγματι. Είναι μια όμορφη ημέρα. Δυστυχώς δεν οδηγώ. Διαφορετικά θα πήγαινα, προτιμότερο, ένα ταξίδι. Πίσω στα αγαπημένα μου χωριά. Τόσο δροσερά τα απογεύματα εκεί, με μια ησυχία, αρμονική ησυχία, που χάριζε σχεδόν ένα φωτοστέφανο, στις αναμνήσεις.
Μμμμ. Μυρίζω το βρεγμένο χώμα κι αγάλλομαι. Αναμένοντας την επίσκεψη της επιθυμητής, ενοίκου, που δεν άργησε να εμφανιστεί.
Ένα πρωί, γύρω στις 11:30.
Θα ‘τανε, Τρίτη.
Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν. Μια δροσιά χαρούμενη (μες την απαξίωση της καλοπέρασης).

Εκεί λοιπόν που χαζολόγαγα στον κήπο, όπως πάντα, όπου πίσω απ’ τον μαντρότοιχο μου, βρισκόταν η χαριτωμένη πλατεία, στα πόδια της οποίας παρατηρούσες ένα κομμάτι, ρέματος, -τόσο ωραία απομονωμένη η πλατεία- άκουσα έναν καινούριο ήχο. Μεταλλικό. Που με αποσπούσε από το να υπολογίζω τι θα αγόραζα με τα έσοδα από τα νοίκια. Μήπως κάτι με δόσεις. Μήπως ένα δάνειο, με σκοπό το γύρο του κόσμου; Άντε της Ευρώπης. Νάσου ξανά, ο επίμονος κτύπος.
- Παρακαλώ; Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Από πού όμως;
Δεν δίνω σημασία.
- Παρακαλώ, είναι κανένας εκεί;
Με πρόδωσε το φορητό cd player, που έπαιζε μουσική.
Ξανά τοκ τόκ.
Προσπαθώ να προσανατολιστώ. Η προέλευση του ήχου.

Για λίγο παύση.
Τοκ τόκ. Μια τελευταία προσπάθεια;
Λίγο πιο δυνατά τώρα.
Λες;
Πλησιάζω την καγκελόπορτα. Την άλλη είσοδο του κτήματος που έβγαινες στην πλατεϊτσα. Πρώτη φορά, μου χτυπάνε από εκεί. Γιατί;
- Είναι κανείς εκεί; υψώνω τον τόνο της φωνής μου, φοβούμενος μέσα μου, μήπως είναι κάποιος κλέφτης. Τσιράκι συμμορίας.
- Ήρθα για την αγγελία, αποκρίνεται καθαρότερα τώρα, η άγνωστη σ’ εμένα, γυναικεία φωνή.
- Ξέρετε, η κύρια είσοδος είναι από μπροστά, μιλώ.
- Ά δεν τον ήξερα. Έκανα ένα περίπατο. Ρώτησα έναν περαστικό για το σπίτι, και νάμαι.
- Από κει που είστε, δεν έχει ούτε κουδούνι, μιλώ.
- Είπα να το ρισκάρω. Είναι τόσο ωραία από δω. Σκέφτηκα να διατηρήσω την καλή μου διάθεση.
- Ελάτε από πάνω. Δεν έχω κλειδί. Δηλαδή δεν ξέρω που είναι, δικαιολογούμαι.
Παύση για ελάχιστα δευτερόλεπτα.
- Είστε εκεί; ρωτώ. Να σας περιμένω;
- Βέβαια, ναι.
Ακούω τα βήματα της, καθώς απομακρύνονται, πατώντας εκείνη, στα πεσμένα φύλλα, στον πεζόδρομο.
Για να δούμε τι καπνό φουμάρει.

Το πρώτο που εμφανώς, εντόπισα πάνω της, από μέτρα μακριά, ήταν το χαμόγελο της. Σαν καλωσόρισμα. Ευγενική παρουσία εκ πρώτης. Αλληλοκαλημεριζόμαστε. Την περνάω σχεδόν μισό κεφάλι, μα δεν δείχνει σημάδια, να με κοιτούν τα μάτια της, υπό ανοδική γωνία. Εκπέμπει απλά, μια φυσική σεξουαλικότητα, θηλυκού, με όλη τη σημασία του όρου. Τα μαλλιά της είναι ξανθά. Μακριά, σαν χρυσοκεντημένα στάχυα. Οι οφθαλμοί της ξεχωρίζουν: Χρώμα πράσινο.
- Δεν ξέρω –μιλά πρώτη. Μου φαινόταν πιο εύκολη η είσοδος απ’ την κάτω πλευρά. Στον σκιερό πεζόδρομο.
- Ναι, συμφωνώ μαζί της. Είναι όντως πιο συμπαθητικά. Όμως μετά από κάτι πρόσφατα έργα που με ταλαιπώρησαν, να χτιστεί ο μαντρότοιχος εκ νέου, πιο μέσα. Να μπει η σιδερένια πόρτα. Φασαρία. Κλπ.
- Είναι ψηλή. Δεν βλέπεις μέσα.
- Αυτός είναι ο σκοπός της. Άλλο αν τη μουτζουρώσανε οι μανιακοί με τα γκράφιτι.
Περπατάμε, στρίβοντας δεξιά, κατηφορίζοντας σ’ ένα πλακόστρωτο, υπό κλίση.
- Η είσοδος είναι από κάτω; Ρωτά.
- Η νέα, ναι. Σας φαίνεται απομονωμένο;
Βγήκαμε στην αυλή. Πλάι μας ο μαντρότοιχος. Τα τζιτζίκια γλεντούν τη ζωή τους.
- Όχι, όχι. Έχει ένα τόνο.
(Αυτό δε το κατάλαβα).
- Δε συστηθήκαμε, μιλά.
Χειραψία.
- Ελένη.
(Σχεδόν μισώ αυτό το όνομα).
- Γεράσιμος.
- Χάρηκα.
Κι εγώ, κουνώ καταφατικά, το κεφάλι.
Ξεκλειδώνω την σιδερένια πόρτα, του ισόγειου διαμερίσματος.
- Όλα τα άλλα είναι μοντέρνα, της εξηγώ.
Εισερχόμαστε. Στο χώλ, με το ξύλινο πάτωμα, ακούγοντας τα σιγανά βήματα μας. Αμέσως αριστερά, περνάμε στο σαλόνι. Παρόμοιος θόρυβος κι εκεί. Τελείως άδεια, τα δωμάτια.
- Είναι φρεσκοβαμμένο.
Εκείνη παρατηρεί γύρω της. Μήπως για ρωγμές; Από παλιό σεισμό.
- Υπάρχουν δύο μεγάλα υπνοδωμάτια. Κουζίνα εξοπλισμένη. Φυσικά μπάνιο. Το είδατε το χώλ.
- Μεγάλο σπίτι.
- Άνετο, όπως έδωσα την αγγελία.
- Θα ‘ναι ακριβό.
- Όχι όχι, δικαιολογούμαι. Απλά περιμένει ένα αξιόλογο άτομο, να σεβαστεί το σπίτι. Εργάζεστε φαντάζομαι.
- Ταξιθέτρια σε σινεμά.
- Μάλιστα.
- Θα χρειαστούν 3 νοίκια, μπροστά. Σας κάνει;
- Ντουλάπες έχει;
- Βέβαια.
- Το ποσό του ενοικίου;
Της αναφέρω ένα ποσό.
- Το συζητάμε όμως. Είναι ήσυχη γειτονιά, χαμογελώ.
Δεν αποκρίνεται στο σχόλιο μου.
Την ξεναγώ στους υπόλοιπους χώρους.
- Καλύτερα η μετακόμιση –μιλά- να γίνει, να φέρω τα πράγματα, από κάτω. Χωράει φορτηγό, ή όχι;
- Έχετε πολλά;
- Τα απαραίτητα.
- Χωράει. Χωράει. Το φορτηγό.
- Θα ανοίξετε την καγκελόπορτα.
- Ναι, φυσικά. Θα θυμηθώ που έχω το κλειδί.
Η Ελένη κοιτά τις ντουλάπες, πόσο βαθιά στον τοίχο, ο χώρος ο διαθέσιμος. Για ρούχα, βαλίτσες στο ψηλότερο ράφι.
- Είστε έτοιμη;
- Δεν θα μου πάρει χρόνο. Έχω συσκευάσει μικρές κούτες. Τα μεγαλύτερα έπιπλα, αμπαλάρονται γρήγορα.
- Λοιπόν σας αρέσει;
- Αφού είναι ήσυχα κιόλας.
- Ειρηνικό το λέω.
Δεν αποκρίνεται κάτι.
Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, περιμετρικά του κτιρίου. Πλέον ανηφορίζουμε.
- Κάντε μου ένα τηλέφωνο, της δίνω μια κάρτα με πρόχειρα γραμμένο, ονοματεπώνυμο και τηλέφωνο.
- Έχει κάποια σημασία, το Νεοκλασικό; Ρωτά (ήρεμο εξακολουθεί, το πρόσωπο της. Γαληνεμένο, όμορφα όμως).
- Όχι. Δηλαδή δε νομίζω.
- Μάλιστα.
- Χαίρετε, προσθέτει. Φεύγει.
- Περιμένω τηλεφώνημα σας.

Παρατηρώ να σηκώνει το αριστερό της χέρι, πραγματοποιώντας απλά, μια κίνηση, προσωρινού αποχαιρετισμού.
Μάλιστα μάλιστα, σκέφτομαι. Καλά πήγε.
Ταξιθέτρια σε σινεμά. Πόσα χρήματα να βγάζει; Ίσως τη βοηθούν από την οικογένεια της. Ίσως έχει κομπόδεμα. Ανεβαίνω στον όροφο, σπίτι μου. Πεινώ.

Με αναζωογόνησε η επίσκεψη της.
Ανοίγω την τηλεόραση, ν’ ακούω ανθρώπινη φωνή.
Λεπτή στα σημεία, η Ελένη. Χαμογελώ.
Ηλικία δεν μου είπε. Υπολογίζω: 24, 25, 27 μήπως; Ίσως 23. Εικοσιέξι πιθανόν. Τι το ψάχνεις; Με ελέγχω. Σάμπως θα την παντρευτείς;
Θυμάμαι μια πρόσφατη ημέρα, πρωί. Στεκόμουν στην ουρά, στην ΕΥΔΑΠ, να πληρώσω τον λογαριασμό.
Εμπρός μου βρισκόταν μια γυναίκα, που ενόσω την κοιτούσα, σπασμωδικά, σε ενδιάμεσες μηχανικές κινήσεις, μετακινούμενοι ένα ακόμη βήμα, η ουρά, φαινόταν τόσο ανθρώπινη για να την κοιτάξω πονηρά. Αν εκδήλωνε αυτοσεβασμό η σκέψη μου, μεταφερόμενος μακριά, από παράδοση σώματος σε σώμα. Έτσι, δίχως αγάπη. Άλλοι μεταφράζουν την ελευθεριότητα τους, δικιολογούμενοι, ως ένα τρόπο να ελέγχουν ένα ανθρώπινο ον, ώστε να ικανοποιούν: Είτε την ..ιδιοφυΐα.. τους, είτε να σε ποθούν.

Ξέχασα να τη ρωτήσω, αν είναι παντρεμένη. Μη μου κουβαληθεί με σύζυγο, παιδιά, σκυλιά, κι άλλα ενοχλητικά, άτομα.
Να θυμηθώ να τη ρωτήσω, όταν και εάν, με πάρει τηλέφωνο. Ίσως γι’ αυτό, το σκεπτόταν. Η βοήθεια που λέγαμε.





Το επόμενο πρωί, ξύπνησα ιδιαίτερα νωρίς. 6 παρά κάτι.
Ιδιαίτερα ήρεμος και άνετος.
Αφότου έκανα την ανάγκη μου, στην τουαλέτα, ξάπλωσα ξανά για ένα πρώτο ζάπιγκ. Φτάνοντας στο Μακεδονία T.V., πέτυχα ακριβώς, την έναρξη μιας ξένης ταινίας, με ιδιαίτερη αύρα, για να πεις καλημέρα, και στη ζωή: «κάθε φορά που λέμε αντίο», με τον Τομ Χάνκς, ο πιο γνωστός ηθοποιός στην ταινία. Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Ισραήλ. Μια ιστορία αγάπης, ενός Αμερικανού πιλότου, με μια Εβραιοπούλα.
Δεν ξέρω. Τελειώνοντας ο Αύγουστος, μια ο ήλιος, ενόσω ξεκινά να μπαίνει, πρωί, υπό κλίση, στο σπίτι, πότε μια αναμονή που εντείνεται αρμονικά, ώστε να αλλάξει η εποχή, δημιουργούσαν ένα κλίμα αισιοδοξίας. Να μην πω, ονείρου.



Εδώ και λίγη ώρα, ακούω έναν επίμονο, βαρύ κι ενοχλητικό, θόρυβο, σιμά από τα διπλανά σπίτια. Άρχισε δυστυχώς, να κάνει ζέστη, σήμερα.
Ακούω το τηλέφωνο.
Το πλησιάζω με κανονικό βήμα. Γιατί να βιαστώ;
- Παρακαλώ;
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, αποκρίνομαι, με ζωντάνια.
- Η Ελένη είμαι. Ερχόμαστε από κάτω. Θα μας ανοίξετε;
- Έ; Ναι. Φυσικά.
- Ευχαριστώ.
Κλικ. Διεκόπη η επικοινωνία.
Κοιτώ την ώρα. 11 και 10 σχεδόν. Νωρίς νωρίς.
Ντύνομαι κάπως πιο επίσημα. Καλοκαιρινό κοντό, πουκάμισο, με τζιν. Παπούτσια. Όχι φυσικά με παντόφλες. Χαμογελώ.

