Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

Σ’ αυτό το βιβλίο κυριαρχεί το γέλιο και ο βαθύς πόνος.
Όπως στη ζωή, τίποτα δεν είναι τέλειο, γι’ αυτό,
Το παρόν, δεν θα ξαναδιορθωθεί, ποτέ.

Όπως στη ζωή, συνυπάρχουν άλλες καταστάσεις γύρω μας,
παρομοίως εδώ, επισημαίνεται μια ιστορία που τελικά ολο-
κληρώνεται. Χρόνοι μπλέκονται, χαρακτήρες αναλύονται.
Ένα ριάλιτι δεν μπορεί τελικά να τελεστεί, με την ντροπή,
ούτε με το φόβο, γιατί σε μια τέτοια Κοινωνία, δεν θα μεγα-
λώσουν ποτέ, οι ενήλικες.

Κάθε τι παρουσιάζεται μες τη σκληρότητα
ή τη τρυφερότητα που το διέπει.
100% γέλιο, 100% πόνος.

Φρεσκαρισμένα γεγονότα έρχονται στην επιφάνεια.
Είναι ένα ριάλιτι ο καθημερινός βίος, όπου πρέπει
να τον αντέξεις, διαφορετικά δεν καταλαβαίνεις, αν
φοράς παρωπίδες (Προσωπικά δεν αντέχω να δω
δεύτερη φορά, τούτο).
Εσύ;

1
Θέματα που δεν πρέπει να αγγίζεις

Ύστερα ξημέρωσε ξανά, κι είδα πως όλα ήταν καλά.
Κοιτούσα, τηλεόραση.
Όχι τον ήλιο.

Η θερμοκρασία είχε ανεβεί, ξανά, σήμερα. Χειμώνα μήνα! Βγήκα στον δρόμο. Χαιρετούσα τους ανθρώπους. Τους καλημέριζα. Όλοι ήταν καλοσυνάτοι σήμερα. Όλοι ήταν άνθρωποι.

Παρατηρούσα τους ανθρώπους. Τους ηλικιωμένους που απέπνεαν σεβασμό.
Πλησίασα στη στάση. Ένας άντρας, που είχε την ηλικία του πατέρα μου, είπε: μην κάθεσαι στο παγκάκι –μόλις που θα άγγιζα την σιδερένια λουστραρισμένη επιφάνεια. Είναι υγρό, έχουν πατήσει παιδιά, πρόσθεσε. Υπάκουσα.
Πίστεψα και ότι έβλεπα, μ’ εκείνη την ιδέα της ύπαρξης γυναικών, συνομηλίκων μου, εκεί έξω, οι οποίες φέρονται άσχημα. Τους συμμάχους τους να φοβάσαι, μου μίλησε ο γεράκος. Ξέρει αυτός. Έχει περάσει το δικό μου λούκι. Και τότε πίστευαν επίσης, σ’ ότι έβλεπαν, μόνο που τότε συζητούσαν. Δεν είχαν τηλεόραση, μήτε φρενήρη κέντρα διασκέδασης. Ήταν σπάνιοι τότε, εκείνοι που δεν ανοίγονταν. Μα κυρίως σέβονταν την ομιλία, επειδή όλοι χρησιμοποιούν οξυγόνο για ν’ αναπνέουν.

- Τότε, συνέχισε να μιλά ο γεράκος, ήταν πιο καταπιεσμένα τα πράγματα. Τουλάχιστον όμως, ξεχώριζε ο ανθρώπινος θόρυβος. Όπως κι η φτώχεια. Ή η βία, αν και κανείς τότε δεν τολμούσε να πει κάτι άσχημο, γιατί απλά ήταν η πραγματικότητα.
- Τη βίωνες; Ρώτησα το γεράκο.
- Ναι. Εμείς γνωριζόμαστε μεταξύ μας, κι αυτό, μας γέμιζε ασφάλεια. Δεν τρέχαμε μακρύτερα και κρατούσαμε τον αντίκτυπο, όπου μας ενοχλούσαν, μέσα μας.
- Οι μεγάλοι γνωρίζετε πράγματα, μίλησα αυθόρμητα.
- Εμείς στερηθήκαμε. Γι’ αυτό.

Κατεβήκαμε στην ίδια στάση, μα εκείνος έστρεψε αντίθετα.
Σήμερα τα πάντα μου “μιλούσαν”. Η παρουσία των δέντρων. Όσων απέπνεαν σεβασμό.
Σήμερα θα έψαχνα ξανά, για δουλειά. Είδα μάλιστα και κάποιον που κολλούσε αφίσες σ’ ένα τοίχο και σκέφτηκα: θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ. Μα τι χρησιμοποιούν σήμερα; Κόλλα; Χάρτινη ταινία; Κολλητική μήπως; Μάλλον το δεύτερο.
Ο κόσμος, έχουν φαντασία; Αναρωτήθηκα.
Τους έχει φάει η πραγματικότητα. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει κόσμος. Μόνο το καθημερινό τους δρομολόγιο και η ανία της επιβίωσης. Μόνο ησυχία λοιπόν. Χωρίς φωνή. Χωρίς απλό χαμόγελο. Με καθαρή καρδιά και σκέψη ανθρώπινη. Ίσως, με πνεύμα συγχώρεσης, να προφυλάσσεσαι απ’ το κακό μάτι.

Τι κρίμα να μην είναι οι άνθρωποι ένα πράγμα, σκέπτομαι, με την αντανάκλαση του ειδώλου μου, από βιτρίνα σε βιτρίνα, λες και με ακολουθούσε.
Τίποτα φυσικό δεν συναντάς σ’ αυτή τη πόλη.
Ακόμη και τα δέντρα στις πλατείες, μετά φυτεύτηκαν.
Μπήκα σ’ ένα στενό. Τα σπίτια ήταν χαμηλωμένα.
Έσκυψα, χαμηλώνοντας τον κορμό του σώματος μου, περνώντας κάτω από μια εξασθενημένη ελιά, στο πεζοδρόμιο. Περίεργο, ελιά, μες την πόλη. Αυτόματα θυμήθηκα τις ελιές στην Κέρκυρα. Μια χούφτα δέντρα, δυο συκιές. Από επίπεδο σε επίπεδο. Ξερός χωματόδρομος οδηγούσε εκεί, γεμάτος με πέτρες, που οι οπλές των γαϊδουριών απομακρύνονταν άτακτα, χωρίς έμπνευση. Η επιστροφή ήταν ανηφόρα, και ελάχιστοι τα κατάφερναν.
Άσε που ο γείτονας είχε ολόκληρο εργαστήριο σ’ ένα σημείο της διαδρομής. Μύριζε και άσχημα. Όλη η διεργασία, να γίνουν οι ελιές, λάδι.
Ευτυχώς, κάθε μας επίσκεψη, γινόταν καλοκαίρι, και τα φύλλα δεν έπεφταν, όπως τα λόγια που ξεστομίζονται όποτε να ‘ναι, και σα φύλλα πέφτουν και χάνονται.
Μια νέα γυναίκα πλησίαζε. Τα βήματα μας, μείωναν την απόσταση.
Αισθάνθηκα σα δημοσιογράφος, όπως όλες οι φορές που ήθελα να ρωτώ τον κόσμο. Να αντλώ απόψεις για βιβλία μου.
Μόνο που τώρα, εκείνη με σταμάτησε.
- Πιστεύεις ότι υπάρχει το καλό, στον καθένα; Ρώτησε. Το βλέμμα μου ήταν απλό. Δε δήλωνε καμιά υπεροχή. Ούτε και ποτέ, παρατηρούσες κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό αγάπησα εκείνες που παρατηρούσανε. Που τις έκανα να γελούν. Μ’ ένα ξαφνικό βλέμμα απορίας, ανασηκώνοντας το αριστερό φρύδι. Πότε πότε, μια χαρούμενη όψη δείχνει μια ζεστή καρδιά. Το καλό στον καθένα. Μακριά από αντιπαλότητες.
- Έχει αλλάξει ο τόπος, μίλησε εκείνη.
- Έχουν αλλάξει οι άνθρωποι, αποκρίνομαι.
- Πες μου, αγάπησες ποτέ; Με ρωτά, τώρα.
- Αγάπησα ότι έβλεπα. Όχι ότι φανταζόμουν. Και πάντοτε, ανοιγόμουν.
- Εκτιμήθηκε.
- Ήταν μια κοπέλα στο ναυτικό, αξιωματικός, που δε με ήθελε γιατί δεν είχα χρήματα. Έκανα όμως καλό μασάζ. Ήταν μια φίλη της αδελφής μου, που έκανα 8 χρόνια να την ξεπεράσω. Υπήρξαν καλοί γυναικείοι χαρακτήρες, που ζούσαν από το μεροκάματο. Μια μάλιστα, είχε και παιδί. Ανύπαντρη μητέρα. Τι ταλαιπωρία τραβούσε. Τη λέγανε Γιώτα. Ήταν ξανθιά, λίγο μικρότερη στην ηλικία μου και πολύ γλυκιά στα λόγια και το φέρσιμο. Έγραψα γι’ αυτήν, ένα ποίημα.
- Τι συνέβη;
- Προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη μου, όμως έφυγα από τη δουλειά, για άλλο δικό μου λόγο, και χαθήκαμε.

Η νέα γυναίκα, συνέχισε το δρόμο της.
Θέλει κότσια να στέκεσαι και να μιλάς σ’ έναν άγνωστο.
Στρέφω και την κοιτώ που απομακρύνεται. Μοιάζει κι εκείνη γλυκιά. Το ντύσιμο της είναι προσεγμένο. Έχει γούστο. Θυμήθηκα αμέσως, ότι αγαπώ τις γυναίκες που φροντίζουν τον εαυτό τους. Και τις φαντάζεσαι όπως είναι, όχι σε κάποιο τζάκι, αναπαυμένες. Ο γείτονας έβαλε τζάκι. Κι όμως δεν κάνουμε παρέα. Φταίνε οι περίτεχνες σπουδές του. Ότι τα ‘χε όλα, μικρός. Πάντα είχε κάτι διαφορετικό, από μικρός. Συνομήλικος μου από τότε. Δεν το ‘βλεπα. Πως μεγαλώνοντας θα “διαφήμιζε” με το τουπέ του, όποιες σπουδές.
Όλα φαίνονται τόσο απλά, όταν είσαι παιδί.
Μετά, όλοι τσακώνονται. Συνήθως πίσω απ’ την πλάτη σου τα μαχαιρώματα.
Λένε: ο τάδε δεν έχει ζωή.
Μήπως είμαι εγώ, ο τάδε;
Για δες, κοιτώ το είδωλο μου, προσπερνώντας: Περπατώ. Έχω ζωή. Έχω μυαλό.
Αν το δείχνω;
Προτιμώ να μιλώ με την παρουσία μου που εμπνέει σεβασμό. Γι’ αυτό και θέλουν να με γνωρίσουν, όπου ανοίχτηκα. Γι’ αυτό και μια άλλη ψιλικατζού έγινε φίλη μου, αποκαλύπτοντας μου μυστικά για γνώριμα της πρόσωπα.
Χρειάζονται οι αποδείξεις; Με ρωτούσε ο κύριος τίτλος μιας εφημερίδας, σ’ ένα περίπτερο.
Είπαμε, είμαι απλός. Όχι όμως και διπρόσωπος. Ούτε τέλειος, ούτε όμως και ανεκτικός, όταν με προσβάλλουν.

Τα σκυλιά να φοβάσαι που κατασπαράζουν, μίλησε η συνείδηση μου.
Σκέφτομαι τι αγγελία θα πρόσθετα στις εφημερίδες. Πιθανόν: τα εν οίκω μη εν δήμω.
Πες μου, ήσουν ζωηρό παιδί;
Όχι όχι. Έμπαινε ένας μισθός μόνο, στο σπίτι.
Έχει σημασία αυτό;
Ναι, όταν δεν είσαι μοναχοπαίδι.
Διάβαζες μικρός;
Θυμάμαι ένα αγαπημένο μου, με δεινόσαυρους και άλλα παρόμοια. Μια φανταστική ιστορία, που εγώ τουλάχιστον ήθελα να “ακούω”.
Σήμερα συμβαίνει αυτό;
Τι απ’ όλα;
Ο σεβασμός. Ο κόπος του άλλου. Η υπομονή. Η ζωή. Ο χρόνος.
Οι αναμνήσεις, προσθέτω.
Οι αναμνήσεις, ναι.
Είναι ωραίο να φτιάχνεις, και αναμνήσεις, διαφορετικά δεν θα διάβαζε κανείς.
Εκτιμάται όμως;
Εδώ δεν κάνουμε τηλεμάρκετιγκ. Για ένα όμως είμαι σίγουρος: πως κάθε φορά είμαι ο εαυτός μου, τόσο απλός πάντα, και δίνομαι, μα με παρεξηγούν. Απλά δεν ξέρω πόσο.

Κλείνω το ακουστικό.
Μιλούσα με μια ξαδέλφη μου. Δε τη βρήκα στη δουλειά. Μου είπαν πως παραιτήθηκε. Κρίμα. Ήθελα να της κάνω έκπληξη.
Θα περάσω απ’ το σπίτι της λοιπόν, να της χαρίσω την τελευταία μου ποιητική συλλογή, όπως και τα περσινά άρθρα.
Με υποδέχεται στην είσοδο.
- Αυτά τα άλλα, τι είναι; Γιατί εις διπλούν; Ρωτά.
- Ξέρεις εσύ που προορίζονται.
Μου κάνει νεύμα πως συμφωνεί.
- Πέρασε. Με χαιρετά. Καλώς τονε.

Νέα χρονιά.
Φέρνει το κατιτί της, να κεράσει.
- Τι λες; Όλα καλά; Ρωτά. Γνώρισες κανένα ανθρώπινο ον, τελευταία;
- Θέλει κόπο. Όπως όταν περνάς την τάξη, αφότου έχεις μείνει σε τρία τέσσερα, μαθήματα.
- Ζωής;
- Μπα, δεν ασχολούμαι. Απλά ολοκληρώνω όπου αναφέρω πως θα κρατήσω το λόγο μου.
- Σπάνια η ταπεινότητα, μιλά τώρα εκείνη.
- Ναι. Δε χρειάζεται διαφήμιση. Αρκεί να μη παρεξηγούν.
- Διάβασες κάτι καλό τελευταία; Επειδή ασχολείσαι, ρωτώ.
Της χαμογελώ.
- Ναι. Κάτι διαβάζω αν και δεν μ’ αρέσει τόση ζωηράδα που έχει ένας χαρακτήρας σ’ ένα βιβλίο. Έχει όμως ενδιαφέρον.
- Η συζήτηση έχει πάντα ενδιαφέρον, την ακούω, ενόσω σηκώνεται, πηγαίνοντας προς νερού της.
Η αποδοχή; Στέλνω ένα γύρω, την απορία.
Πόσο εύκολα τσακώνονται οι άνθρωποι, πια.
Δεν έχουν χιούμορ. Ιδού.
Βαριούνται να ακούσουν.
Τέλος πάντων. Ποιος ασχολείται;
Είναι όμως διασκεδαστικό να διαβάζεις τη ζωή του άλλου, σα βιβλίο. Όσοι αγαπάνε το διάβασμα, δηλαδή.
Τουλάχιστον αυτό το σέβεσαι.
Ευτυχώς που έχω μια άλλη ξαδέλφη, κάπου λίγο μετά τα δεύτερα – άντα – και μου μαθαίνει με τα λόγια και την παρουσία της, να συλλογίζομαι φορές, πως ακόμη κι αυτές οι ηλικίες, υπήρξαν νέοι κι είχαν όνειρα. Με τα ίδια δικαιώματα μ’ εμάς τους νεότερους. Άντε τώρα να το σκεφτείς αυτό ποτέ, για τη μάνα σου. Ιδιαίτερα αν δεν είναι κοινωνική.
Κάθισα λοιπόν να διαβάσω ξανά. Να δω καινούριες εικόνες. Να μάθω νέες λέξεις. Να πλουτίσω μέσα μου. Διάβαζα, ναι, με προσοχή, κι ήταν σα να έβλεπα ζωντανά, τα πάντα. Απλά, και ξεχασμένα, τα παλιά που πλήγωσαν.

Ήταν 6 και πέντε το πρωί.
Ένα πετούμενο, με το δικό του τόνο και φωνή, καλημέριζε τους πρωινούς, που σε λίγο θα έβγαιναν, με προορισμό το μεροκάματο.
Μετά θυμήθηκα κάτι που ‘χε πει μια κυρία, που γράφει κι αυτή, μέσω της οποίας επιτέλους φάνηκε -για γυναίκα- πως το αντίθετο μου φύλο, μπορεί να είναι ευαίσθητο. Τι έκανε εκείνη: τοποθετούσε ποιήματα της ή στιχάκια, στα παπούτσια, το σακάκι και όπου αλλού μπορούσε να επηρεάσει άμεσα, τον σύζυγο της. Τι καταπληκτικό παράδειγμα, γυναίκας, όταν αγαπάει. Όντως, υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν έχουν ισοπεδωθεί όλα. Σου δίνει ελπίδα αυτό.
Λόγια άλλων. Υπάρξεις άλλων.
Άνθρωποι που συναντώ στο δρόμο. Τη λαϊκή. Το σούπερ μάρκετ. Στο λεωφορείο. Κει που ψωνίζουμε ρούχα. Σε ψιλικατζίδικα, περιμένοντας με σεβασμό, ο ένας, τη σειρά του άλλου. Επειδή και ο άλλος έχει ζωή κι ας είναι ξένος. Διάγει ένα βίο. Μένει κάπου. Έχει γονείς, δεν έχει. Μια πόλη με κινήσεις στα σπίτια. Πόλη που δεν μοιάζει καθόλου στη θάλασσα, στη ζωή των ναυτικών ή έστω κείνων των εργατών που αργούν να βγουν από τα εμπορικά πλοία της γραμμής. Όλο θαλασσοδέρνονται. Αλλάζουν σεντόνια. Καθαρίζουν διαδρόμους. Πλένουν ποτήρια. Μεταφέρουν κιβώτια.
Ζωή ρεαλιστική, που στα ποιήματα, καταγράφεται, συνήθως ως παρατηρητής, εμπρός στο μεγαλείο της Ελληνικής υπαίθρου. Με μια ανάγκη να οδηγηθείς σε κάποιο ορεινό χωριό. Συναντώντας πέτρινα σπίτια. Επικοινωνώντας με χωριανούς. Γράφοντας μέσα σου, όσα τα μάτια δεν προλαβαίνουν, επειδή ο προφορικός λόγος, συνδιαλέγεται μοναδικά.
Αρκεί να είχαμε λεφτά, μ’ επαναφέρει η σχεδόν συνομήλικη μου, ξαδέλφη.
Λεφτά. Ναι. Σπουδαία ανακάλυψη!
Όπως να δίνεσαι σ’ ένα άνθρωπο, και όχι με αγάπη, μίλησε εκείνη.
Μη ξύνεις πληγές.
Ήρθε κοντά μου. Παιχνίδισε προς στιγμή, ανακατεύοντας τα μαλλιά μου. Και ότι είχα λουστεί –χαμογελώ.
Και η απιστία; Ρωτώ.
Μη ρωτάς τέτοια πράγματα. Αυτά συμβαίνουν, όσο πιστός κι αν είναι ο άλλος.
Από δική σου μεριά;
Κι από δική μας μεριά. Συ που μπαίνεις στο ίντερνετ, τα συναντάς αυτά.
Έχεις δίκιο. Σηκώνομαι και αποχωρώ με ευχές και χαμόγελα.
Έχω αφήσει ένα βιβλίο λίγο πριν το τέλος του.
Εκεί που πρέπει να θριαμβεύει κανείς, είναι η αλήθεια.

Επιστρέφοντας σπίτι, βρήκα στο γραμματοκιβώτιο, ένα βιβλίο με τίτλο: θέματα που δεν πρέπει να αγγίζεις.
Με λίγο κοινό νου, καταλάβαινες ότι ο γραφικός χαρακτήρας, ήταν γυναικείος. Περίεργο να αφιερώνει χρόνο, κανείς, σήμερα, για άγνωστο συνάνθρωπο –εκεί είναι όμως που φαίνεται ότι έχεις καρδιά.

Αίτημα πρώτο: Δεν σχολιάζεις την ανάλυση με πόνο, του άλλου.
Κατανοητό και ευκόλως ευνοούμενο, από ανθρώπους που ζητάνε συγχώρεση, από τον Θεό.
Αίτημα δεύτερο: Οι ευαίσθητοι άνθρωποι δεν πρέπει να στενοχωριούνται.
Και ευαίσθητος και κραιπάλη, δεν πάει, λυπάμαι.
Κραιπάλη παλιά, ευαίσθητος τώρα. Ναι, με ενστάσεις, όσο δεν το δείχνεις. Όποιος είναι ευαίσθητος, κάνει διάλογο.

Τρίτο αίτημα –γενικό θα πω εγώ- οι επιμέρους περίοδοι στη ζωή, που αντιλαμβανόμαστε πως όντως είναι κατάθλιψη, δεν αποτελούν ψυχολογικό πρόβλημα. Κατ’ εμέ, η κατάθλιψη είναι ένα πράγμα. Ούτε έχω λίγη, ούτε έχω πολύ. Άμα έχεις, έχεις. Τελείωσε.

Τέταρτο συμπέρασμα: διατηρούμε επαφές, απλά για να τις διατηρούμε. Αν τολμήσεις δε, να το πεις, παρουσιάζοντας όλη την υποκρισία, σε λένε δογματικό και λίγο –εννοούν αρκετά- υπερβολικό.
Φαίνεται πως προσπαθούν να με κρατήσουν κι εμένα, στην παρέα τους.
Ώστε να τους κολακεύω.
2
Παρακράτος