Στην κάτω αυλή, ανοίγω την κόκκινη, σκούρα, συμπαγή, καγκελόπορτα, σιγά σιγά. Κάπου σκαλώνει. Κάποια πέτρα. Ευτυχώς μικρή. Βγαίνω στα καλαίσθητα πλακάκια, στον πεζόδρομο.
Παρατηρώ ένα φορτηγό να πλησιάζει με την όπισθεν: η προέλευση του θορύβου.
Πλησιάζει με την όπισθεν, ξαναλέω μέσα μου.
Η Ελένη μ’ έναν εργάτη, καθοδηγούν τον οδηγό. Δεν είναι πολύ μεγάλο, το όχημα.

Πλησιάζει, πλησιάζει, πλησιάζει!
Το δέντρο, χασάπη! Χαμογελώ.
Σταμάτησε.
Μη μου πει, μόνο, να βοηθήσω, με τέτοια ζέστη.

Επιτέλους η αναστάτωση στον πεζόδρομο, έπαψε.
Παρατηρώ άλλους δύο, εκτός του οδηγού και του εργάτη, που πεζοί, παρέα με την Ελένη, έδιναν οδηγίες, στα της όπισθεν του οχήματος. Σύνολο τέσσερις εργάτες. Γιατί τόσοι; Απορώ μέσα μου.
Καλημεριζόμαστε, εξηγώντας τους η Ελένη, πως είμαι ο ιδιοκτήτης της οικίας. Ο οδηγός πατά ένα κουμπί, αρχίζοντας να κατεβαίνει η πίσω πόρτα, μηχανικά.
Το πρώτο που βλέπω είναι ένα πιάνο, που μόλις, είναι συσκευασμένο, στα πόδια και σε γωνίες, που θα το αποτρέψουν από το να γδαρθεί. Έτσι λαβαίνω την απάντηση, γιατί, τέσσερις εργάτες.
Δυο ανεβαίνουν στο εσωτερικό με τα πράγματα, σπρώχνοντας ελαφρά, πολύ σιγά όντως, το πιάνο, με τις ρόδες του, πάνω στην πίσω μπουκαπόρτα, όπως την μεταφράζω, έχοντας απελευθερώσει, πρώτα, το όργανο, από κάτι σχοινιά, και κάτι λεπτές, αλυσίδες.
Ακούγεται θόρυβος αρκετός, τώρα.

Ο οδηγός, από κάτω, δίπλα στον τέταρτο εργάτη, τους μαλώνει. Πατά τώρα, ένα άλλο κουμπί, ξεκινώντας να κατεβαίνει οριζόντια, ήσυχα, η πίσω μπουκαπόρτα –χαμογελώ μέσα μου- με το φορτίο της.
- Που σκέφτεστε να το βάλετε; Ρωτώ τη νοικάρισσα μου.
- Ποιο δωμάτιο έχει περισσότερο φως;
Αυτό απαιτούσε σκέψη.
- Τέτοια εποχή το σαλόνι, αν και δεν ξέρω, πόσο μεγάλα είναι τα άλλα έπιπλα που έχετε, για κείνο το χώρο.
- Θα πρότεινα –προσθέτω- το κάτω δεξιά –της δείχνω- που είναι το ένα υπνοδωμάτιο. Ίσως κάνατε εκείνο, δωμάτιο μουσικής.
- Να μην ενοχλούνται και οι γείτονες;
- Όχι γι’ αυτό. Απλά για να έχετε εσείς, την ησυχία σας.
- Μάλιστα.
- Εντάξει –συμφωνεί- ολοκληρώνοντας τη σκέψη της.

Ενόσω οι εργάτες, μετακινούν το πιάνο, μια οικογένεια, μάνα με τα δυό της παιδιά, καταλαμβάνουν ένα παγκάκι, λίγα μέτρα πιο κει, δημιουργώντας δικό τους θόρυβο.
Προτείνω στην ξανθιά Ελένη, να μείνω πλάι στο φορτηγό, να φυλάω τα πράγματα. Όχι φυσικά πως έχω όρεξη να ιδρώσω σήμερα.
Από την άλλη πλευρά του ρέματος, ακούγεται η ντουντούκα ενός παλιατζή, που διαλαλεί: μαζεύω όλα τα παλιοσίδερα. Έλα ο παλιατζής. Έλα ο παλιατζής!
Αρχίζω να βαριέμαι.

Κάθομαι στο πιο κοντινό παγκάκι, πολύ κοντά στο ανοιχτό στόμιο, του “θηρίου”, παρακολουθώντας τους μεταφορείς, να πηγαινοέρχονται.
Ευτυχώς είναι τέσσερις, σκέφτομαι.
Θα ολοκληρωθεί σύντομα, το ξεφόρτωμα.

Σε πέντε-δέκα, λεπτά, φάνηκε ένας γέρικος σκύλος, που αφού λαχανιάζοντας ιδιαίτερα δυνατά, έκοψε ελάχιστες, βόλτες, στην πλατεία τη μικρή, τον χάνω από τα μάτια μου, ακολουθώντας πλέον, εκείνος, μια πλαϊνή διαδρομή, πλαϊνά στον μαντρότοιχο. Φεύγοντας βόρεια.
Σχεδόν αμέσως, ένας ποδηλάτης, σταματά σχεδόν ενοχλημένος, που του κόβει την φόρα, η καρότσα του φορτηγού, μα με επιδέξιες κινήσεις, προσπερνά.
Πολύ βαβούρα σήμερα.

Έως να τελειώσει το πήγαιν’ έλα, χαρτόκουτα και έπιπλα, ο γεροσκύλος, εμφανίζεται ξανά, μαζί με ένα ελικόπτερο, ψηλά, που καλύπτει σχεδόν, τα λαχανητά του τετραπόδου.

Επιτέλους θα έκλεινα την κόκκινη, συμπαγή, καγκελόπορτα. Και τα δύο φύλλα της, αφήνοντας την όποια βαβούρα, έξω.
Προτιμώ ν’ ανέβω στο σπίτι μου, παρά να ενοχλήσω τη νοικάρισσα μου. Χαζεύω λίγο στην τηλεόραση, μα θυμάμαι πως πρέπει να γίνουν τα χαρτιά, εισπράττοντας παράλληλα, τα τρία νοίκια. Προσπαθώ ήδη, να συλλογιστώ που θα πάω διακοπές, με όλα αυτά τα Ευρώ. Ευρώπη; Σε πέντ’ έξι, νησιά, σε Αιγαίο. Μήπως Ιόνιο; Μου τρέχουν τα σάλια, ήδη.
Κατεβαίνω για τα περαιτέρω. Αυτόματα θυμάμαι πως μου λείπει φρέσκο ψωμί.
Τοκ τόκ, στην μισάνοιχτη πόρτα.
Βαδίζω σιγανά. Κούτες παντού. Μια αναστάτωση.
Νάτη η Ελένη. Ήδη προσπαθεί να τακτοποιήσει την κουζίνα.
- Καλημέρα και πάλι, σχεδόν την αιφνιδιάζω. Χαμογελώ.
- Καλημέρα. Αρχίζει ο γολγοθάς.
- Θα πάω στο φούρνο, και επιστρέφοντας κάνουμε και τα χαρτιά. Έτσι; Ακούγομαι ανθρώπινος και φιλικός. Χρειάζεστε κάτι να σας πάρω; μιας και πάω.
- Όχι ευχαριστώ. Θα σας περιμένω, απαντά τώρα, γυρίζοντας την πλάτη, προσπαθώντας φαίνεται, να δει αν είναι καθαρό το νερό, στις βρύσες.
- Μπορώ να πω, πως με αιφνιδιάσατε νωρίτερα.
- Συγνώμη κύριε Γεράσιμε. Απλά, νωρίς το απόγευμα, έχω δουλειά, και θα λείπω. Συγνώμη. Τώρα με κοιτά κατά πρόσωπο.
- Δεν πειράζει, αποκρίνομαι.
- Λοιπόν πάω –χαμογελώ. Χαιρετώ.
- Εντάξει, απαντά, με μια γλυκιά, ευγενική χροιά, στη φωνή.

Βγαίνω στον δρόμο, στρίβω δεξιά, ξανά δεξιά, στον πεζόδρομο. Προσπερνώ τη χαριτωμένη πλατεία, επίσης. Μου αρέσει από εδώ κάτω. Η φύση. Είναι όμορφα. Γαλήνια, τώρα. Άδεια. Σχεδόν απεχθάνομαι τους γκρινιάρηδες. Τους ξερόλες, όπως θα έλεγε κάποιος άλλος.
Στο διάβα μου, παρατηρώ, αυτές έστω, τις ελάχιστες ποικιλίες, πρασίνου, που ίσως ζωγράφιζα, μα είναι ντροπή, να κάθεσαι μπροστά στον κόσμο, που σίγουρα, κάπου, προσπερνώντας, συλλογίζονται: κοίτα τον περήφανο που μας κοκορεύεται πως είναι ..καλλιτέχνης. Τόσο δημόσια εκτεθειμένος στην λογική και ωριμότητα μας.
Χαμογελώ μέσα μου, απαξιώνοντας σκέψεις –μόνο- ικανές να χαλάνε την όποια ανθρωπιά διαθέτω, προκαλώντας αρνητικά κύματα, από τα οποία επιθυμώ να απέχω. Η ζέστη ταλαιπωρεί το σώμα. Χαίρομαι την παρουσία μου, την ελευθερία Θεέ μου τι ύψιστο αγαθό, να σε αφήνουν ήσυχο.

Θα περπατήσω, λοιπόν, λίγο μακρύτερα, απ’ όσο υπολόγιζα, με μια γλυκιά νοσταλγία, για το παλιό μου σχολείο. Θέλω να δω το πρώτο μου δημοτικό. Το προαύλιο που μικρός, θεωρούσα πολύ μεγάλο. Ο χώρος που μαζευόμαστε όλα τα παιδάκια, πολύ νωρίς, το πρωί, για προσευχή. Ίσως και καταμέτρηση. Δεν κοιτώ το προαύλιο, καλά καλά. Χρειάζομαι να θυμάμαι, ένα δέντρο, κάπου εκεί, σε μιάν άκρη, πλάι στην άσφαλτο, που έπιανε τον μισό, εξωτερικό χώρο. Τόσα βήματα, παιδικά τρεχαλητά. Χρειάζομαι να θυμάμαι όπως ήταν, τους χώρους. Με ελάχιστα άχτιστα, οικόπεδα, γύρω μου. Αν και δεντροφυτεύσανε, ορισμένα. Ίσως οι παρόντες γείτονες, να συμφώνησαν μεταξύ τους, να μη χάσουν, παρομοίως, το θησαυροφυλάκιο, παλαιότερων εικόνων.
Κάθομαι λίγο στα σκαλιά, έξω από την καγκελόπορτα. Δρόμος μονής κατεύθυνσης. Έτσι, σα να μιλώ με τη μνήμη μου, τα γύρω δέντρα. Ίσως από ένα μέλλον, δικό μου, οδηγώντας τα δικά μου τέκνα, γιατί όχι, σ’ ετούτες τις αίθουσες. Κάποτε συστεγαζόταν ένα νηπιαγωγείο.
Θεέ μου, τι ζέστη, σήμερα.
Σηκώνομαι.
Διήνυσα μεγάλη απόσταση.
Επιστρέφω με σιγανό βήμα. Αγοράζω από έναν φούρνο που με συμπαθούν, πάστες, γλυκά, μπισκότα. (Προζύμι ψωμί). Για το καλωσόρισμα της νοικάρισσας. Εύχομαι ν’ αρχίσει ξανά, να φυσά. Το έχω ανάγκη. Οι αναμνήσεις μου.

Κατεβαίνοντας στην πίσω αυλή, φτάνει στην ακοή μου, ένας νέος ήχος. Ένα ωραίο γκλίν γκλόν. Προσπαθώ να εντοπίσω, από πού προέρχεται. Ξανά. Ένα ιδιαίτερα οικείο, γκλίν γκλόν. Το εντόπισα. Είναι ένα διακοσμητικό, που κρέμεται από ένα κλαδί. Ξύνω το κεφάλι μου.
Θα το κρέμασε η Ελένη.
Ίσως λόγω αγάπης της, για τη φύση. Ένα δώρο προς τη φύση. Μ’ αρέσει αυτό το αντικείμενο. Να ‘ναι καλά.
Τα τζιτζίκια, σώπασαν.
Θα τα κοίμισε η ζέστη.

Τα πατζούρια εξακολουθούν, ανοιχτά.
Δεν έθεσε σε λειτουργία, το κλιματιστικό.
Επιστρέφω στον όροφο μου.
Μεταφέρω τώρα, σε μια πιατέλα, με διάφανο, σαν μισοφέγγαρο, πλαστικό, κάλυμμα, δύο μεγάλες κούπες, με παγωτό. Εις διπλούν, πιατάκια με πάστες. Μπισκότα.
Τη συναντώ στο σαλόνι.
Ξεκουράζεται σ’ έναν καναπέ.