Ήταν πράκτορας σε ένα υποπαρακλάδι στη χώρα μας, της κύριας παγκόσμιας οργάνωσης, με τα τρία μυστικά αρχικά, με λατινικούς χαρακτήρες, με Αμερικανική διοίκηση.
Τον είχε συστήσει στην υπηρεσία, ο πατέρας του, που είχε πάρε δώσε, με την οργάνωση. ΟΧΙ. Δεν ανήκε ο πατέρας του, στην ΕΥΠ. Ανήκε στο παρακράτος, όντας κι εκείνος, ανθέλληνας, χάρη στο χρηματισμό και την αναγνώριση του, ως ο καλύτερος ρουφιάνος, εναντίον κάθε εκάστοτε αντιπολίτευσης. Έτσι βρήκε και τρύπωσε και ο υιός, που τον είχαν διαφθείρει τα χρήματα. Όντας προσκολλημένος στη νέα τεχνολογία, κατάφερε να χρησιμοποιήσει αυτό του το ταλέντο, στην τόνωση του κρυφού του εγωισμού. Ότι ανήκε κάπου, όπου ο λαός δεν γνώριζε, ούτε ήταν δυνατόν να γνωστοποιηθεί και ποτέ, αφού παραμόνευε μεγάλος κίνδυνος. Και πόσο του άρεσε, να κοιτά τον κόσμο, κάτω από τα μαύρα του γυαλιά, και μέσα στο κεφάλι του, να τους κοροϊδεύει.
Τον έπιανε δέος που γνώριζε όσα γνώριζε, εκεί που ανήκε, αν και παραπονιόνταν στον πατέρα του, γιατί δεν τον έβαζαν, ποτέ, σε παρακολουθήσεις πολιτών, έξω –όπως να πάει να αρπάξει τα σκουπίδια του άλλου- παρά αράχνιαζε σ’ ένα γραφείο, επεμβαίνοντας σε ιστοσελίδες, Ελλήνων χρηστών στο ίντερνετ. Σβήνοντας μηνύματα, ή επανεμφανίζοντας κάποιο, που είχε διαγράψει ένας χρήστης. Με σκοπό, επανεμφανίζοντας το μήνυμα, να προκαλέσει κάποιον, να πέσει στην παγίδα της οργάνωσης, ότι κι αν σήμαινε αυτό. Ποτέ δεν του είχαν εξηγήσει, μα τον εξίταρε.
Φορές, του φαινόταν, ότι εκμεταλλεύονταν τη μανία που είχε εκείνος για τα υπερφυσικά και τα άγνωστα μυστήρια, του σύμπαντος. Αφού παρακολουθούσε με μανία, τις εκπομπές του Λιακόπουλου. Ακούς εκεί, για υπόγειες πόλεις στον Άρη! Δεν ήταν φοβερό; και χαμογελούσε. Ιδίως όταν θυμόταν εκείνο που είχε προκαλέσει ένας συνάδελφος του, σ’ ένα ανυποψίαστο πολίτη, που έγραφε άρθρα σε μια εφημερίδα. Θυμόταν εκείνο το ΜΟΞΠ στο εξώφυλλο, τεύχους εφημερίδας, που είχαν αφήσει ιδιοχείρως, στο γραμματοκιβώτιο του αρθρογράφου, προκειμένου να τον φοβίσουν. Ώστε να αποσύρει τα άρθρα, τα οποία ιδιαιτέρως ενοχλούσαν, τον αρχηγό του παρακράτους. Το οποίο πρόσωπο, συνεργαζόταν στενά, με τον αντίστοιχο διοικούντα της υποοργάνωσης στην χώρα ετούτη, με τα τρία μυστικά αρχικά. Με λατινικούς χαρακτήρες.
Ο πράκτορας, θαυμάζοντας τον ανθέλληνα πατέρα του, του είχε μοιάσει, σε βαθμό, ιδιάζουσας περίπτωσης, εθιστικής σχιζοφρένειας. Ώ, πόσο τον είχαν τυφλώσει τα χρήματα. Να παρακολουθεί, να στήνει, να καταστρέφει, να οργανώνει συνωμοσίες. Να χώνεται σε ξένες υποθέσεις. Να γλεντά στα μπάρ που ξενυχτούσε, με πόρνες κάθε είδους, επί πληρωμή ή όχι. Ώ, είχε ότι ήθελε. Χωμένος σε κάτι που κανείς δεν γνώριζε και πόσο τον εξίταρε αυτό. Να βοηθά –έτσι πίστευε- εναντίον εκείνων, που ορισμένοι, είχαν βαπτίσει ως ενοχλητικούς.
Επειδή ενοχλητικός ήταν, όποιος τολμούσε να θέσει εαυτό, εκτός παγκοσμιοποίησης, όπου αφαιρούνται ιστορικά γεγονότα από βιβλία, ώστε οι γείτονες λαοί, να είναι ήρεμοι. Ώστε να μην ενοχλείται η μυστική οργάνωση, η οποία ψεκάζει πόλεις και πόλεις, μ’ εκείνες τις λευκές γραμμές στον ουρανό, που αραιώνουν, με σκοπό, όπως στο Ιράκ, να καταλαγιάζει η επιθετική συμπεριφορά. Ιδιαίτερα η αγωνιστική. Εκείνη του νου. Που βγάζει τον άνθρωπο από την ακινησία. Από το να δέχεται στωικά την κακομοιριά τη δική του ή της χώρας. Βγάζοντας τον από την αποχαύνωση και την καταναλωτική υστερία. Ώ ναι! Ο πράκτορας είχε ότι ήθελε. Στον ελεύθερο χρόνο του, έπλαθε ιστορίες, για το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος, και αν όντως τελικά, υπάρχουν κυβερνήσεις, οι οποίες προκαλούν κακό, στους ίδιους τους, τους πολίτες. Εκτός Ελλάδας, εννοείται, συζητούσε γελώντας, με συναδέλφους, οι οποίοι, επίσης, είχαν τα πάντα. Και πλάτες που στήριζαν, υποκλέπτανε, κατασκόπευαν, επηρέαζαν, με ψυχολογικό πόλεμο, κάθε φωνή αντίστασης. Αφαιρώντας εν τέλει, από τον κειμενογράφο του Word, κάθε λέξη που σήμαινε: αγωνίζομαι.
Ο πράκτορας φανταζόταν με ηδονικό σθένος, τα ουρλιαχτά των επιβατών, σ’ εκείνες τις πτήσεις, ενόσω έπεφτε το εκάστοτε αεροπλάνο, στους δίδυμους πύργους.
Φανταζόταν τα ουρλιαχτά, επίσης, με ποιο τρόπο είχε οργανωθεί όλο τούτο, και του ‘ρχόταν παροξυσμός και απίστευτη πνευματική ικανοποίηση (αφού δεν αντλούσε από τον Πολιτισμό, που κι εκείνος βοηθούσε να πολεμηθεί).
Έφερνε ξανά, χρησιμοποιώντας τον νου –ως παρακλάδι ενός, όμως, αγνώμων εαυτού- όλα τα γεγονότα της 11 Σεπτέμβρη 2001. Έξι χρόνια πριν. Είχε πολύ ελεύθερο χρόνο, εμπρός στο κομπιούτερ –σε δίκτυο- για να συλλογιστεί, ότι αφορούσε τα πάθη του. Τον καιρό δε, που του είχαν πει, πως οι κεραίες των εταιρειών, κινητής τηλεφωνίας, -σε συνεργασία με το παρακράτος- χρησιμοποιούνταν από μέλη αυτών των εταιρειών, και για ίντερνετ Hacker επιθέσεις, τότε κατάλαβε σε ποιο τομέα της υποοργάνωσης, εδώ, ήθελε να ανήκει.
Επιτέλους θα χειριζόταν έναν ισχυρότερο υπολογιστή. Θα έκανε ατελείωτα Download. Θα χρησιμοποιούσε τη γνώση του στη γλώσσα html, εναντίον ανυποψίαστων χρηστών, ίντερνετ, οι οποίοι, για φαντάσου, είχαν και άποψη! Αντί να κάτσουν στ’ αυγά τους. Ακούς εκεί, άποψη. Μα που ζούσαν; Και γελούσε πιο δυνατά.
Ώστε λοιπόν, -πάλευε να το δει- τα γεγονότα της 11 Σεπτέμβρη, έμαθε, οργανώθηκαν από την ίδια την Αμερικάνικη Κυβέρνηση, η οποία έμενε πίσω, στο σχέδιο παγκόσμιας κυριαρχίας. Παγκόσμιας δηλαδή, διαχείρισης, από έναν, των πρώτων υλών, του πλανήτη.
Ο πράκτορας, είχε σχεδιάσει σ’ ένα χαρτί, μισή σελίδα εννοείται, ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα, τι και ποιος, πότε και πως, περί 11 Σεπτέμβρη 2001. Τόπος, Νέα Υόρκη.
Πως θα τα οργάνωνε στο εθισμένο για δύναμη, μυαλό του, όλα ετούτα. Δύναμη. Ναι. Αυτό τραβούσε τις γυναίκες. Τις εύκολες δηλαδή που ήταν και το καλύτερο του. Αφού οι έξυπνες προτιμούν, έξυπνους, και άντε τώρα να έβρισκε, χρόνο, αυτός, για κάτι τέτοιο, και γελούσε. Ξανά. Καπνίζοντας τελευταία, και πούρα (τρομάρα του). Δώρο του μπαμπά, που είχε πάρε δώσε απ’ ότι φαίνεται με διαφόρους κλάδους, υπονομεύσεων, καταστάσεων, παρέα με το παρακράτος. Που ο υιός, έστυβε το νου του, να εννοήσει, τι και πως, περί τούτου. Και γελούσε. ΞΑΝΑ. Μ’ ένα χαιρέκακο ύφος. Που επιτέλους κατάφερε να επιβληθεί σε κάποιους, έστω και άγνωστους, χρήστες, στο ίντερνετ. Ζηλεύοντας τους εκάστοτε δυνατούς, που δεν χαρίζονταν σε κανένα και τίποτα. αφού έχουν χρήματα. Διευθύνοντας μεγάλες εταιρείες. Όπως τηλεοπτικά κανάλια. Εφημερίδες. Κατασκευαστικές εταιρείες, δημόσιων έργων στην Ελλάδα. Μεγαλο μεγάλοι, που μοσχοβολάνε… πατσουλί (και είναι αδελφάρες του κερατά. Ή σεξομανείς Αμερικανοί πρόεδροι. Άλλοι πρόεδροι με ηλίθιες φάτσες, και χαζούς συμβούλους, που προσβάλλουν το χρώμα και τη φυλή τους, για την οποία οι προγενέστεροι, έχυσαν αίμα, για σημαντικά, ατομικά δικαιώματα). Εκείνα που γκρέμισε παγκοσμίως, η επίθεση στους δίδυμους πύργους, που ο πράκτορας σκέφτηκε το πιθανότερο σενάριο: πως άφησαν να συμβεί, ή πως κατευθύνθηκαν τα αεροπλάνα, με μέσα ηλεκτρονικού πολέμου, πάνω στους δίδυμους πύργους και το Αμερικανικό Πεντάγωνο.
Του φαινόταν πιο πειστική εκδοχή, από το να πληρωθούν μουσουλμάνοι από Αμερικανούς, στο να αυτοκτονήσουν!! Κι αν όντως έπεσαν, με μέσα ηλεκτρονικού πολέμου (όπως τα Ελληνικά μας αεροσκάφη, 3 Μιράζ, σε δύο χρόνια π.χ.), η τελική πτώση των δίδυμων πύργων, μήπως υποβοηθήθηκε με εκρήξεις, εκρηκτικών υλών, σε κάθε υπόγειο; Επειδή κάτι τέτοιο αναφέρθηκε σε μια βραδινή εκπομπή.
Όλος αυτός ο χαμός, για να προστατευτεί τελικά, η Αμερική, από τους μετανάστες. Μη χάσει το χρώμα η Άρια φυλή των ΗΠΑ. Με τη κλεμμένη τεχνολογία, ψιονικών όπλων, από τους Ρώσους. Και τα μυστικά τους UFO. Ο πράκτορας θυμόταν ακόμη, εκείνο το σποτ, όπου ένα τηλεοπτικό συνεργείο, σε ελικόπτερο, κινηματογραφούσε τους δίδυμους πύργους, ως τη στιγμή που η δημοσιογράφος αντιλαμβάνεται ένα UFO, να παίζει κρυφτούλι, πίσω από τον ένα ουρανοξύστη, και ξαφνικά, μ’ ένα υπόκωφο, δυνατό θόρυβο, και αφήνοντας λευκό καπνό, το UFO... την κοπάνησε, προς άγνωστη κατεύθυνση.
Την έβρισκε ο πράκτορας με κάτι τέτοια. Μετά το κυρίως χόμπυ: σβήσε, πρόσθεσε, παρενόχλησε, ρίξε σε ανούσιες παγίδες, ανυποψίαστους χρήστες στο ίντερνετ. Κυρίως μη τους αφήνεις να επηρεάζουν άλλους ανθρώπους, ήταν η κύρια οδηγία, που του είχε δοθεί, όπως και σε συναδέλφους του, τεμπέληδες. Μάθαινε τα password που χρησιμοποιούν οι ενοχλητικοί, ώστε να κάνουν login, για να εισέλθουν στη διαχείριση της σελίδας τους (Αν και δεν σε σώζει αυτό. Άλλοι το έχουν ανάγει σε επάγγελμα. Κάπου εκεί κοντά, είναι ένας σημαντικός τόπος. Γι’ αυτό και έχουν τις εγκαταστάσεις τους, σε απομονωμένο από εκείνη την πόλη, μέρος. Τα προσωπικά στοιχεία, τα δίνουν μόνοι τους, οι δημιουργοί των ιστοσελίδων, στο παρακράτος, για να μην έχουν προβλήματα…), ιδίως ορισμένοι που,
- Τι σκέπτεσαι; τον διέκοψε, ένας συνάδελφος ρουφιάνος.
- Τίποτα, τίποτα.
- Σήκω. Μας περιμένουν στη αίθουσα συσκέψεων.
Ο πράκτορας κούνησε καταφατικά το κεφάλι, και βγαίνοντας στο διάδρομο, γέμισε ξανά, δέος, σ’ εκείνο το εύρημα της αστυνομίας, μετά την επίθεση στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, να προβάλλεται στην τηλεόραση μια συγκεκριμένη ιστοσελίδα, με οδηγίες χρήσης των ρουκετών. Ώ, έτριβε τα χέρια του: καλή παγίδα για όποιον θα επισκεπτόταν από περιέργεια ή όχι, εκείνη την ιστοσελίδα, αφού σίγουρα, τα τζιμάνια της ΓΑΔΑ, την είχαν παγιδεύσει, ώστε να ανακάλυπταν, τρομοκράτες, πάσης φύσεως. Γραφιάδες μ’ ένα μισθάκο, τρεις κι εξήντα.

Στην αίθουσα, ήταν όλα τα κεφάλια. Μικρά και μεγάλα.
- Έχουμε τίποτα καινούριο; Ρώτησε ένας κουστουμάτος κοιλαράς.
- Τα συνηθισμένα, απάντησε κάποιος, που έδειχνε σαφώς, πως επηρέαζε επίσης άμεσα, καταστάσεις.
- Τι θα γίνει με τον …. (μας έκοψε το όνομα, η εταιρεία …προστασίας, προσωπικών δεδομένων).
- Κατά το πρωτόκολλο, απάντησε στον κοιλαρά, κάποιος άλλος.
- Για θύμισε μας, πράκτορα, του απηύθυνε το λόγο.
- Τα γνωστά, κύριε: όταν καταλαβαίνουμε, πως κάποιος από τους ενοχλητικούς, είναι on line, επεμβαίνουμε και καταστρέφουμε το λεξικό στο word, που χρησιμοποιεί, ώστε να μη μπορεί να γράψει σωστά. Μια δυο, τρεις φορές. Αν δεν πιάσει αυτό, σβήνουμε μηνύματα. Προκαλούμε ψυχολογικό πόλεμο, μπλοκάροντας σε ανθρώπους, που θέλουν να του αφήσουν μήνυμα, την πρόσβαση. Του δίνουμε εμμέσως, δηλαδή, να καταλάβει, πως το σχέδιο συνεχίζεται, και πως ο ….. δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δημιουργώντας κλίμα απομόνωσης σε εκείνον, ώστε να απογοητευτεί. Και είτε να παρατήσει, φράσεις, υπέρ Ελλάδας και ατομικών ελευθεριών, είτε να φύγει εντελώς, που είναι και το προτιμότερο, έχοντας φυσικά εγκαταστήσει, το λεγόμενο σύστημα: ένας άνθρωπος που δεν επηρεάζει άλλους ανθρώπους, με τις ιδέες του. Ένας απομονωμένος άνθρωπος. Δίχως φίλους κλπ. Σαφώς ανίκανος να βλέπει, οτιδήποτε δεν πρέπει να δει. Άστον να γίνει μόνος του, ρεζίλι, με διάφορες θεωρίες, ώστε κανείς να μη του δίνει σημασία. Κυρίως του επιτιθέμεθα, με σθένος, πριν από Βουλευτικές εκλογές. Γιατί ποιος είναι αυτός ο βλάκας, εργαζόμενος ή άνεργος, πολίτης, που θα τολμήσει να θίξει τα πτυχία και τη μόρφωση, του πολιτικού;
- Πολύ σοφά όλα αυτά, μίλησε οι κοιλαράς, αλλά μήπως θα έπρεπε να τον βγάλουμε από την μέση; Μιας και ο άλλος, ο ….., όσες φορές και να του κάψουμε το βιβλιοπωλείο, δεν σταματά να λέει τα δικά του.
- Όπως βγάλαμε από την μέση, την ….., που ……; Ρώτησε εκείνος ο άντρας, χαμογελώντας, που έδειχνε σαφώς, ότι επηρέαζε καταστάσεις.
- Ναι. Και κανείς δεν κατάφερε να εξηγήσει, πως. Τους ήρθε ξαφνικό, γέλασε ο κοιλαράς. Τα στόματα πρέπει να κλείνουν σιγά σιγά, κύριοι, -κι όλοι μαζί, κούνησαν καταφατικά, το κεφάλι.
- Συνεχίστε την καλή δουλειά, πρόσταξε στη συνέχεια, ο κοιλαράς.
Ά, να έβρισκε με κάποιο τρόπο, στοιχεία, για την επίθεση στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, κι εκείνες τις περίεργες κατασκευές στην ταράτσα, που ίσως έκρυβαν αντιαεροπορικά όπλα, ή περίεργα ραντάρ, ή μια συσκευή που να τρελαίνει τα μυαλά των πολιτών, Αθηναίων, υποβοηθούμενο από το Harp, συλλογίστηκε, γουρλώνοντας τα μάτια με απίστευτη εσωτερική ικανοποίηση, ο πράκτορας, επιστρέφοντας στη νευρωτική του μανία, που δημιουργούσε παγίδες, καταστρέφοντας όωπς και όπου, ήταν δυνατόν.
- Γαμώτο για νόμους, μιλούσε τώρα, μόνος του, ξανά, εμπρός στον υπολογιστή του, σε δίκτυο. Έπρεπε να είχατε εμένα, να ‘βλεπες –και το μάτι του άστραψε.
Φορές σκεφτόταν να πει σε συγγενείς, για το που …εργαζόταν… Έτσι, να ‘χει να αποδείξει κάτι.
Τον περίμενε μια δύσκολη βάρδια, αύριο.
Έπρεπε να εισβάλλει σε διάφορες ιστοσελίδες, προκαλώντας προβλήματα. Μόνο που τώρα, έπρεπε να φοβίσει, κιόλας.
Ώ, θα ήταν περήφανος ο πατέρας του, (έκλασε κιόλας).
Όσο για τη μάνα του, αναρωτιόταν φορές, ο πράκτορας, μήπως τον είχε κάνει με κανένα φίδι.

Σε ταινίες, ντοκιμαντέρ, ή στις ειδήσεις –σπανιότατα- παρατηρείς εκείνες τις λευκές γραμμές, στον ουρανό, από τους ψεκασμούς των Αμερικανών, σε παγκόσμια κλίμακα.
Φορές, ο ψυλλιασμένος πολίτης, αποκτά τελικά, την απαραίτητη διαίσθηση, ώστε να παρατηρεί τα όργανα των παγκοσμιοποιητών, στη χώρα του. Πότε καίγεται το φυλάκιο του αγνώστου στρατιώτη, έξω από τη Βουλή. Δεν μας αφήνουν να εξορύξουμε σε γη και θάλασσα, τον ορυκτό μας πλούτο. Μας πολεμάνε, όταν πάμε να κάνουμε συμφωνίες με τους Ρώσους. Σύμφωνα με την άρρωστη μανία των Αμερικανών, οι οποίοι φοβούνται τελείως, την έννοια, κομμουνισμός. Τελικά αρχίζεις να εύχεσαι, την πλήρη εξόντωση, των ΗΠΑ. Αρχίζεις να νοσταλγείς τη δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Τι έγινε, αναρωτιέσαι, εκείνος ο πόλεμος που κήρυξε ο Επαναστατικός αγώνας, στην αστυνομία; Γιατί δεν σκοτώνει, αστυνομικούς; Γιατί δεν εξολοθρεύει, Αμερικανούς; Ξαφνικά η Αθήνα, έμεινε χωρίς πρεσβευτή, των ΗΠΑ. Έξω από ολυμπιακές εγκαταστάσεις, παρατηρείς βαν, με ετοιμοπόλεμους επιβάτες. Οι φρουροί έξω από πρεσβείες, στέκονται όρθιοι.
Άραγε, γιατί δεν βρίσκουν τρόπο οι αναρχικές και τρομοκρατικές, οργανώσεις, να απασχολούν, την ελληνική, αστυνομία, ή τους πράκτορες; Με οποιοδήποτε κόστος.
Μήπως γλιτώσουν εκείνοι που γράφουν στο ίντερνετ, από τα τσιράκια, είτε των Αμερικανών, είτε του παρακράτους.





Τις προάλλες που περπατούσα στην πλατεία εξαρχείων, με σταμάτησε ένας τύπος, ζητώντας μου, ταυτότητα. Του λέω, εσείς ποιος είστε; Αστυνομικός; Δώσμου την ταυτότητα σου, αγριεύει. Είναι απαραίτητο; Ρωτώ. Όχι πολλά λόγια, απαντά απότομα. Αν δε δω τα δικά σας διαπιστευτήρια, όπως γνωρίζω από το Σύνταγμα, δεν είμαι υποχρεωμένος να πράξω οτιδήποτε. Δημόσιος χώρος, είναι, προσθέτω, και θα πηγαίνω όπου θέλω. Μαγκιές; Γελάει αυτός. Καλεί έναν άλλο, νεαρός φαινόταν στην ηλικία. Τι λέει αυτός, ρε; Μου φαίνεται θα τις αρπάξει, χαμογελάνε.
- Αναρχικοί είστε; Ρωτώ με θάρρος.
- Γιατί; Σε θεωρήσαμε δικηγόρο μας;
- Δεν ξέρω για δικηγόρο. Σίγουρα, εσείς δε μου φαίνεστε για εισπράκτορες. Θέλετε κάτι άλλο; Έχω και δουλειές.
- Μπα! Αποκρίνεται. Δε κατάλαβες. Λέγε ποιος είσαι, γιατί πάτησες ξένο έδαφος!
- Εγώ νόμιζα ότι έχουμε δημοκρατία.
- Πάει αυτή, καταργήθηκε.
- Ναι; Χαμογελώ. Από πότε; Λοιπόν, γειά σας.
- Ρε ….. (μας έκοψε το όνομα, η πολυεθνική δεδομένων), πολύ έξυπνα μιλάει αυτός, συνεννοούνται μεταξύ τους. Σου φαίνεται για δημοσιογράφος; Ο άλλος σηκώνει τους ώμους. Γράφεις κάπου, ρε; Ρωτά.
- Έχω ένα Blog, αν θέλετε ν’ ακουστεί η σημερινή άποψη σας.
- Πως, ρε, βέβαια! Που βολεύεσαι;
- Όπου να ‘ναι, μιλώ.

Καθόμαστε στο πρώτο παγκάκι που βρίσκουμε. Ο νεαρός στέκεται όρθιος, κρατώντας, τσίλιες.
- Ας ξεκινήσουμε, παίρνω το λόγο.
- Έχεις μαγνητόφωνο;
- Όχι.
- Θα τα θυμάσαι;
- Έχω γερή μνήμη.
- Δε πιστεύω να ‘σαι μπάτσος. Μήπως, ρε, έχεις κοριό;
- Σου φαίνομαι για μπάτσος, όταν με έλεγξες;
- Όχι τόσο, αλλά δε ξέρεις καμιά φορά.
- Γιατί; Εσείς ποιους ελέγχετε;
- Ναρκομανείς. Τσιράκια, ενοχλητικούς κάθε είδους.
- Όπως;
- Αυτούς που φυσάνε από ρούχα.
- Σας ενοχλούνε, ε;
- Ποιους, εννοείς; Ρωτά.
- Ότι είστε.
- Τι εννοείς, ότι είμαστε; Σα να θυμώνει.
- Ξέρω γω. Αιώνιοι φοιτητές. Άνεργοι. Μετανάστες. Δε ξέρω.
- Τι λέει αυτός, ρε; Απευθύνεται στον τσιλιαδόρο. Του μοιάζουμε για ζητιάνοι;
- Σίγουρα όχι, αποκρίνομαι. Φαντάζομαι αυτοί δεν είναι βίαιοι.
- Από ποιους νομίζεις πως παίρνεις συνέντευξη;
- Από αναρχικούς;
- Ποιους θεωρείς, εσύ, αναρχικούς; Με περιπαίζει.
- Αυτούς που καίνε αυτοκίνητα, σπάνε βιτρίνες, ρημάζουν ότι βρούν.
- Δημοκρατία έχουμε, χαμογελά.
- Αντί να καταλύετε τη δημοκρατία, με τη βία, γιατί δε γράφετε, κάπου;
- Με τα λόγια δεν αλλάζει ο κόσμος.
- Δηλαδή εσείς, τι πάτε ν’ αλλάξετε; Το ίδιο σας το δικαίωμα, όπως όλων, να κυκλοφορούμε ελεύθεροι;
- Δε ξέρεις που ζεις, φαίνεται! Κάθε γωνιά, και μπάτσος. Πήξαμε στην ανούσια παρακολούθηση. Ποιος παράγει τη βία, νομίζεις;
- Κι εσείς γιατί δίνετε σημασία; Εκτός βέβαια, αν δε σας αρέσει η ηρεμία. Αλλιώς γιατί τα βάζετε με την αστυνομία;
- Γιατί βαριόμαστε.
- Είναι δηλαδή, εικονική, η αντιπαράθεση με την αστυνομία;
Χασμουριέται. Φέρε έναν καφέ, λέει, στον νεαρό τσιλιαδόρο. Ο άλλος τσακίζεται.
- Λοιπόν;
- Τι λοιπόν; Γκρινιάζει. Κάνε σωστά τη δουλειά σου.
- Η αλήθεια κάνει σωστά τη δουλειά της. Eσείς τι κάνετε, ήθελα να ‘ξερα.
- Προσπαθούμε να ζούμε ελεύθεροι.
- Καίγοντας ας πούμε, το τόπο εργασίας, του άλλου, π.χ. μια τράπεζα!
- Έχουν λεφτά αυτοί. Δε χάνονται.
- Οι υπάλληλοι;
- Αυτοί που τις φυλάνε.
- Άρα τα βάζετε με την εξουσία.
- Προσπαθούμε. Χασμουριέται ξανά.
- Το θεωρείτε δημοκρατία, αυτό;
- Όχι, πως σου ‘ρθε; Απλά δε συμφωνούμε με την αστυνομοκρατούμενη δημοκρατία, όπως την εννοούν εκείνοι.
- Άμα κάποιος καίει, κάποιος πρέπει να προστατεύει.
- Απ’ τα γραφεία τους, με 600 και 700, ευρώ.
- Αφού είναι στα γραφεία τους, τότε τι σας ενοχλούν;
- Γέμισε ασφαλίτες η πόλη, κι εσύ ζεις στην κοσμάρα σου.
- Αφού τους προκαλείτε. Δε βρίσκατε δουλειά, και γίνατε αναρχικοί; Ή θεωρείτε δουλειά, την “αστυνόμευση”, όπως βλέπω, από εσάς, των εξαρχείων;
- Απλά δε θέλουμε να μας ενοχλούν.
- Δεν έχετε μανάδες, εσείς; Ποιοι σας ζουν;
- Μόνοι μας! Έφερες τον καφέ, μιλά στον άλλο. Πως το ‘παθες;
- Έτσι απλά, ζείτε τον εαυτό σας, ακούγομαι τώρα.
- Ενήλικοι είμαστε.
- Απλά δε ξέρετε τι να κάνετε με αυτό, φαντάζομαι.
- Ξέρουμε.
- Αλήθεια;
- Βέβαια, ειρωνεύεται. Ζούμε το σήμερα.
- Αναπαράγοντας τη βία που μισείτε. Λάθος λέω. Κάποιος που μισεί την εισερχόμενη βία, δε πετά μολότωφ, από πανεπιστημιακά άσυλα. Δε πετά πέτρες στο συνάνθρωπο.
- Τα ωραιοποιείς, Blogger. Εμείς απλά, εκφραζόμαστε.
- Κάνετε τέχνη, με τη βία, ε;
Γελάει.
- Έχεις χιούμορ. Τι θέλεις να μάθεις;
- Κάνετε αγγαρεία, όταν τσακώνεστε με την αστυνομία;
- Απλά διατηρούμε την αδρεναλίνη μας.
- Για ποιο λόγο;
- Είσαι αδαής, μου φαίνεται. Δεν ακούς για τις συναντήσεις, που κλείνουμε ραντεβού, για ξύλο;
- Νόμιζα, πως μόνο οργανωμένοι οπαδοί, τα κάνουν αυτά. Οι πιο θερμόαιμοι, φαντάζομαι.
- Βαθιά μεσάνυχτα έχεις. Όλα συνδεδεμένα, είναι.
- Αφού τσακώνεστε μεταξύ σας, γιατί σπάτε περιουσίες ανθρώπων, που δε σας αφορούν;
- Γιατί μας τη σπάει, ο πλούτος τους, στη ζωή μας.
- Ποια ζωή σας; Εσείς διαλύετε το χώρο που ζείτε.
- Όχι τα Εξάρχεια.
- Προς τι, τότε, οι συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, εδώ γύρω;
- Εμείς απλά, βλέπουμε τους άλλους, που τους αφήνουν να κρύβουν το πρόσωπο τους, και να πλακώνονται, οπότε δικαιούμαστε να κάνουμε ότι θέλουμε.
- Άλλοι δηλαδή, οι κουκουλοφόροι. Με μπερδεύεις.
- Δε πιστεύεις, αλήθεια, πως θα τα έλεγα, όλα.
- Αν θέλεις να ακουστεί η άποψη σας, ειρηνικά.
- Κοίτα να δεις. Πετάξου ρε, να μου φέρεις ένα μπουκαλάκι νερό. Τώρα, ναι! Κοίτα ρε, ένα άτομο! Ο άλλος τσακίζεται. Τι λέγαμε; Στρέφει σ’ εμένα. Εμείς τη πλάκα μας, κάνουμε. Τι άντρες είμαστε, αν δεν είμαστε και λίγο άγριοι; Όπως οι μπάτσοι, π.χ. που διακόπτουνε διαδηλώσεις, σε δημόσιο χώρο, με τη βία.
- Ήσουν κι εσύ, εκεί, εμπρός στο μνημείο του αγνώστου στρατιώτη, στο φοβερό πετροπόλεμο, με τα ΜΑΤ;
- Χάνω τέτοιο πανηγύρι; Γελά.
- Είδες ποιοι έκαψαν το φυλάκιο.
- Αυτό; CIA.
- Τι εννοείς, CIA;
- Αμερικάνοι.
- Που κολλάνε οι Αμερικάνοι;
- Δεν ξέρω. Γελάει.
- Ούτε που ξέρετε τι είναι, να μη χάνεις το χρόνο σου.
- Τα πολλά λόγια, δε φτουράνε, Blogger.
- Ούτε και η συνεχόμενη βία. Εκτός κι αν σας πειράζει η μουσική που ακούτε.
- Απλά είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι.
- Ως πότε;
- Ως να αποκτήσει η Ελλάδα, εξουσία.
- Γιατί τώρα τι έχουμε;
- Κοινοβουλευτική αναρχία.
- Δηλαδή;
- Οι πλούσιοι κάνουν κουμάντο, οι χαρτογιακάδες υπακούουν, φτιάχνουν καταπιεστικούς νόμους, βάζουν κάμερες.
- Εγώ δε βλέπω κάμερες.
- Άμα περπατάς με τη καμπούρα σου. Έλα, πλάκα σου κάνω. Άμα δεις, ξαφνικά, τον ΟΤΕ, χωρίς λόγο, να πασπατεύει τις κολόνες, κάτι δε πάει καλά; έ
- Διασταυρωμένο;
- Σου φαίνομαι να μιλάω στο βρόντο;
- Όποτε φοράτε κράνη. Βάζετε κουκούλες, κι όποιον πάρει ο χάρος.
- Δικά τους κατοικίδια είμαστε. Απλά δε μας εκπαίδευσαν καλά. Να είμαστε περήφανοι για τον τόπο μας, το είναι μας.
- Σε λίγο θα μου πεις, πως είστε ένα σημερινό είδος, χίππυς.
- Καλό αυτό. Μ’ αρέσει.
- Μόνο που εκείνοι θέλανε την ειρήνη.
- Είδαμε την ειρήνη τους: διαφημίσεις, ακρίβεια, ανεργία. Πολιτική αλητεία. Προδοσίες. Παρακολουθήσεις.
- Αφού προκαλείτε.
- Όχι θα κάτσουμε στ’ αυγά μας. Για πες μου, τα θυμάσαι όλα αυτά, που είπαμε;
- Βέβαια.
- Μπράβο! Όχι σαν εκείνο τον δημοσιογράφο, που έβγαζε προς τα έξω, μόνο ότι, τους βόλευε.
- Ίσως εσύ τουλάχιστον, μιλώ, θα ‘πρεπε να αντισταθείς στη βία. Επιθυμώντας να ξεφύγεις από τη βία, φωνάζοντας τους τόπους και τους χώρους, όποιων αφήνουν ιστορική μνήμη, πίσω τους. Κάπου μόνιμα, όχι καταστρέφοντας.
- Κοίτα να δεις. Έχεις αρχίσει να με τσαντίζεις. Τα κηρύγματα σου, αλλού!
- Μου φαίνεται, πως μόνο θυμό, έχετε. Δεν ξέρετε τι είστε, τι θέλετε. Δε βλέπετε μέλλον, ούτε στις ίδιες σας τις πράξεις. Σε κανέναν. Εκείνο που αποκαλείτε: δίκιο.
- Κι όμως. Κάπου είμαστε χρήσιμοι.
- Τι εννοείς;
- Επιτελούμε, πολιτικό, έργο.
- Τι γνώμη έχεις για τον …. (μας κόψανε πάλι, το όνομα, οι νομιμόφρονες…).
- Αγγαρεία κάνει. Εμείς δε δίνουμε σημασία.
- Εσείς οι αναρχικοί, κάνετε αγγαρεία, όταν επιχειρείτε καταστροφές;
- Εμείς εκτελούμε πολιτικό έργο.
- Μάλιστα. Έχεις κάτι τελευταίο να δηλώσεις;
Πρώτον ευχαριστώ. Δεύτερον: «όταν περνώ από δίπλα, μη σκύβεις το κεφάλι, στρέφοντας το αλλού, γιατί καρφώνεσαι».

Επιστρέφοντας σπίτι, βρήκα σε μια τσέπη μου, ένα χαρτί.
Στη μια πλευρά ήταν ένα ποίημα που τιτλοφορούνταν, ύμνος των αναρχικών. Και στην άλλη πλευρά, κάτι πολύ εριστικοί, στίχοι, εναντίον των μπάτσων.