- Γειά σας –χαμογελώ. Για τα καλωσορίσματα. Και συγνώμη για την “εισβολή”.
Έχει κλειστά τα βλέφαρα. Άραγε ονειροπολεί;
- Έ; γειά σου Γεράσιμε.
- Σας τρόμαξα;
- Όχι όχι, ξεκουραζόμουν.
- Δεν ξέρω τι προτιμάτε. Αφήνω την πιατέλα στο τραπεζάκι, εμπρός της. Μπορείτε να βάλετε κάποιο, στο ψυγείο.
- Δεν το συνέδεσα ακόμη. Ανακάθεται πιο στρωτά.
Μικρή αμηχανία.
- Καλωσήρθατε λοιπόν, χαμογελώ άγαρμπα, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο.
- Δεν είμαι καμιά μεσήλικη, για να μου απευθύνεσαι στον πληθυντικό, παρατηρεί.
- Από σεβασμό.
-παύση-
- Θα δείτε –προσθέτω- πόση ησυχία υπάρχει εδώ. Πόσο ωραία είναι, όταν φυσά. Πάρτε κάτι.
- Φέρατε; Είδες; Με παράσυρες κι εμένα, χαμογελά. Τα χαρτιά, μήπως; Να υπογράψω;
- Τι ξεχασιάρης. Δεν πειράζει, αφήστε, το βράδυ. Να ξεκουραστείτε κιόλας.
- Ευχαριστώ.
Η αμηχανία συνεχίζεται.
Ακούω ένα τζιτζίκι, που δειλά δειλά, προτρέπει τους φίλους του, να πουν ένα τραγούδι. Κάποιο αεροπλάνο, μακρινά μας, προσπερνά.
- Ζέστη πολύ, σήμερα.
Αυτή, κουνά καταφατικά, το κεφάλι. Διαλέγει την μεγάλη της κούπα, με παγωτό. Τρώει, με ευγενικές κινήσεις.
- Δεν διευκρινίστηκε, αν ήσουνα μόνη. Δεν ήξερα τι να περιμένω, μιλώ παρομοίως, με προσοχή.
- Θα υπήρχε πρόβλημα;
- Όχι. Κανένα πρόβλημα. Απλώς… -διακόπτω τον ειρμό της σκέψεως που έχω την εντύπωση πως δεν ολοκληρώνεται, ποτέ.
- Επειδή είναι ήσυχα, δικαιολογούμαι. Νόμιζα πως γι’ αυτό, γι’ αυτό, έγινε η επιλογή, να νοικιάσετε, να νοικιάσεις, τούτο το σπίτι.
Δεν αντιδρά στην αόριστη επισήμανση μου. Κάποια πράγματα τα εννοούμε για τον εαυτό μας.
Σηκώνομαι από μια πολυθρόνα.
- Σας αφήνω και πάλι. Χαμογελώ.
Ο δίσκος παραμένει στο τραπεζάκι. Κρατήστε το, παρακαλώ –το παρακάνω- κράτησε το, Ελένη, την προτρέπω. Ότι χρειάζεσαι. Έτσι για φαγητό.
- Θα φάω έξω, σήμερα.
- Ωραία.
Οπισθοχωρώ με σιγανό βήμα.
- Καλημέρα λοιπόν. Για όποια βοήθεια, χτύπησε. Ναι;
Η γυναίκα κουνά καταφατικά, το κεφάλι.

Επιστρέφω στη μοναξιά των τεσσάρων τοίχων. Αυτοί οι τοίχοι που άλλοτε ήταν ένας κόσμος ολόκληρος, πίσω από έναν άλλο, ψηλό, μαντρότοιχο. Της ζωής εκεί έξω.
Ο κόσμος των γονιών μου, ελέγχομαι.
Το νοιάξιμο τους, που αν και δεν ήταν φανερό, αποκαλυπτόταν. Φαντάζομαι ο άνθρωπος είναι καλός, μόνο αν η ζωή, γύρω του, έχει πράσινο. Ειρηνικοί άνθρωποι, οι γονείς μου. Ειρηνικός και εγώ. Ίσως λίγο περισσότερο κλειστός απ’ όσο θα έπρεπε. Οι σκέψεις μου με ελέγχουν. Για τον κακό λόγο που ‘χα πει: γλίτωσα απ’ τους δικούς μου.
Μια ψιλοαπογοήτευση, προσπαθεί να ανοίξει τους πόρους του ίδιου μου του δέρματος, προσπαθώ όμως να επιστρέψω στην παλιά μου απάθεια. Ενός κατευνασμένου χαρακτήρα, που δεν πήρε τη ζωή του, στα χέρια του.
Δυο περιστέρια πέταξαν, αίφνης, σα να ζητούσαν να φύγουν κι εκείνα, μακριά μου. Μάλλον παρεξηγώ τα πάντα. Ξαφνικά θέλω να κοιμηθώ. Αφήνω ανοιχτά τα τζάμια, τη ζέστη να εισέρχεται.
Καταλαγιάζουν οι αισθήσεις.
Ακούω εκείνο το γκλίν γκλόν. Σαν παρέα. Παρουσία στοργική. Γλυκό απομεσήμερο. Γλυκό.
Κοιμάμαι.



Ξυπνώ με μια άσχημη διάθεση, έχοντας αποκτήσει, υπερβολικό, τόνο, η απαξίωση, αποφασίζοντας: χίλιες φορές, μόνος.
Μ’ ετούτη τη σκέψη και τακτική, να με απασχολεί, λίγο μετά τις 9 το βράδυ, κατεβαίνω στο ισόγειο, να ξεμπερδεύω με τα χαρτιά, με μια σύσταση, την αυριανή, να πάει η νοικάρισσα μου, να αλλάξει τους σταθερούς λογαριασμούς, στο όνομα της. Ενδιάμεσα της τυπικής συνομιλίας, παρατήρησα πως ο δίσκος με τα γλυκά δεν μου επιστρεφόταν, άμεσα. Ίσως είναι γλυκατζού, συλλογίστηκα, τότε. Ενόσω εισέπραττα τα ενοίκια, με ρώτησε αν εργαζόμουν. Ίσως της φαινόταν μεγάλο, το οίκημα. Απάντησα, προσωρινά, όχι, δεν δούλευα. Είχα χάσει τους δικούς μου, πρόσφατα –που εν μέρει αλήθευε. Μόνο το πρόσφατα, καλύπτεται από ένα απροσδιόριστο “δέρμα”. Κάτι μεταξύ ζωντανού-νεκρού, χαρακτήρα, γονιού, από ανέκαθεν.
Στο τέλος της ολιγόλεπτης συνάντησης, ρωτώ αν βολεύτηκε το πιάνο. Η Ελένη απαντά, θετικά.
- Μου επιτρέπεις; Ρωτώ.
- Σπίτι σου, είναι.

Με συνοδεύει στο κάτω δεξιά, υπνοδωμάτιο. Να το πιάνο. Κάποιες κούτες, δεξιά, αριστερά.
Εκείνη, αυθόρμητα, μου εξηγεί, πως μπορώ να έρθω, κάποια ημέρα, να την ακούσω. Ορισμένα απογεύματα, μετά από εξάσκηση στο σπίτι, συμμετέχει σε εκδηλώσεις μουσικών. Πότε πότε, παίρνει και χρήματα. Ως έξτρα βοήθημα. Στον βασικό της μισθό, της κανονικής της εργασίας.
Την ευχαριστώ για την πρόσκληση.
- Ελπίζω να μείνεις ευχαριστημένη. Λοιπόν, καλό βράδυ, και καλή διαμονή. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, εκπνέουν μια ευχάριστη διάθεση, ως αύρα. Όμως, όχι με χαμόγελο.
Αισθάνομαι να αισιοδοξώ ξανά.
Επιστρέφοντας στο σαλόνι μου, τοποθετώ στο cd player, ένα δισκάκι με κλασσική μουσική. Τα πιο αγαπημένα μου.
Οι τοίχοι, με τους σοβάδες, οι γωνίες, τα στρογγυλά, γύψινα, καλούπια, πάνω από τα πολύφωτα, τα έπιπλα, οι αισθήσεις, όλα λειτουργούν σαν ένα ηχείο που πάλλεται. Αρμονικά. Σαν κύματα. Μικροί στρόβιλοι, που αντί να διαλύουν, δημιουργούν. Σαν από θαύμα.
Χαμόγελα στο πρόσωπο.



Η στιγμή, ένα πρωί, γύρω στις 12, η συνάντηση.
Κάθισε στο πιάτο, κι έμοιαζε τόσο απορροφημένη. Σα να μελετούσε, ανέγγιχτη από το χρόνο, αφιερωμένη πράγματι, στην τέχνη της. Στα κομμάτια κλασσικής μουσικής, που ερμήνευε, σα να ‘ταν η ίδια, μουσική. Η μουσική που παρήγε το πιάνο. Τα δάκτυλα της στα πλήκτρα, στον χρόνο τον κατάλληλο. Φορές σε αγωνία ή γρήγορη απόδοση, τα δάκτυλα της αριστερής παλάμης, έτρεχαν, σαν πόδια που χόρευαν στα άσπρα και μαύρα πλήκτρα, ή σαν άλογα που μάθαιναν μπαλέτο. Είχε λίγο πιο πάνω από τον δεξιό της, καρπό, μια ελιά, που ομόρφυνε τα γυμνασμένα, θαρρώ, χέρια. Το δέρμα της είχε ένα χρώμα που θαρρείς δεν θ’ αλλοιωνόταν, ποτέ. Ξανθά, μακριά, μαλλιά, με σχεδόν ίσιες, μπούκλες. Από αριστερά και δεξιά, πάνω από κάθε αυτί, τα τραβούσε στο μέσο, πίσω, της κεφαλής, δένοντας τα σε έναν όμορφο κόμπο. Φορούσε σήμερα, ένα λευκό φόρεμα, με μαύρες, σαν κέντημα, πινελιές. Απορροφάται ξανά. Τα αριστερά δάκτυλα χορεύουν, της δεξιάς παλάμης ομοιάζουν άκαμπτα, σα να κρατούν ισορροπία. Απορροφάται, κουνώντας το σώμα της, αναλόγως το ρυθμό, σκύβοντας ή μένοντας όρθια, η σπονδυλική στήλη. Σαν με αυτή την κίνηση, να δίνει δύναμη στο κομμάτι ή να αντλεί ζωή από την κλασσική μουσική. Από οποιαδήποτε σύνθεση, λες και καθεμία, σπάει σαν μπουκάλι με αρώματα συναισθημάτων. Με συνεπαίρνει η μορφή της, οι κινήσεις της. Η αφοσίωση. Το δούναι και λαβείν, της ενασχόλησης της. Θαρρώ αρπάζω, χωρίς να πρέπει, κάτι από αυτήν.
Στην αρχή ήμουνα όρθιος, κοιτώντας την, δειλά δειλά.
Τώρα κάθομαι λίγο παράμερα, ενόσω το δωμάτιο δονείται, σα χορδές, το ίδιο. Ένας κόσμος που ήξερε από πάντα, πως βρισκόταν εδώ, προστατευμένος από τις ανόητες εκφάνσεις της ζωής. Τις μη ποιοτικές.
Προσπαθώ να καταλάβω αυτή τη κοπέλα. Θαυμάζοντας την, αν και μου φαίνεται λίγο περήφανη, ίσως υπερβολικά δοσμένη στην τέχνη της. Σα να βάζει τον εαυτό της, το είναι της, πάνω από κάθε τι, άλλο. Ίσως μια άλλη γνώμη.
Είναι αυτό που λένε: αρνούμαι να έχεις δικαίωμα στη ζωή σου. Κάπως έτσι ξεκινάνε, οι προβληματικές συμπεριφορές.
Σα να ‘ναι αφύσικα, το κεφάλι σου, κολλημένο με το άτομο που κοντραρίζεστε. Ποιος από τους δύο, θα πάρει όλο τον εγκέφαλο; Ποιος θα ζήσει;
Δυστυχώς δεν ισχύει πάντα, αυτό που λένε: ένα καλό βρωμόξυλο θα έλυνε το πρόβλημα. Το σκέπτεσαι και σου ανεβαίνει εμετός. Ευτυχώς εδώ γύρω, δεν ακούγονται γείτονες, έστω κι αν επιβάλλονται πλαϊνά, κατά ένα τρόπο. Καταντά αρρωστημένο να ασχολείσαι με αγενείς ανθρώπους, που δεν συμμορφώνονται, ούτε με ένα καλό βρωμόξυλο.
Αυτή η σπάνια κοπέλα, είναι ένας άλλος κόσμος. Κάτι εκτός εμετού.
Ο “ενσαρκωμένος γείτονας”, που ήρθε απ’ το ερειπωμένο, διπλανό, σπίτι, που ομοιάζει με φάντασμα, χώρος απρόσιτος, και φορές, εχθρικός, να μου πει: αντιδρώ σύμφωνα με ότι βιώνω. Μήπως είμαι εγώ εκείνος ο γείτονας μου; ο διαρκώς γκρινιάρης, που μόνο κατάρες ρίχνει, για χαμένα καλοκαίρια, εποχές, βράδια, στιγμιότυπα, που κανείς δεν αγοράζει.
Ξάφνου ενεργοποιείσαι, πλένεις το σπίτι σου. Παρατηρείς τη ζωή, ως δώρο. Έξω από τον μαντρότοιχο.

Μόλις σταμάτησε να παίζει.
Την ευχαριστώ για τη μουσική. Ρωτώ άγαρμπα αν στην αρχή κουφαινόταν με την ένταση του ήχου, που παράγει το πιάνο. Έρχομαι πλάι στο κάθισμα της. Petrof, είναι η μάρκα του πιάνου. Δείχνει παλιό αν και συμπαγές.
Μου απαντά, πως έχει εξασκηθεί σε πολλούς τύπους, πιάνων, μα δεν θα άλλαζε τις αναμνήσεις του δικού της.
Ανοίγεται: Είναι σαν μια γλώσσα, ένας κόσμος, άνθρωπος νέος. Φίλος, καταλαβαίνεις; Προσπαθούσε να με εμπιστευτεί. Να δει πως χειρίζομαι τα πλήκτρα της προσωπικότητας του. Αν πρόσεχα. Αν είμαι φιλική. Αν αισθάνομαι. Πόσο αφοσιώνομαι. Σίγουρα με έμαθε πολλά.



«Σίγουρα με έμαθε πολλά», επαναλαμβάνω μέσα μου, συχνά, το ίδιο βράδυ, εμπρός στην τηλεόραση, που διδάσκει μόνο την πορνεία. Προσπαθώ να αποφεύγω τις ειδήσεις κι όλους εκείνους τους ανόητους, που τσακώνονται, πότε θα γίνουν οι εκλογές.

«Σίγουρα με έμαθε πολλά». Η συζήτηση πράγματι, δημιουργεί όμορφες εκπλήξεις, φράσεων. Που ίσως δεν θα πίστευες πως θα άκουγες, ποτέ. Όμως κάτι με τρώει, μέσα μου. Μια μικρή αντίδραση, για το ποιον των ανθρώπων, που είναι τόσο σίγουροι για τον εαυτό τους. Αν βγάζουν μια υποχρέωση. Πού, βρίσκουν, το θάρρος. (Να ‘ναι ο βίος για κείνους, ένα δώρο;), με ελέγχει η συνείδηση.
Νομίζω πως πρέπει να αποφύγω την επαφή μου μαζί της. Για κάποιο λόγο.


Το επόμενο πρωινό, το κάνω πράξη.
Πολύ λίγα λεπτά, μετά τις επτά, με το πρώτο φως, μες την όποια δροσιά, μ’ ένα λογοτεχνικό βιβλίο στο χέρι, κατεβαίνω στην κάτω αυλή. Ξεκλειδώνω την κόκκινη, σιδερένια, συμπαγή, καγκελόπορτα. Το ένα από τα δύο φύλλα. Θα καθίσω σ’ ένα παγκάκι, της πλατεϊτσας που στα πόδια της βρίσκεται το ρέμα.
Τραβώ μόλις, πίσω μου, το ένα κόκκινο φύλο, να μην φαίνεται τουλάχιστον, ανοιχτή.
Γυρίζοντας το κεφάλι, παρατηρώ τη παρουσία ενός ατόμου, σ’ ένα παγκάκι, να κοιτά προς το ρέμα. Να πάρει!
Μ’ ενοχλημένο ύφος, διαλέγω το πιο μακρινό κάθισμα. Σταυρώνω τα πόδια, συνεχίζω να διαβάζω το: «όπως ήταν», της Ιωάννας Καρατζαφέρη. Ωραία ιστορία, με ανθρώπινες στιγμές, με ιδιαίτερες περιγραφές, όμως δεν αισθάνομαι υποχρεωμένος να το ολοκληρώσω. Κάτι να περιμένω να συμβεί.
Διαβάζω τις σκέψεις της μικρής Λιλίκας. Σε λίγα λεπτά, προσπαθώ με όσο πιο διακριτικό, πλάγιο προς τα δεξιά, βλέμμα, να δω ποιος κάθεται εκεί πέρα. Είναι η Ελένη! Διαβάζει κι αυτή. Κοίτα να δεις. Τέτοια σύμπτωση. Υποτίθεται πως είναι ταξιθέτρια.
Εργάζεται έως μετά τα μεσάνυχτα.
Εκτός κι αν είναι κλειστοί οι κινηματογράφοι. Αύγουστο. Τελευταίες εβδομάδες. Δεν ξέρω.
Πια.
Αμέσως γυρίζω στο βιβλίο μου, με μια κλειστοφοβική, διάθεση.
Δε με είδε. Ευτυχώς.
Το ένστικτο της, όμως, την προκαλεί να γυρίσει και να κοιτάξει.

Γρήγορα θα επιστρέψω, σπίτι.
Σκέφτομαι να σιδερώσω, προτού πιάσουν οι πρώτες ζέστες της ημέρας. Όχι ότι σκοπεύω να πάω κάπου.
Ξεκινώντας το δεύτερο, καλοκαιρινό πουκάμισο, ακούω το κουδούνι της πόρτας. Βαριεστημένα, ανοίγω.
- Καλημέρα –είναι εκείνη.
- Καλημέρα, απαντώ ξερά, προσπαθώντας να μη φανεί η απογοήτευση μου.
- Έλεγα αν έχεις, Γεράσιμε, ένα μπλακεντέκερ. Δεν έχω κρεμάσει ακόμη, τους πίνακες.
- Έ; Ναι, βέβαια –προσπαθώ να δείχνω τώρα, ευδιάθετος. Μια στιγμή –ολοκληρώνω τη φράση μου.
Η Ελένη περιμένει στην κυρίως είσοδο.
(Θεέ μου, πόσο μισώ, τώρα, αυτό το όνομα).
Βρίσκω ότι μου ζήτησε, αφημένο στο πατάρι με τον θερμοσίφωνα στη μια πλευρά.
- Είναι καινούριο. Ελάχιστα το χρησιμοποιήσανε οι εργάτες.
- Μάλιστα, ακούγεται τυπική.
- Σας είδα, σε είδα –προσθέτει, φτιάχνοντας μια μπούκλα από τα ξανθά της μαλλιά- πιο πριν. Έξω. Διαβάζατε.
- Ναι –το ύφος μου είναι άκαμπτο.
- Λοιπόν καλημέρα.
- Καλημέρα (ηρέμησε Γεράσιμε, μιλώ στον εαυτό μου).

Το απόγευμα θα ακούσω το μηχάνημα επί τω έργω.
Άρα, γιατί ήρθε τόσο νωρίς, το πρωί; Να με ελέγξει;
(Μη την ανακατεύεις στη ζωή σου. Δεν είναι για τα μούτρα σου μια κοινωνική).
Μια άνθρωπος;

Παίξε το, ιδιοκτήτης.
Ένας τυπικός, πήγα να πω, φιλεύσπλαχνος, γείτονας.
Φιλεύσπλαχνος;
Γιατί μες το κεφάλι μου, γεννήθηκε τούτη η λέξη;
Μήπως είμαι, μόνο όταν δεν κοιτά, κανείς;
Σήμερα δεν εξασκήθηκε στο πιάνο.
Σχεδόν μετανιώνω που της νοίκιασα το σπίτι.
Είναι όμως και τα χρήματα. Αρκετά.
Μου φαίνεται πως πρέπει να σχεδιάσω ένα ταξίδι. Τόσες ημέρες δεν κατέβηκα στην κάτω αυλή, να ζωγραφίσω. Μόνο το γκλίν γκλόν, άκουγα, και με φόβιζε να παραδέχομαι έννοιες, που δεν δεχόμουν μέσα μου. Πάντα πίσω από έναν μαντρότοιχο. Προσπαθώντας να βρίσκω ελαττώματα ή να καταδικάζω τους γύρω, για να αισθάνομαι εγώ, καλά. Ανώτερος. Πνευματικά. Ηθικά. Το άτομο, σωστό κατά πάντα.

Στον ύπνο μου, τη νύχτα, είδα πως συνάντησα την Ελένη, και μου είπε: Δεν χρειαζόταν να κάνετε ψέματα, πως δε με είδατε.
Προσπάθησα να πω, κάτι. Να δικαιολογηθώ. Μα ήταν αδύνατον. Προσπάθησα να θυμώσω, γιατί έπρεπε να δώσω αναφορά. Επίσης αδύνατον.
Υπάρχουν άραγε, άνθρωποι;

Σύντομα η νοικάρισσα μου, οργάνωσε ένα πάρτυ για το καλωσόρισμα, φαίνεται, μαζεύοντας φίλους. Άτομα που δεν γνωρίζω, καν. Σάββατο απόγευμα προς βράδυ. Άλλοι βρίσκονται στον κήπο, άλλοι μες το ισόγειο σπίτι. Μια βαβούρα από γέλια, μουσική, συζητήσεις. Παιδιά που τρέχουν.
Παιδιά εδώ πέρα;
Αυτό κι αν είναι πρωτοφανές. Περίεργο!
Έχω κλειστεί πάνω.
Η φαντασία μου, στέλνει τον άλλο μου εαυτό, κάτω. Το δίποδο, που με θάρρος, αποδεικνύει τον ανθρωπισμό του, να μην αισθάνεται ανωτερότητα. Συζητά, γελά. Φλερτάρει εκείνη τη μία που θα ξεχωρίσει, ανάμεσα σε τόσες κοπέλες. Φαντάζομαι. Μαθαίνει άλλα ονόματα. Είναι σταθερός σε κάτι.
Είσαι ή δεν είσαι άνθρωπος, εσύ; διερωτώμαι. Στην ασφάλεια του ορόφου.

Πόσο εύκολα, τι χρειάζεται, ώστε να σε αποφεύγουν;
Συνήθισες μόνος.

Ντρίν, ντρίν!
Κάποιος χτυπά την πόρτα.
Ποιος να είναι;

Μάλιστα.
Είναι η Ελένη. Χαμογελαστή. Κρατά ένα γαλάζιο ποτό. Τι ‘ν τούτο;
- Θα κατέβεις, σε παρακαλώ. Για το καλωσόρισμα.
Πως της λένε, όχι.
- Δώσε μου λίγο χρόνο.
- Μην αργήσεις.
Απομακρύνεται. Τι φοράνε τώρα;
Με το ζόρι.
Ξεφυσώ.
Κάτι όχι φανταχτερό.
Ακούω γέλια δυνατά. Μουσική ξεκινά, δυνατότερα. Νυχτώνει.

Κατεβαίνοντας τα τρία σκαλιά, ελάχιστα μέτρα από την καγκελόπορτα, του κτήματος που βλέπει στον δρόμο μονής κατευθύνσεως, μια δυνατή, ριπή, αέρα, βρίσκει ελαφριά αντίσταση, πάνω μου. Αλλάζει ο καιρός. Μ’ αρέσει.
Στρίβοντας δεξιά, για το μονοπάτι που με οδηγεί στην κάτω αυλή, ακούω χειροκροτήματα. Το κέφι άναψε. Το επόμενο τραγούδι είναι disco, δεκαετίας ’70. Ωραίο. Φαίνεται πως θα περάσω καλά.
Μυρουδιές από φαγητά, ποτίζουν τα ρουθούνια, μα όσο πλησιάζω, να, όπου να ‘ναι θα εμφανιστώ στη γωνία, αρώματα γυναικών, αντικαθιστούν την αρχική ενεργοποίηση των αισθήσεων.
Κοίτα να δεις, κόσμος. Ξαφνιάζομαι αμέσως.
Ποιος να το ‘λεγε, πως η παρέα μιας πιανίστριας, θα ήταν τόσο ζωηρά άτομα.
Καλησπερίζω παρέες και πρόσωπα, αναζητώντας την Ελένη, μες σε αυτές τις λίγες δεκάδες, κόσμου, που είτε μπαινοβγαίνουν, είτε χορεύουν. Τρώνε. Γελούν δυνατά. Συζητούν χαμηλόφωνα. Ανταλλάσσουν ματιές, φλερτάροντας πιθανόν. Όλα τα φώτα είναι αναμμένα.
Που βρίσκεται εκείνη;
Θα πρέπει να υπάρχει D.J. γιατί το επόμενο κομμάτι ξεκινά πριν το τέλος όποιου ακουγόταν. Ορισμένοι θερμόαιμοι χορευτές, μες το σαλόνι, αισθάνονται να απογειώνονται. Έχουν γούστο, δε λέω. Πλησιάζω την κουζίνα.
- Τι να σε κεράσουμε; Ακούω μόλις, μια φωνή, που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου, κάπου από το πλάι. Γυρίζω το κεφάλι. Είναι αυτή. Χαμογελώ. Φορώ ένα λευκό παντελόνι, με μαύρο πουκάμισο, και ανοιχτή καφέ, ζώνη. Παπούτσια μισοεπίσημα καφέ, σκουροανοιχτά.
- Βολεύτηκε η παρέα σου, παρατηρώ.
- Ναι, χαμογελά, κρατώντας ένα πορτοκαλοκίτρινο ποτό, με ομπρελίτσα. Σ’ αρέσει η μουσική, Γεράσιμε;
- Πως; Κάνω πως δεν ακούω, χαμογελώντας. Φυσικά. Πολύ!
- Χαίρομαι.
Στιγμή αμηχανίας.
- Λοιπόν; Ρωτά. Πλησιάζει κοντά μου. Λίγα εκατοστά χωρίζουν τα σώματα μας.
Ναι, κουνώ καταφατικά, το κεφάλι.
- Τι πίνεις; Ρωτά.
- Χυμό αν υπάρχει. Λεμονάδα καλύτερα.
- Δεν πίνεις;
- Όχι.
- Καλά κάνεις.
Κάποιος φίλος της περνά πίσω της, τρέχοντας.
- Πάει να πάρει αέρα, ξεκαρδίζεται η ξανθιά Ελένη. Δες τη. Απόψε φορά, ένα γαλάζιο φόρεμα, χωρίς τιράντες, με γυμνά τα μπράτσα. Τα γόνατα της δε φαίνονται. Τα μαλλιά της είναι ίσια, από πάνω ως τα αυτιά, με μπούκλες ως τις άκρες. Δείχνει φρέσκια. Μαυρισμένη. Απορώ πως δεν το παρατήρησα προηγουμένως.
- Πεινάς μήπως; Έχουμε απ’ όλα. Είναι ευδιάθετη.
- Κάτι θα διαλέξω.
Ο D.J. δίνει τα ρέστα του. Χαίρομαι που η κοπέλα αυτή, μένει πιστή σε ποιοτικά ακούσματα. Ο ρυθμός από παλαιά Disco, δεν σταματά.
- Όλα εντάξει; Φωνάζω τώρα, λίγο δυνατότερα.
- Πως; Ναι –στρίβει το κεφάλι της δεξιά. Πόπη μου!
Με συγχωρείς, μου απευθύνεται, με μια γλυκάδα στο πρόσωπο της. Κοιτά στο στέρνο μου, στα μάτια, ένα βλέμμα, το δικό της, που λες και με ακολουθεί, συνεχώς, ακόμη και με στραμμένη την πλάτη της.
Πλησιάζω το μπουφέ στο σαλόνι. Επιλέγω λιχουδιές.
- Το ποτό σου! Εννοώ το αναψυκτικό. Συγνώμη.
Γυρίζω. Είναι αυτή.
Ευχαριστώ, λένε τα μάτια μου. Απλό βλέμμα. Ψυχικό φλέρτ.
Ίσως εδώ θα κολλούσε να με άγγιζε: στον ώμο, στο χέρι. Όχι.
Εδώ γύρω θα είναι, μου κάνει νεύμα.

Χαμογελώ ευγενικά. Επιστρέφω στο πιάτο μου, κοιτώντας έξω στην αυλή. Ορισμένα θηλυκά, συζητάνε. Κάποιος κάθεται σ’ ένα κούτσουρο. Μερικοί χορεύουν. Μια ατμόσφαιρα χαράς, κυριαρχεί. Νεότητα. Η ζωή ευθυμεί.
Είναι ένα ζευγάρι που κάθονται στο γρασίδι, κρατώντας το ποτό τους. Δεν κοιτιούνται μεταξύ τους. Αόριστο βλέμμα, ονειροπόλο περίπου. Μπορεί.