Μετά κάθισα να συγγράψω μια νέα σειρά, άρθρων. Ήδη ήμουν κουρασμένος από την ποδηλασία. Τη βόλτα που επέβαλα στον εαυτό μου, για να αισθάνομαι ακμαίος. Να μην έχω δυνάμεις να σκέφτομαι το σέξ, που δε θα έχω, ποτέ. Να κοιμάμαι το βράδυ, τελείως κουρασμένος. Να μην ξυπνώ τη νύχτα. Να μην αναστατώνομαι. Όπως με προκαλούν οι ταξιτζήδες μπάτσοι, που μένουν σταματημένοι από τα στενά που συνήθως, περνώ, ποδηλατώντας. Ή μερικοί άλλοι, που ξεκινούν αυτόματα, με το που περνάω από δίπλα. Χίλια δυο, τερτίπια, της αστυνομίας, να μου κάνει τη ζωή, δύσκολη, επειδή έχω το θάρρος, να λέω τη γνώμη μου στο ίντερνετ. Αντιδρούν, παρακολουθώντας με, κοροιδεύοντας με. Επειδή δεν πρέπει να φανεί στον κόσμο, πως παρενοχλούν, πολίτες, οι οποίοι αν δεν είναι δημοσιογράφοι, ή ανήκουν σε κόμμα, γράφουν απλά στο ίντερνετ. Η κατάντια της σημερινής έννοιας, δημοκρατία. Φορές εύχεσαι δυνατά, να επαναλειτουργήσουν οι εγχώριες, τρομοκρατικές, οργανώσεις. Πιθανόν μια εγχώρια MS13. Αν οι τρομοκρατικές οργανώσεις ή η δράση των αναρχικών, είναι απλά, τα πιόνια, ή ελέγχονται από το παρακράτος. Διαφορετικά, γιατί δεν έχουν δολοφονήσει ακόμα, κάποιον εφοπλιστή;





Εκεί που καθόμουν σ’ ένα café, σε μια πλατεία, δίπλα σε σταθμό του ηλεκτρικού, πολύ κοντά στο Μουσείο, αντιλήφτηκα μια παρουσία, να επιθυμεί να διακόψει τη συζήτηση που είχα με μια ξαδέλφη μου. Κυριακή ήτανε.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν ο αναρχικός, που μου είχε δώσει συνέντευξη, πριν μερικές εβδομάδες.
- Να ‘μαι κι εγώ, τον άκουσα να μιλά.
Έστρεψα προς τα πίσω, σαφώς και η εξαδέλφη μου, ξαφνιασμένη επίσης, μες τη τόση ζέστη, του πρωινού, επιτέλους καλοκαίρι.
- Να ‘μαι και πάλι, επανέλαβε, λιγότερο χαμογελαστός.
Κάθισε στο τραπεζάκι μας, ρωτώντας:
- Μπορώ;
(τώρα πούκατσες;)
- Μισό, μιλώ.
Σηκώνομαι. Παίρνω την ξαδέλφη μου, ελάχιστα μέτρα πιο μακριά, ενημερώνοντας τη, πως η στιγμή δεν είναι κατάλληλη πλέον, για περαιτέρω συζήτηση. Χωρίς να κοιτώ τον αναρχικό, προσθέτω: θα σου πω μια άλλη φορά. Ο τύπος, δεν ξέρω γιατί βρίσκεται εδώ. Μα δεν είναι άτομο για συναναστροφές. Θα σου εξηγήσω αργότερα, όσο γίνεται. Αποχαιρετιζόμαστε. Επιστρέφω στη θέση μου. Τι θέλει τώρα, αυτός ο –μπιπ- μαλάκας; Ρωτώ από μέσα μου (σαν τους άλλους μπιπ, στην τηλεόραση, που ηδονίζονται, που θα ‘ρθει, ΤΩΡΑ, το τέλος του κόσμου. Είχα ακούσει μια ανόητη που είχε τηλεφωνήσει σε τηλεοπτικό πλατό, αναφέροντας πως θεωρεί σωστό που δεν έφερε παιδιά, στον κόσμο. Αφού …ζούμε… τα σημεία των καιρών! ΑΝΤΕ κοπέλα μου, παραιτήσου λοιπόν, απ’ τη δουλειά σου. Γέμισε μια μικρή βαλίτσα, και πήγαινε να ζήσεις στο βουνό. Μόνη σου. Εσύ κι η τρέλα σου).
Κοιτώ γύρω. Δεν έχω όρεξη να συνομιλήσω με τον αναρχικό.
Τελειώνω το φραπέ μου.
- Θα κεράσεις; Αυθαδιάζει, χαμογελώντας.
- Έχεις χρήματα; Προσπαθώ να τον κάνω να φύγει.
- Αφού θα κεράσεις.
- Γιατί να κεράσω;
- Για τα νέα που θα μάθεις.
- Για ποιο λόγο;
- Ως Blogger, πρέπει να είσαι ενημερωμένος.
- Εγώ;
- Όσοι διαβάζουν το site σου.
- Και γιατί να θέλουν την άποψη ενός άνεργου αναρχικού;
Εκείνος καμία αντίδραση.
- Γιατί αν μπορούσες να συνεργαστείς, με συναδέλφους, σε μια επιχείρηση, θα συνεργαζόσουν και με την Κοινωνία, προσθέτω.
- Προσωποποιείς. Μας ακούνε.
- Ποιος;
- Εκείνος εκεί, στο αυτοκίνητο. Ο χαφιές που παρακολουθεί με το μηχάνημα, που ηχογραφεί.
- Παρεξηγείς εύκολα.
- Νομίζεις. Ζεις απλά, Blogger, στον κόσμο σου.
- Αφού δεν συνεργάζεσαι με την Κοινωνία.
- Με τους χαφιέδες;
- Εσείς καταστρέφετε. Σκάψατε τον λάκκο σας.
- Ενώ εσύ είσαι ο τέλειος, ειρωνεύεται. Που γράφεις για ατομικές βόμβες, στο Blog σου, και άλλες φαντασίες, δεν προκαλείς; Να δούμε πως θα αντιδρούσες, αν σου λέγανε, πως τοποθετήσανε κοριό στο αυτοκίνητο σου, επειδή γράφεις όσα γράφεις, όπως κάνουν σ’ εμάς, τους περισσότερους. Αλλά μη νοιάζεσαι, σιγά σιγά, θα έχουν την τύχη εκείνων στα πολιτικά αυτοκίνητα.
- Άμα λες, βαράω, ο άλλος δεν πρέπει να αμυνθεί;
- Ά ρε κακομοίρη, και sorry για το θάρρος. Που ζεις στην κοσμάρα σου, όπως οι περισσότεροι.
- Εγώ εκδηλώνω το θυμό μου, γράφοντας, απέναντι στην αδικία. Ενώ εσείς καταστρέφετε χωρίς λόγο. Μάλλον γιατί είστε άνεργοι. Αλλά γιατί να βρείτε δουλειά, αφού σας φταίνε όλα.
- Πολύ επιθετικός είσαι, σήμερα, μιλά σοβαρός. Εαυτούλης θα έλεγα. Καλοπερασάκιας. Αλήθεια, βλέπεις ειδήσεις; Ή πας κι εσύ στα μπουζούκια, έχοντας τα, όλα, γραμμένα.
- Φυσικά και βλέπω ειδήσεις.
- Τότε θα ‘πρεπε να μάθεις ορισμένα πράγματα.
- Γιατί είστε άνεργοι; Τι σας ωθεί να καταστρέφετε; Γιατί,
- Άμα βάζεις κοριό, για να εντοπίζεις τον άλλο, φτιάχνεις ως Κράτος, τους χαρακτήρες που δεν μπορούν να ελέγξουν τον άλλο, με διακόπτει. Έπειτα, γιατί απορούν, επειδή κάποιοι, κηρύσσουν τον πόλεμο, στους μπάτσους;
- Για τρομοκράτες, μιλάς;
- Ποιος μίλησε για τρομοκράτες.
- Επειδή, συγκεκριμένοι από αυτούς, το είπαν αυτό;
- Δημοκρατία έχουμε, χαμογελά. Και οι πολίτες ξέρουν να βαράνε.
- Είσαι σίγουρος που θέλεις να πεις, περισσότερα; Ακούει και ο χαφιές, απέναντι, που μου είπες.
- Αυτόν τον κάνουμε μαύρο, όποτε θέλουμε. Αυτόν ή….
- Νομίζεις ότι οι αστυνομικοί, σας φοβούνται; Για τόσο κορόιδα, τους έχετε;
- Τότε γιατί δεν μπαίνουν στα Εξάρχεια;
- Είσαι σίγουρος; Ρωτώ τώρα, εγώ. Υπάρχει και η παρακολούθηση από αέρος.
- Blogger, blogger, κάτι τέτοιο, δε δείχνει φόβο;
- Δεν ξέρω τι λες, ή λέτε, ή κάνετε, εσείς. Αλήθεια, τι λέτε για εκείνον που σας αποκάλεσε, θρασύδειλους;
- Ο καθένας θα πάρει πίσω, τα λόγια του, με τον ανάλογο τρόπο. Εξάλλου, σου είχα πει, την προηγούμενη φορά, πως δεν τα ξέρεις όλα.
- Μήπως θα μου πεις, τελικά, πως σας χρηματοδοτεί καμιά ξένη δύναμη, για να τα σπάτε στην Αθήνα; Ή να καίτε τα δάση, που μου φαίνεται και πιο πιστευτό.
- Ήθελα να ‘ξερα, ποιοι διαδίδουν αυτές τις μαλακίες.
- Τότε πως καταφέρνετε να ζείτε;
- Εσύ, πως λες; Ο καθένας παίρνει σήμερα, αυτό που θέλει, με διάφορα μέσα. Ή εκβιάζοντας συναισθήματα. Εξάλλου υπάρχει τόσο χρήμα εκεί έξω. Έτσι διαφημίζουν. Τι περιμένουν; Πως δε θα πάμε να το πάρουμε; Μου φαίνεται τελικά, πως ζεις όντως, στη κοσμάρα σου. Όπως και οι υπόλοιποι blogger, που κυκλοφορείτε έξω, πιστεύοντας πως δεν παρακολουθείστε. Αλλά είπαμε, ο κάθε μπάτσος θα φάει της χρονιάς του. Κι ας λέει ο Πολύδωρας ότι θέλει. Σκατά ευνοούμενη Δημοκρατία!! Για τους λίγους. Παπαριές, υπουργού.
- Μου φαίνεται πως άκουσα, πως έγινε ζήτημα τιμής, να σας πιάσουν.
- Θα μας κλάσουν τα αρχίδια. Εμείς δικαιολογούμε το μισθό τους. Εξάλλου, οι περισσότεροι μπάτσοι, είναι μαλάκες. Θα είδες τα βίντεο, χαμογελά. Εμένα μου άρεσαν εκείνα με τις λεσβίες αστυνομικίνες, στο θάλαμο. Και το άλλο βίντεο game, είχε πλάκα, με το όπλο, που “σκοτώνονται” μεταξύ τους. Ααααα –κάθεται πιο άνετα- δε θα ήταν ωραία, να είχε αληθινές σφαίρες, αυτό το όπλο. Το φαντάζεσαι;
- Όχι. Δεν είμαι τύπος που επιθυμώ να φαντάζομαι, τέτοια πράγματα. Εκτός κι αν εσείς δε ζείτε, σε κάποια γειτονιά. Ή σας αρέσει να καταστρέφετε τη γειτονιά, των Εξαρχείων, όπου χτυπάνε ενέσεις στα γεννητικά τους όργανα.
- Δεν είναι γκέτο. Ιδέα τους είναι, ειρωνεύεται. Γιατί, μας κατηγορούν, ότι δεν αφήνουμε τους μπάτσους, να μπουν; Αυτοί δεν έρχονται. Φοβούνται τα αντίποινα. Αλλά δικτατορία έχουμε, εκτός κι αν δεν το ξέρεις κι αυτό. Είδες που χτυπήσανε εκείνον, τον πολίτη, που σε μια διαδήλωση, βιντεοσκοπούσε, πρόσωπα αστυνομικών.
- Από πότε σε ενδιαφέρει για τους πολίτες; Τα νεύρα τους, σπάτε. Περιουσίες. Κατά τ’ άλλα, υπάρχει ελευθερία στα Εξάρχεια, ε; Σας είναι εύκολο να χαλάτε ότι βρίσκετε. Για ποιο λόγο;
- Για να μην έχουν πολλά χρήματα, ορισμένοι.
- Δηλαδή άμα κάψεις εσύ, την χ ψ τράπεζα, θα φτάσει η φλόγα ως το θησαυροφυλάκιο; Σοβαρολογείς; Χαμένη ενέργεια καταναλώνετε. Πρόσεχε, μας ακούνε, του κάνω.
- Ψυχολόγοι υπάρχουν παντού. Αυτιά που ακούνε.
- Εγώ τώρα, γιατί πιστεύω, ότι χάνω το χρόνο μου;
- Τι στον κόρακα ειδήσεις βλέπεις, ήθελα να ‘ξερα!
- Τόση ώρα προσπαθώ να καταλάβω τι θέλεις εδώ. Χάλασες το κέφι, με την ξαδέλφη μου, κυριακή πρωί.
- Ήρθα, αν θες να ξέρεις! –σα να θυμώνει- για να κάνεις ένα σχόλιο στο Blog σου, για τη βία της αστυνομίας, στα τμήματα.
- Τη δικιά σας βία, την ξεχνάτε. Αλλά τι λέω τώρα. Είστε και ποτέ, ήρεμοι; Μάλλον μόνο όταν φεύγετε για διακοπές. Αλλά διακοπές, κάνετε, συνέχεια, χαμογελώ. Δεν ξέρω ποιος σου είπε ότι με ενδιαφέρει η άποψη σου.
- Ηρέμησες τώρα; ξεσπάθωσες; Δε τα βάζεις εσύ, με την Κυβέρνηση; Όλα όσα γράφεις. Ή σε φόβισαν κι εσένα, οι χαφιέδες;
- Εγώ τουλάχιστον ψάχνω για δουλειά. Απλά είπα να προσγειωθώ.
- Blogger, αφήνεις τα πιστεύω σου, πολύ εύκολα.
- Απλά θεωρώ άχρηστο να μιλάω σε τοίχο. Κανείς δεν ακούει, κανείς δεν συνομιλεί.
- Η αλήθεια είναι πάντοτε, δύσκολη, παραδέχεται.
- Όπως των αναρχικών; Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Δεν βαρεθήκατε ακόμη;
- Το θάρρος των μπάτσων; Να χτυπάνε.
- Ποιος, τους λέει, να χτυπάνε;
- Οι πλούσιοι. Οι πολιτικοί.
- Για ποιο λόγο;
- Για ποιο λόγο –χασκογελάει. Αδαής είσαι. Χτυπάνε για να φοβάται ο λαός.
- Που προστατεύουν.
- Κατά το κατάλαβες, Blogger.
- Τη βία, ποιος τη προκαλεί; Εμένα μου φαίνεται, όλα είναι αντίδραση.
- Δηλαδή άμα δε καίμε, θα ηρεμήσουν οι μπάτσοι.
- Ο χαφιές στο αυτοκίνητο, που ακούει.
- Βέβαια! Πως θα βρει, αυτός, δουλειά; τεμπελομισθό; Γέμισε άχρηστους η Γ.Α.Δ.Α.
- Εμφύλιος λοιπόν, μιλώ. Ενδοοικογενειακός.
- Παρέδωσες τα όπλα, Blogger.
- Εμένα το “όπλο” μου, είναι τα λόγια μου. Αυτή είναι η χαρά της δημοκρατίας.
- Εμένα, μου φαίνεσαι, στερημένος ιδεαλιστής.
- Από τι;
- Από τρόπο πίεσης ν’ αλλάξουν, πράγματα.
- Προς το χειρότερο; Με τη δική σας βία;
- Η βία γεννάει βία.
- Ωμά λοιπόν, πως μόνο ένας φταίει.
- Η πλουτοκρατία φταίει, που βάζουν τους μπάτσους να φοβίζουν τους πολίτες. Όσοι δεν αρέσουν στο Κράτος, τοποθετούν κοριό στο όχημα του πολίτη, για να τον εντοπίζουν. Κάτι υπηρεσιακά, πολιτικά, αυτοκίνητα. Λευκά βαν, με τον απαραίτητο εξοπλισμό, μέσα. Τζιπ ιδίως, και άλλα αμάξια, με φιμέ τζάμια. Η περίφημη ηθική και πολιτική, απομόνωση, του Πολύδωρα. Κάποιος της παρέας μου, θέλησε να πιάσει δουλειά, και έμαθε, από γνωστό του, συγγενή, στην εταιρεία, πως κάποιος πήρε τηλέφωνο και απείλησε τον προσωπάρχη, να μην τον προσλάβει. Αυτό εννοεί ο Πολύδωρας: ολοκληρωτική εξόντωση, του πολίτη.
- Με κουράζεις, το ξέρεις; Άκου κει, πράγματα!! Εμείς οι πολίτες είμαστε, που φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε στα Εξάρχεια. Μη μας δείρετε, ληστέψετε. Αλήθεια, δεν ξέρω ποιανού τα συμφέροντα προστατεύετε, οι αναρχικοί. Τα δικά σας, μου φαίνεται. Ξάπλα, τσάμπα ζωή, κάτι να περνάει η ώρα. Αλήθεια δεν ξέρω, τι μυαλό κουβαλάτε, με το να πιστεύετε πως στη ζωή όλα γίνονται χωρίς κόπο. Αλλά από εσάς δεν περιμένω σεβασμό. Άρα γιατί εγώ να βγάλω τις αρρωστημένες σας, απόψεις; Άκου κει, θα φοβηθεί η αστυνομία, από εσάς –χασκογελάω. Ρε πάτε, καλά;! Που κάνετε πόλεμο με τα θηρία –γελώ.
- Ακόμη και τα θηρία, έχουν την αχίλλειο πτέρνα τους.
- Με κουράζεις. Πήγαινε καλύτερα –τον προτρέπω.
- Φοβάσαι, μου φαίνεται. Δε μιλάς ανοιχτά. Επειδή ηχογραφεί ο χαφιές.
- Κι εμένα τι μ’ ενδιαφέρει; Εγώ είμαι εντάξει.
- Φοβισμένο ανθρωπάκι, πρόσεχε.
- Τι πράγμα; Πήγαινες, νομίζω.
- Τους ύπουλους χαφιέδες. Συνήθως μπάτσους ταξιτζήδες. Δεν εγκαταλείπουν εύκολα. Παρομοίως η βία ορισμένων.
- Μου φαίνεται τελικά, πως οι κακοί αστυνομικοί και οι αναρχικοί, είστε το ίδιο πράγμα. Αλήθεια, ποιοι είστε εσείς, οι γνωστοί άγνωστοι; Που με τις πράξεις βίας, δηλώνετε εχθροί του Πολιτισμού της Ελλάδας.
- Εχθροί μας είναι.
- Όποιοι πάνε κόντρα στην παράνομη δράση σας, τον διακόπτω. Ή είστε τα καλά παιδιά, που κανείς δε σας φρόντισε.
- Πρόσεχε μη γίνεις εσύ, εχθρός μας.
- Εμένα βαλθήκαν να με φάνε, όταν άρχισαν να βγαίνουν τα πρώτα άρθρα μου, στον τύπο. Προτού σοβαρέψει η κρίση και ο λόγος μου. Απλά μου δημιουργούσαν προβλήματα, κάτι μαλάκες από την Κρήτη. Έχει πήξει η Ελλάδα από παρόμοιους μαλάκες.
- Έτσι μπράβο! Θύμωσε λίγο. Μόνο έτσι θα καταλάβεις πως είναι να ‘σαι ζωντανός. Ελεύθερος άνθρωπος!
- Μέχρι να σας κλείσουν σε κάποιο κελί, αφότου σας ξυλοφορτώσουν.
- Μπα. Μας χρειάζονται. Θυμάσαι που σου ‘χα πει, πως αποτελούμε πολιτικό μέσο, ας πούμε, για να βάζουν κάμερες στα κτίρια, ώστε να παρακολουθούν ανυποψίαστους πολίτες.
- Τι θα ‘λεγες για τους ειδικούς, που λύνουν προβλήματα;
- Οι ψυχολόγοι της Γ.Α.Δ.Α. που δίνουν οδηγίες στους μπάτσους, πώς να φερθούν σε συγκεκριμένους πολίτες;
- Όπως θες πέστο.
- Λοιπόν –παίρνει ύφος. Είτε θα πηδήξουμε την ίδια τη ψυχολόγο, να πει τον Ανέστη, Παναγιώτη. Είτε τη γυναίκα του ψυχολόγου, στον κατάλληλο χρόνο και τόπο. Δε θα πάνε διακοπές; Θα τους την έχουμε στημένη. Υπάρχει και δικαιοσύνη.
- Ώστε κάποιος σας χρησιμοποιεί, έ –κουμπώνομαι τώρα, με αυτά που ακούω. Προσπαθώ να αλλάξω θέμα συζήτησης.
- Ξέχασες επίσης –μιλά- πως δεν στα λέω όλα. Παντού υπάρχουν χαφιέδες. Πιόνια για διάφορους σκοπούς. Άτομα που χρηματίζονται να φέρονται ποικιλοτρόπως. Βγάλε συμπεράσματα.
- Ποιος σας είπε, ότι θέλω.
- Αισθάνεσαι ελεύθερος, blogger; Σίγουρα, όταν δεν γράφεις στο ίντερνετ.
- Και που ξέρω εγώ, πως δεν είσαι, εσύ, χαφιές του παρακράτους; Διαφορετικά, πως θα με έβρισκες;
- Με προσβάλλεις, blogger. Σκέψου, πριν μιλήσεις.
- Βαρέθηκα να σκέπτομαι. Δεν αλλάζει τίποτα, τελικά.
- Αυτό θα είναι το βάραθρο σου.
- Δεν ξέρω, ποιο θα είναι, των γνωστών αγνώστων.
- Κανένα! Είδες εσύ, να τους συλλαμβάνουν;
- Γιατί απευθύνεσαι σε τρίτο πρόσωπο;
- Για να μπερδέψω το χαφιέ –ψιθυρίζει.
- Ά, είναι κι αυτός. Σε διασκεδάζει να τα βάζεις μαζί τους, έ;
- Κάποτε θα το φάει το κεφάλι του, ο τεμπέλης.
- Τουλάχιστον αυτός πληρώνεται από το Κράτος. Εσείς δεν ξέρω. Ή κάνετε ανταρτοπόλεμο, πόλης; Λένε, θα φτιάξουν ειδικό σώμα, στην ΕΛ.ΑΣ. για να σας αντιμετωπίσουν. Αλλά αφού κάνετε όλο αυτό το κακό, μες τη πόλη, δε θα μπορούσα ποτέ, να πειστώ, πως το κάνετε, επειδή αρκετοί νέοι και νέες, δε βρίσκουν, δουλειά. Δεν είδα να χτυπήσετε κανέναν εργοδότη.
- Δε θα γίνουμε τρομοκράτες.
- Συμφωνώ. Εκείνοι άνοιξαν πόλεμο, με την ΕΛ.ΑΣ. Φορές σκέπτομαι, μήπως οι αναρχικοί είναι οι σφαίρες των τρομοκρατών.
- Μόνο οι σφεντόνες, -χαμογελά.
- Σε εξιτάρει να γίνεις, τρομοκράτης; Ρωτώ.
- Δεν ξέρω ποιος τους χρηματοδοτεί. Εγώ θέλω την ελευθερία μου.
Οξύμωρο, σκέπτομαι.
- Θα πάει μακριά η βαλίτσα; Σηκώνομαι να φωνάξω τη σερβιτόρα, να πληρώσω.
- Κάθισε! Δεν είμαστε παιχνιδάκια να μας κάνουν ότι θέλουν.
- Καταρχήν, καλή τύχη, με το μονόδρομο που διαλέξατε, εύχομαι να καταλήγει σε γκρεμό. Έτσι κι αλλιώς, είστε εκτός πραγματικότητας. Σας έφαγε το άγχος της παρακολούθησης, από χαφιέδες. Ξύπνα και μύρισε τη ζωή, μήπως ηρεμήσεις λίγο. Αν και μου φαίνεται πως για το σινάφι σας, είναι αργά.
- Εμείς δεν τα παρατάμε. Είδες; Δεν κέρασες. Έχεις και τρόπους, λες.
- Θα βαρεθείς, κάποτε. Πίστεψε με. Λοιπόν γειά σου και μη με ξαναενοχλήσεις. Εμένα η ψυχή μου είναι εύφορο δάσος, που κοιτά με αγάπη, τα πάντα.

Απομακρύνομαι.
Εύχομαι να βρω τρόπο να με εγκαταλείψουν οι διώκτες μου.
Είτε ο αναρχικός είναι μπάτσος, που με βρήκε από πιθανό κοριό. Είτε ορισμένοι μαλάκες από την Κρήτη, ή ο μεγάλος μαλάκας από εκείνο το νησί, που ηγείται του αγώνα, κατά του ηλεκτρονικού εγκλήματος.
Άραγε, γιατί κανείς δεν δολοφονεί όσους παρενοχλούν, τους πολίτες; Τόση κακία εκεί έξω, αλλά κανένα ξεκαθάρισμα, λογαριασμών.
Κρίμα.



(Άμα ανοίξετε ξανά, φάκελο στο γραμματοκιβώτιο μου, θα σας γαμήσω). (Ο κουστουμάτος στη στάση στην Ιπποκράτους, με το μαύρο γυαλί. Ο άλλος με τα μαύρα γυαλιά και το μαύρο μπουφάν, που κοίταξε προς το μέρος μου, μες το λεωφορείο, γελώντας. Ο άλλος, επίσης σκατομπάτσος, στο μηχανάκι, απέναντι από την στοά, όπου συναντάς ένα κατάστημα που πουλάει Εθνικά σύμβολα. Ο άλλος που προσπέρασα σε ένα πεζοδρόμιο. Ρε γαμημένοι μπάτσοι, βρωμάει η φάτσα σας από μακριά. Τον παίρνετε, σκατομαλάκες. Ακούς Γ.Α.Δ.Α; Fuck of, mother fuckers. Ξέρετε τι εννοώ. ΖΗΤΩ οι αναρχικοί).

Κοίτα να δεις που βρήκα εκείνο το χαρτάκι, με τον ύμνο που προανέφερα.

Ο ύμνος των αναρχικών

Κόκκινα παπούτσια,
Ασπίδες βαμμένες.
Κάδοι στην πυρά.
Καφάο καμμένα.

Σπασμένα καδρόνια,
στα μούτρα των μπάτσων.
Διαλυμένα κρανία.

Μολότωφ χαμένες,
Πολλαπλές, πόλεις, καμένες.
Μυαλά πολιτικών σα σούπα μουχλιασμένη,
θα τους πετύχουμε. Θα τους κάνουμε σκόνη.

Όλοι μαζί, εμπρός ελάτε μαζί μας.
Χρήματα για όλους.
Η εμπειρία είναι δική μας.

Σφύρα, σφύρα, σφύρα,
Σφύρα τη σειρήνα.

Κάτσε, κάτσε, κάτσε.
Πιες φραπέ, και σκάσε.

Φόρα τη στολή σου,
Χούντα είν’ η ζωή σου.

Έλα να τα πούμε
Μπάρμπεκιου. Γελούμε.

Πες την τελευταία σου επιθυμία.
Χα,
Αν προλάβεις.
Ευκαιρία δεν σου αφήνω,
Καμία.

Τελευταία με τριγυρνάνε κάτι περίεργοι τύποι, με απειλητικές διαθέσεις. Όπως εκείνος ο τύπος με το όπλο κάτω από τη μακριά, καφέ, καπαρντίνα, έξω από το ψιλικατζίδικο, που πήγε να μου ρίξει πισώπλατα. Ή ο άλλος ο μουσάτος, με τα καφέ, που δήθεν περίμενε ταξί, απέναντι από το σινεμά. Ή ο άλλος που ήρθε ως την πλατεία με το βιβλιοπωλείο, για να δει που πήγα, τελικά. Ή ο άλλος με τη λευκέ μπεμβέ, στη λεωφόρο. Θα το φάνε το κεφάλι τους, έτσι που το πάνε. Εκτός κι αν πρέπει να αισθάνομαι ο πιο ασφαλής πολίτης, με την αστυνομία στο κατόπι μου, χωρίς λόγο, επειδή γράφω στο ίντερνετ. Μα είναι δυνατόν να είστε τόσο μαλάκες; Εσείς με τις πουτάνες τις μάνες σας.

3
Τι οφείλω στον πατέρα μου

Το βλέμμα του.
Κι όλα όσα άσχημα έχω γράψει για κείνον. Πληρώνοντας, λες και το ‘πραττε, περισσότερο από μια ζωή, όλα μου τα έξοδα τα περιττά. Διασκεδάσεις που αντικαθιστούσαν την ανθρώπινη επαφή. Τις ώρες που ηρεμούμε και οι δύο, συζητώντας φιλικά, κι ας είναι, επί μέρους, απογοητευμένος από μένα.
Ας είναι, έγραψα;
Κοιτώ τις δυό λέξεις, όπως όλες οι φορές που σε περιφρόνησα, πατέρα μου, φυσικέ. Που ευτυχώς βρίσκεσαι εδώ, και με προσέχεις. Με ανέχτηκες πολύ καιρό. Αρκετά λιγότερο ανέχτηκα τα στραβοπατήματα μου. Να μη λέω ευχαριστώ. Να σε απογοητεύω λιγότερο.
Φορές ζηλεύω πολύ, τα ταξίδια στις κοίτες του Πολιτισμού, ανά τον κόσμο, ορισμένων ανθρώπων. Τους ζηλεύω για όλα τα αξιοπρεπή, σημαντικά, πρόσωπα, από τέχνη και λογοτεχνία, που συνάντησαν. Προτού αλλάξει ο αιώνας. Προτού μολυνθεί, αν όχι αντικατασταθεί, η βιομηχανική επανάσταση, ως η σπουδαιότερη περίοδος, με εκείνη των νέων πολέμων, που μαζικά εξόντωναν οντότητες, παράλληλα θαρρώ, με τη γραμμή παραγωγής στα εργοστάσια, οτιδήποτε κι αν ήταν, το προϊόν. Εύφλεκτο. Γάλα. Συσκευασία κρέατος.
Όσα είδες, πατέρα, όντας εσύ στην επιθεώρηση εργασίας. Επειδή τούτο είναι η ζωή: ο κόπος. Ο αγώνας. Όλα σου τα παραπονάκια για τα σταθερά έξοδα: φως, νερό, τηλέφωνο, που απλά δεν ήθελα να καταλάβω, πως και με τι, μόχθο, πληρώνεται κανείς, με χαρτονομίσματα.
Καταστρέψαμε τα δέντρα, για ένα καπρίτσιο.
Είδαμε τον άνθρωπο που σήκωσε το σιδεροπρίονο –οι παλαιότεροι θα έλεγαν, τσεκούρι- μα αποφύγαμε να δούμε ο ένας τον άλλο, ως ίσο. Ως ένα οργανισμό, στον οποίο, το μόνο που διαφέρει, είναι, η ικανότητα του ενός φύλου, να παράγει νέα ζωή. παρομοίως τα λόγια που τοιχίζονται με διαφορετικό τρόπο. Πιστεύοντας ότι λέμε κάτι νέο. Επειδή γεμίζουμε χαρτιά, με ιστορίες και ιδέες. Εκτός από τις δικές σου αναμνήσεις, πατέρα μου.
Περίεργο, μα δε θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, παρά μόνο τέσσερα περιστατικά, άντε πέντε νομίζω, μερικά εκ αυτών, στα Γιάννενα. Έξι; Όχι. Πέντε ήταν. Θα τελείωνα το δημοτικό στην Κέρκυρα, που δυστυχώς, εκείνη την περίοδο, μας ανάγκαζες να πηγαίνουμε τακτικά, στο χωριό σου. Στα Γιάννενα, θυμάμαι την παρέλαση, εμπρός απ’ τον παππού της δημοκρατίας, τον Καραμανλή. Αλήθεια, μπαμπά, δε μου ‘πες, ποτέ, πως πέρασες στα χρόνια της Χούντας, κι ας έλεγε η μαμά, κάθε τόσο: τρώγαμε ψωμί. Δεν ξέρω, ποιοι και ποιοι, αδιαφορούσαν τότε, κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος.
Μετά ήταν η βόλτα μας ως το σπίτι εκείνου του Τούρκου, κάπου μες τη λίμνη. Μια βόλτα οικογενειακή σ’ έναν λόφο. Μια φορά που με στείλατε να ψωνίσω, μόνος, σ’ έναν χασάπη. Έπρεπε να μου μάθετε από τότε, περισσότερο, να είμαι ανεξάρτητος. Ο φίλος μου ο Σίμπας, επίσης, στα Γιάννενα, από το σχολείο. Μια φορά είχαμε “αποδράσει”, πάνω από τα κάγκελα, του σχολείου, για να αγοράσουμε κάτι, από ένα περίπτερο. Δεν θυμάμαι, άλλα, από τα Γιάννενα. Δε θυμάμαι να υπήρξα, μικρό παιδί. (Ή υπερβάλλω;).
Προσπαθώ να σύρω το σκεπτικό μου, σε κάτι πιο ανεξάρτητο, μα θυμάμαι, γνωρίζω, αναγνωρίζω το κενό, χωρίς παρέα, πολύ αργά. 5 χρόνια για να γίνω 40. Καθόλου ευχάριστο. Ενθυμούμαι ξαφνικά, εκείνη τη φορά, που σου φέρθηκε ένας εργάτης, ήταν; εισπράκτορας ή πωλητής, εισιτηρίων για φεριμπόουτ, τέλος πάντων, σου φέρθηκε άσχημα, κι εγώ έτρεξα αμέσως, με νεύρα, να σε υπερασπιστώ. Εσύ δε το θυμάσαι, γιατί δεν υπέπεσε στην αντίληψη σου. Μικρό παιδί εγώ. Με όλες τις εικόνες από τα συνηθισμένα μας ταξίδια, προς τα χωριά. Σε βουνό. Προς το νησί, καταγωγής σου, την Κέρκυρα, που τόσο καιρό, χρόνια ολόκληρα, έχω να επισκεφτώ. Αναπολώντας τους περιπάτους μας, στρίβοντας πιο πάνω από το άλλοτε μαγαζί, του παππού, και πατέρα σου, θωρώντας, μακριά, την θάλασσα. Με αμέτρητα, θαρρώ, εκτάρια, από ελιές, στα πόδια μας, ως την παραλία;
Ακούω το καλοριφέρ, και νομίζω ότι κάθομαι σ’ ένα φεριμπόουτ και ταξιδεύω μόνος, πλέον, προς ένα προορισμό. Ελεύθερος. Κάπου γι’ αναψυχή. Ένα τόπο, προς νέες εμπειρίες. Υλικό για γράψιμο, έτσι όπως έγινε στη ζωή μου. Προσγειώνομαι στο νου, μ’ ακόμη κυλά το σκαρί. Ίσως και να ‘χει κύματα. Άλλαξε η ώρα και νυχτώνει νωρίς.
Νυχτώνει σα να ‘ναι επιστροφή από τη δουλειά. Επιστροφή άραγε, που. Για όσα θέλω να μιλήσω, μοιάζουν ανούσια.
Έχουν κάτι από τη δική σου εμμονή, να σώσεις τη ψυχή σου, εδώ και επτά χρόνια, ή οχτώ είναι; χαρακτηρίζοντας πιθανόν, ανούσιο, κάθε είδους, γραπτό, αν δεν ωφελεί, ψυχικά. Όχι ότι θα με ανεχόσουν διαφορετικά, αν ήσουν άθεος. Σου μιλώ, με διακοπές δικών μου σκέψεων, όχι επειδή έχουμε ξεχάσει να μιλάμε οι άνθρωποι, μεταξύ μας, αλλά γιατί τα παιδιά δε συζητούν πλέον, με τους γονείς. Θεωρούν δεδομένη τη φροντίδα τους ή την όποια βοήθεια, αποκατάστασης τους. Ότι κι αν σημαίνει αυτό.
Αρκεί να μην εξαρτάται σε σημείο εθισμού, ο ένας από τον άλλο, γιατί τότε, κανείς μας δεν θα ‘ντεχε, την ίδια τη ζωή.
Πρόσφατα μου ‘χες πει, πως είμαι αυστηρός.
Είναι μια κολόνα που στέκεται εδώ και 17 χρόνια, σα να ‘χει φυτρώσει, ανάμεσα σε τρεις δεκαετίες, αντικαθιστώντας τρία σκαλοπάτια, που θα ‘πρεπε να ‘ναι γεμάτα, από χαρτόκουτα. Μες τα οποία ανακαλύπτεις, εμπειρίες. Και να κουνήσεις αυτή τη κολόνα ή να την αφήσεις στην ησυχία της, το ίδιο και το αυτό, είναι. Παρομοίως η στιγμιαία επίγνωση, πως έχω 25 χρόνια, ως να γίνω 60, που τότε, φαίνεται, πως αρχίζεις να καταλαβαίνεις, πως γέρασες. Ή όχι;
Τα 25, φαντάζουν πολλά. Λίγα περισσότερα από τα 17 –ως ενήλικας- που ‘χουν χαθεί, ανεπιστρεπτί. Οδηγούμενος τούτος ο κόσμος, στα χειρότερα, με όποια απαισιοδοξία ανελκύει, μια τέτοια σφετεριστική, δήλωση.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίσεις να μιλάς για σένα, ως το μόνο πια, που μου οφείλεις. Θεώρησε το φυσικό, όπως να μην αναφέρουμε και οι δύο, πως φτάσαμε ως εδώ. Κρατώντας από σένα, το χαμόγελο, πατέρα, που τόσο πολύ, συμπαθώ, γιατί δείχνει τη καλή σου τη καρδιά. Που άντεξε από πάμπολλες αδικίες. Συζυγικές, επαγγελματικές. Περαιτέρω οικογενειακές.
Βαρύ το στομάχι να γνωρίζεις, πως τρεις οντότητες εξαρτιόνται από σένα. Μια γυναίκα. Δυο παιδιά. Φαί. Λογαριασμοί. Δόσεις για το σπίτι. Για σπουδές και των δύο τέκνων. Μια ζωή πλήρωνες, μα κανείς μας δε σου ΄πε, χρησιμοποιώντας λόγια, σ’ αγαπώ. Επειδή το ευχαριστώ είναι πολύ λίγο, κατ’ εμέ.
Ελαχιστότατες έως και απούσες, οι παρουσίες ξένων, στο σπίτι. Από εκείνους, που ως παιδί, τους βλέπεις, θαρρείς, θεόρατους, έως και σημαντικούς. Στέκεσαι. Παρακολουθείς τη διάλεκτο των μεγάλων, που διαφέρει από τη διδακτική, όταν μένει η οικογένεια, μόνη. Οικογένεια. Παχιά και γεμάτη, έννοια. Μου φαίνεται ότι ο προορισμός του καθενός, το πρωί το σκεφτόμουνα, είναι να μη πεθάνει, χωρίς να ‘χει κάνει, σεξ. Στο λέω ότι το σκέφτηκα, προσπερνώντας, πεζός, έναν ηλικιωμένο. Που τι στο καλό, αν δεν έκανε, σεξ, αυτός, νεότερος, αμφιβάλλω, αν υπήρχε σήμερα. Φορές αναρωτιέμαι ξανά, πιο συχνά, πέρα από όποια τρυφερότητα που φούσκωσε “επικίνδυνα”, πως αντέχουν οι γυναίκες, το σεξ. Ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω, μα πρέπει να ‘χουν και λίγο βρώμικο μυαλό, για να αντέξουν, κάτι τέτοιο.
Στιγμές με πιάνουν κακιούλες, του τύπου: γιατί αυτοί, όχι εγώ. Οπότε απέχεις από τον κόσμο. Φαίνεται φταίει η έλλειψη κοινωνικών επισκεπτών, στο σπίτι. Αν και, μπαμπά, διαισθάνθηκες πως δυσκολεύομαι να δω, την Κοινωνία.
Κάπου εκεί έξω, βρίσκεται.
Φορές, σε “ενόραση”, μου αποκαλύπτεται το κουτί-σπίτι, μες το οποίο, σαν συρτάρι για ρούχα, ζω κι εγώ, όπως οι περισσότεροι. Μη ξεχνάμε τους άστεγους. Ξεχασμένοι, απ’ ..όλους.
Κάπου κάπου, με πιάνουν διάφορες εκλάμψεις, του τύπου: η δημοκρατία ξεκινά από το σπίτι, τουλάχιστον στους τρόπους. Μιας και ο μηνιαίος προϋπολογισμός του προσωπικού μας “Κράτους”, έβγαινε-ελεγχόταν, από έναν. Εσένα. Αλήθεια, δε σε θυμάμαι, μικρός, ποτέ, στοργικό, απέναντι μου. Κακό πράγμα να μην έχουν μνήμη, τα μικρά παιδιά. Στο είπα: έχεις καλή καρδιά, μα καταντάει βαρετό, να το λες, γραπτώς, στον άλλο.
Είναι σα να ξεχνά, κανείς, πως σπαταλά πόρους και χρόνο. Ακόμη και ο πιο συνετός. Με λάθη ή χωρίς. Να δίνεις για να πας στον Παράδεισο, επειδή αρκετά χρόνια έδινες στα παιδιά σου. Καιρός να πάρουν και άλλοι. Σωστό μου ακούγεται. Εκτός απ’ την τάση του καθενός, να υψώσει ψηλότερα, τον ιστό της “σημαίας” του, απ’ τους γύρω.
Δεν ξέρω τι σου οφείλω.
Πως επιστρέφεις στον πατέρα σου, την κούραση, το άγχος, τα προβλήματα υγείας. Τα χρήματα να σε μεγαλώσει. Δεν ξέρω πως. Δεν γνωρίζω τι σου οφείλω. Μια συγνώμη (μία μόνο;). Αντρική φιλία. Αποδοχή. Χρόνο.
Τώρα πιο πολύ, έχω την εντύπωση, όντας συνταξιούχος, εσύ (κι εγώ από ζωή, δίχως εμπειρίες), πως δε θες να βρεις χρόνο να μιλήσεις για σένα.
Σα να μην έχεις, πια, ανάγκη, ν’ ανακαλύψεις πτυχές του είναι σου.
Τι κρίμα να μην ησυχάζει κανείς. Ούτε αιώνια.
Η ζωή είναι ένα πλήθος πολυκαιρισμένων γραμματοσήμων, σε παλαιούς φακέλους, που έλαβες. Πιθανόν προσκλήσεις από “διαφημιστικά” της ζωής. Που ούτε καν, κοίταξες, πιθανόν. Επειδή θέλει θάρρος να παραμένεις ίδιος κι άξιος, με το χρόνο, εχθρό σου, που σε σκοτώνει σιγά σιγά. Δέσμιος της τελικής καταδίκης που ονομάζεται θάνατος. Όχι βέβαια πως υφίσταται χρόνος, γενικότερα. Αφού ότι θα συμβεί, ήδη έχει γραφτεί, κάπου. Άρα αποτελεί παρελθόν.
Άρα πέφτεις για ύπνο το βράδυ, με σκοπό να παρηγορήσεις εσένα, προσωρινά. Ως το επόμενο, βασανιστικό πρωινό, και ως την ώρα που πρέπει να υπομείνεις, ώρα παρά ώρα, ωσότου κλείσεις τα μάτια.
Για ορισμένους, οριστικά.
Κρίμα μεγάλο, να πεθαίνεις, χωρίς να γνωρίζουν τα τέκνα σου, τι υπήρξες. Αν προσπάθησες. Που λιγοψύχησες. Αν βοήθησες. Που αδικήθηκες. Τι αγαπούσες. Πότε η ζωή σε προσγείωσε ανώμαλα. Τι είχες εύκολο, στο διάβα σου στο χρόνο. Τι μουσική ακούς; Τι δεν αντέχεις. Πότε παραπονέθηκες και γιατί. Πότε άλλαξες γνώμη. Αν είχες Εθνική συνείδηση. Αν τα πτυχία διαφθείρουν την κρίση του ανθρώπου.
Αν ότι έφτιαξες στη ζωή, το δημιούργησες για σένα. Μήπως δεν το αποχωρίζεσαι, εύκολα; Πότε σκέφτηκες να κάνεις διάλογο με τα παιδιά σου. Συζητώντας για όλα τα προηγούμενα, με αυθορμητισμό. Παρομοίως κι ο ίδιος, μήπως δεις, πως υπολείπομαι μεν, από εργασία, μου περισσεύει όμως, κάπου, αγάπη. Και Εθνική συνείδηση. Εθνική προσφορά, σαφώς επειδή το γράψιμο είναι η δική μου κατάρα. Ή παρηγοριά στον άρρωστο, όπως θυμάμαι τούτο το παραλήρημα, αυτογνωσίας.
Βλέπεις, έχω και χιούμορ.
Με τη χούφτα, τα χαρίσματα, εκτός από της κοινωνικοποίησης.
Το σαράκι του χρόνου, που σε φτιάχνει μαλθακό, με τάση ωχ αδελφισμού. Βαρεμάρας. Τεμπελιάς. Απαξίωσης. Γέρνοντας για άλλη μια νύχτα, για ύπνο, απωθώντας εκείνο το: «τι σου οφείλω», και ως πότε. Αν τούτο κρατά ένα ενήλικο τέκνο, μακριά απ’ το να ‘ναι αυτεξούσιο.
Το λογαριασμό. Τι οφείλω παρακαλώ;
Έλα. Χιούμορ κάνω. Χαμογελώ.
Τα ταλαιπωρημένα χέρια σου, που τελευταία παρατηρώ, πόσο γέρικα έγιναν, ή αλλάζουν. Μ’ όλα αυτά που έφερες εδώ μέσα. Οι ώρες που κουράζεις τις παλάμες σου, να κρατιέσαι σ’ έναν στύλο, στο λεωφορείο. Πιθανόν και να γνωρίζω, τι σου οφείλω: σεβασμό.
Δεν θα πω τι οφείλω στον εαυτό μου, μην επαναλαμβάνομαι και κουράζω που είμαι άνθρωπος.
Και το γέλιο χρειάζεται. Κι η χαρά. Οτιδήποτε πρόσχαρο και αυθόρμητο. Να επιστρέφεις σπίτι, με όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, να ΄χουν ένα καλό λόγο να πουν. Μια ζεστή αγκαλιά και αγάπη. Επειδή το επιθυμούν. Τους το εμπνέεις.
Η οικογενειακή αγάπη είναι όπως η αποδοχή των ταπεινών επαγγελμάτων, του καθημερινού μόχθου.
Η λεγόμενη πραγματικότητα. Εξού, δεν ζητώ, να είμαστε το μικρό σπίτι, στο λιβάδι. Απλά να τηρούνται οι κανόνες, ώστε να μπορέσουν τα παιδιά, να ζουν και μόνα τους. Οι γονείς, με συσσωρευμένη την στενοχώρια, γιατί τόσα χρόνια δεν θυμήθηκες τα γενέθλια τους. Σάμπως μας είπατε, πότε είναι. σάμπως δώσαμε κι εμείς, σημασία. Εκείνο το «χρόνια πολλά», στην εορτή τους την ονομαστική, έστω, που δεν ξεστόμισες ως παιδί. Θέλω και πάλι, θέλω, αν όχι σε δώρα, να απαιτεί το παιδί, μόνο, το «χρόνια πολλά». Εκ μέρους γονιών και συγγενών. Ξεχνάμε και των συγγενών που συμπαθούμε, πότε γιορτάζουν. Άλλη απαξίωση.
Η λεγόμενη κοινωνία της καλοπέρασης. Της τεμπελιάς, δηλαδή. Το οποίο συναίσθημα, με διακατείχε, όταν εσύ, τα απογεύματα, πήγαινες βόλτα, χωρίς να σ’ ακολουθώ. Αν και έπρεπε. Επειδή τελευταία, προσπαθώ να τα έχουμε καλά. Ναι, το φταίξιμο είναι δικό μου. Να σ’ αξιώσει ο Θεός, να το διαβάσεις τυπωμένο όπως πρέπει. Να ζεις έως τότε, και για χρόνια, μετά, ότι κι αν εννοώ. Το κρατάω για μένα.
Προσπαθώ να φανταστώ πως θα μου φέρονται τα δικά μου παιδιά, κι αν ισχύει εκείνο που λένε, πως ότι προκάλεσες στους δικούς σου, θα το γευτείς απ’ τα δικά σου τέκνα.
Όποιος επιστρέφει, πρώτος, στο σπίτι, να αγκαλιάζει πάντα, το ταίρι του, που περιμένει. Η κόρη μου να με φιλά στο μάγουλο. Κι η δεύτερη, γιατί γιο δε νομίζω ότι δύναμαι να μεγαλώσω. Τα νιάτα μου που δεν έζησα, θα γίνουν αγκάθι, να τον πλήξουν, αν και τότε, ενδέχεται οι πεποιθήσεις μου, να είναι διαφορετικές. Πιο προσγειωμένες. (Χωρίς χρήματα; Δε νομίζω). Κρίμα να απαγορεύεις στον γιο σου, να μεγαλώσει. Να του τα δίνεις όλα, στο πιάτο. Πόσο εύκολα πλέον, πληγώνεται το παιδί-αγόρι, όταν αντιμετωπίζει τη σκληρότητα του κόσμου. Οι αλληλοκατηγορίες, σε εργασία, στο σπίτι. Να συλλογίζεσαι, μες την κούραση σου, πως από τις εννιά το βράδυ, η μέρα τελείωσε. Χωρίς υποστήριξη από τους γύρω. Λίγο ατομικό χρόνο, για παρέα.
Αναρωτιέμαι πως ζουν ακόμη, οι οικογενειάρχες που σεβάστηκαν τον Θεό, που τους ένωσε.
Χρειάζεται να το πω;
Δε χώρισαν.
Πλησιάζει το βράδυ.
Που θες ησυχία.
Θυμάσαι το πρώτο καιρό που ήσασταν δύο στο σπίτι, ζώντας τον έρωτα σας. Θυμάσαι την συγκίνηση της ολοκλήρωσης, με το πρώτο παιδί. Τα καλοκαίρια που έπαιρναν νέο χρώμα. Οι χειμώνες έφερναν ιώσεις. Στην Άνοιξη, αισθανόσουν αναπτέρωση.
Το παιδί τα πήγαινε καλά, στο νηπιαγωγείο. Στο δημοτικό, δε λέω, προσπαθούσε. Είχε ερωτευτεί την δασκάλα της ιστορίας. Μύριζε το βιβλίο του, που εκείνη, δανείστηκε, μια φορά, προκειμένου να παραδώσει, μάθημα.
Στο γυμνάσιο χάρηκε που ‘χε καλούς καθηγητές. Κι έναν αστείο που τους μάθαινε τις νότες, ψηλά, στο πατάρι, με τα ξύλινα επικίνδυνα, σκαλοπάτια. Το πέρασε στην Κέρκυρα. Σ’ ένα όμορφο νησί, αν και αγνοούσε, γιατί λείπανε οι παρέες. Δε του έμαθε, κανείς, τη χρησιμότητα τους. Το λύκειο επισφραγίστηκε από κακές αναμνήσεις. Εξαιτίας της άγνοιας του για ένα προσωπικό, θέμα. Εξαιτίας των συμμαθητών του που ήταν ζωηροί, και παραλίγο μια φορά, να φάει χωρίς λόγο, έτσι για πλάκα, ξύλο.
Φορές κοιτά τον εαυτό του, μη πιστεύοντας, πως επιβίωσε ως εδώ. Πως άφησε το χρόνο, να φύγει. Παλεύοντας με γνωστούς και αγνώστους.
Φορές δεν πιστεύει, πως τα ‘χουν μπερδέψει, έτσι, οι άνθρωποι, με τον Θεό. Ή τους ανθρώπους που παριστάνουν τον θεό.
Παλιότερα συναντούσε μωρά, που τα συνόδευαν οι μαμάδες τους, στον τόπο εργασίας του, και τον έπιανε το παράπονο. Προσπαθεί να θυμηθεί πως κάποτε ήθελε να είναι ερωτευμένος.
Τώρα;
Άστο το τώρα.
Δεν είναι της παρούσης. Σε κάποιο άλλο, γραπτό.
Εικονικά φανταζόμαστε, πόσο καλοί γονείς θα είμαστε. Αν θα μετανιώσουμε ποτέ, ότι εξελιχτήκαμε. Αν θα αντέξουμε στον δρόμο μας, προς την ενηλικίωση του παιδιού. Σπάνια εννοώ, γιατί 18 χρόνια. Όμορφη παρηγοριά, ως δώρο, στους γονείς, να μείνει κοντά τους, η χαρά της ζωής.
Κρίμα να κάνω το ίδιο λάθος, να παντρευτώ, στην ίδια ηλικία, με τον πατέρα μου. Καλά σαράντα.
Κρίμα που με γέννησες, μάνα, για να καταδικαστώ αιώνια. Οφείλω και σ’ εσένα, αρκετά, μιας κι εσύ ήσουν εκείνη που με υποστήριζε, πάντα, μα μην επαναλαμβάνομαι, και κουράζω που είμαι άνθρωπος.
4
Είδα τον Θεό