Ο D.J. έχει εγκατασταθεί στο υπνοδωμάτιο με το πιάνο.
Πρέπει να έχει φέρει μαζί του, καλώδια. Ένα laptop είναι συνδεδεμένο με το ηχοσύστημα της νοικάρισσας μου. Αποφασίζω να βγω έξω, και να καθίσω κάπου κοντά στη γωνία, του τοίχου, ώστε να κόβεται λίγο ο ήχος.
Για να δούμε πόσο θα κρατήσει αυτό. Πολύ κοντά, ογδόη βραδινή. Μόλις. Απασχολώ χέρια, βλέμμα και στόμα, με το περιεχόμενο του πιάτου μου. Διψώ ξανά.
Θα σηκωθώ. Θα επαναλάβω την κίνηση για προμήθειες στο πιάτο μου. Θα πιω χυμούς διάφορους. Θα επισκεφτώ την τουαλέτα. Η νοικάρισσα μου θα πηγαινοέρχεται, χωρίς να δίνει σημασία τι κάνω. Τι σόι φλέρτ, ήταν αυτό, στην αρχή; Τέλος πάντων. Βγαίνω έξω. Μια μικρή παραμονή, ακόμη, κι έπειτα, βούρ για τον στοιχειωμένο μου, όροφο. Θεέ μου, πως δυνάμωσε ο αέρας. Φυσά σταθερά, νοτιοανατολικά. Νομίζω δηλαδή.
Λίγα λεπτά ακόμη.
Πραγματοποιώ έναν μικρό περίπατο, πλαϊνά στον μαντρότοιχο. Στα αγριόχορτα και τα ελάχιστα λουλούδια μου. Αισθάνομαι να αλλάζει ο αέρας. Μια μυρουδιά, γεμίζει τα ρουθούνια. Σαν καμένο. Μα δεν ακούω σειρήνες. Μήπως κάπου κοντά, έπιασε φωτιά. Ή είναι μυρουδιά από τσίκνα.
Ας μην δώσω σημασία.
Αυτό ήταν λοιπόν. Ας αφήσω αυτά τα άτομα να διασκεδάσουν, πραγματοποιώντας μια βόλτα, έξω από τούτο το κτήμα. Κάπου ήσυχα.
Γυρίζοντας όμως, το βλέμμα, αντιλαμβάνομαι μια νέα εστία φωτός, κάπου έξω από τον μαντρότοιχο. Μια λάμψη που είναι σα να χορεύει, κάπου μακριά, στο σκοτάδι. Ανταγωνίζεται την παρούσα τρέλα, που δεν ησυχάζει. Δεν ακούω σειρήνες. Φωνές.
Στο επόμενο βήμα, κραυγές φτάνουν στ’ αυτιά μου.
Κάποιος να φωνάξει την πυροσβεστική!
Η φωτιά είναι μέσα στο ρέμα.
Βοήθεια. Βοήθεια! Βοήθειαααα!!
Ο άνεμος αλλάζει κατεύθυνση.
Μια κάπνα, περνά πάνω απ’ τον μαντρότοιχο. Μυρουδιά καμένου. Οι χαρούμενοι επισκέπτες και φίλοι, άντρες και γυναίκες, της Ελένης, τώρα αντιλαμβάνονται, τι συμβαίνει. Σαστίζουν. Ξαφνιάζονται. Ο αέρας δυναμώνει.
Μια φλόγα ξεπηδά στο δέντρο που την ημέρα ρίχνει σκιά, σε κήπο και εξωτερικό μονοπάτι, που περνά ξυστά, την μικρή πλατεϊτσα.
Ο τρόμος ξεκινά να γεμίζει τα πρόσωπα όλων μας.
Άλλοι φωνάζουν: φωτιά. Φωτιά!
- Ελένη. Ελένη!! Κάποιοι τρέχουν μέσα. Ορισμένοι θα ξαναβγούν με κουβάδες νερό.
- Το λάστιχο! Που είναι το λάστιχο, με ρωτά κάποιος. Σαστίζω!
Κάποιοι το βάζουν στα πόδια.
Νομίζω ότι ζω έναν εφιάλτη. Έναν απρόσμενο.
Απρόσμενο;





Στέκομαι εδώ. Επόμενο μεσημέρι.
Δεν έμεινε τίποτα! Η πυροσβεστική είπε, πως η φωτιά φούντωσε, μόλις άγγιξε τις ξύλινες επενδύσεις σε πατώματα και άλλες γωνίες. Πάει και το αληθινά, στοιχειωμένο, ακατοίκητο, διπλανό, νεοκλασικό. Τουλάχιστον σώθηκαν τα γύρω σπίτια!
Από την χαριτωμένη πλατεία, δεν γλίτωσε τίποτα.
Κανείς άλλος δεν μπορεί να περιγράψει, πως αισθάνομαι. Όλη την απώλεια.
Δεν μπόρεσα να σώσω τίποτα, ούτε και η νοικάρισσα μου. Σα να μας κυνηγούσαν οι φλόγες, να μας σκοτώσουν. Οι φίλοι της, ούτε κι αυτοί, κατάφεραν τίποτα. Σκόρπισαν σαν τα αναμμένα κουκουνάρια, που ο αέρας πετούσε “βροχή”, γύρω, εκείνες τις πρώτες στιγμές, του πύρινου ολέθρου.
Ακόμη ακούω σειρήνες, μες το κεφάλι μου.
Δεν έσωσα τίποτα!
Πήγα και κοιμήθηκα στο σπίτι μιας γνωστής, που με συμπαθούσε, έχοντας μου, απόλυτη εμπιστοσύνη.
Η Ελένη δεν έμαθα τι της συνέβη.
Θα γλίτωσε αλλά με τι, κόστος.
Κοιτώ την σιδερένια, κόκκινη άλλοτε, μαυρισμένη τώρα, και ισοπεδωμένη, καγκελόπορτα. Μαυρίλα και καταστροφή.
Μια απέραντη θλίψη γεμίζει τη καρδιά, το βλέμμα.
Το σπίτι, πέτρινο, δεν έχει ανάγκη. Όλα τα άλλα, καπνός. Πεσμένα χάμω, μπανιέρες, τουαλέτες. Καμένα ξύλα που χτες ήταν έπιπλα. Εγκατάλειψη.
Σα να στέκομαι σε ένα νεκροταφείο. Αποσβολωμένος.

Ένας πυροσβέστης που έμεινε σκοπός, για τυχόν αναζωπύρωση, όλο ρίχνει ματιές, από το άνοιγμα στον μαντρότοιχο.
Μόλις σκεπάζω το πρόσωπο με τις παλάμες, τον ακούω να πλησιάζει. Αφήνει μια παλάμη στον ώμο μου. Μιλά:

- Ξέρεις, υπάρχει και Θεός.

17








Η αγάπη

είναι ένα μικρό λουλούδι, που κάποιο χέρι, φύτεψε εκεί. Χέρι ανθρώπινο, στον κύκλο της ζωής, παρουσιάστηκε. Κάτι δυνατό. Μια σχισμή, ένας κεραυνός, στον χρόνο, που επισκίασε το παρόν, παρηγορώντας το. Με αγάπη πάνω απ’ όλα.
Η αγάπη, είναι κάτι δυνατότερο από ένα τυπικό βλέμμα, ή να αποστασιοποιείσαι. Η αγάπη είναι μια τρυφερότητα, τόσο οικεία, που την ακούν, μόνο, δύο άτομα.
Είναι ένα λουλούδι που επιστρέφει σα μετουσιωμένο σου δάκρυ, ύστερα από εκείνη την απώλεια. Ελπίζω η δροσιά των τελευταίων ημερών, να την απαλύνει. Ξέρεις, πάντα υπάρχει ένα βάραθρο, σε κάποια γωνιά, πάντα κάπου σε αυτή τη γη. Ανάπνευσε άλλη μια φορά, φωνούλα.
Υπάρχει μια γλύκα κάπου εκεί έξω, γλύκα οικεία, ο άντρας ο ζεστός που κινείται γύρω σου, σα δαχτυλίδι, που μόνη σου επιλέγεις, τι περικλείει. Μια δροσερή, ανθρώπινη, άνεση και διακριτικότητα. Δεν είναι, όμορφο, το Φθινόπωρο, όταν φυσά; Μια πραγματική αλλαγή, επιτέλους, φυσιολογικά, εποχής.

Ξέρω ότι δεν θες να τα ακούς αυτά. Όχι τώρα. θυμήσου απλά να μην μετανιώνεις για τα συναισθήματα σου, φωνούλα.
Στο είπα: είναι αυτή η αλλαγή στον ηλεκτρισμό, στον αέρα, που ξεπαγώνει τη γλύκα. Σα να πηγαίνεις σινεμά, μετά από πολύ καιρό. Η διακριτική αγκαλιά, της σκέψης, που απαλύνει γλυκά, την όψη εκείνου του βαράθρου. Δεν είναι ωραίο, να αισθάνεσαι άνετα, σπίτι σου;
Είσαι αξιαγάπητη.