Τον είδα στον ύπνο μου, που με κοιτούσε, με τα εκφραστικά Του, μάτια, ολοζώντανος εμπρός μου, σαν απάντηση στο παράπονο μου, τελευταία, γιατί δεν καταδέχεται να πλησιάσει τους αμαρτωλούς ανθρώπους –παρόλο που ο Ιησούς απέδειξε την ταπεινότητα Του, πλένοντας τα πόδια των μαθητών Του.
Τον είδα στην τηλεόραση, σε κοντινό, στο πρόσωπο του. Σα να βρισκόταν σ’ αναπαράσταση, ζωντανός, εδώ, μες το δωμάτιο, εμπρός μου. Άλλο ένα σόκ. Άλλη μια πρόσκληση, προς μετάνοια μου και Σωτηρία.
Σου είπα, Κύριε, πως δεν μπορώ να ζω, έτσι. Να σκέφτομαι πως βρίσκεσαι –και καλώς- συνέχεια, δίπλα μου. Με εκείνη την ανθρώπινη λογική, της αδιακρισίας, σε κάθε πράξη. Ακόμη και ιδιωτική.
Σου είπα, Κύριε, πως είναι αργά, ή μήπως νωρίς; Για να πάψω να γράφω, αφού ακόμη δε πείστηκα τελείως, αν το γράψιμο είναι το δικό μου τάλαντο –άραγε, τι εξυπηρετεί, αφού για Σένα, όλα τ’ ανθρώπινα, είναι άχρηστα κι εφήμερα. Εννόησε το, με τη λογική πως διάγουμε τις τελευταίες ημέρες του ανθρώπινου πολιτισμού –καιρός να ξεμπερδεύει μ’ εμάς. Μειώνοντας η πεποίθηση, μέσα μου, δυστυχώς, πως δε θα πεθάνω, προτού να έχω ολοκληρωθεί ως άντρας, με τη συνεύρεση. Η οποία θα επιμένω, πως είναι κάτι άδικο για την πανέμορφη γυναίκα, ως είδος, στη φύση. Αν και τότε, αφαιρούμε την ιδιότητα του ανθρώπου, από το θηλυκό, φύλο. Κάτι πολύ τραγικό, φαντάζομαι.
Φορές, όλο και συχνότερα, σκέφτομαι, πως η πράξη αποτελεί κάτι άχρηστο, εξίσου επικίνδυνη η έλλειψη της, όμως, αφού δεν πιστεύω, καθόλου, στην πολύχρονη εγκράτεια. Άχρηστα όλα, γύρω μου, έτσι όπως με ευνουχίσανε, στο μυαλό μου, με τις θρησκευτικές τους νουθεσίες.
Το μόνο όργανο που αντιστέκεται στο μπουρδέλο, που ονομάζεται Κοινωνία, είναι η συνείδηση, που επιτάσσει να πάω να δουλέψω, μόνο και μόνο, ως επιστροφή στον πατέρα μου, όποιου καλού, έχει κάνει στη ζωή μου.
Πάλι όμως, σ’ αρνήθηκα, Κύριε, γιατί δε μπορώ να ζω, μόνο με προσευχές, διαβάζοντας επίσης, τη Γραφή. Ξεχνώντας κάθε τι. Συμφιλιωμένος και ειρηνικός με τους άπιστους, που μου έκαναν κακό, τελικά. Συμφιλιωμένος με όλους όσους προτρέξανε στη ζωή, πριν από μένα.
Σ’ αρνήθηκα, ακόμη κι αν σε είδα, τα εκφραστικά Σου μάτια. Ακόμη κι αν Άγγιξες το δάκτυλο μου, εκείνη τη μέρα της προσευχής, στα γόνατα.
Έστω κι αν προσπάθησα να κρατήσω τη σαρκομένη ψυχή μου, σε ζωή, με λίγο γάλα και ψωμί –για τα μάτια των γύρω. Ή Ήσουν Εσύ, εκείνη τη μέρα, εκείνος θαρρώ, που ξεψυχούσε στα χέρια μου, μια μέρα, στη στάση, στο τέρμα των λεωφορείων. Σα να ξεψυχούσες πάνω στο σταυρό. Χωρίς άλλο βλέμμα, άλλη κίνηση. Δύναμη γι’ ανθρώπινη ελεημοσύνη. Μια ανεπιστρεπτί, κατάσταση. Σα να ήμουν ο “εκπρόσωπος” του ανθρώπινου γένους, που δεν έφτανε όμως, για να διακόψει το τελετουργικό της θυσίας Σου. Που δε σέβομαι, μη μετανοώντας. Επιστρέφοντας ηττημένος, ανάμεσα στους ανθρώπους και τους δικούς μου. Αξιολύπητος και ηττημένος, με το μύθο του συγγραφέα, που πήγα να χτίσω. Με καγχασμό, πως ήμουν ένας από τους λίγους, άξιους, που πέρασαν από το λογοτεχνικό, Ελληνικό, στερέωμα. Άραγε, πως. Γιατί. Μια διαβίωση κατεστραμμένη. Κόντρα στην ολοκλήρωση μου ως φύλο. Ως ανεξάρτητος πολίτης. Ως δυνατός χαρακτήρας. Που πίστεψα, πως μόνο μακριά Σου, θα μιμούμουν την επιτυχία των αμαρτωλών, μιας και εκείνοι κατάφεραν τόσα, ώστε να έχουν τα μέσα να πληρώνουν τους λογαριασμούς. (Της κακής συμπεριφοράς, πως;). Να είναι ακόμη, ζωντανοί. Από τύχη, καγχάζουν. Λογικοί και ώριμοι!! Φορές μου ανεβαίνει τόσο μεγάλος θυμός, για τις κοινωνικές αδικίες.
Τους είδα τους αγγέλους Σου, φορές, Κύριε. Στιγμές που κινδύνευα, στο δρόμο. Στιγμές σπανιότερες, που έφεραν το έλεος Σου, μαζί τους, σε “σακίδιο”, χαρίζοντας μου ηρεμία, επίσης ξεκούραση. Σ’ αισθάνθηκα πλάι μου, Κύριε, σα μιλούσα από μέσα μου, ειλικρινά, κι ας κράτησε λίγο, η αλλαγή συμπεριφοράς. Ωσότου κοιμηθώ, ωσότου ξημερώσει άλλη μια άθλια μέρα, με τους εχθρούς μου στο κατόπι. Εχθροί τέρατα, λυσσασμένοι. Να κλείνουν στόματα. Να παύουν τη ζωή την ίδια. Κείνων που όλη τους η συμπεριφορά, ήταν λάθος, γιατί τα βάλανε με τα θηρία.
Τα θηρία, οι άπιστοι, οι άθεοι, που αμφισβήτησαν το Άγιό Σου, Φως. Πως ανάβουν τα κεριά, στον τάφο του Υιού Σου, Κύριε; Μανιασμένες ψυχές, ταγμένες, εναντίον Σου, χωρίς μετάνοια. Κάπου κι ο ίδιος, κακομοίρης, αρνούμενος, Σένα, για άλλη μια φορά, και την αιώνια ζωή, που μου Προσφέρεις. Να την κάνω, τι; σε ρωτώ, Κύριε. Χωρίς δουλειά, εδώ. Χωρίς ολοκλήρωση. Ωριμότητα. Ανικανότητα κοινωνικοποίησης. Λες και τούτο θα λυθεί, εξ’ θαύματος, αν είναι δυνατόν, να κάνεις συμφωνία με τον Θεό, να σου λύσει την ντροπαλότητα. Να παρατήσεις, τα εγκόσμια. Λείποντας η ποικιλία απ’ τη ζωή. Τι απέγινε άραγε, κείνο το τάλαντο. Κι ας Λες, ζητείτε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού, και όλα τα άλλα, θα σας προστεθούν. Θα μου πεις: δεν προσπάθησες. Τώρα. Εδώ. Στη γη. Άρα πως περιμένεις να συνεχίσεις μια ζωή, αν τα παρατάς, συνέχεια. Έτσι με έφτιαξαν. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε μόνο εμείς οι δύο.
Άρα, πως θα προστεθούν, τα απαραίτητα;
Με την αναγκαστική σκέψη, του βλέμματος Σου, κατά πάντα, σ’ εμένα. Να σκέπτομαι συνεχώς, πως με παρακολουθείς. Είσαι σε κάθε μου σκέψη. Και μετά, τι; Χλευασμένος κι εγώ, όπως άλλοι πιστοί Σου, από τους ανθρώπους. Μια ζωή, με σκυμμένο κεφάλι. Μια ζωή αδικημένος.
Αρνούμενος την αιώνια ζωή. Αχάριστος επίσης, τώρα. Για την καλή μου υγεία. Τη μεγαλοσύνη Σου. Τα μαθήματα ταπεινότητας που επιβάλλεις, σ’ εμένα. Πόσο μ’ ενοχλούν. Γιατί εγώ πάντα να τρώω καρπαζιές, να αδικούμαι. Να μην παίρνουν ένα μάθημα, όσοι μου κάνανε κακό. Ως επήρεια, που Είπες, πως Είσαι, και πυρ καταναλίσκον. Μα με το φόβο, έστω, της φράσης: εμένα, δε θα με κερδίσεις.. Ούτε με την απειλή των καζανιών.
Που Μεγάλη Εβδομάδα, αισθάνθηκα τόσο έντονα, τη παρουσία Σου. Τη θλίψη που η ίδια μου η ψυχή, επέβαλε στη σάρκα, στη συνείδηση την ίδια, να μη διασκεδάζω. Μα κράτησε τόσο λίγο, η αντίσταση, λόγω αχαριστίας απέναντι Σου, λόγω ελλείψεων στο σαρκικό επίπεδο –όσο απέχει κανείς, ή δεν θέλει να το κάνει, ποτέ, ή γίνεται επικίνδυνος. Μα Μεγάλη Εβδομάδα, τελικά, το πνεύμα επιβλήθηκε στο σώμα, ως τη στιγμή που ούρλιαξε η σκέψη: το πνεύμα πρόθυμο, η σάρξ ασθενής.
Αυτό, το «πρόθυμο», σημαίνει θυσίες σ’ ετούτη τη ζωή, και συνεχή θλίψη. Οι ώριμοι το ονομάζουν, κακομοιριά, ηττοπάθεια, και: παραδίδω τα όπλα. Σαφώς εκείνοι έχουν τα πάντα, σ’ ετούτη τη ζωή.
Εγώ, ένα ευχαριστώ από αχάριστους, που κακώς περιμένω. Σε όσα καλά έκανα, δεν επιθυμώ ανταπόδοση μέσω Εσένα. Παρά μόνο την προστασία Σου. Θα πει, κάποιος, μόνο εδώ;
Όντως, πολύ άσχημο ακούγεται.
Σ’ αρνήθηκα για άλλη μια φορά.
Όπως η μέρα που σ’ είδα στο λεωφορείο. Ήσουν Εσύ, με ανθρώπινη μορφή, δίνοντας μου τη θέση, κατεβαίνοντας εσύ, πολύ νωρίς, για ένα λόγο, που γνωρίζουμε κι οι δύο.
Κι ας ήταν απότομη η ομιλία. Απλά δυνατή φωνή.
Σα τη ζωή, τα χρόνια: προστάζουν «τώρα», εδώ. Ο καιρός περνά. Τα καλοκαίρια. Τα ανεκμετάλλευτα ηλιοβασιλέματα. Ναι. Έτσι είναι. Είναι πολύ δύσκολο να ζει κανείς, με την επίγνωση της αλήθειας του Θεού. Να ‘χει επιλεγεί απ’ τον Θεό. Να ξυπνάς κάθε ημέρα, με χίλιες δυο ειρυνείες, να σε καταδιώκουν: μετανόησε, μην αρνείσαι την αιώνια ζωή. καταδίωξη, μέσα μου. Μη πίστη. Αγωνία. Ύστερα απαξίωση. Αναστάτωση. Μη πραγματική ηρεμία. Χλευασμός των γύρω, έξω απ’ το χορό: έχεις ψευδαισθήσεις που πιστεύεις στον Θεό. Έχε επαφή μόνο με ότι βλέπεις, σε άμεση αλληλεπίδραση (..ωρίμασε..). Γίνε μοντέρνος. Ζήσε. Ξέχασε. Άραγε τι.
Αν είναι εύκολη η πίστη.
Η ηρεμία.
Αν είναι δυνατόν να ψάχνει κανείς, την ηρεμία, την νηστεία, μισώντας τον αδελφό του, αφού Εσύ, Εξισώνεις αυτό το είδος, μίσους, με μια δολοφονία.
Η θλίψη, λοιπόν, της μη ανάγκης προς μετάνοια, και στην πιο απλή μορφή, αντιδράς, καταλήγοντας στο φαγητό. Αφού λείπει η ανθρώπινη αγκαλιά, στοργή, και αγάπη.
Εσύ που επιτρέπεις ορισμένα πράγματα, ανθρώπινες πράξεις, που θα ωθήσουν, ορισμένους, κοντά Σου, επηρεασμένοι από την αναπαράσταση π.χ. κάποιων, μιμούμενοι Εσένα, στον σταυρό. Στις ταινίες, όσοι υποδύονται τον Βίο Σου, Χριστέ, εδώ στη γη. Φορές συγκινούμαστε. Έπειτα ξεχνάμε. Καταφεύγουμε στην εύνοια των δικών μας προσώπων, που φύγαν απ’ τη ζωή. Τους βλέπουμε στον ύπνο μας. Θαρρείς, αντικαθιστούν αξιότερα, τη δική Σου, αγάπη. Ναι, εμείς οι άνθρωποι, είμαστε ανόητοι. Μικροί. Πρωτόγονοι.
Θηρευτές όπου γυαλίζει κάτι. Αστράφτει, φαντάζει πολύτιμο. Θαυματουργό. Όπως οι ζωγραφισμένες ακουαρέλες, στις εκκλησίες, όπου οι ανόητοι ορθόδοξοι, φιλούν, περιμένοντας από το άψυχο χαρτί, ανταπόδοση. Είναι μερικές φορές, οι άνθρωποι.. Άσε καλύτερα.
Πιανόμαστε απ’ τα ίδια μας τα μαλλιά, προσπερνώντας όμως, ως κάτι φυσιολογικό, τους άστεγους (δεν αποκλείεται να σκεφτόμαστε: ήταν τεμπέληδες, καλά να πάθουν!!). Οι άστεγοι, που φορές, θαρρώ, είσαι Εσύ, ο Θεός μας, με μορφή ανθρώπινη, για λίγο, εδώ, όπως πάντα, ξανά, δοκιμάζοντας την καλοσύνη ή την πίστη των ανθρώπων. Όσους έχουν διάκριση, να δουν την παρουσία Σου, στην ανάγκη ενός άστεγου, ενός ατόμου που τείνει τη παλάμη, αναμένοντας τη λεγόμενη φιλανθρωπία, μετά οβολού. Φιλανθρωπία ίσως, με την παγκόσμια σημασία. Όχι ως ελεημοσύνη.
Άλλη μια μέρα πέρασε. Η νύχτα της Ανάστασης Σου, ημερολογιακά. Οι άνθρωποι με φοβίζουν. Το πυρ Σου, με φοβίζει. Ότι συμβαίνει πίσω από την πλάτη μου, με φοβίζει. Το άγνωστο, το αόρατο, με φοβίζει. Εσύ, στα λόγια των γύρω, φράσεις που λαμβάνω να «λέγονται», προς νουθεσία μου. Σε είδα στις ξένες φράσεις. Φράσεις σχολείο, για τον άρρωστο, που πέφτει για ύπνο, αμετανόητος.
Η μανία ορισμένων, να εξηγούν την παρουσία Σου, επιστημονικά. Θεωρώντας αμαρτία, μόνο ότι πάει κόντρα, στους ανθρώπινους νόμους. Κατά τ’ άλλα, βλέπεις μερικές, με ντεκολτέ, Μεγάλο Σάββατο, σχεδόν μεσάνυχτα, στην εκκλησία: Φάτε μάτια ψάρια, και κοιλιά… περίδρομο.
Όπως λέει και ο πατέρας μου, για τα ντεκολτέ: «έτσι αισθάνονται». Αυτό λέω κι ο ίδιος: μόνο σώμα, είναι υπεραρκετές εκεί έξω, μα πόσο τους ξινίζει η αλήθεια ετούτη, Θεέ μου. Αρκεί να μη το παραδέχονται. Καταφεύγουν στα ξενυχτάδικα, στα μπαρ, τα κλάμπ, και όπου είναι δυνατό, το μάτι να εξερευνά, απόκρυφα σημεία του ανθρώπινου σώματος. Δίχως αναστολή. Εσωτερική αυτοκριτική. Έλεγχο. Αφού είτε μας αρέσει, είτε όχι, Θεός υφίσταται, όπως και να ‘ναι, αυτός ξέρει. Εμάς, σε μας αφορά. Εμείς οι άνθρωποι θα πεθάνουμε σε λιγότερο από 100 έτη. Θέλοντας και μη, φορές. Όσοι κατάλαβαν το Θεό, δίπλα τους, κάποια στιγμή, πιθανόν να παραδεχτούν πόσο χαζό είναι, να κρατάς μούτρα ή να μη μιλάς στον άλλο. Επειδή σ’ ετούτη τη ζωή, μόνο όταν καλοπιάνεις τον άλλο, με λόγια και με δώρα, μένει σταθερά καλός, μαζί σου. Ο περίφημος εγωισμός, να είμαστε πάντα, καλά, σα συνεχώς παμουρφαρισμένοι, καθαροί και κεφάτοι. Τόσο έξω, δηλαδή, από την στυγνή πραγματικότητα, των 500 Ευρώ, μισθού.
Επόμενο τότε, ο αντίχριστος, όταν χαρίσει χρήματα, να βρει γρήγορα, υποστηρικτές. Χαμηλόμισθους, απογοητευμένους απ’ τη ζωή. Για προσωπικούς λόγους, ή επειδή ο προδότης πρωθυπουργός, συμφώνησε με τα αμερικανάκια, να μας ψεκάζουν με κατασταλτικά αέρια, από ψηλά, όταν ακούμε για Κρατική διαφθορά. Αδειάζοντας τα ταμεία για άλλη μια φορά. Συνέπεια: περισσότεροι φόροι. Ακρίβεια. Ανεργία. απογοήτευση. Ρατσισμός μεταξύ ομάδων πληθυσμού, σύμφωνα με το μισθό που λαβαίνουν, ή την ανατροφή που τους δόθηκε.
Η λεγόμενη, παντελώς, ελευθερία, από πολύ νωρίς. Καμία συμβουλή, περί ήθους από τον πυρήνα της οικογένειας. Κανείς φραγμός. Μήπως και τα στερνοπούλια, αποκτήσουν, λόγω ..καταπίεσης.. ψυχολογικά προβλήματα. Πες πως γλιτώνουν ορισμένοι από το AIDS ή την εγκυμοσύνη, οι κοπέλες. Η μανία για σέξ, λευτερώνει τα χαλινάρια στον σαρκικό άνθρωπο, ο οποίος τελικά, είναι μόνο αυτό: το σώμα του. Καμιά πνευματική διεργασία (αναξιοποίητος ακόμα περισσότερο, ο εγκέφαλος, έως και καθόλου). Κανένα ενδιαφέρον για ενημέρωση. Κακή ηθική. Αλλαγή συντρόφων. Ντεκολτέ. Αμαρτίες που συσσωρεύονται στη ψυχή.
Εκείνη η χαζή πεποίθηση, πως σε εμένα, πρέπει να έρθουν όλα, στρωτά. Ποιον αδίκησα στο παρελθόν, ώστε τόσο τραγικά πλέον, να μη στεριώνει τίποτα, στα του βίου μου; Ποιον αδικείς τώρα, σκέψου. Έτσι ήταν πάντοτε. Ο λεγόμενος χριστιανικός εγωισμός, ότι πράττουμε, να είναι άσχημο. Να μη περιμένουμε από πουθενά, χείρα καλοσύνης. Λες και μόνο οι Χριστιανοί, έχουν καλοσύνη. Ήμαρτον.
Έχει αντίκτυπο η καλοπέραση. Σα σφουγγάρι, μαζεύει τις αμαρτίες, η ψυχή, λόγω απόλυτης ελευθερίας. Κοροϊδεύουν: δε μιλάς με το τάδε πρόσωπο και αίμα σου, ενώ εκείνοι έχουν τον Δημιουργό, ξεχασμένο, ή κάτι χειρότερο. Που αν Ερχόταν σήμερα, θα του φερόντουσαν χειρότερα, έστω κι αν Παρουσιαζόταν για να κηρύξει, ξανά, ο Ίδιος. Πάλι θα τον μεταχειρίζονταν, με χειρότερα μέσα. Από κείνα, των μυστικών υπηρεσιών, όπως ας πούμε, δολοφονίες πολιτών, ανύποπτα! κανείς δεν εξιχνιάζει, κι η Κοινωνία, μένει με την απορία.
Η έμμεση λύση όταν θέλεις να αποφύγεις κάποιον: κανείς δε θα μου πει, τι θα κάνω. Όλα τα πράττω σωστά και “άγια”. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
Βλέπουν οι γονείς, τις κόρες τους να γδύνονται στα περιοδικά ή την τηλεόραση, και αν δεν παίρνουν μάτι, δεν τολμούν καν, να ελέγξουν το παιδί, για τα έκλυτα πάθη του, που διαφημίζει. Επειδή περί αυτού, πρόκειται.
Για να μπορέσεις να δεις τον Θεό, πρέπει να έχεις, στο ελάχιστο έστω, συνείδηση. Κάτι που δε μας αρέσει, φυσικά. Ούτε εμένα. Γιατί με τοποθετεί στο σημείο να δέχομαι όλα τα κακά, που μου κάνουν. Ως κάτι φυσιολογικό. Χωρίς να περιμένω, δικαίωση. Π.χ. να βρω δουλειά, ενώ ο εργοδότης, μου μιλά άσχημα, χωρίς να με έχει, καν, προσλάβει. Έστω κι αν βάλαμε μέσο, για να ‘χω δικαίωμα, να ζήσω!!
Θυμούμενος το γνωστό ρητό: «μη πας στο Θεό, για να σου λύσει τα επίγεια προβλήματα».
Αναρωτιέμαι σε ποιον να πάω, τώρα.
Μη πεις: στον εαυτό σου. Επειδή οι ισχυροί δεν αλλάζουν νοοτροπία. Φιλότιμο; Τι ‘ν τούτο;
Ομορφιά; Εννοείται. προκειμένου να προχωρήσεις επαγγελματικά. Ορμόνες είναι αυτές. Ψάξε στις αγγελίες. Βγάλε συμπέρασμα.
Αν ήθελα να πέσω σε κορόιδα, γυναίκες, να με κρεβατώνουν, πληρώνοντας μου όποια έξοδα, πιστεύω πως θα ήταν εύκολο. Αφού σήμερα, το ταλέντο είναι παραγκωνισμένο, η ποιότητα σφαγιασμένη. Η ηθική, θαμμένη. Η γνώση περί Θεού, αγνοημένη, όπως όλοι οι χαμένοι σε πόλεμους, που κανείς δε τους βρήκε. Η τάση ορισμένων, η θρασύτητα τους, να λένε: Η Αγία Γραφή, πρέπει να εκσυγχρονιστεί (παρομοίως τα ανθρώπινα δικαιώματα). Ν’ αλλάξουμε δηλαδή, λέξεις στο θεόπνευστο βιβλίο. Μήπως αντικαθιστώντας τα πρέπει με τα μη, με: για να επιτευχθεί το τάδε, π.χ. μια γυναίκα να παντρευτεί, επιτρέπεται να φορέσει κοντή φούστα. Ντεκολτέ. Βάψιμο προκλητικό.
Όλες τις αμαρτίες, τις προκαλούν οι γυναίκες. Μη γελιόμαστε. Όσο μας σκανδαλίζουν με την εμφάνιση τους, τόσο θα παραποιούμε, μέσα μας, τις Εντολές.
Έλα τώρα, τι σημαίνει μοιχεία, εξάλλου. Αφού δε μας δίνει σημασία ο/η σύζυγος. Δουλεύει πολύ. Δε τηρεί τα συζυγικά καθήκοντα. Η γυναίκα είναι πολύ νοικοκυρά και μόνο, προσποιούμενη συνεχώς, πονοκέφαλο για το σχετικό θέμα. Άλλη παρατά το σώμα της, παίρνοντας κιλά. Ορισμένοι άντρες είναι πολύ καθαροί, πολύ καλοί, πολύ προβλέψιμοι, εκνευρίζοντας τη σύζυγο, που μια ζωή, διασκέδαζε. Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Παρασύρεσαι κι εσύ, από κάποια που σου κουνιέται στη δουλειά, ή στο δρόμο, μια φορά, στο τόσο. Λες θα την κατακτήσω. Κρύβεις τη βέρα που φοράς. Σκέφτεσαι: είναι Άνοιξη, τώρα, οι γυναίκες είναι ξαναμμένες. (Λειτούργησαν επιτέλους, οι ορμόνες τους!). Η αχαριστία να μη κρατάμε το καλό, δεν είναι μόνο, γυναικείο επάγγελμα. Η λεγόμενη γενικά, περηφάνια, μιας επιτυχημένης, επαγγελματικά, γυναίκας, η οποία κριτικάρει τον αδελφό της, επειδή εκείνος δεν σπούδασε, δεν πήδηξε πολλές γυναίκες, δεν έζησε. (Η πιπίλα: είσαι κομπλεξικός).
Ποιες είναι οι δικές μου αμαρτίες;
Τόσες, ώστε να βαριέμαι να μετανοήσω, παρομοίως βαριέμαι τη ζωή, μένοντας για άνεργος, χρόνια. Με το αίμα να πήζει εύκολα, πλέον, στους μηρούς, λόγω έλλειψης άσκησης. Που ούτε, ορισμένα ελπιδοφόρα, ύπνου, όνειρα, ή η παρουσία του Θεού, ή η καλοσύνη, δικών μου ανθρώπων, βαίνουν ικανά να με ενεργοποιήσουν.
Αρκετά λίγο, λόγω φιλότιμου. Μα βαριέμαι τόσο πολύ.
Βαριέμαι και θυμώνω, όταν γύρω, δεν συμφωνούν μαζί μου. Έχω συναναστροφή, υποστηρίζω –όπως όλοι. Επικοινωνώ. Ανήκουν στο παρόν, παρομοίως η ανάγκη να υπάρχει Θεός.
Μετά θυμήθηκα, όλη την υπομονή που Έχεις δείξει, στον βίο μου, μ’ όλα μου τα ξεσπάσματα. Όλες οι καταστάσεις –για καλό- που Φέρνεις, πολύ σιγανά, με απαλό σύστημα, στο βίο μου, όπως πράττει ένας πατέρας, που νοιάζεται. Μήπως ξεχάσω κάθε κακό που προκάλεσα ο ίδιος, στον εαυτό μου. Κι από άγνοια. Φόβο. Υποτίμηση.
Όλες εκείνες οι στιγμές, που μετανιωμένος, παρατηρώ λίγα στοιχεία, καλά, μέσα μου, αδοκίμαστος όμως, απ’ τη σκληρότητα των πολλών, γι’ αυτό και η χρόνια απομόνωση. Οι στερήσεις. Τα ανεκμετάλλευτα καλοκαίρια. Η επίγνωση, με τη συμφωνία –ειρηνικά- να δεχτώ ότι έγινα. Μακριά από τη ζωντάνια των ανθρώπων. Στους οποίους αφιέρωσα τόσο χρόνο, γραπτώς, σα να μεγάλωνα “ένα παιδί”, που έντεκα χρονών, πια –όσα και τα έτη που συγγράφω- στέκεται στο παράθυρο, ακούγοντας το, να με ρωτά: «έτσι είναι η ζωή; θεατής;». Μια ερώτηση που μου απηύθυνα πολλές φορές. Όσα ο ίδιος έχω το κουράγιο ν’ ανακαλύψω, σε εμένα. Τα καλά που κινητοποιούν.
Ρωτάς, τι γίνονται; Τα πνίγω; Σε βάλτους όπου κανείς δε πατά –έτσι είναι τα θέματα προς συζήτηση, που αποφεύγεις.
Εκείνος, εκεί ψηλά, γνωρίζει πολύ καλά, όσα με αφορούν. Ευτυχώς, μας αγαπά. Μόνο οι άνθρωποι ανέχονται την αδικία. Το αφύσικο τερματισμό του δικαιώματος του άλλου, να αναπνέει. Να ψάχνει. Να μαθαίνει. Να μιλά. Ψάχνοντας την ανθρώπινη ιστορία, τι προκάλεσε κάθε θρησκεία, ανά τους αιώνες, στο να παύει η ειρήνη. Μ’ ένα μικρό φόβο, όμως, ατομικά, στον καθένα, μη Θυμώσει, κατακεραυνώνοντας μας. Μιας και όπως Είπε: είμαι Θεός ζηλότυπος, άλλο θεό, μη λατρεύετε, από Μένα. Καλό θεό; Ρωτώ, έτσι, για διάλογο. Πόσο νωρίς, μεγαλώνοντας;
Τα παιδιά, είναι μεν αγνά, νωρίς, υφίσταται σ’ αυτά, όμως, η ανάγκη της ενεργοποίησης της αίσθησης, περί παρουσίας Θεού; Όσα παιδιά χάνονται πρόωρα, που πάνε; Δε θα το κρίνω εγώ, φυσικά. Όπως κι εσένα, λες, μες τα νεύρα σου.
Κανείς δεν δικαιούται να με καταδικάσει αιώνια, στηρίζω έναν αντίλογο. Εμείς π.χ. βλέπουμε τους γονείς μας, καλούς. Άρα, ποιος δικαιούται να τους ρίξει στα καζάνια; Εξάλλου, μια ζωή αδικημένοι, είμαστε. Ως το σημείο, λόγω στενοχώριας, να αδικούμε τους δικούς μας. Επιλέγοντας, οι «γέροι» γονείς μας, να φιλοξενηθούν στο σπίτι μας, αργά όμως, μετά από πέρας πολλών ετών, δικών μας, έγγαμου βίου. Δύσκολο πράγμα ο σεβασμός. Θέλει προσπάθεια. Θάρρος να το λες, κιόλας: αγαπώ τους γονείς μου.
Ο Θεός δε το λέει.
Το αγνό, το καλό, το υποτιμούμε.
Θάρρος μόνο για χλευασμό. Ειρωνεία.
Το εσωτερικό, το τακτοποιημένο, το μεταφράζουν εκείνοι: μην είσαι κορόιδο. Γιατί φοβάσαι τον Θεό; Απαγορεύοντας πράγματα, σ’ εσένα. Χάνοντας χρόνο.
Ετούτες οι σελίδες, το θέμα, κάπου γράφεται, με φόβο. Μα μη στα λέω, εσένα, συνάνθρωπε, βολεμένε, και μειδιάς.
Ούτε που έχεις ιδέα, τι σημαίνει: ευλογημένος.
Την καλή υγεία, το καθημερινό φαγητό, τα καθαρά ρούχα, για σένα είναι, αυτονόητα! Ευλογημένος, για σένα, σημαίνει οικονομικά ευκατάστατος, επιτυχημένος, μεγαλομεγάλος, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Εσύ ξέρεις. Καλά.
Που καιρός για φιλότιμο.
Να μας αγαπάς, Κύριε, μα να μη σε θέλουμε. Τραγικό μου ακούγεται, για όσους τουλάχιστον, σε συνάντησαν, τουλάχιστον. Εδώ. Μετά θάνατον, δεν έχεις επιλογή.
Όλα θα ξεχαστούν. Πίστεψε με. Από νωρίς. Χαμένη η έγνοια για ησυχία. Χρόνο για μένα. Μόνο για μένα. Δίχως ήχο. Φοβίζει, ε;
Η εσωτερική γαλήνη. Πραγματικά. Δίχως καφέ ή άλλα διεγερτικά. Φορές παραδέχομαι, πως βρίσκει κανείς, γαλήνη. Μα είμαι πολύ εγωιστής, για να πω, Ποιος τη δίνει. Κατά χάρη.
Όλα θα ξεχαστούν. Από νωρίς.
Καταλήγοντας την επομένη, 11 παρά, βράδυ, να συλλογίζομαι, πως μπορούσα, κάποια στιγμή, ήμουν άξιος! Να εξηγήσω τη προσευχή: «πιστεύω», ενώ σήμερα, με το νέο ημερολόγιο, ημέρα Ανάστασης, τέλος της Μεγάλης εβδομάδας, δεν θέλω να πω, ούτε, Χριστός Ανέστη. Τόσες μέρες, ούτε χρόνια πολλά. Μόνο μετά από πίεση, μη με παρεξηγήσουν στη γειτονιά. Μου πέφτει βαριά στο στομάχι, η Αγία Γραφή.
Τελείωνα που λέτε, το ξύρισμα, παρατηρώντας ξαφνικά, πόσο νέος φαίνομαι, δημιουργώντας συνειρμούς, με τον όρο, ψυχή. Θυμούμενος το τελικό κάλεσμα, του Θεού, προσωπικά σε εμένα. Η άρνηση μου. Αναγνωρίζοντας κάπου, μέσα μου, τι έκανα –λάθος. Ο χαζός μετέπειτα θυμός μου: «πως Τόλμησες κάτι τέτοιο». Μια αίσθηση απαξίωσης για τα πάντα. Οι ειδικοί θα το εξηγούσαν ως άγχος, προερχόμενο από θρησκευτικό προσηλυτισμό, η οποία θρησκεία, απαγορεύει στον άνθρωπο να είναι ελεύθερος, με δικαίωμα επιλογής (να βασανίζεσαι, διαφορετικά, αιώνια, όχι μόνο εδώ).
Δεν ξέρω αν η θρησκεία, καταστρέφει τελικά, τον άνθρωπο.
Ετούτη η οικογένεια θα είχε χαθεί, εντελώς, χωρίς την προσήλωση του πατέρα μου, στον Θεό. Βλέπεις, δεν γίνεται να είσαι καλός, αν δεν πιστεύεις στον Θεό. Δε μας φτάνανε όλα τα υπόλοιπα άγχη.
Η ηρεμία υποστηρίζεις, ομοιάζει με αποχαύνωση.
Ηρεμία σημαίνει να συγχωρείς, ξεχνώντας τους διώκτες σου. Αποδοκιμάζοντας τις προσωπικές μας πράξεις, λόγω άγνοιας του αποτελέσματος, ή αδιαφορίας, πως επηρεάζουν, ή τι μέλλον θα έχω, έστω και μ’ ένα πρόσωπο που με εκτιμά. Νοιάζεται. Αφιερώνει χρόνο. Σου είπα, πρέπει να ‘χεις συνείδηση, για να λες ευχαριστώ. Να είναι οι αισθήσεις σου, ανοιχτές. Με διάκριση. Ακόμη κι έτσι, φαντάζει ενοχλητικό.
Σα να στέκομαι σε ένα σταυροδρόμι.
Η μια διαδρομή, είναι άνετη. Όλοι τρέχουν. Αγοράζουν “αυτοκίνητα”, δίχως σκέψη. Συγκρούονται δικαιολογημένα, αν επιχειρήσεις παύση. Μα του κάκου. Ο άλλος δρόμος, είναι για όσους θα περπατήσουν. Κοπιάζοντας. Στέκονται. Πραγματοποιούν αυτοκριτική. Λένε μέσα τους: θέλω να είμαι αξιοπρεπής. Για μένα, έστω. Συγχωρώντας. Όχι μικρότητες.
Την προσωπική συγχώρεση. Χμ, δύσκολο μου φαίνεται.
Χωρίς ψυχική κάθαρση. Στον τωρινό χρόνο. Με τα σημερινά δεδομένα. Στη μοναξιά, αν θελήσω να βρω χρόνο, πιθανό. Θέλω;
Τι πράγμα;
Τη μοναξιά; ή το χρόνο;
Μόνο Εκείνος, το γνωρίζει. Δεν έχεις το δικαίωμα να τα γνωρίζεις όλα, για μένα.
Ποιοι είναι εκείνοι που αντέχουν, για πάντα, μόνοι. Για πες μου.
«Το ξέρεις πως ο Θεός θυμώνει, που του χαλάς τα σχέδια;»
Να δω πότε θα θυμώσω ο ίδιος, για μένα. Τη στασιμότητα που επιδιώκω. Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα κάνει ο Θεός. Ο ισχυρός, πάντοτε πράττει ότι νομίσει.
Λόγια που γράφονται, μ’ ένα φόβο, παρομοίως με θρασύτητα. Βαριέμαι. Θέλω να φάω κάτι ζεστό. Να ξεχάσω.
Ναι, ναι. Έφαγα. Γέμισα, τη μπάκα μου. Κοινώς, το στομάχι.
Δεν λέει κάτι, να είμαι ειλικρινής, μόνο για μένα. Δε βλέπω κάποια ωφέλεια, σε αυτό. Απλά, βαίνει μια προσωπική ψευδαίσθηση.
Σε άλλες περιπτώσεις, με μικρή ωφέλεια, π.χ. βλέπεις σε κάποια γέρικη γυναικεία, φυσιογνωμία, την αγαπημένη σου γιαγιά, που έχασες. Κρίμα να φεύγουν όσοι αγάπησες.
Κρίμα να βρίσκεις λύσεις, μόνο σε ότι αφορά κάποιον άλλο.
Είμαστε έξυπνοι σε τούτη τη μέθοδο. Να είμαστε μόνο, σαρκικοί. Το θέμα με τους άπιστους, γιατί δεν θέλουν τον Θεό, έγκειται στο ότι, κάτι τέτοιο, τοποθετεί σε κουτάκια, την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, απαλείφοντας εντελώς, την επιθυμία. Κάτι που οδηγεί σε προσωπικό ευνουχισμό. Με συνέπεια, ψυχολογικά προβλήματα, όπως έχουν βαπτίσει, εξάλλου, οποιαδήποτε προβληματική συμπεριφορά. Λες και η ψυχή είναι μια αυτόνομη οντότητα, ανεξάρτητη από το πνεύμα, όλες οι διεργασίες που τελούνται στον εγκέφαλο. Όλες οι αποφάσεις, αποτέλεσμα χημικών διεργασιών, σε ολόκληρο το σώμα.
Άρα τι είμαστε, πνευματικό είδος ή σαρκικό; Αφού η ψυχή είναι μια αυτόνομη οντότητα. Στην οποία ρίχνουμε όλα τα βάρη για ότι μας συμβαίνει. Στον δημιουργό της ψυχής. Ο οποίος μας έπλασε καθ’ εικόνα και ομοίωση, αναρωτιέμαι, πως. Αφού τα φύλα είναι δύο. Αλλά το σώμα της ψυχής, ένα είδος; Κάτι τέτοιο θα εξηγούσε πολλά. Ο Θεός φτιάχνει μια ψυχή. Το σώμα είναι απλά ο αμφορέας. Το σώμα μεταφέρει το σώμα της ψυχής, βοηθώντας το να εκπαιδευτεί, σα μικρό παιδί που πρέπει να μεγαλώσει. Το θαύμα του ανθρώπινου σώματος.
Ειδήσεις με θαύματα, περιπτώσεων σε ατυχήματα, όπου άνθρωποι γλιτώνουν παρά τρίχα. Από δικό τους λάθος ή σε φυσικές καταστροφές. Μια αύρα που με τυλίγει, περιόδους που είμαι ήρεμος, με όποια αυτογνωσία. Περί σωστού, συγχώρεσης. Ωθούμαι να προσπερνώ τα παλιά. Μπερδεύομαι φορές, που πρέπει να επιλέξω την επικοινωνία, συνομιλώντας: Ιησούς, Πατέρας. Το Άγιο Πνεύμα είναι ένα περιστέρι, μόνο: αγαπώ τα περιστέρια. Τα σέβομαι.
Στον Πατέρα, πας, μέσω του Ιησού, όπου πρέπει να παραδεχτείς πως Πήρε και τις δικές σου αμαρτίες, στο Σταυρό. Τούτο δηλώνει μετάνοια. Εξέλιξη. Άρα κατευθύνεσαι φυσικά, προς τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Αντλώντας παραδείγματα, σε αντιπαράθεση με τη σημερινή κατάσταση.
Οι επιδιώξεις μου όμως, είναι άλλες.
Στα φουντώματα, η αμαρτία. Η συνέπεια της αυτοκαταστροφικής διάθεσης, μη επιλέγοντας ταίρι.
Θέλω να υπάρχει χρόνος, ακόμη, μπροστά. Άρα δε δέχομαι τον αντίχριστο. Η γενιά μου, να το περάσει.
Στόχος μου είναι να γίνω ένας αξιοσέβαστος συγγραφέας, που όμως πρέπει να ξεπεράσει τα προσωπικά του πάθη. (Όταν κάποιος δε δέχεται την πραγματικότητα, η γραφή του θυμίζει πετρελαιοκηλίδα που έμεινε τελικά, στάσιμη, ή που μολύνει για δεκαετίες, τον άνθρωπο τον ίδιο, μέσα του). Πάντα εμείς φταίμε, για ότι μας συμβαίνει. Απαρνούμαστε τα γονίδια. Καθορισμένες συμπεριφορές, ως συνέπεια.
Έχω βαρεθεί ν’ απολογούμαι για μένα ή να βρίσκω χρόνο να παραδέχομαι, μόνο για μένα, τι είναι, σωστό. Άλλο αν δε το εφαρμόζω. Θα μου πεις: γιατί διαδίδεις το «σωστό», τότε; Συνέπεια δικών μου γονιδίων.
Η ζωή μου, όπως και να ‘χει, είναι εδώ. Τώρα.
Πρώτα πρέπει να τακτοποιηθώ, εδώ, τώρα, ύστερα οι φιλοσοφίες. Οι οποίες γεννούν, Λες, ανούσια ερωτήματα, μέσα μας. Έχω βαρεθεί να είναι μόνο ένας, σωστός. Κοίτα ποιος τα βάζει με τον Θεό: ο άνθρωπος.
Ο Θεός, χρησιμοποιεί ανθρώπους, για να σε προσεγγίσει. Αν συνήθισες να κάνεις ότι θέλεις, δε θα ακούσεις. Αν όλο ετούτο, πέσει σε λάθος χέρια, τότε, συμβαίνει το εξής:
Ο ίδιος μου ο πατέρας, να με απειλεί, πως αν δεν πιστέψω στον Θεό, δεν πρόκειται να βρω, ποτέ, δουλειά. Δεν αναρωτήθηκε ποτέ, γιατί δεν θέλω την κοινωνία τους. Απλά προσηλυτισμός που επιβάλλει μόνο στο ένα του παιδί, παριστάνοντας τον σωτήρα. Πόσο πιο αποκρουστικό μπορεί να ακουστεί.
Τι ωραίο που είναι να είσαι άθεος, και να πολεμάς, μόνος, τους ισχυρούς, εδώ, και στο σύμπαν. Που πιστεύουν, ο καθένας απ’ το δικό του εγωιστικό ..καλό.. πως κατέχουν το δικαίωμα να παίζουν με τις ανθρώπινες ζωές. Προδιαγράφοντας το τέλος, όλων μας, ούτως ή άλλως.
Εγώ θέλω να ζήσω –όταν το αποφασίσω.
Την έχω γραμμένη στα παπάρια μου, την Αποκάλυψη. Μα δεν είμαι τόσο βλάκας, να πετάξω την Αγία Γραφή ή το σταυρό από ένα άλλο δωμάτιο, στο σπίτι. Ποιος ξέρει τι θα μου Κάνει. Παραδίδοντας με στον θεό που διάλεξα, ετούτου του κόσμου.
Οι περισσότεροι είμαστε άθεοι.
Εγώ. Εσύ. Μια ανακατωσούρα, από αρκετά παλιά.
Ο Παράδεισος. Η εκδίωξη. Δικαιολογία για να μην είναι, ποτέ, ίσο, το σαρκικό ανθρώπινο, είδος, με τον Θεό. Τούτο εξηγεί πολλά. Αναρωτιέμαι βέβαια, αν οι πρωτόπλαστοι είχαν ψυχή ή «μπήκε», με την πρώτη εναντίωση, με το μήλο. Σαν πιστωτική κάρτα, που χρεώνεται ολοένα. Άλλοι αυτοκτονούν, αμαρτάνοντας. Άλλοι απλά, παύουν να αγοράζουν. Ελαχιστότατα έστω.
Η αίσθηση της νέας γενιάς, να πράττουν ότι θέλουν. Λες και η δυνατότητα προς δημιουργία, αμαρτίας, σταμάτησε, όταν οι γονείς μας ήταν νέοι. Δυνατότητα είπα; Ικανότητα εννοούσα. Στη δυνατότητα, έχεις επιλογή.
Που θα βρω δύναμη, Θεέ μου, να αισθάνομαι ευτυχία, μέσα μου. Περισσότερο στο έλεος Σου, ας θυμώνω, φορές.
Κανείς βρίσκει πλήρωση, μέσα του, σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα του.
Αν τον ωφελούν; Ρωτάς.
Μη σκέπτεσαι τόσο. Συνήθως ότι κάνουμε, όπως το γράψιμο, είναι από ανάγκη προσφοράς.
Η ζωή, η ομορφιά της. Σαν άριστη λήψη, εσωτερικής κεραίας, τηλεόρασης. Ο συμβιβασμός, κάποια κανάλια να μη φαίνονται, καλά. Η ανάγκη να μιλήσεις, χαιρετίζοντας το άγαλμα της ελευθερίας, το οποίο ευτυχώς, κατασκευάστηκε, στην ευρώπη.
Αμέσως μετά, κάτι στην τηλεόραση, με μολύνει. Με ρίχνει. Μου χαλά τη διάθεση. Θυμάμαι πως είμαι αμαρτωλός. Όλες οι γνώσεις που έλαβα, περί Θεού, ως προσωπικές επιγνώσεις. Το σαρκικό κακό, που υπάρχει, τώρα, στον πλανήτη Άρη. Ότι απέμεινε από τη μείξη του πληθυσμού, με κακά γονίδια, μετά από τον κατακλυσμό του Νώε. Κάθε τόσο έρχονται στη γη, όχι τόσο ελεύθερα, πιστεύω, ωσότου, όπως γράφει στην Αποκάλυψη, το κακό να πέσει στη γη. Η πεποίθηση πως είσαι δούλος, κατά τον Θεό, με την κακή έννοια, όμως. Συνεχώς αδικημένος. Δίχως σωτήρα, λες τη γνώμη σου. Ρωτάς; Συμπεραίνεις; Δούλοι εκεί, δούλοι εδώ. Υποχείρια κάθε ισχυρού. Κι εδώ. Οικογενειακά. Ο καλός μου ο μπαμπάς, που πιθανόν να με απειλεί, με προσωπική του κόλαση, αν δεν πράττω όπως τα θέλει, καθετί. Ν’ ασφυκτιείς, με το να σε τοποθετεί ο άλλος, σε αναγκαστικό σταυροδρόμι. Να Σωθείς. Να συνέλθεις, εδώ, με το να ανέχεσαι, εννοούν, να αδικείσαι από τους δικούς σου, εσαεί.
Ν’ ασφυκτιείς από τα προβλήματα, σε σημείο να πιάνεσαι από θρησκείες, για σωτήρες. Κάθε είδους.
Το υπέρτατο όπλο Του: κάνε τον άνθρωπο ν’ αγανακτήσει, ξεκινώντας ν’ αναθεματίζει ώστε στην κοινωνική του ανημποριά, να προστεθεί η παράδοση στον εχθρό της ψυχής. Ο άνθρωπος να μη πιστεύει, πως ο Θεός θα τον ανέχεται για πάντα. Εκτός φυσικά, από τους εργοδότες, που αδικούν. Αυτούς δε τους αγγίζει ο Θεός, ειδικά όταν καταστρέφουν ζωές.
Μου φαίνεται πως δεν ξέρετε με τι έχετε να κάνετε, που μπλέξαμε εμείς οι άνθρωποι, όσο αφορά τον Θεό. Μου λες, τα ‘χω μπερδέψει. Μία γράφω καλά λόγια για Κείνον, μία τον κατηγορώ. Ούπς! Λες να μην είμαι τέλειος; Να μην αναζητώ κι εγώ το εύκολο χρήμα; Μέσω τζόγου; Λες να μην είμαι άνθρωπος όπως εσείς;
Ποιος γίνεται ρεζίλι;
Εκείνος που τολμά να μιλά, ή εκείνος που προσπαθεί, σιγά σιγά, να ξεμπερδεύει μέσα του, ευχαριστώντας για το φως του ήλιου, τελικά. Επειδή άνθρωπος είναι, και κάτι πρέπει να φοβάται. Ούπς, πάλι, λες να μην είμαι τέλειος; Ούπς, δεν είμαι. Προσπαθώ πάντως, συγνώμη, επιβάλλω στον εαυτό μου, να είμαι ταπεινός. Επειδή οι στόχοι εμπεριέχουν υπερηφάνια. Στόχος να είσαι Έλληνας.
Σπάνιος ο στόχος, ν’ αντλείς χαρά πάνω στις ελλείψεις σου. Από κάπου στηρίζεσαι, μετά από λάθη. Εκμεταλλευόμενος το τώρα. Την απόκτηση του επιούσιου, διανύοντας περιόδους, ετών. Παιδί. Νέος. Πλησιάζοντας τα σαράντα. Μεσόκοπος. Αρχές γηρατειών. Με όποια, θα προτιμούσα, εσωτερική, ομορφιά. Αφού σήμερα, αν δεν είσαι όμορφος και με λεφτά, αφού, νοητά, έγινε κανόνας, τσάμπα περίμενε, κάτι. Να σε αποδεχτεί, ιδιαίτερα, το αντίθετο μας, φύλο. Ξέρω, δεν είναι όλοι, ίδιοι. Μα να μη φτάσουμε στο σημείο να θεωρούμε τη ζωή, εύκολη. Π.χ. μόνο ταξίδια, και γράψιμο. Όλα στο χέρι.
Μακριά από τη σκέψη: ο Θεός τα βλέπει όλα. Όταν Τον θυμάσαι. Η διαρκή πεποίθηση του χριστιανού: είμαι άρρωστος. Αν είναι δυνατόν να ζήσεις έτσι. Φαντάσου το λίγο. Ένας ψυχολόγος θα το αποκαλούσε, ψυχωτική, βαριά, μορφή, αποτροπιασμού, απέναντι στον ρόλο σου ως ενήλικας. Θρησκευτική μανία, μανιοκατάθλιψη. Ιδιαίτερα επικίνδυνη, συμπεριφορά. Με τάσεις αυτοκαταστροφικές. Εξάρτιση από την παιδική ιδέα: κάποιος άλλος να μας λύνει τα προβλήματα. Εν προκειμένω, ο Θεός. (Ψυχολόγοι πισωγλέντηδες).
Διερωτάσαι, πως έζησαν ως τα τώρα, οι προηγούμενες γενιές. Ξέρω, ξέρω. Μακριά απ’ τον Κύριο. Ευτυχώς εκείνοι έζησαν, μακριά από το φόβο του επερχόμενου θανάτου τους, γενικότερα, ως ανθρώπινο είδος. Μακριά από την έγνοια, πότε θα τα κακαρώσεις.
Θα μου πεις, υπερβάλλω.
Λέγε ότι θες, δεν σ’ ακούω.
5
Η μουσική στο διπλανό διαμέρισμα

«Σου καλύπτει κάποια ανάγκη, αυτό;» αποδοκίμασε την Ερασμία, η φίλη της, η οποία κοιτούσε μια κορνίζα, στο κομοδίνο του κρεβατιού, με το πρόσωπο ενός άντρα που έδειχνε νέος.
Η φίλη της Ερασμίας, σηκώθηκε.
«Να πηγαίνω κι εγώ», άκουσε η Ερασμία, να της λένε. Την ξεπρόβαλλε η Ερασμία, ως την εξώπορτα.
«Οριστικά», μίλησε η οικοδέσποινα, με τέτοιο τόνο, στη φωνή, κλείνοντας την πόρτα, ώστε να την ακούσει η άλλη γυναίκα, η οποία, σοκαρισμένη, πλησίασε το ασανσέρ.
Η Ερασμία, κατευθύνθηκε ξανά, ως το υπνοδωμάτιο.
Το πρόσωπο εκείνου του άντρα. Μια εκτυπωμένη φωτογραφία, από το ίντερνετ, ενός ανθρώπου, που την περνούσε δύο χρόνια. Του οποίου είχε διαβάσει, σκέψεις και απόψεις, από την ιστοσελίδα του.
Ναι, κάτι της κάλυπτε εκείνη η κορνίζα. Μια παρηγοριά, ήταν.
Έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της. Χαμογέλασε.
Εδώ και μισή ώρα, περίπου, 9 παρά εικοσιπέντε, βράδυ, έφτανε ξανά, η μουσική από το διπλανό διαμέρισμα, στο υπνοδωμάτιο της.
Πως την πάτησε έτσι, σκέφτηκε. Πως την κορόιδεψε ο ιδιοκτήτης, όταν της το πούλησε. Δεν της ανέφερε, πως ο διπλανός ιδιοκτήτης, που νοίκιαζε το γειτονικό διαμέρισμα, είχε “φάει” τον τοίχο, για να μεγαλώσει τα τετραγωνικά, όποιου δωματίου βρισκόταν δίπλα. Πως το καταλάβαινε, εκείνη;
Από τη καθαρότητα του παραγόμενου θορύβου. Δε γνώριζε τι συνέβαινε δίπλα. Μόνο, το όνομα του ενοίκου, γνώριζε. Άντρας ήταν.
Μέσα Άνοιξης.
Της Ερασμίας της άρεσε, σχεδόν, ας πούμε, το μουσικό ρεπερτόριο που επέλεγε, εκείνος, με τα όποια του, σε επιλογή, πενταγράμμου, ξεσπάσματα.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι, με τα χέρια κάτω από το μαξιλάρι.
Ένα ορχηστικό, έπαιζε τώρα. Έκλεισε τα μάτια.
Φαντάστηκε πως ήταν σχεδόν, καλοκαίρι. Σε μια αποβάθρα, η οποία λειτουργούσε και ως λούνα πάρκ. Βράδυ, όπως τώρα. Ο κόσμος διασκέδαζε. Χαρούμενα πρόσωπα. Την έπιασε νοσταλγία, σα να το ‘χε βιώσει, κάποτε. Της άρεσαν τα ταξίδια, και ας μην είχε καταλύσει, στο εξωτερικό, πουθενά. Την ευχαριστούσε η ξεγνοιασιά, με καλή παρέα. Μα που να βρεθεί. Ορισμένοι άντρες που τη πλησίαζαν, μιλούσαν, και σάλια σχηματίζονταν στα χείλη.
Σαββατόβραδο, σήμερα. Θυμήθηκε τη γυναίκα που ξεπροβόδισε, πριν λίγα λεπτά. Της φέρθηκε, οπωσδήποτε, απότομα.
Κάποιοι άνθρωποι δε σε δέχονται όπως είσαι. Ονειροπόλα, συλλογίστηκε. Αισθάνθηκε το βλέμμα του άντρα από την κορνίζα, να ‘ναι, αγκαλιά, επιπλέον. Τι κρίμα, εξακολούθησε τη προηγούμενη σκέψη της: οι καλοί χαρακτήρες, να προτιμούν τις μικρότητες.
Θυμήθηκε τα ξεσπάσματα του, στην ιστοσελίδα του, στο ίντερνετ. Αν δεν ήταν αυτά, θα τον πλησίαζε (τον ήθελε, λοιπόν, τόσο τέλειο;). Το πρόσωπο του. Ωραίο πρόσωπο. Με ελαφρά γενειάδα. Εκείνη 33 και κάτι ψιλά. Εκείνος, 35. Φορές έχτιζε, μέσα της, όμορφα παραμύθια, κοινής τους συμβίωσης. Παραμύθια, σε σύγχρονη εκδοχή. Ήταν και ρεαλίστρια. Απλά, αγαπούσε πολύ, ότι την ενδιέφερε. Παρομοίως τη μουσική.
Ένα μπλούζ άρχισε να παίζει από δίπλα.
Αυτός ο άνθρωπος, έχει μουσική παιδεία, Ερασμία.
Απλά τελευταία, αραίωσε να κάνει music bar, το σπίτι που εκείνος, νοίκιαζε. Μήπως τον απασχολούσε κάτι; Μια μελαγχολία, λόγω Άνοιξης. Ο καιρός που καλυτέρευε. Η έξοδος του Πάσχα. Πως τα πέρασε άραγε; Δεν ακούστηκε καθόλου, την Μεγάλη Εβδομάδα.
Η Ερασμία,, αν δε διάβαζε, μετά τη δουλειά, το απόγευμα, κάποιο βιβλίο, τακτοποιούσε το σπίτι. Μιλούσε με μια αγαπημένη της, ξαδέλφη, η οποία όμως, εργαζόταν αρκετές ώρες. Δεν βλέπονταν συχνά. Δεν ήθελε να τη κουράζει περισσότερο. Τη σεβόταν.
Γιατί οι άντρες δεν είναι φίλοι μας;
Τι τους φταίει;
Θυμήθηκε το τελευταίο της δεσμό. Τη παράτησε, λόγω δικού του φόβου, για περαιτέρω δέσμευση. Παρατηρούσε, επίσης: βιαζόταν εκείνος, να ολοκληρώσουν.
Παρόμοιες βραδιές, η Ερασμία, αισθάνεται τόσο μόνη.
Συνεχίζει, με κλειστά βλέφαρα, την ονειροπόληση της, ακούγοντας όμορφη μουσική.
Φορές, της ήρθε να χτυπήσει τη πόρτα του γείτονα, νέος είναι, ναι; Μάλλον. Να γνωριστούν. Να της δανείσει cd. Δίσταζε.
Οριστικά, λοιπόν, θυμήθηκε τι απεύθυνε στη φίλη της.
Βαριά κουβέντα, μα δεν την άντεχε. Την κούραζε η επιμονή της, να τη προσγειώνει. Οριστικά, επομένως. Ξαφνικό. Ναι.
Θα της ήρθε ξαφνικό. Μερικοί δεν καταλαβαίνουν αλλιώς. Η Ερασμία την είχε, ήδη, βγάλει, από τη ζωή της. Καλύτερα έτσι.
Θυμάται τώρα. Την γνώρισε σ’ ένα γάμο, συγγενή της. Διασκέδασαν πολύ, εκείνη τη μέρα χαράς. Αντάλλαξαν τηλέφωνα. Συζητούσαν τηλεφωνικά. Συναντιόνταν για καφέ, έξω, σαββατοκύριακα, περισσότερο. Κι όταν είχε σχέση.
Υποστήριζε η μια την άλλη. Ως εδώ, όμως. Μήπως τη ζήλευε, η Ερασμία;
Τώρα πως κολλάει το νησιώτικο, με το μπλούζ;
Άλλη φορά, το “πρόγραμμα” ήταν σχεδόν, σαν μουσικού παραγωγού, στο ραδιόφωνο. Σκέφτηκε να σηκωθεί να συνδεθεί στο ίντερνετ, μα βαριόταν.
Να πάρει τη μάνα της, τηλέφωνο. Μπα; Βαριόταν.
Ας μείνω, λίγο ακόμη, ξαπλωμένη.
Σχεδόν όμως, αμέσως, στάθηκε στα πόδια της.
Με το ρυθμικό παλμό, χαμογελώντας, ενός ξένου τραγουδιού, έφτασε στη κουζίνα. Άνοιξε ένα ντουλάπι. Γλυκό σοκολατάκι. Τσίμπησε δυο τρία μπισκότα από μια ανοιχτή συσκευασία. Είδε τα πιάτα στο νεροχύτη. Δυο μόνο. Μια μεσαία κατσαρόλα, με ζυμαρικά από χτες.
Το απόγευμα, μετά το ωράριο, εργασίας, προσπάθησε ν’ αναζωογονήσει τον ουρανίσκο της, τρώγοντας σ’ ένα συμπαθητικό εστιατόριο, σε ευθεία γραμμή, λίγο πιο πέρα από έναν πεζόδρομο, στο κέντρο της πόλης. Αδιαφορώντας λίγο, για όλες τις ειρηνείες από τη τηλεόραση: Απάτες με ληγμένα τρόφιμα, των μαγείρων. Πεινούσε τόσο. Δε θα μαγείρευε κάθε μέρα.
Η μάνα της, την έμαθε καλές συνταγές.
Ποιος έπλενε στοίβες κουζινικά, ύστερα; Το ζητούμενο.
Όχι, δεν ήταν τεμπέλα. Διαφορετικά, κορόιδα μνηστήρες, έβρισκε. Μα δε θα τελειώσει ποτέ, αυτό το μουσικό κομμάτι;
Βγαίνει στο μπαλκόνι. Ο καιρός θα άλλαζε από Δευτέρα. Πτώση θερμοκρασίας. Μέσα Απρίλη. Πότε έχω άδεια; Σε δυο εβδομάδες. Πως περνάνε, Θεέ μου; Της ήρθε η ιδέα να καλέσει την αγαπημένη της ξαδέλφη, μα όχι, θα δούλευε τώρα.
Η γειτονιά της Ερασμίας, ήταν σχετικά ήσυχη. Αν έβγαζες εκτός, το “music bar”, του γείτονα. Χαμογέλασε. Νοστάλγησε τη μουσική. Εισήλθε στο σαλόνι. Σιγοτραγούδησε μαζί, το σκοπό, στο τραγούδι. Ξένο ήταν και τούτο. Εποχή, υπολόγιζε εκείνη, από τις παλιές, Αμερικάνικες ταινίες. Του Φράνκ Σινάτρα, ίσως.
Πόσο θα ήθελε παρέα, τώρα. Σάββατο βράδυ.
Μήπως να χτυπούσε, δίπλα; Χαμογέλασε δειλά.
Ά, ένα ωραίο Ελληνικό. «Πως εγώ αγαπώ, μία, μόνο μία. Και στο κόσμο, καμία, άλλη …μια αδυναμία.. και στο κόσμο άλλη δε ζητώ». Όμορφη μουσική. Πως τον λέγανε τον τραγουδιστή;
Άδειασε το μυαλό της. Σιγοσφύρισε στο ρυθμό, γεμίζοντας ένα ποτήρι με νερό. Μετά από πέντε δευτερόλεπτα, στο “music bar” ένα ορχηστικό, πήρε τη σειρά του. Θεέ μου, τι όμορφο! Σαν αγκαλιά.
Μα χαμηλωμένη ξαφνικά, η ένταση.
Παρατήρησε, της φάνηκε, τα φώτα στο διπλανό διαμέρισμα, να σβήνουν. Το φωτισμένο παράθυρο, μάλλον, της τουαλέτας που έβλεπε στον κοινό φωταγωγό, έχασε το στίγμα του.
Δεν αισθανόταν μόνη, τώρα. Η μουσική δυνάμωσε. Δεν αισθανόταν μόνη. Σα το χέρι το δικό της, με τον άντρα, τον νοικάρη, δίπλα, να ενώνονταν, στο κενό του φωταγωγού. Το χέρι της καρδιάς. Έκλεισε τα μάτια. Αφέθηκε. Ονειροπόλησε ξανά. Σα να μην υπήρχε χώρος. Κουζίνα. Σπίτι.
«Φεύγουν τα όνειρα. Είσαι ένα αστέρι στο σκοτάδι. Πολύ αχνό στον ουρανό». Μουρμούρισε το τραγούδι. Σιγοσφύριξε στο ξέσπασμα της ερμηνεύτριας.
Στη μοίρα μου που με μισεί, είσαι όνειρο κι εσύ, φώναξε η Ερασμία, αφού γνώριζε τα λόγια. Σα να το τραγουδούσε η ίδια.
«Είσαι ένα αστέρι στο σκοτάδι, πολύ αχνό στον ουρανό».
Ένα αστέρι στο διπλανό διαμέρισμα.
Η μουσική παιδεία, δε μπορεί, συλλογίστηκε, θα συνοδεύεται από καλό χαρακτήρα. Δεν ήταν δυνατόν να κάνει λάθος.
Τόλμησε.
Θα χτυπούσε το κουδούνι του συγκεκριμένου γείτονα.
Είχε κράτηση στο “music bar”; Χαμογέλασε. Έσιαξε τα μαλλιά. Να πλύνω τα δόντια, πρώτα.
Δεν αλλάζω. Όπως είμαι. Λίγο μακιγιάζ;
Ελαφρύ, μη φανεί κιόλας, πως προετοιμαζόμουν.
Η Ερασμία, πλησιάζοντας την εξώπορτα, δίστασε. Δεν ήταν στο χαρακτήρα της, παρόμοιο θάρρος. Διψούσε όμως, για συντροφιά. Θεέ μου, πόσο διψούσε. Το σπίτι της δονούνταν, από ένα όμορφο τραγούδι των Cranberries.
Σου ‘ρχομαι.
Τα μάτια της χαμογέλασαν.