Χρειάζεται ειδικά ρούχα, η απλή ματιά;
Είναι ένα μικρό λουλούδι, πάνω από τον λοβό του αυτιού σου. Ως η ζωή, που αγκαλιάζει τούτη την πλευρά του κεφαλιού σου. Ένα οικείο, μεσημέρι, Σαββάτου, όπου κανείς δεν στέκεται στο σημείο του, στο σπίτι, νιώθοντας άβολα. Πιθανόν όταν ο πόνος, φυσά πιο δυνατά μες το σπίτι, απ’ όσο αντέχουμε. Ηρεμεί πραγματικά, μια αγκαλιά; Μη ρωτάς για κάτι τρυφερό, όταν σου προσφέρεται. Έτσι είναι η ευγένεια.
Είναι η χαρά της παρουσίας, σα δώρο ο κάθε άνθρωπος. Στον κοντινό του περίγυρο, ιδίως αν αγαπιέται αληθινά.
Ένα μικρό χαμόγελο. Η θηλυκή σου ματιά. Δεν ξεχνιέται η θηλυκότητα. Η προσωπική ταυτότητα.
Η καλή παρέα, είναι όπως το δροσερό ρυζόγαλο, με λίγη κανέλλα, που γι’ άλλους είναι πικρή. Αποδεικνύεται θρεπτική, όμως. Έτσι είναι η παρέα. Κάθε πρόσωπο, με σταγόνες ομορφιάς, από τους γονείς. Ποτέ δεν ήταν δανεικές. Κάπου πρέπει να ζούμε το τώρα. Κουβαλώντας όμως, την αγάπη, όσων μας την πρόσφεραν. Τη δική τους, παρέα και φροντίδα. Όχι ως υποχρέωση. Κάπου κάπου, χρειάζεται να ηρεμείς. Φωνούλα. Σα μπουκιά, ατομικού κέικ. Μη το μοιράζεσαι με κανένα. Δεν φτάνει εξάλλου. Χαμογέλασες. Ωραία.
Οι δύσκολες και οι μοναδικές στιγμές.
Όσες φορές δεν είπες το σ’ αγαπώ, επειδή στ’ αλήθεια, φέρνει κοντά, άλλους ανθρώπους. Οι λάθος προσεγγίσεις να πεις: είμαι ευτυχισμένος. Πως στράβωσε στην πορεία, να εξοικειωθούν, διαφορετικές, πιθανόν, σταγόνες, μεταξύ τους. Αυτό που λένε: δεν ξέρεις, με τι πρόσωπο θα καταλήξεις.
Το δευτερόλεπτο, ξέρεις, διαρκεί περισσότερο απ’ όσο αντέχουμε, επιθυμούμε. Φανταζόμαστε. Δεν είναι ωραίο αυτό; Να φαντάζεσαι, παρέα με άλλο άτομο. Η μοναδική φυσιογνωμία, που είσαι εσύ η ίδια. Η προσοχή μου η μόνη.
Αναρωτιέμαι πόσο μακριά θα ‘πρεπε να πάμε, να μη μας αποσπά, κανείς και τίποτα, που υπερδιαφημισμένο, κατάντησε ασήμαντο. Είναι σα να θες να φοράς γυαλιά, για να τα παρακολουθείς, όλα. Εκτός κι αν η μυωπία, εμπεριέχει κάτι αδιευκρίνιστο. Ένα μυστήριο. Πιθανόν αδυναμία. Τυχεροί όσοι βρίσκουν έναν, δυο, τρείς, ανθρώπους, της καρδιάς τους, αναλόγως την όρεξη, να συμπαραστέκονται. Ν’ ακούς: σε εμπιστεύομαι.
Δυστυχώς τη ζωή την μαντρώσαμε, ώστε κανείς να μην είναι, κάτι απροσδιόριστο. Λείποντας φυσικά, ο αυθορμητισμός, η καλοσύνη που πλησιάζει ως φυσιολογική έκπληξη. Επειδή τα συναισθήματα είναι εκείνα που κρατούν τον ιστό της ανθρωπιάς, της ίδιας της καθημερινότητας, στιβαρό. Ακλόνητο, όσο συμμαχείς με κάτι εξίσου απλό. Που μαθαίνει σιγά σιγά, τη διακριτική πλευρά, της ζωής.
Αν είναι ο κόσμος σου, οι χώροι του διαμερίσματος σου. Το φρούριο της μοναξιάς σου, λόγω απώλειας, που ‘ναι κατανοητό. Αρκεί να μην νιώθεις να πνίγεσαι. Αν ανάβουν ακόμη, σπίθες ζωντάνιας, πλάι σου. Ίσως η συντροφιά ενός κατοικίδιου. Συζητώντας στο μπαλκόνι, με οικείο πρόσωπο, πλάι σε αζαλέες, βασιλικό. Ποικιλίες από γεράνια. Γιασεμί. Περιμένοντας να πέσει ελαφρά, ο ήλιος, να ποτίσεις, να ευωδιάσει όλο το πράσινο βασίλειο, τονώνοντας σε. Τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου. Ενδιάμεσα, από στιγμές, όπου βρέχεις το μαξιλάρι σου με δάκρυα. Γοερά ίσως. Σα να ‘ναι οι τοίχοι που σκοτεινιάζουν, πέφτοντας το φως, κάτι απειλητικό, φορές. Κάτι που δεν καταλαβαίνει. Όσο κι αν εξηγήσεις, με μαύρους κύκλους, γύρω από τα μάτια. Με τάση πολύωρων –με ανάπαυλες- περιόδων, ύπνου. Να ξεχνάς. Να γίνεσαι μια άλλη. Αποκτώντας πίσω ότι αποδήμησε, σε σμήνη, οι ψυχές, θαρρείς, στη διαδρομή προς το λευκό φως: συναντάται επιτέλους, ζεστασιά. Αγάπη.
Σημαντική η ζεστασιά. Να το θυμάσαι.
Σου μιλώ με όποια βάσανα με ταλανίζουν, με όποια προσωπική μου αχαριστία. Δεν θα βρίσκομαι ποτέ, σε θέση δύναμης, όπως όλοι εκείνοι που καυχώνται, πως ελέγχουν τομείς εξουσίας. Εγώ δεν θα ήθελα ποτέ, κάτι τέτοιο. Μόνο μια απλή συμβίωση. Με τα ελάχιστα απαραίτητα. Με ανάγκη, επειδή η φύση το θέλει, που τελεί σε ισορροπία, να θέλω διακριτικά, στην αρχή, να προσφέρω το σεβασμό μου, Φωνούλα. Ως χαϊδευτικό του μικρού σου, ονόματος, πριν το επίθετο που δεν επιθυμώ να γνωρίζω, επειδή η παρούσα προσφορά, είναι ένα βήμα, μες το θερμοκήπιο της τρυφερότητας, όπου συναντάς ευαίσθητα όντα. Σα να περπατάς, πλάι στα περιστέρια, και κείνα να μην πετούν άξαφνα, σα να γνωρίζουν, πως προσπερνά ήσυχο, ευγενές, πλάσμα.
Η ζωή μπορεί να είναι μια καλή ιστορία, μες την οποία αισθάνεσαι γαλήνη πνευματική, πατώντας με σιγουριά, σε όσα σε κρατούν, ακόμη κι εσένα. Ζωντανή. Επιλέγοντας την ποιότητα, ως το μέσο που παρηγορεί τις ψυχικές δυνάμεις, ενόσω εξασθενούν. Με όλη αυτή τη φασαρία, γύρω μας.
Θα κοιμηθείς πολλές ώρες. Θα παλέψεις με τον πόνο, που βρήκε το ιδανικό μέσο για να σε εξαντλήσει: όποιες πνευματικές σου δυνάμεις. Μηχανικά, καθαρίζοντας το σπίτι, απλώνοντας μια μπουγάδα. Περνώντας το λούκι της δουλειάς. Ξανά πίσω. Στον πόνο που ελευθερώνεται. Με δάκρυα. Μόνη ή εν μέσω κυνικών.
Πόσο μακριά να ‘ρθώ, να σε πάρω, απ’ όλα αυτά. Φωνούλα.
Να σε τυλίξει η εσάρπα μιας ανθρώπινης, ζεστής, συμπεριφοράς, απέναντι σου. Ένα βλέμμα που δρα σαν μαντήλι, στα μάτια σου. Χρόνος μόνο για σένα. Είσαι εδώ. Ζωντανή. Εδώ. Ζωντανή!
Αναπνέοντας σ’ έναν ανήμερο από παύση, πολιτισμό: πως χάλασε τούτη η έννοια. Πάμε να συναντήσουμε δέντρα, χωρίς να τα πονέσουμε, χαράσσοντας ημερομηνίες ή απλά ξεφλουδίζοντας τα. Πάμε ν’ ακούσουμε ρυάκια να κυλούν. Να γευτείς δροσερό, νερό, πηγής, βουνού. Πάμε να βρούμε τη φόρμα μας. Να πλημμυρίσουμε ζεστασιά, σχεδόν φρέσκων εδεσμάτων, φούρνου, ως αίσθηση.
Φρέσκοι. Νέοι.
Να πάρουν τα μάτια σου, πίσω, το λαμπερό φως, μιας μέρας που δεν ολοκληρώνεται γιατί πρέπει, μα επειδή είναι φυσικό. Δεν παρηγορείς γιατί πρέπει. Συζητά, κανείς, με όλο του το είναι, που διαθέτει ευγενικά, σε ότι εκτιμά, έστω σε μιας φοράς, συνάντηση. Τούτο πράττω απέναντι σου.
Πίστεψε το. Την ειλικρίνεια των λόγων. Σίγουρα όχι, “προεκλογικών”. Δεν επιθυμώ να εξουσιάζω κανένα. Απλά, αποδοχή. Απλά ο καθένας, λειτουργώντας στο φύλο του. Κείνα τα χαρακτηριστικά, που σε τραβούν στο αντίθετο σου, σαν από χρόνια, ένα κέντημα, με αισθήματα σαν τάματα, που παρατηρεί μόνο, όποιο πρόσωπο, διαβάζει ως ένα, στο “ζευγάρι”, ότι τους μύησαν. Η συνάντηση που δρα καταλυτικά, σίγουρα, σαν προσέγγιση από μόνη της. Χωρίς λόγια. Αυτούσια, κραυγάζει το: ταιριάζεις, δίχως άλλος να ακούει. Άλλος να γνωρίζει, πως, συμπαραστέκεται. Πως πρέπει να πατάς, για να μη χαλάς κανένα ίχνος ευαίσθητης βλάστησης, στο γλυκό πλάσμα, που ονομάζεις: το άλλο μου μισό.
Η ώρα, η στιγμή, η αφιέρωση η απλή. Όλα όσα σου χαρίζω μ’ ένα βλέμμα.
Με λίγες σκέψεις, σαν παλάμη που μένει για ώρα, τυλιγμένη σε μια δική σου. Κάτι εξίσου ανθρώπινο. Κάτι που υπάρχει εδώ, τις πρώτες δροσερές βραδιές, σε μια πόλη πολύβουη. Μικρά διαμαντάκια, σαν χαλικάκια αν θες, που θεωρείς σημαντικά, πλάσματα από μόνα τους, κάθε λεπτό, με διαφορετική ονομασία.
Οι δείκτες, απλά εκπληρώνουν την χρονική τους υποχρέωση.
Τούτο δεν γράφεται από υποχρέωση.
Είναι όπως ο αέρας που ανανεώθηκε. Οξυγόνο που προυπήρχε. Θέλω χαρακτήρα που επέμεινε. Σ’ αυτά τα λίγα, χαλικάκια που υπομείνανε όλες τις συνθήκες, καιρικές ή δυσκολιών, καθημερινότητας.
Κάνε υπομονή.
Δεν τον ήλιο πως γλιστρά μαλακά, πάνω από κάθε τι τακτικό, στην πόλη. Καθετί αυθεντικό, μες τον κόπο, αξιοπρεπώς, γιατί δίχως άλλο, δεν αξίζει ο βίος, δίχως τιμιότητα. Εκείνη η μοναδική ευκαιρία που κτυπά την πόρτα, γιατί όλα, Φωνούλα μου, έτσι είναι, στη ζωή. Δίνεις, απολαμβάνεις. Συνεχίζεις. Δεν ξεχνάς καθετί αγαπημένο, που στέκεται σε κάποια κορνίζα, και τρυφερά, σε κοιτά. Όχι, δεν ξεχνάς. Είναι η αγάπη. Επειδή χωρίς αγάπη, τι να το κάνεις. Η αγάπη μες το σπίτι, αντικαθιστά, μόνη της, τα λεγόμενα βασανάκια. Χωρίς αυτά, θαρρώ, δεν θα ‘χαμε τίποτα, να συζητούμε. Φωνούλα.
Πες λοιπόν, πως η πρόκληση εκεί έξω και καθετί φτιαχτό, αποτελεί πρόγραμμα αλλόφρονα καναλιού, μα ευτυχώς, συ έχεις το τηλεκοντρόλ. Θαρρώ την ησυχία να μπορούμε να τη χαρίσουμε. Μόνοι μας τη παράγουμε. Όπως κάθε τι, από μέσα μας, αληθινό, που εκπνέει με φυσικότητα, ηθική, σταγόνες χαράς. Σε ποιο ποτήρι να τις μαζέψω, στεφάνι στα μαλλιά σου, αρμονικό, από πάντα όμως. Τούτο το βλέμμα σου, που με ζωντανεύει. Χρόνος πια, κανένας.
Μη δακρύζεις πια, φωνούλα. Χαμογέλα. Για μια στιγμή. Σε κάποια ονομασία, λεπτού. Τολμηρός που είναι ο χρόνος. Πεισματάρης. Μα μην νοιάζεσαι.
Απλά πες μου τι αισθάνεσαι, πλάι μου.
Όλοι χρειαζόμαστε ώθηση. Λίγο θάρρος, βοήθεια να “πιαστούμε απ’ τα μαλλιά”, ενός πρακτικού επιούσιου. Ο επιούσιος δεν είναι μόνο, ένας ξερός μισθός. Χαρτιά δηλαδή με νούμερα και ζωγραφιές, με συγκεκριμένη αγοραστική αξία.
Επιούσιος είναι να δέχεσαι το δικαίωμα του άλλου, να σου μοιάζει. Στη θέρμη του σεβασμού. Ένα παιδί, αθώο όπως είναι, εμπιστεύεται αμέσως, κάποιον συμπαθητικό, νέο, άνθρωπο. Σου ζητώ να με αντιμετωπίσεις, ακριβώς παρόμοια. Υφίστανται και σπάνιοι άνθρωποι, ζεστοί, πίστεψε το. Μ’ εκείνη την ακρίβεια του βλέμματος που ακόμη περιμένει αγάπη, ολοκλήρωση.
Χρειάζεται ειδικό γονίδιο, για να ‘χεις πίστη, στους ανθρώπους; Με τι μέσο, να φτάσω σ’ εσένα;
Εγώ πάντως δεν γνωρίζω κανέναν που επικοινώνησε, χωρίς λόγια. Εκτός από τους σαρκολάτρες, που βιώνουν οι ίδιοι, αντί να βλέπουν μια ακατάλληλη ταινία: μόνο αυτό είναι. Μακριά, μακριά, από μας.
Μπορείς να επικοινωνήσεις με ένα απλό, βλέμμα, ως πότε, όμως, και με τι, ποσοστό, επιτυχίας, να ξεφύγεις από τα τετριμμένα: να μη μετανιώσει το άλλο πρόσωπο. Εξάλλου τι έχουμε εμείς; Μόνο τη νεότητα μας, κι ένα κρυφό καημό, να δώσουμε, να πάρουμε, επ’ ίσις όροις, φροντίδα, τρυφερότητα, και αγκαλιά. Μη μου πεις, πως εσένα δεν σου λείπουν. Είναι το γονίδιο της έλλειψης αυτό, που φέρνει κοντά, το ένα φύλο στο άλλο, σα να χάσαμε ξαφνικά, με την ενηλικίωση, κάτι σημαντικό. Δεν ξέρω τι είναι. Το σίγουρο; Εξανεμίστηκε.
Παρακαλάμε, ίσως, τότε, γι’ αυτό το ένα πρόσωπο εκεί έξω, που ‘χει χαρά ζωής, μέσα. Ευχαριστώ γιατί εκείνη υπάρχει. Γιατί ελπίζει ακόμη, για τη μοιραία συνάντηση. Φωνούλα.
Σου ‘χει τύχει, ποτέ, να μη θέλεις να κάνεις τίποτα; Απ’ όσα συνηθίζεις, ή ενδιαφέρεσαι.
Μόνο τώρα καταλαβαίνω τον πόνο σου.
Είναι απόγευμα.
Δεν θέλω να ακούσω μουσική. Ούτε να δω κάποια ταινία. Ή να ενοχλήσω κανένα.
Αν είναι δυνατόν να περιμένουμε παρόμοιες στιγμές, για ν’ αφιερώνουμε χρόνο, στον άλλο. Κι όμως, όλο ετούτο το παρόν, 8:52, απόγευμα, το δίνω σ’ εσένα. Επειδή σ’ εσένα απευθύνεται, όλο αυτό: η πρόσκληση να μπω στη ζωή σου. Η χημεία που θα ένιωσες κι εσύ, αναμεταξύ μας, εκεί, στο ταμείο. Η δύναμη της ήρθε να εξαντλήσει το είναι της, στο χαρτί. Δίχως πρέπει. Χαρίζεται σαν αναπνοή. Όχι, όχι. Όχι μηχανικά. Σαν γερμένο κεφάλι σε ώμο που νοιάζεται. Καταλαβαίνεις.

Μια ξαδέλφη μου, χτες που πήγα να τη δω, μου είπε πως λυπάται που αρχίζει να νυχτώνει νωρίς. Πιθανόν έτσι πρέπει. Για να φέρει τις αισθήσεις, ο επερχόμενος χειμωνιάτικος, καιρός, που όλο το καλοκαίρι, έλειψαν: αρκετά φωτίστηκαν τα μέρη, τα πρόσωπα. Εξαντλήθηκαν οι άνθρωποι, σε δραστηριότητες.
Φορές αναρωτιέμαι, γιατί φορές βαριόμαστε να πράξουμε το πιο απλό, σα να ‘ναι χρώμα, ηλιοβασιλέματος, που πάει να χαθεί. Δεν προλαβαίνουμε να ενεργοποιηθούμε. Αν είναι έτσι η αγάπη, άνευ όρων. Η εμπιστοσύνη, με υποστήριξη. Γνήσια –χωρίς τούτη η λέξη, μόνο να καγχάζει, να ορκίζεται μόνο. Ούτε καν ακούς, τούτες τις φανφάρες, ενόσω είσαι ο εαυτός σου. Ενόσω θέλω να ‘ρθώ να κουρνιάσεις στην αγκαλιά μου, να δεις ότι η αγάπη χρειάζεται, δύο. Η αγάπη θαρρώ, είναι από μόνη της, ποίηση, που όμως στα λόγια, χωλαίνει. Τα λόγια αδυνατούν να εξηγήσουν την αγκαλιά. Τα λόγια είναι μόνο για επικοινωνία. Η ενέργεια που παράγει ο εγκέφαλος, μεταφράζοντας τα θέλω, τον χαρακτήρα τον ίδιο.
Τα λόγια δεν είναι χαρτονομίσματα, που τα ‘φαγε η ακρίβεια. Τα λόγια πρέπει να χρησιμοποιούνται με μέτρο. Τα λόγια εξιστορούν μια ιστορία. Λειτουργούν ως ημερολόγιο. Ως μάτια στο χαρτί. Συναισθήματα της στιγμής. Στον σοβά της ζωής, που ελπίζεις να μη μαυρίσει. Τα λόγια δεν πρέπει να είναι περίτεχνα. Τα λόγια δυσκολεύουν τη ζωή μας.
Η σημαντικότητα του ατόμου. Η στιγμή του γάμου στην Εκκλησία, ενώπιον Θεού, και ανθρώπων. Πρώτα Θεού. Ο Θεός ενώνει δυό ψυχές. Η απιστία χωρίζει. Δεν θα στο κάνω, ποτέ, αυτό. Δεν είναι στον χαρακτήρα μου. Να πληγώνω ότι αγαπούσα, απ’ όταν με κατάλαβα, συγγραφέα. Άρα γι’ αυτό, έγινα συγγραφέας. Για να αγαπήσω τη γυναίκα. Να τη βλέπω σήμερα, ως ανθρώπινο ον. Όχι άρρωστα, όπως οι σαρκολάτες. Απαιτεί μεγάλη στέρηση για να καμφθεί η πλάνη των προτύπων που διαφημίζεται: μόνο σώμα είναι ορισμένοι, όσο κι αν τους πληγώνει η αλήθεια!
Εγώ δεν χρειάζομαι άλλη αλήθεια. Εσύ με κινητοποίησες. Εσύ είσαι η αλήθεια. Η γυναίκα που ξέρει, παράγει ζωή. Αγάπη υπέρ της. Εσύ είσαι τα λεπτά, οι ώρες, η προσπάθεια σ’ ότι κάνω. Η φωνούλα που μιλά, που δίνει σχήμα στον “προϋπολογισμό”, τι σκοπός κατακτάται στο μέλλον. Γιατί έχει σημασία, η ησυχία. Γιατί βρίσκεται το κεφάλι σου στον ώμο μου. Γιατί σε κρατώ αγκαλιά. Επειδή το ‘χουμε ανάγκη. Γιατί στα λέω όλα αυτά. Με ανθρώπινα σπλάχνα, φροντίδα. Που όμως είναι απλά, οι ακίδες ενέργειας, στο σύμπαν, που ενώθηκαν, με ακλόνητο θέλω. Στην κούραση σου, πλησιάζω κάπου κοντά. Κάπου κι εσύ. Κάπου η γυναίκα που απαιτεί σεβασμό. Μια προσοχή που δεν ξεχνιέται.
7:27. Γέρνει το φως. Νέα ημέρα. Ηλιοβασίλεμα από δω, δε διακρίνω. Μας πνίξανε οι πολυκατοικίες. Οι ανέσεις.
Άναψε ένα φως. Μήπως με δεις.
Άσε με να σε αγαπήσω. Να διώξω αυτούς τους τοίχους που σε πλακώνουν. Να σε δω να με κοιτάς. Ως κάτι φυσικό. Κάτι που θέλεις. Μια κοινή πορεία, στο: θα ‘μαστε, πάντα, μαζί.
Πιες λίγο νερό, τσάι, αν προτιμάς. Άσε με να σκηνοθετήσω ένα βίντεο:
Είναι μια ημέρα που ταχυδρομεί με αποδημητικές ακτίνες, το φως της.
Είναι μια στιγμή όπου χορεύουν, ένα νέο ζευγάρι, μαζί. Ακούγεται το Suddenly, με τον Billy Ocean. Έχει ένα τσαγανό η φωνή του ερμηνευτή. Φωνάζει, μες στους στίχους: κάθε ημέρα, θα προσεύχομαι, τούτη η αγάπη θα κρατήσει για πάντα. Βραδιάζει γρήγορα τώρα, μα μη νοιάζεσαι. Η πραγματικότητα, από κάτι που μιλά, χαρίζεται, μπορεί να παρηγορήσει. Μπορεί τούτο το δάκρυ, να ‘ναι κάτι, που σε προσέχει, σ’ εκτιμά, σε υπολογίζει. Μπορεί.
Έλα στην αγκαλιά τούτου του χορού. Αρκετά μίλησα ή θέλεις και άλλο;
Σου μιλά η ζεστασιά των χεριών μου που σε προστατεύουν. Η μουσική που δυνατά, μιλά, η ζωή βρίσκεται εδώ.


18

Σε γνώρισα

Καλώς τον, είπε η πόλη, που υποδέχθηκε σπάνια, τα βήματα κείνου του άντρα. Μια πόλη που δεν ήταν ήσυχο δωμάτιο. Βουερή, σε κίνηση, όπως πρέπει να είναι, κάθε πόλη.
Μα τούτο το σχεδιάγραμμα, δρόμων, ήταν μόνο βιτρίνες, βιβλιοπωλείων. Αντίτυπα ζωντανών συγγραφέων, που στριμώχνονταν μεταξύ τους, στα ράφια, ασφυκτιώντας. Πότε πότε καυγάδιζαν για τούτη την επαφή. Ποιο κείμενο είναι ονειροπόλο. Αν είναι πιο καλό, ένα με στοιχεία ρεαλιστικά, όπως η παρούσα πόλη. Ασφυκτιώντας οι φιλοσοφίες, κι οι συγγραφείς τους, παρατηρούσαν τους συναδέλφους τους, καθισμένοι άνετα στις προθήκες των βιτρινών. Γνωρίζοντας όμως, πως κι εκείνοι, κάποια στιγμή, θα έρχονταν να στριμωχτούν στα ράφια, έως ότου να μαζέψουν τόση σκόνη, αρκετή φαίνεται, για να αρχίσει ένας από αυτούς, να βήχει τόσο δυνατά, δείχνοντας την ηλικία της εγκατάλειψης του. Τραβώντας το ενδιαφέρον του πωλητή, ο οποίος θα άρπαζε από τον γιακά, βιβλίο και συγγραφέα, πετώντας τους σε χαρτόκουτα ή στα σκουπίδια.
Στα σκουπίδια έως να βρωμίσουν, θα ‘χανε όμως, λίγο ή αρκετό, φυσικό, φως, άφοβα να εξιστορούν την υπερηφάνεια, τα βάσανα, την ευκολία που μια λέξη έσερνε την άλλη. Στο χαρτόκουτο όμως; Σε σκοτάδι ή στα δόντια κάποιου ποντικού, στα νύχια μιας γάτας, στη μανία των ζωυφίων, που τρώνε χαρτί.
Αν είναι δυνατόν, να λείψει ένα κομμάτι σελίδας, και τούτο να μην επηρεάσει την ιστορία. Που μέσα της εισέβαλε, το γιγάντιο πλάσμα –για τα μέτρα των ηρώων- που βρίσκει νόστιμες χαψιές, καταστρέφοντας ένα βιβλίο. Από εκείνα τα έντυπα που αγάλι αγάλι, αποκτούν το ίδιο χρώμα, στα παλαιοπωλεία. Με αφίσες χρόνων και καιρών, αδιευκρίνιστων. Με τόμους γνώσεων, που δεν αφορούν, κανένα. Παλιές κάρτες. Κιτρινισμένες σελίδες, εφημερίδων. Μια μυρουδιά κλεισούρας. Ανάκατη, νευρική, σα να θέλει να κόψει κομμάτια ζωής, από τους υποτιθέμενους πελάτες, σε κείνο το υπόγειο, στην παλιά συνοικία της πόλης. Ένα υπόγειο, κατεβαίνοντας τρία, τέσσερα, πέντε, σκαλοπάτια, ίσως σκύβοντας τελικά, το κεφάλι, μη χτυπήσουν οι υποτιθέμενοι πελάτες. Λάτρεις άλλων εποχών. Αλήθεια που πρέπει να αναζητηθεί σε κιτρινισμένες σελίδες. Μόνο εκεί, πλέον.
Οι άλλες εποχές, ενόσω οι αξιόλογοι συγγραφείς και ποιητές, ήσαν ζωντανοί. Φανεροί. Αληθινοί στον καιρό τους. Τους συναντούσαν. Συζητούσαν. Αφαίμαζε κι ο μη συγγραφέας, φως τέχνης, όσο ο γραφιάς ρουφούσε ανθρωπίνως αμείλικτα, κάθε φράση, εικόνα, εντύπωση. Ξυπνώντας το χαρτί που άλλαζε χέρια, μεταξύ φίλων συναδέλφων. Μαζεύονταν σε κάποια αυλή. Απάγγειλαν τον κόπο, φυσικά, όπως ο ήχος από τα φύλλα, παίζοντας μαζί τους, ο αέρας. Όποια ποσότητα οξυγόνου, φούσκωνε θώρακες, ανοιγοκλείνοντας πόρους στα ρουθούνια. Δίνοντας χρώμα στα μάγουλα. Μια ζεστασιά. Μια ευγένεια. Η αναπνοή ήταν ο κινητήρας που κάθε τόσο έβαζε σε κίνηση, τη γραφίδα, τροχίζοντας το νου. Τη σκέψη. Οι ιστορίες ήσαν αληθινά βιώματα. Ήταν το καλούπι της ιδιαιτερότητας της γραφής, καθενός συγγραφέα, που πλέον το 2007, παρέμενε γνωστό το όνομα, η φήμη. Επειδή ακόμη αναζητούσαν κείνο το θέλω. Όποιοι, τέλος πάντων, υποψήφιοι αναγνώστες.
Άραγε, διερωτήθηκε –ο άντρας που ένα ηλιοφωτισμένο πρωινό, πήγε να μυρίσει εκείνη τη σκόνη, των εμπειριών- γιατί έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια, για να φανεί ο “αρχαιολογικός χώρος” των δικών του, κειμένων. Σκάβοντας ο ίδιος, ένα λαγούμι, που όμως μύριζε, όπως οι σκέψεις ορισμένου νέου.

Ψυχής που κοινωνικοποιούνταν, μέσω φράσεων, που ‘χαν απλά, το στίγμα της στιγμής. Ρώτησε τους σκονισμένους συναδέλφους, αν μιλούσαν περισσότερο για ιδέες, που δεν μετάγγιζαν πάνω τους, το χαρακτήρα του ίδιου του συγγραφέα. Ένα παράπονο αυτού του άντρα, ήταν πως δεν είχε διαβάσει ποτέ, κανένα κείμενο, γυναίκας συγγραφέα, που να απευθύνεται τελείως ανοιχτά, στον εαυτό της και στον άντρα που την ενδιαφέρει, δίχως υπεκφυγές, υπονοούμενα ή τάση να φαίνεται ευπροσάρμοστη. Μόνο στις απαιτήσεις των καιρών, παρά στα ίδια της τα συναισθήματα, να αφεθεί. Δυστυχώς, καμία γυναίκα δεν το έκανε, ποτέ. Μόνο ένας άντρας μπορεί να ανοιχτεί, χωρίς να φοβάται μήπως εκτεθεί, πόσο δε, σ’ ένα γραπτό.
Ο παρών, άντρας, ίσα που θα άγγιζε, τα σαράντα.
Πλησίασε αρκετές φορές, -πίστεψε- τον ψυχισμό των ανθρώπων. Κείνη την ευγένεια της παρουσίας κάθε τίμιου εργαζόμενου. Πόσο δε, σε βιβλιοπωλείο, ή σε κάποιο πολιτισμένο περιβάλλον, όπου φυλάσσονταν όλα τα βιβλία, που δεν πετούσαν οι αναγνώστες. Τα χάριζαν. Αποκτούσαν έναν νέο ρόλο. Οι συγγραφείς, πλέον, ασφυκτιούσαν σε νέα ράφια, μα το αποδέχονταν, επειδή εκεί επικρατούσε, πραγματική αγάπη και ενδιαφέρον, για τη συγγραφή. Εκεί φτάνανε όλοι οι απλοί ή οι μπερδεμένοι χαρακτήρες, που ανέμεναν απαντήσεις, από τα βιβλία. Τη φιλία ενός κειμένου. Μια τάση, ένα νέο ενδιαφέρον, μια προσαρμοστικότητα στις νέες συνήθειες –εκτός αυλής- να δουν, κάποιο έστω, από τα άτομα, που δεν σήκωναν το βλέμμα από το χαρτί. Ρίχνοντας ολοένα, σκιά, πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, στο γραφείο. Μαύροι κύκλοι, γύρω από τα μάτια. Κουρασμένο βλέμμα. Ίσως θλιμμένο, μα δεν του απέδιδαν κάτι αξιοθρήνητο.