Ακούω το Purple Rain του Prince.
Στο κρεβάτι, στο σαλόνι, απέναντι από τη κλειστή τηλεόραση. Η μουσική φτάνει, μέσω του διαδρόμου, απ’ το διπλανό δωμάτιο, που βρίσκεται το Computer, που παίζει τα mp3, σε τυχαία σειρά.
10 παρά εικοσιπέντε.
Ωραίο πράγμα, η μοναξιά. Αύριο θα προσθέσω στην ιστοσελίδα μου, νέες σκέψεις. Ας απολαύσω προς το παρόν, τη μουσική.
Τοκ τοκ. Έ;
Τοκ τοκ. Μου χτυπάνε. Τι θέλουν τώρα; Η μουσική προσπαθεί, θαρρώ, να καλύψει το κάλεσμα στην ξύλινη θύρα.
Δε δίνω σημασία.
Τοκ τοκ.
(Η μουσική, με ανοιχτά τα πατζούρια, είναι η επικοινωνία μου με τον κόσμο).
Τοκ τοκ. Ποιος είναι τώρα; Εκνευρίζομαι.
Ποιος με βγάζει από τη “νιρβάνα” του Purple Rain;
Ένα ελαφρύτερο χτύπημα, πια.
Όσο θέλεις, χτύπα. Είναι τόσο ακατάστατα. Σιγά μη σ’ άφηνα να μπεις.

Η Ερασμία επιστρέφει στο διαμέρισμα της. Ντύνεται για έξω. Θέλει να περπατήσει. Προτού ξεπορτίσει φτάνει στ’ αυτιά της, η εισαγωγή του stand by your man.
Ναι. Δύσκολο να είσαι γυναίκα, συλλογίστηκε.
Καληνύχτισε με το βλέμμα, στα σκαλιά, τον γείτονα. Λες να είναι αντικοινωνικός;
Αλλάζει γνώμη, ξαφνικά.
Μείνε μόνος σου.
Βγαίνει.
Ο φρέσκος αέρας –που λέει ο λόγος- τη χτυπά στο πρόσωπο.
Σα να πεινάει.
Αν και λεπτή, λίγο πρόσεχε, πόσο έτρωγε.
Αισθάνθηκε τυχερή, που δε πάχαινε, αν και το παράκανε, το Πάσχα, με όλες τις λιχουδιές που της φέρανε οι συγγενείς της. Κουλουράκια. Αβγά. Θεέ μου πόσα! Τσουρέκια. Κρέας απ’ το χωριό. Τυρί. Φρέσκα λαχανικά. Τίγκαραν τα ντουλάπια της κουζίνας. Τι ευτυχία ήταν εκείνες οι μέρες. Για την παρέα, επίσης για την οικονομία που προέκυψε, λόγω όλου του όγκου, τροφίμων ως δώρο.
Οι γονείς της, Δευτέρα, μετά την Ανάσταση, έφυγαν για το χωριό. Μόνη. Ξανά.
Τους νοστάλγησε γλυκά. 10 παρά τέταρτο.
Χθες, ίδια ώρα, είχε ένα φεγγάρι. Θαρρείς σα να ‘ταν μέρα. Απόψε ήταν σκοτεινά. Επανέφερε το πρόσωπο του τελευταίου της δεσμού. Τι του είχε βρει, άραγε. Επειδή ήταν όμορφος; Ήταν αρκετό; Πόσο θα διαρκούσε; Όχι. Σίγουρα όχι. Εκείνος δεν είχε μουσική παιδεία. Γιατί τον επέλεξε, ποιος ξέρει.
Για παρέα. Αγκαλιά, παρόμοιες ώρες. Πως την πατάμε, οι καλοί. Καλά να ‘σαι, όπου και να ‘σαι.
Η Ερασμία στάθηκε στα σκαλιά μιας Εκκλησίας.
Ένας γάτος κυνηγούσε μια θηλυκιά. Παραλίγο η 33χρονη γυναίκα, να πατήσει κάτι σκατά.



Δώσε!
Rock ακούω.
Βαράτε κλαμπαγκίμπανα.
Κοιτώ το ταβάνι. 9 και 49. κατουριέμαι. Πηγαίνω προς ανάγκη μου. Το σπίτι δονείται από το ξέσπασμα του ξένου συγκροτήματος. Σα να με κουράζει. Βγαίνοντας από την τουαλέτα, το παύω, να παίξω λίγο Pro evolution soccer. Θα ετοιμάσω τσάι.
Πυξ Λαξ. Μ’ αρέσει αυτό το mp3. Καλοκαιρινό «Μια γεύση από τα παλιά» «εσύ δεν ήσουν που μίλαγες γι’ αθάνατες στιγμές…που έκλαιγες γι’ αγάπη. Οι άνθρωποι δε θέλουν διαταγές».
Πόσο δίκιο. Κουνώ ρυθμικά το κεφάλι. Σιγοσφυρίζω παράλληλα, στο ρυθμό. Φάλτσα. Σκέφτομαι να παραγγείλω πίτσα. Σλούρπ.
«Εσύ δε μ’ έμαθες να μακραίνω τα μαλλιά;».
Η αξία μας, ναι, φίλε, φωλιάζει πολύ βαθιά, μέσα μας.
Σλούρπ. Πεϊνιρλί, ναι. Μια οικολογική πίτσα. Αναψυκτικά; Δύο πορτοκαλάδες. Ναι. Χωρίς ανθρακικό. Μπλε. Παγωτό έχετε; Όχι ακόμα. Μάλιστα. Τι άλλο, ναι –ξύνω το κεφάλι. Δύο μερίδες σκορδόψωμο, παρακαλώ.
Σε 45 λεπτά. Έ; Ναι. Εντάξει. Ευχαριστώ.
20 παρά πέντε. Υπομονή, Βασιλικέ. Όνομα να σου τύχει! Μικρό όνομα.
Βγαίνοντας, πάλι, τώρα, από το μπάνιο, διακόπτω τα λόγια του Κόκκοτα, αν είναι αυτός, όχι ο νεότερος.
Ησυχία στο σπίτι.
Κάθομαι εμπρός στο κομπιούτερ. Σα χαμένος.
2 ημίχρονα ποδοσφαιράκι, να καμφθεί η αγωνία μου, μέχρι να έρθει το φαγητό.
Αυτόματα, θυμάμαι, πριν οχτώμισι χρόνια, σε άλλο διαμέρισμα, να γίνομαι σκνίπα στο μεθύσι, για άλλη μια φορά. Παρατώντας εκείνη τη χαζή, με το άσχημο πρόσωπο. Θεοί. Γιατί τη διάλεξα. Μόνο άνθρωπο θύμιζε. Ούτε καν, γυναίκα θελκτική, να σκέφτεσαι, αυτή είναι γυναίκα κάτω από τα ρούχα. Τι τέρατα επιβιώνουν στις σκέψεις μου. Κοντά στον πάτο.
Μου χτυπάνε. Είναι η πίτσα.
Πληρώνοντας στον όροφο μου, μια γυναικεία φιγούρα, μας προσπερνά. Με κοιτά, την κοιτώ. Σα νάμαστε, μόνο, μάτια. Έχει κάτι. Μ’ αρέσει. Ξεκλειδώνει. Χάνεται απ’ το οπτικό μου πεδίο.
«Κρατήστε τα ρέστα». Από 20 ευρώ. Φλαπ, πετάξανε. Τι αγοράζεις με είκοσι ευρώ σ’ ένα σούπερ μάρκετ;
Ελπίζω να μην ήμουν πολύ ατημέλητος. Γκρι φόρμα. Παντόφλα καλοκαιρινή. Μακρυμάνικο. Μια ελαφριά.. αρχή, στη χωρίστρα, φαλάκρας, 35 ετών, άντρας.
11 και τέταρτο. Πως θα το τελειώσω όλο αυτό το φαγητό; Βαρύ πέφτει μέσα μου. Που ‘ναι οι πίτες της μαμάς. Κάτι φρέσκο, τέλος πάντων. Δίχως φυτοφάρμακα.
Κάποιος άλλος στη θέση μου, 1 χρόνο χωρίς σχέση, θα είχε τρελαθεί. Χωρίς συνεύρεση.
Εύχομαι να ‘μαι τυχερός, αργότερα.
Ίσως πάρω τηλέφωνο μια παλιά συνάδελφο, που ήθελε να το κάνουμε. Έχει και παιδί.
Δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι.


Όλα τα ‘χουμε εκτός από επικοινωνία.
Η τελευταία σκέψη της Ερασμίας, προτού κοιμηθεί. Αύριο Κυριακή.
Οι γυναίκες τολμούν; Η δική του.



Πρωί επομένης. Κυριακή. Στο γωνιακό ψιλικατζίδικο.
Χρειάζομαι κάποια πράγματα. 1,5 Ευρώ, 8 χαρτιά υγείας! Στη λαϊκή, τα 12, κοστίζουν 3,5 ευρώ. Στα 7 ευρώ, 24 χαρτιά υγείας. Με 7 ευρώ, εδώ, αγοράζω, 32 πακέτα χαρτί (4 πακέτα επί 1,5 ευρώ επί 8 χαρτιά υγείας) συν 50 λεπτά, 40 χαρτιά υγείας!! Αντί με 7 ευρώ, μόνο 24 χαρτιά υγείας. Παρόλ’ αυτά, έχω την εντύπωση πως τελειώνουν γρήγορα, αυτού του ψιλικατζίδικου. Τι άλλο θέλω;
Σοκολάτες –ζέστη που κάνει σήμερα.
Τσεκάρω τα εβδομαδιαία περιοδικά. 7,5 ευρώ, μαζί με μια Ελληνική ταινία, σε dvd. Καλοί κλέφτες.
Ψάχνοντας ο ίδιος, το ψυγείο με τα τυριά, παρατηρώ μια γυναικεία φιγούρα, ν’ απομακρύνεται. Κάνω ένα γύρο στο μαγαζί. Ψάχνω στο μέσα δωμάτιο, τα περιοδικά.
Επιστρέφοντας στον κυρίως χώρο, κοιτώ τις εφημερίδες.
Με την άκρη του ματιού μου, παρατηρώ τη συγκεκριμένη γυναικεία φιγούρα, να έχει επιστρέψει. Κάτι συζητά με τον συνομήλικο μου, νομίζω, πωλητή, γιο, του ιδιοκτήτη του μαγαζιού.
Διάλεξα μια εφημερίδα. Πλησιάζω δειλά, στο ταμείο. Περιμένω τη σειρά μου. Εκείνη μου ρίχνει μια ματιά. Είναι η κοπέλα που είδα στο διάδρομο, με τις σκάλες, χτες βράδυ που πλήρωσα τον κούριερ, που μου έφερε την πίτσα. Η γειτόνισσα μου. Μια από τους διπλανούς μου, ενοικιαστές, διαμερισμάτων, στην πολυκατοικία.
Εκείνη δε διακρίνει το βλέμμα μου. Φορώ γυαλιά ηλίου.


Η σκέψη της Ερασμίας: Μήπως είσαι εσύ; δείχνεις διαφορετικός. Έχεις μούσι. Τα μαλλιά σου είναι διαφορετικά. Το μούσι κρύβει τις γωνίες στο πρόσωπο σου.
Η 33χρονη φέρνει απ’ το πάνω μέρος, σε κοινή θέα, την μια από τις δύο εφημερίδες που αγόρασε, εκείνη με το μουσικό cd. Θέλει να προκαλέσει ένα σχόλιο από τον άντρα, με τα μαύρα γυαλιά. Το γείτονα της που αγαπούσε τη μουσική. Αν βέβαια, εκείνος, γνώριζε το περιεχόμενο του μουσικού cd, από μια σχετική διαφήμιση.
Χμ, κανένα σχόλιο.
Κοίτα πόσο σφιγμένος είναι. Κρίμα. Γιατί έδειξε τόσο θάρρος, χτες, στην είσοδο του σπιτιού του, κοιτώντας με. Εκτός κι αν ήταν ανακλαστικό. Τέλος πάντων.
Η Ερασμία χαμογελά στον νέο άντρα, πωλητή. Στρέφει στον γείτονα της. Γιατί κοιτάς αλλού;
Η 33χρονη φεύγει.


Τρώω χωρίς όρεξη, φέτες τοστ, με κίτρινο τυρί, που τελικά, μόνο κίτρινο, είναι. Αλλά τι περιμένεις από την εταιρεία που πουλάει ακόμα, χαλασμένα γιαούρτια.

Ερασμία: «Σ’ ακούω από δίπλα, που σπαράζεις, τραγουδώντας τ’ αγαπημένα σου, αγάπης ή πονετικά, Ελληνικά, τραγούδια. Σπαράζεις, ενώ μπορούσες, ω ναι, είναι δυνατό, να είμαι η αγάπη σου. Θα υπάρχω, εγώ η ίδια, στα τραγούδια που ακούς. Μη σπαράζεις τόσο, καρδιά μου. Τα πέπλα μου, ως λουλούδι, θα σε τυλίξουν, γείτονα, νέε άνθρωπε, άντρα. Το οξυγόνο τους, θα πάψει τις κρίσεις μοναξιάς σου. Τόσο θάρρος, τέτοια τόλμη στις απόψεις σου στο ίντερνετ. Δειλία, στο να με κοιτάξεις στα μάτια, εκεί, απέναντι απ’ τον τοίχο, με τσιγάρα, που σκοτώνουν σιγά σιγά.
Ακούς τι σου λέει, Βασιλικέ, το τραγούδι;
Η κάθε μέρα που φεύγει, πίσω δε γυρνά.
Δε σε σκοτώνει η μοναξιά; Γιατί αφήνεσαι να σπαράζεις;
Ακούς τι σου λέει;
Η ζωή είναι ένα τρένο, να πατήσεις τρένο να κατεβείς, γίνεται; Σου μιλούν τα τραγούδια, αντί εμένα;
Εγώ η ίδια η εκπρόσωπος ολόκληρου του γυναικείου φύλου».
6
Ήμασταν κάποτε, γείτονες

Έβγαινες στην αυλή. Συζητούσαμε. Λίγες φορές, μα τόσο, ώστε να αποδείξουμε ο ένας στον άλλο, το αυτονόητο, της ζωής. Σε είχα σα γιο μου. Νοερά αντικαθιστούσες τον δικό μου, ο οποίος είχε φύγει στην επαρχία. Για δουλειά. Δε θυμάμαι, πολλά. Τελευταία. Δε θέλω.
Ξέρω πως με βλέπεις πίσω από το τζάμι του παραθύρου, που απέξω μοιάζει με καθρέφτη. Ακούς κάθε τόσο, το θόρυβο του αυτοκινήτου μου, που απλά βάζω μπροστά. Όσοι γείτονες, θεωρούσα κοντινούς μου, ανθρώπινους. Όταν ήσουν, δηλαδή. Προτού σκληρύνεις. Βάζεις δυνατά, τη μουσική. Έχω τόσα προβλήματα υγείας. Μια μπουκάλα οξυγόνου, που ανά διαστήματα, πρέπει να σέρνω. Μια σύζυγος που σπάνια βγαίνει στο μπαλκόνι. Σπάνια δεχόμαστε επισκέψεις. Ούτε η κόρη μας δεν έρχεται να μας δει. Ούτε κι εσένα, που σ’ είχα σα γιο μου, δε φαίνεσαι. Μόνο κάπου σπάνια, σπας τη μοναξιά σου, βγαίνοντας έξω. Τρέχοντας θαρρώ. Μη με συναντήσεις. Ίσως να ‘χεις λίγη συνείδηση, μέσα σου.
Ο θόρυβος στη γειτονιά, έπαψε επιτέλους. Οι νέες οικοδομές. Οι τσακωμοί των περιοίκων, που παρακολουθούσα από το μπαλκόνι. Ξέρεις, κάποιος στην ηλικία μου, λίγα πράγματα, με αποσπούν. Ζω με όσες θύμησες ο εγκέφαλος μου, μου επιτρέπει. Εκείνα τα χρόνια, που σας πήγαινα σχολείο, με το παλιό μου, προηγούμενο, αμάξι. Φαντάσου, όταν εγώ ήμουν, τότε, 35, 40, εσύ πήγαινες στο δημοτικό. Υπολόγισε αν θες, πόσο ετών είμαι, σήμερα. Ξέρω, δεν ακούγονται πολλά. Ίσως να ‘μαι μεγαλύτερος, απ’ όσο πιστεύεις.
Εδώ και καιρό, έχω πάψει να κατεβαίνω, στην αυλή. Ταΐζοντας τις γάτες. Ποτίζοντας ένα στενό κομμάτι γης, με το λάστιχο που προεξείχε από τον πάτο ενός βαρελιού. Μια αυτοσχέδια κάνουλα. Η ανάγκη να περνάς την ώρα σου. Να συζητάς. Τα θέματα των μεγάλων. Μου έκανε παρέα, κάθε τόσο, ο πατέρας σου. Λόγια πολιτικά, ηλικιωμένων. Το βλέμμα τ’ ανθρώπινο, όμορφο γενικά, πρόσωπο. Δίχως ανάγκη να εξηγήσεις το αυτονόητο.
Έπειτα επιστρέφω στο δωμάτιο. Πιάνω το ράδιο. Ψάχνω τ’ αθλητικά. Έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Συχνότητες που παίζουν τα δικά μου τραγούδια, του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη. Όλων όσων με μεγάλωσαν απότομα, με την αλήθεια των στίχων τους. Στη μελωδία που πονούσε την ίδια τη συσκευή του ραδιόφωνου. Μαζί με την έγνοια των δικών μου ανθρώπων που εξαρτιόνταν από εμένα. Όλα όσα έζησα. Χούντα. 20 χρόνια ΠΑΣΟΚ. Την κατοχή, μικρό παιδί εγώ. Όλες οι περιπέτειες μου με γυναίκες. Θύμησες που δε συζητάς ούτε με τον ίδιο σου τον εαυτό. Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε.
Σε συγχωρώ που δεν είσαι “γιος” μου, πια. Δε συζητούμε, πάνω στα όρια, στο σύρμα, που χωρίζει περιουσίες. Μια απλή καλημέρα. Τι κάνεις. Καλά; καλά.
Τι σκλήρυνε τη καρδιά σου.
Όλα όσα κρατάμε, μέσα μας.
Κοιτάζω το πάπλωμα που καλύπτει τον καναπέ. Ένα πάπλωμα χωρίς αναμνήσεις. Νεανικών μορφών πάνω του. Το παλιό σπίτι έχει ξεχαστεί. Μια πολυκατοικία στη παλιά θέση. Πιστεύω θυμάσαι, έστω, αχνά, τότε ήσουν μικρό αγόρι. Τότε ερχόσουν σπίτι μας. Μας έδινες χαρά. Ωσότου τα δικά μου τέκνα, ήρθαν στο παλιό σπίτι, που θύμιζε προσφυγική κατοικία. Με ότι πρόχειρο, έχτιζες. Τοίχους. Σκεπή. Στο καλύτερο του όμως. Μια τέντα νομίζω, ήταν το υπόστεγο στην κεντρική είσοδο. Η θέα του άκτιστου οικοπέδου, εμπρός. Στο πλάι. Η μυρουδιά του χώματος μετά τη βροχή, διάχυτη στη γειτονιά. Ύστερα ήρθε ο μεγάλος σεισμός, αρχές 1980, στη πόλη. Εσείς φύγατε. Λόγω φόβου, απ’ το σεισμό. Επιστρέψατε στα τέλη, φαντάζομαι, της ίδιας εκείνης, δεκαετίας. Μεγαλωμένος εσύ. ο πατέρας σου. Εγώ. Κι άλλο. Τότε νομίζω, είχαμε καλές σχέσεις, οι λιγοστοί γείτονες.
Το ψιλόκορμο δέντρο, εμπρός. Σπάνια γλέντια, πλέον, από τη ταβέρνα. Σα να αποξενώνεται ολοένα, γρηγορότερα, ο κόσμος. Ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα, πια. Δε προλαβαίνω τις ειδήσεις. Ούτε καν, τις διαφημίσεις. Ολοένα ο οργανισμός μου, απαιτεί να κοιμάμαι. Πιο συχνά. Θα πεθάνω, μα “γιέ” μου, αν είσαι ακόμα –μιας και τα δικά μου με εγκατέλειψαν- δε θα ‘σαι εκεί, να το δεις. Δεν θα το δεις, εξάλλου. Για ποιο λόγο. Ίσως, λέω, ίσως, έως τότε, να έχεις φτιάξει, τη ζωή σου.
Θαρρώ δεν αποφεύγεις μόνο εμένα.
Στέκομαι πίσω απ’ τη τζαμόπορτα, παρακολουθώντας, σαν να ‘ταν χτες, κείνη τη κοπελίτσα, στο ισόγειο. Τη κίνηση της, γύρω απ’ τη νέα πολυκατοικία, -που μας κρύβει τον ήλιο. Τ’ αστέρια. Παίζοντας με τα παιχνίδια της. Ποδηλατώντας γύρω γύρω, στις τρεις πιο άνετες, πλευρές. Νάτη ξανά. Τσουλάει σε μια πλαστική, σύμφωνα με την ηλικία της, πλαστική τσουλήθρα. Εκείνη η ανάγκη των ανθρώπων να δίνουν αντιπαροχή, ότι τους ανήκει, για λίγα ψωροδιαμερίσματα. Κουτιά αποξένωσης, τα λέω. Η σύζυγος μου γκρινιάζει ήδη, που πρέπει να είναι η μόνη που θα πάει, ξανά, να ψωνίσει τα πρώτα είδη, ανάγκης.
Δε τη θυμάσαι, νέα.
Θεέ μου, ήταν τόσο όμορφη. Ακόμη είναι.
Πλέον είναι η νοσοκόμα μου.
Παλιά, ναι, σίγουρα το θυμάσαι, νοίκιαζα το ισόγειο. Είχαμε παρέα, αφού τα παιδιά μου, μας εγκατέλειψαν στην επαρχία. Η παρέα ενός ένοικου, για μια καλημέρα. Σχόλια για τα μηχανοκίνητα οχήματα μας. Πού, θα παρκάραμε. Σύμφωνα με το ποιος θα έφευγε νωρίτερα. Η συζήτηση μας, πως τα πέρασε εκείνος, το καλοκαίρι. Θαρρώ άδειασε το ισόγειο, απ’ τον ένοικο, λόγω θορύβου στη γειτονιά;
Πιθανόν λόγω ελάχιστης δουλειάς, του ένοικου.
Τουλάχιστον τα παιδιά μου, θα κληρονομούσαν, άδειο διαμέρισμα. Αναρωτιέμαι ποιους έχω επηρεάσει ως τα τώρα, στο βίο μου. Ποιοι θα λυπηθούν αν φύγω απ’ τη ζωή. Είμαι μεγαλύτερος από τον δικό σου τον πατέρα. Όμως, ζω. Υπάρχω. Με την πίκρα των δικών μου ελλείψεων. Των δικών μου γονιών, που δεν υφίστανται, εδώ και πάρα, πολύ, καιρό. Αν γίνεται, κάποιος, δίχως να το ‘χει, βιώσει, να αναφέρει τα συναισθήματα πόνου. Έλλειψης. Που ούτε ο χρόνος γιατρεύει. Να πλησιάζεις κοντά τους. Θαρρείς ο χρόνος, το προκαλεί ετούτο. Μαζί. Στην αιωνιότητα. Αφήνοντας πίσω, τα παιδιά μου, όταν έρθει η στιγμή να το αντιμετωπίσουν. Ναι, ναι. Με αγαπάνε τα τέκνα μου. Οι νεότεροι, οι νέοι, είναι όλοι, παιδιά μου.
Όλοι;
Όχι όλοι.
Μόνο όσοι είναι καλοί χαρακτήρες.
Εντάξει, οι καρποί του έγγαμου μου, βίου, έφυγαν. Έχτισαν, φυσιολογικά, το βίο τους. Εμείς εδώ τι γίνεται. Δεν αξίζουμε μια καλημέρα;
Η γειτόνισσα σου, που “τρώγατε ψωμί κι αλάτι”. Την είδες απ’ την άλλη πλευρά του φράχτη, στο ένα μέτρο. Τη νέα γιαγιά, της μικρής. Ούτε ένας δικός σου, χαιρετισμός. Ποιος γνωρίζει, η καλή γειτονία, τι οφέλη, τη συνοδεύουν. Να σου κάνουν παρέα, ενόσω όλοι φεύγουν για διακοπές.
Είπα όλοι; Εννοούσα όσοι έχουν χρήματα, συγγενείς ή γονείς, σε επαρχία.




«Χαίρομαι που διαβάζεις ανάμεσα στις γραμμές, της συμπεριφοράς μου. Να ζω, ορισμένες ημέρες, με κλειστά πατζούρια. Τ’ ανοίγω, όταν αισθάνομαι το σπίτι, φυλακή. Όταν καλυτερεύει η διάθεση.
Ξέρεις πως είμαι καλός άνθρωπος.
Κακώς, επιλέγω τη μοναξιά. Η μουσική ευφραίνει καρδιά, όπως γνωρίζεις. Είναι οι δικές μου μελωδίες-ενδορφίνες, που μου προσφέρουν ευφορία και γαλήνη. Μια συμπαράσταση. Ξέρω, ξέρω. Έχω γνώση, θα ‘θελα, οι μεγαλύτεροι μου, που θεωρώ δικούς μου ανθρώπους, να μου μιλάνε για τον εαυτό τους. Να συζητάμε, φίλε γείτονα. Είσαι φιλικό μου πρόσωπο, έστω κι αν αδιαφορώ. Η ζωή με σκλήρυνε. Όχι τόσο όμως, στο να χάσω κάποιες πεποιθήσεις που με κρατούν ήρεμο.
Είσαι όπως στον πόλεμο, που σοκάρεσαι, χάνοντας γείτονες. Πρόσωπα που έστω κι αν γνωριζόσαστε, απλά, αισθάνεσαι το κενό. Παρομοίως όπως ξεσπιτώνεσαι, λόγω σεισμού. Ίσως και να μετακομίζεις. Μεγάλη ηλιθιότητα, να αφήνεις το ιδιόκτητο σπίτι, που ίσως από τότε –παιδί πράγμα ήμουν, που να ξέρω- αποδείχτηκε, γερό, καταλήγοντας στο ενοίκιο, σε άλλη πόλη. Χαζό ακούγεται. Ίσως κάπως έτσι, χάνεις την όρεξη να αποκτήσεις, ξανά, επαφή, με ανθρώπους που γνώριζες, από παλιά.
Ναι, οπωσδήποτε, αν το θέλαμε, ως άνθρωποι, θα κρατούσαμε –αντί θερμοπύλες- ως γείτονες, τούτη τη φορά, αλληλεγγύη. Γιατί τι έχουμε να χωρίσουμε, μεταξύ μας; Πόσοι νέοι θα παντρεύονταν. Αποφεύγοντας τις μικρότητες, κριτικής, σε ένα γείτονα, επειδή απομονώνεται. Λες και είναι ο μοναδικός στα γύρω οικοδομικά τετράγωνα. Τα κουτσομπολιά, που άραγε, τι, εξυπηρετούν.
Εγώ θυμάμαι, πολύ λίγα παιδιά, από τα γύρω σπίτια. Θυμάμαι εκείνο το περιστατικό, που επισκεφτήκαμε ενός γείτονα, την ισόγεια, κατοικία, που ο πατέρας μου, αγόραζε κρασί. Εκείνη τη μέρα, ο κόκορας ήταν λυτός. Η καγκελόπορτα λόγω τρεχάλας, αφέθηκε ανοιχτή. Το πτηνό, με τσίμπησε στο πίσω μέρος του μηρού μου. Μικρό παιδί. Που να θυμάμαι, πια, την ένταση του πόνου. Το μόνο που κρατώ στη σκέψη μου, είναι που κουρευόταν η μάνα μου, κι ορισμένες γειτόνισσες, στη διπλανή κυρία. Η οποία, μέχρι πρότινος, μου μιλούσε, σα να ‘μουνα, γιος της. Μιας κι ο δικός της, το καλομαθημένο, ως νευρόσπαστο, χτύπαγε την πόρτα τους, συχνά. Φαντάσου λέει, να εκτιμάς το γείτονα, αλλά να μη μιλάς στο αίμα σου. Οποία ειρωνεία. Η νύχτα πέφτει βαριά, κάθε μέρα. Μες τη μοναξιά.
Άραγε πως σου φαίνεται εσένα, με την εξάρτηση, οξυγόνου, που σε υποστηρίζει. Συμφιλιώθηκες με το θάνατο; Με την ιδέα, πως δε θα δεις, ξανά, το “γιο” σου.
Δύο πατεράδες σε μια ζωή, πάει πολύ.
Ναι, ναι. Μιλώ αυθόρμητα. Σα να ‘ναι η φράση, ετοιμόγεννη μάνα. Τι άραγε θα φέρεις στον κόσμο;
Πρέπει να έρθουν στον κόσμο;
Κάτι παρόμοιο: πρέπει να δω τηλεόραση, αφού με καλεί ένα αξιόλογο βιβλίο;
Κλείνεις το πορνείο, και πιάνεις το βιβλίο.
Ώπ, έφτιαξα ποιηματάκι.
Για μένα, ιδανικός γείτονας, είναι εκείνος που δεν ξέρω, καν, ότι υπάρχει. Επειδή τότε, μπορώ να μη δείξω σεβασμό. Σοκάρεσαι;
Δικαιολογημένα επομένως, προσπερνάς τη γειτόνισσα, στο ένα μέτρο από το φράχτη. Φορές συλλογίζομαι τη ξενοιασιά των κατοίκων, στα όμορφα νησιά μας. Τουλάχιστον σ’ εκείνα, που ο ίδιος έχω καταλύσει. Αίγινα. Ύδρα. Κύθηρα. Η Κέρκυρα είναι μια μεγάλη πόλη, με πολλές σκοτούρες. Που αν δεν είσαι παιδί, δεν αισθάνεσαι χαρά. Δεν είσαι μεγάλος, στην ηλικία, κατευνασμένος.
Η ζωή στο χωριό. Ο ήχος των πουλιών. Το τιτίβισμα τους, τα μεσημέρια. Εκείνα τα θερινά, διακοπών, μηνιαία διαλείμματα, υποτίθεται, από τα άγχη των μεγάλων. Οι οποίοι επωμίζονταν, με ένα ή δύο, μισθούς, τη σταθερότητα της οικογένειας. Ως παρουσία. Ως θεσμό. Τα δικά μου προβλήματα, πλέον, ματαιώνουν –προσωρινά, έτσι να σας χρυσώσω, το χάπι- όποια πιθανότητα, δημιουργίας, δικού μου παρόμοιου, θεσμού. Δεν θέλεις να θυμώσω με όσους δε μου δίνουν δουλειά. Επομένως, μη συλλογιστείς, πως δεν υφίσταται, ικανότητα. Κρίμα, όπως καταλαβαίνεις, να μεγαλώνεις. Ξαφνικά. Δεν παρατηρείς, έλεος, σ’ αυτό.
Τα μικρά παιδιά, λόγω αθωότητας, δεν καταλαβαίνουν το λόγο τσακωμού, ορισμένων γειτόνων, όχι αναγκαστικά, με κοινό τοίχο, ενδιάμεσα τους.
Χρόνος να τσακώνεσαι. Χρόνος να μη συζητάς. Να αφαιρείς τις φιλικές σχέσεις, απ’ το προσκήνιο σου. Να κυοφορείς, κάτι τέτοιο.
Τα λουλούδια ρωτούν, σε ποιου τον κήπο, φυτρώνουν; Αν είναι καλός άνθρωπος. Πότε, πως, με ποια μέσα. Τι προκαλεί στα συναισθήματα, η πόλη. Μια πόλη χωρίς πράσινο. Φρέσκιες μυρουδιές. Αρώματα. Ανάγκη για ευαισθησία.
Μετανιώνεις. Κλείνεσαι μέσα. Κλειστά τα πατζούρια.
Πες από ντροπή, πιότερο.
Ανάγκη ξανά, για ζωή. Φύση. Αρώματα, από λουλούδια, άλλα είδη χλωρίδας. Ανάγκη για χαμόγελο. Ν’ ακούω το κελάρυσμα του γέλιου. Γέλιο θα έπρεπε, πριν τα φιλιά, τον έρωτα, με ένα ταίρι. Καρδιά δική μου.
Ανάγκη να ζεις το κάθε τι, στην ώρα του, μισό έσω έτοιμος, μισό, σύμφωνα με τον κύκλο της φύσης.
Οι άνθρωποι στη πόλη, σκέφτονται πολύ. Συνέχεια θα έλεγα. Δε βγαίνουν. Δεν αντικρίζουν, δέντρα. Δε πατούν σε χώμα, οι πατούσες. Δε συναντάς, οάσεις πράσινου. Δεν είσαι ήρεμος. Όχι καλός γείτονας. Παθιασμένος για τα υλικά αγαθά. Ξεχνώντας συγγενείς. Βιβλία. Το ίδιο μας το είναι.
Συνεχίζουμε χωρίς καθετί, στο φυσικό κύκλο, της ζωής, της φύσης της ίδιας.
Φέρομαι όπως φέρομαι, βαριέμαι εύκολα. Έχω ανάγκη από καφέ, να ‘χω όρεξη να κάνω κάτι. Να γράφω. Διακόπτω κάτι που άρχισα. Δείγματα, έξω από το κύκλο της φύσης. Των εμπειριών που αποκτά κανείς, με το άλλο φύλο. Το πρώτο της φιλί. Το άγγιγμα στον ώμο μου. Η παλάμη της στο μάγουλο μου. Η ανάγκη της να ψαχουλέψει το σώμα μου. Ανάγκη να με φιλήσει. Ανάγκη, ναι. Περίεργο ακούγεται, στη ζωή ενός, που μεγάλωσε χωρίς να γνωρίζει το δικαίωμα τούτο, προσωπικά για τον ίδιο. Μιας τέτοιας ευχαρίστησης. Το πρώτο μας κοινό ξύπνημα, θα ‘θελα να ‘ναι, κυριακή. Ελπίζω ως τότε, να μην εξαναγκαζόμαστε να εργαζόμαστε, και κυριακή. Η ανάγκη της να μ’ αγαπά. Να παραμένει πιστή. Να ‘ναι τακτική. Να μοιράζεται μαζί μου, ένα αγαπημένο της, φαγητό. Η ανάγκη της να με δεχτεί ως άνθρωπο. Επειδή περί αυτού πρόκειται.
Όλοι οι άλλοι, μας θέλουν δυστυχισμένους. Εν προκειμένω, δικαιολογημένα, κακούς γείτονες. Οι ανολοκλήρωτοι έτσι αισθάνονται. Δικαιολόγησε τις πράξεις μου, βάση αυτού.
Μη ζητάτε να γράψω για πράγματα που δε γνωρίζω. Σε μια Κοινωνία μπουρδέλο, πόλη πορνείο, που μεγάλωσα. Δυστυχώς. Η ανάγκη ορισμένων μου, συμμαθητών, στο λύκειο, να με ρωτούν, αν έχω κάνει έρωτα. Δεκαεπτά ετών, παιδί. Να γνωρίζω την γυναικεία ανατομία. Τα πως και τα που. Η κοροϊδία στο βλέμμα τους. Η ανάγκη τους να με μειωσουν.
Πολλοί πιθανόν θα με κατηγορήσουν, ως μισογύνη, βάση άλλων μου γραπτών, χωρίς να γνωρίζουν, πως κάθε βράδυ, κλείνω την τηλεόραση, βάση ενός γυναικείου προσώπου, που θα με γαληνέψει. Η σπάνια αίσθηση, μιας γυναίκας, που ανήκει στις προτεραιότητες της, να μου μιλήσει τρυφερά. Ίσως και κάτι περισσότερο. Η επιλογή μου να καταπιέζω την ανάγκη, να την αγκαλιάζω. Για να μη την κοροϊδέψω. Κάτι που ‘χω πράξει. Κακώς βέβαια. Όχι ότι προχώρησε περισσότερο από το πλατωνικό. Η επιθυμία που καταπιέζεται. Αφού η παρούσα μορφή, κοινωνίας, επιτρέπει τις διακρίσεις, ποιοι και ποιοι, έχουν δικαίωμα στο φυσικό κύκλο. Μιας και τα χρήματα είναι το κουμπί που γεννά, οτιδήποτε.
Οι ευκαιρίες για μένα, δεν είναι δοκιμασίες. Δε τις δέχομαι.
Στο είπα, πολλές φορές. Δε θα γίνει τίποτα, όπως το θες εΕσύ».
7




Σε γνώρισα μέσα απ’ τα γραπτά σου

Εκείνο που μ’ αρέσει σ’ εσένα, είναι όταν μιλάς στον ενικό. Όταν η χροιά της φωνής σου, χρωματίζεται με τρυφερότητα. Ξέρω πως σου αρέσω, όχι τόσο γιατί συνδυάζω το καλόγουστο ντύσιμο, με ένα απλό βλέμμα. Μα για την απλότητα, με όποια αφέλεια. Όποια αγνότητα απέναντι στις γυναίκες.
Βλέπεις όμως, πως δεν επιβιώνει χημεία. Ούτε θέλω να σε κοροϊδέψω. Χρησιμοποιώντας σε ως πατερίτσα, στην έλλειψη προσώπου, δικού μου –τρυφερότητα που συμπυκνώνεται σε μια ντουλάπα, που καμιά γυναίκα, δεν ανοίγει. Να δει, πως είναι για κείνη.
Τα πρώτα λόγια που αισθάνομαι να βγαίνουν, για σένα. Σ’ εκείνο το χώρο, βιβλίου, που εργάζεσαι. Έρχομαι. Ανακαλύπτω το πνευματικό μόχθο, συναδέλφων. Εκτιμώ που μ’ εκτιμάς ή που μου δίνεις τη χαρά, να αισθάνομαι ποθητός, για το χαρακτήρα μου, κυρίως.
Είναι σπάνια, απρόσιτη, η γνώση της τρυφερότητας, που προσφέρει μια γυναίκα. Σ’ εμένα. Άραγε τη προσαρμόζετε ανά συγκεκριμένους, τύπους, αντρών, που σας αρέσουν; Βέβαια, το θάρρος προσέγγισης, δεν είναι κατακριτέο. Αντίθετα με κολακεύεις, και σ’ ευχαριστώ. Πιστεύω, μου ανήκει ένα ποσοστό διάκρισης, τι είναι φλέρτ. Τι, καλοσύνη. Ευγένεια. Φιλική συμπεριφορά. Δική σου, προς εμένα, συγκεκριμένα. Έχω ανάγκη να το γράψω αυτό. Εσύ μου το ενέπνευσες.
Κείμενο, αντί πραγματικής, δικής μου, γυναικείας συντροφιάς, όπου και οι δύο συγκαταβαίνουν στην τρυφερότητα.
Και οι δύο. Πρόσεξε το. Με στόχους.
Μελλοντικά.
Φορές έχω σκεφτεί, να διαβάζουν γυναίκες, κείμενα μου. Χτίζοντας το προφίλ μου, μέσα τους. Μια ορισμένη στιγμή, κάποια με συναντά. Περιτριγυρίζει το ένα πρόσωπο, το άλλο, σε χώρο επαγγελματικής τακτοποίησης. Να βγαίνει ο επιούσιος.
Έπειτα, βάση της μελέτης της, στο έργο μου, εκεί που πιθανόν θα καθίσω, -έχοντας προηγουμένως αναπτυχθεί, αναμεταξύ μας, οικειότητα- εκείνη πλησιάζει και μ’ αγκαλιάζει από τους ώμους. Ξαφνιάζομαι, όντως. Μ’ επηρεάζει. Μα αν άφηνα να συμβεί, θα έθιγε και των δύο, την αξιοπρέπεια. Καλώς ή κακώς. Δε θα μπορούσα να σου πω, κάτι, εκείνη τη χρονική στιγμή. Οτιδήποτε, θα σε πρόσβαλλε. Θα το θεωρούσα σεξουαλική παρενόχληση. Και στα δύο φύλα, υφίσταται. Θα σ’ ευχαριστούσα, όμως, μέσα μου, για κείνη τη λίγη –μεταφρασμένη από μένα, αναγκαστικά- μορφή ανθρωπιάς. Αντί τρυφερότητας, που θα ‘πρεπε να τη συζητά κανείς, μ’ ένα δικό του πρόσωπο. Γνωρίζεις –με χ ψ εξωτερίκευση- πως αγαπώ τις γυναίκες. Από πάντα. Αναρωτιέμαι ποιος άλλος, τις κοιτά τόσο τρυφερά όσο ο ίδιος.
Αν μπορούσα να σου δείξω αυτό το “άλμπουμ”.
Για το μόνο που σπάει, την ονειροπόληση, το διάλογο, είναι το ανεπάγγελτο του προσωπικού μου, βίου.
Μην εκλάβεις την συναισθηματική απόσταση, λόγω μη χημείας, ως απόρριψη, γενικότερα. Της γυναικείας σου υπόστασης. Δεν είναι δυνατόν να εξαναγκάζουμε, καταστάσεις. Συνέχισε να είσαι καλή, μαζί μου. Μα μη με προκαλέσεις, μη γεννήσεις σ’ εμένα, περισσότερο θάρρος, απέναντι σου. Δίχως χημεία, τίποτα δε λειτουργεί. Σίγουρα εγώ, όχι. Καλώς ή κακώς. Ανάγκη να γραφτούν, τούτα. Καλώς ή κακώς. Παρορμητικά, συγγράφοντας τα πάντα, πλέον. Αν σημαίνει μελλοντικά, κάτι. Όγκος γραμμένων χαρτιών, που δεν περάστηκαν σ’ ένα κομπιούτερ, μόνο.
Ναι. Φυσικά, ανάγκη, για τρυφερότητα. Όχι διαφημίζοντας τη –πρώτος υπολογισμός- έξω. Πιθανόν σε κάποιο πεζόδρομο. Απλά δεν μπορώ να είμαι στο “νου” της, όποια κι αν είναι, εκείνη. Άγνοια τι θέλει, εκείνη. Άγνοια, ότι περνάει η ζωή. Δίχως την ανάγκη να προβλέψω, τι εκείνη, θέλει ή χρειάζεται, επειδή θα αποδεικνυόταν, ειρωνεία. Από μη σεβασμό για εμένα και τις ανάγκες μου. Να επιβιώνω σα να ζω μόνος, χάρη σε δικό μου κόπο. Να με αφήσουν να το θέλω ο ίδιος. Όσο κι αν λες, πως δεν συμβιβάζομαι. Δεν είσαι εγώ, για να ξέρεις. Ούτε και χρειάζεται.
Φέρνεις φυσικά σ’ εσένα, τις επιλογές. Την ειλικρίνεια. Η ικανότητα της συντροφικότητας. Δίνεις. Λαβαίνεις. Φυσικά. Χωρίς την υποκρισία της υποχρέωσης. Το σημερινό πρόβλημα, του Πολιτισμού. Το αδιευκρίνητο των αναγκών μας. Σα Ελληνικές λέξεις που δε δέχεται ο κειμενογράφος. Αλήθεια, αν υπάρχει μεγαλύτερος ρατσισμός, από τούτος.





«Σε γνώρισα μέσα απ’ τα γραπτά σου. Σα χαμηλωμένης έντασης, μουσική. Ποιοτική μελωδία. Τολμώ, κάθε τόσο, Γεράσιμε, να σε πλησιάσω, ως θηλυκό που εκτίμησε την παρουσία σου, εκεί που εργάζομαι. Μου αρέσεις, γι’ αυτό. Προσπαθώ να στο δείχνω, χωρίς όμως να δίνω δικαιώματα. Αν και τούτο, νομίζω, σε ταράζει. Δεν ισορροπεί. Μόνο η ευαισθησία στα γραπτά σου, με φέρνει κοντά σου. Το βλέμμα σου που είναι απλό. Τούτο με τράβηξε σ’ εσένα. Τούτο επιθυμούν οι γυναίκες. Ακούγεται πρώιμο όλο αυτό.
Θυμάμαι που μου ‘χες πει, πως δεν σ’ αρέσει να διαβάζεις βιβλία, με απιστίες. Ακούστηκε νέο. Περίεργο. Τι; Ρωτάς, πιθανόν. Το θάρρος σου εν προκειμένω. Δεν έχουμε πει, πολλά. Θέλησα να σε πλησιάσω, προτείνοντας ένα βιβλίο.
Σου μίλησα στον ενικό, στην αρχική φράση. Μα όπως θέλω να γνωρίζεις, δεν μου αρέσει να δίνω δικαιώματα. Ίσως επειδή δεν ξέρω τι κάνεις, τον υπόλοιπο χρόνο.
Αν δουλεύεις. Που.
Αν είσαι εισοδηματίας. Πάντα με καλό γούστο, στο ντύσιμο. Γι’ αυτό, το αναφέρω. Αν σου αρέσω. Αν δεν σου αρέσω, επειδή φορώ γυαλιά. Αν σου λέει κάτι η ανθρώπινη μου πλευρά, μιλώντας σου, σπανίως, τρυφερά. Σα να σου εξηγεί τα πάντα, η τρυφερή χροιά. Σα ν’ ακούς, χαμηλόφωνη μουσική. Σα να κάνεις έρωτα, χαμηλόφωνα. Το γνωρίζεις;
Δεν ξέρω τι σ’ ενοχλεί σ’ εμένα. Γιατί; Δε σ’ αρέσω;
Αν σ’ επηρεάζει, αν το αισθάνθηκες έντονα, πως εκεί που έρχεσαι, που βρίσκομαι η ίδια, είναι χώρος δουλειάς. Χώρος όπου παρακολουθείται από έναν ανώτερο, επαγγελματικά. Μειώνοντας όποιες πιθανότητες για διάλογο. Σκέψη να έχεις ανάγκη κάτι τέτοιο. Κόσμος πηγαινοέρχεται. Δανείζεται βιβλία. Χαρίζει δικά του. Ταινίες ή σπανίως, μουσικά cd. Έφερες μουσική σ’ εμάς, τελευταία. Σ’ ευχαρίστησα με την ιδιαίτερη μου γυναικεία, χροιά, στη φωνή. Ούτε όμως τούτο, σε βοήθησε. Γιατί μένεις παθητικός; Κάτι σε ενοχλεί σ’ εμένα. Το κουράζω όταν μου μένει χρόνος περί παρόμοιων σκέψεων.
Με τη πίεση των ανωτέρων, η εργασία να μην καταντάει, ανιαρή απασχόληση. Λες και σ’ εκείνους, δεν προκαλείται. Προνόμιο κατέχουν, ..στην αδιαφορία, προσθέτω, μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Ο χρόνος που αφιέρωσα, διαβάζοντας, γραπτά σου. Όπου τα προσφέρεις. Τόση ευαισθησία στο χαρτί. Ντροπαλότητα να διαρρέει απ’ το χαρτί, κοιτώντας με. Κάπου δειλιάζεις. Σαφώς καταπιεσμένος. Κάτι σε σταματά. Κάτι που μόνο ο ίδιος, γνωρίζεις. Σα μουσική που μόνο ο ίδιος, επιθυμείς, να συζητάει μαζί σου. Λείποντας ο διάλογος.
Θέληση να επεκτείνεις το εύρος, σκέψεων σου, σε πιο επικίνδυνα κι επώδυνα, ίσως, κατατόπια, παρεξηγώντας οι διαπλεκόμενοι, πως γνωρίζεις πράγματα. Απλά αντιδράς.
Μια γυναίκα, μόνο, το αντιλαμβάνεται.
Δε σ’ έχει κουράσει ακόμη, το γυάλινο τείχος; Αόρατο φράγμα. Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα. Κάτι μου κάνεις. Δεν ξέρω τι είναι. Κάτι με τραβά σ’ εσένα. Όχι, δε σε κολακεύω. Το βλέμμα σου, μόνο. Η φωνή σου».







Κρατώ μια απόσταση.
Δε μ’ αρέσει η χροιά της φωνής μου. Με έχω ακούσει. Ηχογραφώντας ποιήματα μου.
Μ’ έχω δει, κάπου, με ναρκισσιστικές τάσεις,. Ως πότε όμως. Με τι κριτήρια. Π.χ. να πρέπει να ορίσεις τα πάντα, επιτέλους, σ’ ετούτη τη ζωή. Καθισμένος, παράδειγμα, κάπου, καταγράφοντας, τύπους γυναικών. Σε κεντρικό σημείο της περιοχής σου.
Θα προβλέψω τι αισθάνονται, βάση της εμφάνισης τους.
Δεν ακούγεται καλό. Κι όμως το κάνω.

Γιατί άραγε, επανέρχεται στο νου μου, εκείνη η εικόνα, στο Μοναστηράκι;
Καθόμουν σε τραπεζάκι, κολλητά με τη πρόσοψη μιας ταβέρνας. Άλλο βέβαια αν πλήρωσα φρούτο, που δεν έλαβα, ποτέ, ο νους μου δε βρισκόταν, κυρίως, στο φαγητό, μα κάπου αλλού.
Απέναντι βρισκόταν το τοιχίο, πολλά μέτρα, σε μήκος, ενός οικοπέδου, όπου μέσα του ήταν κτισμένο ένα παλαιό σπίτι, θα το χαρακτήριζα, φθαρμένο νεοκλασικό. Δε ξέρω. Τραπέζια, κι εκεί απέναντι, παρομοίως με τρία νομίζω, εμπρός από τα δικά μας, κολλητά, στη πρόσοψη, που προορίζονταν περισσότερο, για ένα πελάτη. Εγώ πάλι, δε θυμάμαι δεύτερη καρέκλα. Εκεί καθόμουν. Πως; Ναι. Σκιά υπήρχε, το θυμάμαι τώρα, δημιουργώντας μια “ομπρέλα” που όξυνε την ονειροπόληση. Ο καιρός ήταν υπέροχος. Νομίζω ήταν καλοκαίρι.
Εμπρός μου καθόντουσαν, μια οικογένεια από τουρίστες. Ο πατέρας, η μάνα, αγόρι, κορίτσι, τα τέκνα. Μια ανάμνηση από το 1999, νομίζω. Ενόσω συνέχιζα ένα βιβλίο το οποίο, θα είχε κακό τέλος.
Μετά από βόλτα στα στενά, κατέληξα σ’ εκείνη την όμορφη “ομπρέλα”. Περισσότερο έγραφα, στο τετράδιο που είχα μαζί μου, παρά έτρωγα.
Η οικογένεια, εμπρός μου, που πρέπει να ήταν Γερμανοί, την περισσότερη ώρα, κάθονταν σιωπηλοί. Πιστεύω πως απολάμβαναν ετούτη τη νέα, για κείνους, εμπειρία. Να είναι μέρος της αύρας ενός συγγραφέα –όχι του εμπορίου, όμως.
Δε θυμάμαι για ποιο λόγο πήρα μαζί μου το τετράδιο, για να γράψω, έξω. Τότε πρέπει να παρίστανα, συχνότερα, τον μποέμ, ίσως επηρεασμένος απ’ τα ντοκιμαντέρ, με βιογραφίες συγγραφέων, οι οποίοι κατέληγαν σε παρισινά καφέ. Σε παλαιές δεκαετίες. Ίσως να κάνω λάθος. Δε μπορώ να θυμάμαι τα πάντα. Στη ζωή μου, το κενό, ήταν ισχυρότερο, όπως στις αναταράξεις των επιβατικών αεροπλάνων, στον αέρα.
Δεν ξέρω. Φαντάζομαι πως κι ο ίδιος θα ήθελα, να ανήκω, στο “σύννεφο” ενός ή μιας –καλύτερα- συγγραφέα. Εκεί πλάι. Παρατηρώντας να γράφει. Ο συγγραφέας στη νιρβάνα της έμπνευσης. Για μένα πάντως, ήταν μια άσκηση, πιθανόν, θάρρους.
Ετούτο το πρωινό, κατηφορίζω ως το κέντρο της περιοχής μου, προσπερνώντας φιγούρες, σε στάσεις λεωφορείου. Πρόσωπα που πιστεύω, εκ πρώτης, πως “μιλούν” αμεσότερα, από το να στηθείς κάπου, εκμαιεύοντας, νοερά, κάτι ξένο. Έτσι μου φαίνεται. Θέλω να προκαλέσω αντιδράσεις, ως άνθρωπος-φύση, που αρέσκομαι πλέον, να χρησιμοποιώ καθετί, για βιβλία μου. Έτσι, λόγω εσωτερικής έντασης, να πω: είμαι κι εγώ, εδώ. Εσείς ζείτε, αθλείστε, είστε ερωτευμένοι. Δουλεύετε. Είμαι κι ο ίδιος, κάτι. Σας προκαλώ να με κοιτάξετε, ζώντας κάπου, μες το μύθο ενός συγγραφέα, που επιτέλους εκδόθηκαν οι κόποι του. Του πήραν συνέντευξη, άτομα που εκτιμά. Τον κράτησε εκείνη η νέα, ξανθιά, από την κρατική τηλεόραση, αγκαζέ, περπατώντας σε μονοπάτια, κάτω απ’ την Ακρόπολη, συζητώντας για την πορεία μου στα Ελληνικά γράμματα. Βλέπεις ότι μιλώ ειλικρινά. Μη μειδιάς. Έτσι αισθάνομαι τώρα.
Κάθομαι λοιπόν, σ’ ένα ξύλινο παγκάκι, περισσότερο πεζούλι υπερυψωμένο όπως είναι, προστατεύοντας το δεντρίλιο, εσωτερικά. Κόσμος περνά. Περαστικοί. Μαγαζιά κι από τις δυο πλευρές του πεζόδρομου. Λίγα μέτρα πιο κει, βρίσκεται ένας άντρας που πουλά κουλούρια. Έχω ανοιγμένο ένα πολυσέλιδο τετραδιάκι, με μαύρο εξώφυλλο. Προσπαθώντας να κρίνω τις γυναικείες παρουσίες, γύρω μου, τι αισθάνονται, σύμφωνα με το εξωτερικό τους παρουσιαστικό (χτίζω μια νέα εμπειρία).
Θα μου πεις: αρκεί να ανοίξεις την τηλεόραση.
Αποκρίνομαι: θυμώνω με την ηθοποιία, καλή ή κακή, εμπρός στο φακό της κάμερας. Η “δική μου κάμερα” έχει δυο “φακούς”. Να μη πω, τέσσερις, αφού φορώ γυαλιά. Κάπου στο πίσω μέρος του νου μου, φορές, συλλογίζομαι, αν θα ήμουν εντονότερα θαρραλέος, δίχως τη μυωπία να καταπιέζει το βλέμμα. Σκέψεις διάφορες, μπλέκονται, τότε. Να κάνω έρωτα χωρίς γυαλιά. Να μη διακρίνω σχήματα, ύφος στο πρόσωπο της, αν την ευχαριστώ. Που είναι το επίμαχο σημείο της; Που, τα όρια του κρεβατιού; Με το φόβο μη πέσω κάτω, και σιχαίνομαι τόσο, τα μικρόβια. Βλέπεις, 10 βαθμοί μυωπίας σε κάθε μάτι, είναι αρκετή ταλαιπωρία. Πως είπες; Εγχείρηση; Δε θα σου εξηγήσω, τώρα, την άρνηση μου. Το φόβο που μου προκαλούν οι τύποι ατόμων: τα έχω όλα τακτοποιημένα. Τούτο, τους κάνει να υπερτερούν. ΌΧΙ. Δεν ξέρετε να γράφετε. Τα έχετε όλα, εκτός από αυτό. Ευχαρι