Είναι επομένως ένα από εκείνα τα απογεύματα. Μες τη μικρή, ομολογουμένως, αίθουσα, του ισογείου, κείνου του πολιτιστικού, κέντρου, που ο εσωτερικός φωτισμός, προσπαθούσε να πει: είναι κι αυτό, ένα δωμάτιο. Καρέκλες παρατεταγμένες, για το κοινό. Όρθιοι στους τοίχους. Στην είσοδο. Έως τη σκάλα στη γωνία. Μ’ ένα μόνο, θρανίο, στην κορυφή όλου αυτού, του κοινού. Ήσυχο θρανίο, με μια μονή, καρέκλα –σα να ‘ταν απλά, μια πράξη μοναξιάς, τούτη η συνέντευξη. Ενός άντρα, ενός συγγραφέα, ο οποίος φάνηκε σ’ εκείνο το κάθισμα, ξαφνικά, σα μαριονέτα, που σ’ ένα μικρό σημείο, κάπου, βγήκε, χωρίς όμως με τάση, να προσεχτεί (εξάλλου, ελάχιστοι εννοούν, την ερμηνεία μιας μαριονέτας).
Είναι κουρασμένο το πρόσωπο του. Κανείς δεν ξέρει, γιατί.
Το θρανίο φιλοξενεί μια κούπα, μόνο, νερού. Μ’ ένα μπουκάλι, εμφιαλωμένης δροσιάς, κάτω αριστερά, στο πίσω πόδι.
Το κοινό συζητά, αναμένοντας ίσως, την “πιστολιά” για τον αγώνα. Πάντοτε, έστω κάπου, αισθανόταν εδώ μέσα, πως δεν υπολόγιζαν τον κόπο του. Δεν περίμενε κάπου, ίσως, να του πουν καλά λόγια για τα κείμενα του, ή: αξίζεις. Κάπου τον εκτιμούσαν, όμως εκείνου δεν του έφτανε, γιατί του έλειπε η προσέγγιση που περίμενε.
Η αίθουσα βουβαίνεται.
Μόνο το βλέμμα του κοινού, μιλά: καλωσόρισες.
Είναι ένα βλέμμα που συμπονά. Λίγοι, ελάχιστοι, καταφέρνουν αυθεντικά, το ποιον ενός συγκεκριμένου τύπου, βλέμματος. Το θρανίο είναι ένας κλειστός, χώρος. Το θρανίο θέλει να του μιλήσουν.
Ο άντρας συλλογίζεται την φυσικότητα μιας παρουσίας, της ποιήτριας: κυρία, Μαίρη Νύδρα, που έφτασε ως η υποστηρίκτρια της ευαίσθητης, ποίησης, εδώ. Το πρόσωπο της, όλο της το είναι, που ανθρώπινα αγαπούσε σ’ εκείνη, για την αφοσίωση στην τέχνη της ησυχίας, που είναι η γραφή. Εκείνη θα ήταν καλή φίλη. Εκείνη θα έφερνε ευχαρίστως, μια άλλη καρέκλα, μαζί. Η σημασία της γυναικείας παρουσίας, έστω ως παρουσία, δίπλα σε ένα κουρασμένο, αντρικό, πρόσωπο.
Το κοινό μοιάζει σαν αγκαλιά που όμως, περικλείει κάτι, εκτός του δικού του κόσμου. Κι όμως, τόσος κόσμος, βλέμματα, ενδιαφέρον, για τη δική του φωνή. Για όσα ίσως ακούσουν από το στόμα του. Τι θέλουν να μάθουν. Το γιατί της εκδήλωσης. Πίνει λίγο νερό. Καθαρίζει χωρίς να φανεί, το λαιμό. Ντρέπεται τα βλέμματα τους.

Ο υπεύθυνος του χώρου, ένας κύριος, στο ύψος του αναστήματος του συγγραφέα, γύρω στα 50 τόσο, δεν πλησιάζει τον άντρα στο θρανίο. Είναι μια φωνή. Μια αναγγελία για το έργο ενός ανθρώπου, που άλλοι ονόμασαν αγκάθι, ορισμένοι είπαν: γράφει με ιδιαίτερο τρόπο. Κάποιοι ίσως πιστεύουν, πως μόνο, παρών, τούτος ο συγγραφέας και ποιητής, θα έδινε το στίγμα του στην πόλη. Είναι ένα απλό καλωσόρισμα. Ούτε καν, συγγενικής υφής. Προσωπικοτήτων που κάποτε νοιάστηκαν. Είναι ένα νέο κρυφό, σχολειό. Ένα νέο φως, κάπου κοντά στην είσοδο ενός μουσείου, με κέρινα ομοιώματα, ανθρώπινων φιγούρων, τοποθεσιών σε αναπαράσταση, της Ελλάδας. Απλές εικόνες, σα να μιλά κάποιος.
Όλοι αυτοί, περιμένουν μια εξήγηση;

- Γιατί τα πάντα πρέπει να είναι, βιτρίνες βιβλιοπωλείων;
- Γιατί μόνο η συνεργασία, παράγει ζεστό, νόστιμο, φαγητό.
- Γιατί πρέπει τούτη η εκδήλωση, να ‘χει, αξία;
- Επειδή μυρίζει κλεισούρα. Σα να ενδιαφέρονταν μόνο τα υλικά, γύρω.
- Ενδιαφέρονταν;
- Δείχνετε κουρασμένος.
- Είστε στ’ αλήθεια, εδώ;
- Είστε, κουρασμένος;
- Είμαι όποιοι αγαπούν την τέχνη.
- Το έργο σας; Μια αναγνώριση;
- Μυρουδιά φαγητού. Χρησιμότητα ύπαρξης.
- Σας καταλαβαίνουν;
- Το βλέμμα παρατηρώ. Τα τείχη, πίσω του. Την άνεση. Την προκλητικότητα. Επιδίωξη επικοινωνίας.

- 15 χρόνια, έως μια αρχική, αλλά ταχύτατη κάλυψη, του έργου σας, σχεδόν συνολικά, ξεκινώντας με το πρώτο βιβλίο. Γιατί;
- Σας φαίνονται λίγα;
- Τι έχετε να πείτε γι’ αυτό;
- Έχω εκδότη τώρα.
- Δεν παραπονιέστε;
Την απάντηση δίνει το κουρασμένο βλέμμα.
- Ποιο βιβλίο σας αγαπάτε, πιο πολύ;
- Σίγουρα όχι εκείνο που διόρθωσα επανειλημμένα.
- Δεν φέρνει κάποια βελτίωση, αυτό;
- Κάπου από μόνος του, ο χ ψ συγγραφέας, που όλη του η ζωή, όμως, είναι μόνο το γράψιμο, ψυχανεμίζεται αν βελτιώνεται η γραφή του. Όμως οι απανωτές διορθώσεις, είναι σα να βιάζεις τις στιγμές, τις προσωπικές, ενόσω δίνεσαι ολοκληρωτικά, στο κείμενο που επιθύμησες να αναπτύξεις ως θέμα.
- Αγαπάτε κάθε τι, στ’ αλήθεια;
- Αγαπώ ότι δεν μ’ ενοχλεί.
- Παρατηρώ ότι κρίνετε εύκολα.
- Είμαι παρατηρητής.
- Δηλαδή δεν συμμετέχετε, στη ζωή.
- Εσείς που με μελετήσατε καλά, πήρατε την απάντηση από τα κείμενα μου.
Εξάλλου είναι πολύ προσοδοφόρο.
- Οι σχέσεις σας με τις γυναίκες;
- Μια φυσική συνύπαρξη. Κάτι στο τζάκι, που δεν ήρθε αρκετά κοντά, να δείξει την ευγένεια. το δώρο της ζωής.
- Τι αγαπάτε, αλήθεια;
- Κάθε τι, φυσικό, χρήσιμο. Διακοσμητικό τεχνητό. Παλαιό. Αρχαίο αυτούσιο. Όχι καμένο. Κάτι που στέκεται ως δικαίωμα. Νεοκλασικό, πιθανόν, που κανείς δεν γκρεμίζει, επειδή είναι δίπλα το νέο μουσείο, της Ακρόπολης. Αγαπώ να περνάω από μια συγκεκριμένη βιτρίνα, παρατηρώντας αν άλλαξαν οι πίνακες στην γκαλερί.
- Σας φοβίζουν οι ερωτήσεις;
- Με φοβίζει το θέλω του χαρτιού. Η πίεση. Η παλάμη στο χαρτί, να μην πλησιάζει καν, ένα αγαπητό, χάδι.
- Κι όμως αγγίξατε, τόσους αναγνώστες.
- Δεν μου το ζήτησε, κανείς.
- Να μιλάτε;
- Να ακούγομαι.
- Να κουβεντιάζετε, θα εννοείτε, εκτός κι αν βαριέστε την γνώμη, του άλλου.
- Ναι. Το ‘χω κάνει.
- Να βαριέστε ή να κουβεντιάζετε.
- Να υποτιμώ ότι δεν μου ανήκει.
- Ντρέπεστε για κάτι που αναφέρατε;
- Ντρέπομαι γιατί άργησε το τρένο. Γιατί πρέπει να ξαναδιαβάσω, κάποια στιγμιότυπα της ίδιας μου της γραφής, για να δω ότι είχα εκείνες τις σκέψεις, τις ειλικρινείς, που μου έδειχναν τι είμαι.
- Ποιο τρένο;
- Του κόμματος, της ζωής.
- Δεν το ψηφίζατε;
- Δεν με ποτίζανε, δροσιά. Δεν υπήρχε αρκετή φύση, τριγύρω. Παράκληση να αγαπώ σ’ ότι αφιερώνομαι.
- Πιστεύετε πως σας οφείλουν κάτι;
- Ναι.
- Τι;
- Το δικαίωμα μου ως γραφιάς.
- Άλλοι εργάζονται, άλλοι είναι ότι είναι.
- Κάθε τι, είναι.
- Προσπαθείτε να προστατευθείτε;
- Από τι;
- Η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα σας.
- Τι έχει; Σας ενοχλεί;
- Εσάς, αν βελτιώνει.
- Μπορεί ναι, ενδέχεται όχι. Δικά μου είναι τα αυτιά.
- Πεισμώσατε τόσα χρόνια.
Το βλέμμα, μόνο, απαντά.

Είναι ένα κοινό, που συζητά, μόνο του.
Συζητούν όλες τις κοινωνικές τους, δραστηριότητες. Τον κόπο της καθημερινότητας. Είναι διάλογος, λόγια, που δεν ξεπληρώνουν ένα αληθινό, οικιακό, θέλω. Είναι φράσεις που παρηγορούν, εκείνο το: είμαι καλά. Αφού κανείς δεν βοηθά, έναν συνάδελφο, φτωχό, που γρήγορα ή αργά, θα επιστρέψει σε ένα σπίτι, με θέλω αρκετά. Είναι συζητήσεις, κοινωνικών. Προσώπων που οι εμπειρίες τους δεν καταγράφονται στο χαρτί. Μυρίζουν απορρυπαντικό. Υγρά διάφορα. Οσμή στόματος, συχνά, όχι ποιότητας οδοντόκρεμας. Είναι πάθη και χρόνος, καθένας στις ασχολίες του. Στα μαθήματα τους, τα παιδιά. Στην αγωνία τους οι νέοι. Στην αυθάδεια τους, έξω, ολοένα αυξανόμενος αριθμός. Στο άγχος οι μεγαλύτεροι. Σε αυτό το κάτι ξέφρενο, να ξεσπά το μπαλόνι, ενός γιγάντιου θέλω που ποτέ δεν ικανοποιείται.
- Πρέπει να δείχνει άξιος, ένας συγγραφέας;
- Αν εννοείτε να γλυκαίνει τα αυτιά, των αναγνωστών.
- Όχι. Δεν εννοήσατε: να μην προκαλεί.
- Τι να μην προκαλεί;
- Γράφοντας κάτι άλλο, απ’ ότι ο ίδιος, είναι.
- Δεν ξέρω πως σκέπτεστε. Ο καθένας βέβαια, δικαιούται στη γνώμη. Εξάλλου το μπράβο το εισπράττεις, μόνο όταν σε αποδέχονται.
- Για συγνώμη. Μπράβο γιατί; Μπράβο μήπως, γιατί ο άλλος, είναι άστεγος ή του παίρνουν το σπίτι, ή χώνεται σε οικιακές αντιπαλότητες.
- Κανείς δεν πιέζει κανένα, να παντρευτεί, είτε μια ιδέα, είτε ένας είδος, ζωής.
- Θαρρώ μιλάτε κι εσείς, με ξύλινη γλώσσα.
- Μιλώ όπως γράφω. Όπως με προσβάλλουν.
- Ποιοι;
- Όσοι δικαιώνονται, για όσα οι ίδιοι, απόρριψαν.
- Όπως ένα ζεστό, φαγητό.
- Ναι.
- Αν θεωρείτε το έργο σας, κάτι τέτοιο.
- Για το έργο μου μαλώσαμε, τώρα;
- Είναι όντως κάτι που χρειάζεται να εκτιμηθεί;
- Είναι μόνο μια μετάφραση της ζωής.
- Μια φιλοσοφία.
- Όχι. Μόνο μια μετάφραση εικόνων και εικόνων, που πιάνω.
- Η ζωή δεν είναι μόνο όσα γράφετε.
- Το γνωρίζω αυτό. Το μεγαλύτερο παράπονο μου για όσα αγνοώ.
- Μήπως η τάση σας να γίνετε γνωστός;
- Γιατί το ρωτάτε αυτό;
- Εννοώ αν περιμένετε να πάρετε, κάποιο βραβείο.
- Ναι.
- Οι παλαιότεροι δεν θέλανε τέτοιες τιμές.
- Οι παλαιότεροι δεν είχαν στο σβέρκο τους, τα Μ.Μ.Ε. Την άμεση, δημόσια, κριτική. Αν εννοείται, έβγαινε ανόθευτη.
- Θέλετε να πείτε, δεν επηρεαζόταν η γραφή τους.
- Εσείς ξέρετε κανέναν από τους παλαιότερους, που δεν πήγε να πάρει το βραβείο του; Δεν πήγε να τον τιμήσουν σε κάποια εκδήλωση.
- Αυτό σας έμεινε, εσάς;
- Εκτιμώ ορισμένους παλαιούς, του τόπου μου, ανθρώπους του πνεύματος. Η τύχη τους ήταν να μην υπάρχουν Μ.Μ.Ε.
- Νομίζετε;
- Φαντάζομαι.
- Γι’ αυτό είστε τόσο εριστικός. - Γι’ αυτό και σήμερα, όλοι αγωνίζονται για κάποιο βραβείο. Είδος παράσημου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: