Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

(συνέχεια)


- Εσείς, τι το χρειάζεστε;
- Για να φανεί, πως υπήρξα.
- Το χρειάζεστε στ’ αλήθεια;
- Κάτι που σκουριάζει τελικά. Κάτι που διαφημίζεις, στους επισκέπτες. Τι σόι φιλίες, οικειότητα, αληθινή, περιμένεις.
- Καλή είναι η επιδίωξη του βραβείου μιας γνήσιας εμπιστοσύνης.
- Αυτό σας λέω τόσην ώρα.
- Δηλαδή υποτιμάτε τα λόγια σας; Τούτο βγάζει μια περηφάνια. Έχετε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σας;
- Ως τι;
- Ως γραφιάς.
- Αν εννοείτε, περηφάνια, να μην πιστεύω στο έργο μου.
- Ότι πρέπει να αναγνωρίσουν την ιδιαιτερότητα, σας.
- Και ποια είναι αυτή, κατά τη γνώμη σας; Να στήνω παγίδες, όπως το σημερινό πρότυπο;
- Να μην κουράζεστε να βγάζετε αυτό που είστε. Αυτό που επιθυμείτε να σας αναγνωρίσουν.
- Τι είναι αυτό; Εγώ δεν το ξέρω. Μόνος μου.
- Να αφιερώνεστε σε κάτι, που τελικά δεν σας βελτιώνει.
- Πόσο πολύ με ξέρετε, στ’ αλήθεια!

Δεν είναι η ευαισθησία, που μένει απ’ τα γραπτά σου. Είναι μόνο οι προκλήσεις. Τα ..λογοτεχνικά.. βιβλία, τίτλων, όπως: η πρόστυχη. Μόνο τις προκλήσεις θυμούνται οι άνθρωποι. Τους αλληλοσπαραγμούς. Θαμπώνονται με την ευκαιρία κάποιου, να πετύχει μετά από 15 χρόνια!

- Φαντάζομαι κάτι πρέπει να είναι ο καθένας σ’ αυτή τη ζωή. Σεις είστε, συγγραφέας και ποιητής, μ’ ένα δικό σας τρόπο να χαρίζετε αληθοφάνεια και στα πιο ευφάνταστα σενάρια της έμπνευσης σας. Φοβάστε την έλλειψη έμπνευσης;
- Φοβάμαι να μην με εμπιστεύονται. Να μην έχω δικαίωμα να λέω την άποψη μου. Να μην βιώνω, πράγματα, προσοδοφόρα. Φοβάμαι ότι δεν θα θέλω να ψάχνω άλλες γραφές. Να περνούν τα βράδια, μόνος.
- Έχετε πικραθεί αρκετά.
- Μαθημένα τα βουνά, στα χιόνια.
- Παραδώσατε τα όπλα.
- Αν τα παρέδιδα, δε θα προσπαθούσα να προβάλλω τις σκέψεις μου.
- Θέλετε να μοιάσετε σε κάποιον;
- Στον εαυτό μου που θα ‘πρεπε να είμαι.
- Δηλαδή;
- Κοινωνικός. Του τώρα. Κοντά στον Θεό. Όχι μόνος. Όχι στυμμένος. Οικογενειάρχης προφανώς. Θεμιτός απ’ τους δικούς μου.
- Δεν συμβιώνατε τόσο καιρό, με την πραγματικότητα.
- Γύρω μου λέγανε, πως κορόιδευα, δυο τρία πρόσωπα, πιστεύοντας εκείνοι πως είμαι καλά. Το δικαίωμα που μου αφαιρούνταν, δηλαδή, να είμαι ο εαυτός μου.
- Μόνο γραφιάς.
- Μόνο αυτό είμαι. Αν και το κατάλαβα αργά. Αν και δεν ξέρω αν με ωφέλησε, που θα οδηγήσει: κάτι από κατακραυγή, ορισμένων εναντίον μου, για τη μανία μου να γράφω –χαμογελώ.
- Έχετε, φωτίστηκε το πρόσωπο σας.
- Έχω χιούμορ, απλά δεν βγαίνει εύκολα στο χαρτί.
- Πως λοιπόν αντιμετωπίζετε, όσους σας υποτιμούν;
- Τους βγάζω απ’ τη ζωή μου.
- Δεν έχετε κανέναν από αυτούς, ανάγκη;
- Δεν υποστηρίζω, πως έχω διαρκώς, δίκιο. Έχω ήδη το κόμπλεξ, να υπάρχω, σ’ ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον. Απλά στερεύεις να προσπαθήσεις. Γιατί άλλωστε. Ο καθένας δικαιούται να είναι ότι είναι.
- Έχει δικαίωμα κάθε άνθρωπος να υπάρχει;
- Κάποια στιγμή, τα λάθη που βλάπτουν συνολικά, πληθυσμούς, χαρακτηρίζονται έγκλημα από πρόθεση, οπότε…
- Από τι απέχετε;
- Από αυτό το έγκλημα.
- Πιστεύετε πως η ιστορία, θα σας θυμάται;
- Αν συνεχίσω να γράφω, διαφορετικά, πράγματα. Νέα. Κοινωνικά. Αληθινά. Εξακολουθώντας η αφοσίωση στη γραφή.
- Είναι το μόνο που σας κράτησε, το κύρος που πιστέψατε πως σας έδωσε.
- Κάτι έπρεπε να έχω κι εγώ. Το γράψιμο για μένα απέκτησε την ώθηση που χρειαζόταν από την στιγμή που με πολεμούσαν.
- Κάτι έπρεπε να είστε.
- Να είμαι, γιατί όχι. Θα ‘μουν ανόητος να μη το παραδεχόμουν. Άλλοι είναι άπιστοι, σαρκολάτρες, αχάριστοι, πολεμοχαρείς. Προδότες. Καταπιεστές. Βολεμένοι. Υποκριτές. Ώριμοι…
- Εσείς είστε κάτι από όλα αυτά;
- Υπήρξα αχάριστος, άπιστος, μερικώς σαρκολάτρης. Καταπιεστής λόγω οικογενειακής υπερπροστατευτικότητας. Υποκριτής αν βολεύομαι σε όσα δεν επιχειρώ να αλλάξω για μένα. Ώριμος είπατε; Ευτυχώς όχι.
- Αληθινός;
- Αληθινός ναι.
- Θα θέλατε να πάτε, κάπου;
- Αν ήμουν κοινωνικός.
- Κάποιοι κρίνουν, πως είστε επιεικής στις σκέψεις σας.
- Δεν ξέρω γιατί το λένε αυτό. Μάλλον γιατί παρατήρησαν πως αγαπώ τους ανθρώπους.
- Κι όμως μείνατε μόνος.
- Το τίμημα ενός μη κοινωνικού, όντος.


Θα ξεχαστεί κι αυτό.
Τι; Ρώτησε η συνείδηση.
Όσα αποκαλύπτει ο ένας στον ένα.
Τ’ αφήνεις να σκονίζονται, έτσι;
Ποια.
Τα καλά που θέλεις ν’ αλλάξεις.
Γιατί πρέπει ν’ αλλάξω.
Για να μη σε παρεξηγούν.
Μεγάλη ιδέα έχουν για τον εαυτό τους. Γιατί ασχολούνται μαζί μου;
Τότε γιατί γράφεις;
Για μένα.
Λες ψέματα. Θες αναγνώριση.
Θέλω να προλάβω να υπάρξω, προτού καταστραφεί κάθε ζωή, στον πλανήτη.
Δεν φοβάσαι τον θάνατο.
Δεν φοβάμαι έναν βίο που του ομοιάζει.
Είσαι όντως, αχάριστος.
Είμαι μια κατσαρόλα με νερό, είχε δηλαδή, νερό, έβραζε, εξατμίστηκε. Ξεχάστηκε στο αναμμένο μάτι.
Λες να εκραγεί;
Το ανοξείδωτο σκεύος;
Έτσι σε βλέπεις;
Έτσι το θέλει η ιστορία.
Αυτό που έλεγες πιο πριν, πως ο καθένας, κάτι πρέπει, να είναι.

Οι καρέκλες έχουν παραμεριστεί. Κυριαρχεί αναβρασμός, όχι σκέψεων-ερωτήσεων, των ειδικών –εξάλλου ήταν μια τυπική διαδικασία. Άλλοι βολεύονται στον μπουφέ, κοντά στο θρανίο, που εξυπηρετεί, υπογράφοντας ο συγγραφέας, ποιητής, βιβλία του.
- Καλύτερα, τον ακούν να λέει, να ασχολείσαι, όλη σου η ζωή να είναι τέχνη, παρά να μπαίνεις στο έγκλημα, στα ναρκωτικά, στην πολιτική. Εξάλλου τούτα είναι το ίδιο.
- Και η πίστη στην ενασχόληση με τα κοινά, που κήρυτταν οι αρχαίοι ημών, πρόγονοι;
- Τότε δεν υπήρχαν, προφανώς, Μ.Μ.Ε. να μαθαίνεται παντού, ένα σκάνδαλο.
- Σε γνώρισα, ακούστηκε μια φωνή.
- Εσύ είσαι αυτός που έγραψες για μένα, κακά, λόγια.
- Αυτός που με είπες πόρνο, φώναξε άλλος.
- Εμένα με είπες, κοινή, ούρλιαξε μια αχώνευτη 37άρα.
- Εμένα δε με πρόσεξες, μίλησε εμπρός μου, μια τεχνόφιλη.
- Ηλίθιε! Σ’ εμένα είπες πως μ’ αγαπάς. Αν είναι δυνατόν να το λες τόσο εύκολα, σε μια γυναίκα, που ούτε καν, βρεθήκατε.
- Σε βρήκα. Τώρα θα σου δείξω. Άνθρωποι δαίμονες.

Η Μαίρη Νύδρα, ενεργοποίησε την αύρα της, την ποιητική της ενεργειακή ασπίδια.
Για δες πως ομοίασαν, τα πρόσωπα, στους σκοτεινούς, τοίχους. Η μανία της εκδίκησης, τέλειων προσωπικοτήτων.
“Φίλη μου”, Μαίρη, είναι σα να μην υπάρχουν.
Η αίθουσα, ναι, είναι άδεια. Ελάχιστα καθίσματα. Μηδαμινή τροφή, για σχόλια. Είναι πρωινό. Η είσοδος του πολιτισμένου περιβάλλοντος είναι μισάνοιχτη. Ελεύθερη στο αυθεντικό ενδιαφέρον για τα βιβλία.
Είναι μια αίθουσα στο ισόγειο.
Είναι ένα δωμάτιο.
Ένα χαμόγελο.
Μια φωνή, ένα χάδι στα μαλλιά, η όψη εκείνης της νέας άγνωστης, τα λόγια:
«Μη τους ακούς. Δε θα σε θυμούνται για πάντα. Ο καθένας είναι ότι είναι. Είμαι εγώ η ίδια που αγνά, με αγάπησες. Με ξέχασε η επιθυμία της αγάπη σου, φορές, λόγω θλίψης, γι’ αυτό που δε σε άφηναν να βιώσεις, να είσαι. Σε γνώρισα, όμως. Το δικό σου σχολείο, το δικό σου μάθημα, ήταν να ‘σαι επιμελής στο γράψιμο σου. Δεν είχε τόση σημασία, ο ..βαθμός. Όσο το βλέμμα, το ξέρω, των γύρω. Μια δική σου απάθεια να μην ζεις σ’ έναν μύθο, μα να ‘ναι αλήθεια, η πραγματικότητα. Μια πορεία σε έναν τομέα που σου επιβλήθηκε. Δεν ξέρεις, πως. Το δημοσιογραφικό μικρόβιο. Η ανάλυση, πάντοτε, ότι συνέβαινε, εκεί έξω. Γιατί θα ‘πρεπε να συμβαίνει, μόνο εκεί έξω. Δεν μου λες γιατί ζεις έτσι, μα δεν πειράζει. Εξάλλου τι μένει σ’ ετούτο το συνοθύλευμα εντυπώσεων, πέρα από την καταγραφή τους».
Φύσαγε. Ναι. Φύσαγε.
Αυτή την ημερομηνία την είχαμε και πέρυσι.

Δεν αρκεί να είσαι ταπεινός, μόνο στο χαρτί, ακούστηκε μια φωνή, όταν επέστρεψα σπίτι.

Ποιος μίλησε;

Ούτε στο σπίτι δεν λες, αλήθεια;

>>Είμαι ένα τίποτα. Ένα ψώνιο. Ένας ανέγγιχτος. Κάποιος που παραφυλά να βρέξει εμπειρίες. Κάποιος που πιστεύει πως γράφει κείμενα, που θα πλησιάσουν την φήμη των μεγάλων τους συγγραφέων, αυτού του τόπου. Αυτός ο κάποιος που θα βγει πάνω απ’ όσους τον μείωσαν. Ο άνθρωπος που ζει σε ένα κουκούλι. Το πρόσωπο που παριστάνει πως πιστεύει σε όσα έχει γράψει, στον εαυτό του τον ίδιο. Ένα άτομο, γερασμένο προ της ώρας του.
Παλεύει με τα τοιχώματα του δέρματος, ο εσωτερικός του άνθρωπος, σαν την απάθεια όσων ο βίος τους είναι: να τρώνε, να διασκεδάζουν. Να γαμάνε (δεν ανοίγουν καν, ένα βιβλίο).
Ανέγγιχτος.
Ανέγγιχτος.
Αγαπά αλλά τρέμει.
Πιστεύει, μα αναιρεί.
Καταναλώνει, μα μετανιώνει.
Τρέφεται αλλά βολεύεται.
Αθλείται μα του φαίνεται ανούσιο.
Πολεμά ότι δεν μπορεί να ελέγξει.
Είναι θύμα της σπάθας, ολοένα, πάνω απ’ το κρανίο του, της παρουσίας του πατέρα του: ο μόνος που έχει δικαίωμα να είναι κάτι. Ο μόνος δηλαδή, που δεν υποτιμά, κανένα. Ο μόνος τέλειος, στην οικογένεια. Ο σωτήρας της ψυχής, ορισμένων μόνο, μελών, της οικογένειας. Ο ηγέτης πατέρας. Ο μορφωμένος. Ο καλαμοκαβαλάρης της επιτυχίας –κοίτα να δεις που δεν ολοκληρώνεται, όσο ο γιος του είναι άνεργος. Ο πατέρας που δεν σε αφήνει να φύγεις. Ο γιος του θα πετύχει μόνο ως εργαζόμενος. Θα πετύχει, ενόσω οι άλλοι, γύρω του, θα έχουν πάντοτε, δίκιο. Αυτός ο γιος δεν πρέπει να ξεχωρίσει. Δεν πρέπει. Δεν πρέπει, σου λέω να ‘χει μίσος, επειδή δεν τον άφησαν να φύγει. Πως γίνεται κάποιος, αρεστός, τελικά, πολίτης, αν μιλά για όσα δεν του αρέσουν; Αν μισεί, όσα δεν του αρέσουν; Μη φωνάζεις, για ότι δεν σου αρέσει. Μην τους χαλάς την πιάτσα.

Είμαι το μοναδικό ψώνιο στην Ελλάδα, που γράφω. Όλοι οι άλλοι κυκλοφορούν, αθέατοι. Ταπεινά εισέρχονται σε στούντιο καναλιών, χασκογελούν με τους παρουσιαστές. Εκθειάζει ο ένας τον άλλο. Για δες πως τιμούν εκείνους τους συγγραφείς. Η καθαρότητα των λόγων τους. Θεέ μου πως πρωτοτυπεί η γνώση τους, περί ζωής. Θα τους θυμάται κανείς, μετά θάνατον, αν δεν έχουν προκαλέσει;
Είμαι το μοναδικό ψώνιο, στην Ελλάδα. Δεν πρέπει να πιστεύω στον εαυτό μου. Δεν πρέπει να προσπαθώ, ως γρανάζι, στην τέχνη. Πρέπει να τσακώνομαι. Πρέπει να μισώ. Πρέπει να κοροϊδεύω τα αισθήματα των γυναικών. Πρέπει να βρίζω. Πρέπει να απαξιώνω ότι έχω. Πρέπει να με υπηρετούν. Πρέπει κάποιος άλλος, εν συνεχεία, να μου λέει τι να κάνω. Να μου δίνει κατευθύνσεις. Πρέπει να δέχομαι τα 500 Ευρώ, μισθού. Πρέπει να πίνω, να ξενυχτάω, να παίρνω χωρίς να μου ζητάνε. Δεν πρέπει να έχω χαρακτήρα, δικό μου. Δεν πρέπει. Όχι. Δεν πρέπει. Δεν είμαι ελεύθερος. Δεν θα γίνω, ποτέ, κάτι. Δεν πρέπει να ξεχωρίσω. Όχι, όχι εγώ. Δεν πρέπει να φερθώ καλύτερα στα παιδιά μου. Δεν χρειάζεται να είμαι καλύτερος άνθρωπος. Δεν υπάρχει δηλαδή, αληθινή βαρύτητα. Στα σημερινά, τα μόνα πρότυπα, αφού σβήσανε τα παλιά, κανείς δεν είναι καλύτερος. Διαφορετικά είναι στερημένος. Χάνει χρόνο. Δεν γαμάει. Δεν καταναλώνει. Δεν πρέπει να θυμώνει για την έλλειψη αξιών. Δεν πρέπει να συμβιβάζεται με κάτι λιγότερο από μια ζωή χωρίς ταμπού. Δεν πρέπει σου λέω. Δεν πρέπει!!<< Πόσα μποφόρ έχει σήμερα, ο αέρας; Ρώτησε ο ζεστός άντρας. Ο συγγραφέας-ποιητής, τα ίδια του τα ορνιθοσκαλίσματα. Ο δικός του γραφικός, χαρακτήρας. Ο …μοναδικός… που ήθελε να τον εμπιστεύονται, απόλυτα. Να τον εκτιμούν επειδή ήθελε να είναι κάτι. Ο χρόνος να μην ξοδεύεται στα ίδια και τα ίδια. Επιθυμούσε την αγάπη. Μα μόνο το χαρτί, του την έδινε. Ότι δεν κατάλαβαν, όλοι τους. Όσα πρόσωπα, δεν πίεζαν συνεχώς, να ‘ναι ευγενικό το είναι τους, ακατάπαυστα. Όσων οι αντοχές, τους επέτρεπαν να αγαπούν, πάραυτα, την ομορφιά της ανθρώπινης παρουσίας. Οι υπόλοιποι ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, στα χρήματα και τα φερσίματα. Ψευτοκοινωνικοί. Ψευτοκάτι. Είναι αλήθεια, βρίσκεται αλήθεια, ο κόπος, μόνο εδώ, σ’ ετούτο το υπόγειο, με τα παλαιά χαρτιά, κιτρινισμένα, υπαρκτά όμως. Ακόμα. Τόση γνώση. Τόσος κόπος. Τόση σκόνη. Τόση έξω από κει, αναξιοπρέπεια, ώστε ο άνεμος, πήγε να σκεπάσει με σκόνη, αυτά τα βιβλία. Όλες οι άπειρες ώρες, γραψίματος. Η πίστη στον εαυτό. Πίστη στον άνθρωπο. Επιεικής στον άνθρωπο. Ο καθένας γράφοντας ότι είναι ή όσα γνωρίζει. Ο καθένας γραφιάς στο είδος γραφής του. Θεέ μου τι πεισματάρης που είναι, να μην θέλει να γεράσει απ’ τα τώρα: στα 35 του. Να μην παραδίνεται. Θεέ μου, τι λάθος, ο μοναδικός λάθος, σε ολόκληρο τον πλανήτη, να πιστεύει πως έχει ένα ταλέντο. Θεέ μου, Πατέρα Θεέ Παντοδύναμε, δεν γνωρίζουν, πως Εσύ μόνο, χαρίζεις την έμπνευση. Το ιδιαίτερο στυλ γραψίματος, σε όποιον όμως, αφιερώνεται στην ανθρώπινη του γραφή, έστω και ως παρηγοριά. Εγώ το δέχομαι. Ευτυχώς που με αφήνουν να έχω, έστω ονοματεπώνυμο. Είπε, Κι έκανε τρομερή ησυχία, στο σπίτι. Μέσα του. Κοιτούσε. Το χαρτί. Μόνο αυτό κοιτούσε. Ανέγγιχτος. 19 Επιτραπέζιο παιχνίδι Οι δικοί μου άνθρωποι, είναι εκείνοι που γνωρίζω και αγαπώ, -έτσι πρέπει πια- με τη συνοδεία της υποδοχής τους, απέναντι μου, ταπεινή, γλυκιά συνάμα, όλο φυσική αποδοχή, και φιλία. Σα να βρίσκονται πάντοτε πλάι σου. Να παρουσιάζονται, απ’ όποιο σημείο, χρονικό ή ως χώρος. Ενόσω θέλεις να ηρεμείς, απλά να βρίσκεσαι πλάι τους, ή κάπου όπου σε αντιμετωπίζουν ως άνθρωπο. Εγώ πάλι, γιατί πρέπει να βγω έξω, για να τους συναντήσω. Αν ετούτο εκπνέει μια ορισμένη εξέλιξη. Εκείνες οι συναντήσεις, όπου σου δίνουν με τις συζητήσεις τους, φώτιση για εσένα τον ίδιο, για την δομή της Κοινωνίας. Τόσο φυσικά όλα τούτα, καθένας στο δικό του νοητικό, χωριό, της προσωπικότητας που αναπτύσσει. Εξάλλου ο καθένας πράττει κάτι, χωρίς να θεωρεί πως είναι λάθος. Η σπατάλη ας πούμε. Να σκέφτεσαι πως μεγάλωσες. Μες τον απολογισμό, φορές, για όσα δεν παρατηρείς, και όμως θλίβεσαι πως δεν μπορείς να συμμετέχεις σε μερικά από τα παρακάτω: ας πούμε να χαιρετίσεις ένα άγνωστο σου άτομο, ενόσω καλημερίζει, ορισμένο, που θεωρείς δικό σου άνθρωπο. Ή ν’ απορείς εσφαλμένα, γιατί ο εξυπηρετικός, δεν συναντά ανταπόδοση. Γιατί π.χ. ένα μοναχοπαίδι, να του δίνουν τόσα πολλά, δώρα. Λες και δεν συμβαίνει, επειδή πιθανόν απαξίωσαν οι γονείς, να του χαρίσουν μια αδερφική παρέα. Παρέα της ηλικίας του. Παρέα που ανταποδίδει, σε εκφράσεις και πράξεις, αναλόγως ίσως, της ώρας, παρατηρώντας απλώς, την ομορφιά της ανθρώπινης παρουσίας. Καθένας πως αντιλαμβάνεται κάθε τι απλό, ή σύνθετο. Αναλόγως την όρεξη, πιθανόν, αν επιθυμεί να περιποιηθεί την όρεξη του, ή απλά να μετακινείται –ψώνια εδώ κοντά- χωρίς να νοιάζεται αν αρέσει. Αν και πρέπει φορές, να προσέχεις το ύφος σου, είπαμε, αναλόγως: κατήφεια ή κρυφή χαρά. Χαρά από έρωτα για τη ζωή; -μήπως. Εμένα μου φαίνεται πιο φυσικό τούτο, παρά να έχεις ένα όνομα, μες το νου, ως το άτομο που όπως και να το κάνουμε, επιθυμείς να κάνετε οικογένεια. Σπουδαίο πράγμα. Είπαμε, ο καθένας λειτουργεί με κάποιες επιλογές. Ίσως από φόβο προς το γάμο, συμβιβάζεται με μια πολύχρονη συμβίωση, αν και ετούτο φαντάζει αφύσικο, αφού δεν γεννιούνται απόγονοι. οι δικοί μου άνθρωποι, είναι πιθανόν εκείνοι, εκείνη, που θα με παρατηρήσει πίσω από την κουρτίνα του δωματίου, καθισμένος εγώ, απέναντι, στο μαγαζί. Να δει πως φέρομαι. Αν είναι εφικτό να διαφέρω: διαβάζοντας ή γράφοντας. Ή πόσο παρατηρώ το περιστέρι που τσιμπολογά, τροφή, κάτω, που δεν δύναμαι να δω. Πως περπατά το πετούμενο, φέρεται. Αυτό το: φέρεται, είναι η τάση που έχουμε να θέλουμε να ψυχολογούμε τον άλλο. Διαρκώς. Καλά, όχι διαρκώς. Απλά μια τάση ν’ ακούσεις από το πιθανώς υποψήφιο, ταίρι, πως μιλά, τι λέει. Αυτό το γιατί, της παρουσίας που κρατιέται για να δοθεί. Αυτό το γιατί που αργότερα θα αναλύσουμε μόνοι μας, καταστρέφοντας την ομορφιά της ανθρώπινης παρουσίας. Να είναι ευγενικό, κάποιο άτομο, από τη φύση του. Ανθρώπινα θα σε ρωτήσει πως είσαι. Συ το παρεξηγείς. Τους δικούς μου ανθρώπους, πρέπει να βγω έξω, για να τους συναντήσω. Να τους μεταφέρω τη σκέψη μου την εξής: ο άνθρωπος έχει ήδη τη θλίψη, πως μεγαλώνει, γιατί τότε να συμβιβάζεται σε ένα γάμο από συμφέρον; Και η συμβίωση, συμφέρον είναι. Συμβίωση με τον πόνο, αν θες. Να φύγεις, θες. Να προχωρήσεις. Έτσι είναι ο κόσμος. Να μην εκτιμάς τους δικούς σου, ενδοοικογενειακά. Χαρακτήρες άλλους. Άραγε έξω από το σπίτι, μόνο όμοιοι σου, βρίσκονται; Πρέπει να προχωράς. Η μόνη μου ανάγκη είναι του αντίθετου μου φύλου, το χάδι. Έτσι είναι η ζωή. έτσι γινήκαμε τόσοι πολλοί, στον πλανήτη. Νευρικοί πες, αν προκύπτει έλλειψη. Η κινητήρια δύναμη που γεννά συζητήσεις που τις μαζεύει ο άνεμος. Κρύος, καυτός, ζεστός, δροσερός ή αδιάφορος, είναι μόνο άνεμος. Δεν γνωρίζουμε εκείνο που γεννιέται. Γιατί φυσά πάντα, το ίδιο, κάπου. Φυσά παρουσίες ανθρώπων. Πονεμένες αν θες, μυστικά που αποκαλύπτονται μεταξύ μας, σ’ έναν δυό, μοναχά, και έπειτα επιστρέφουμε στην κοινώς, γνωστή, σκληροκαρδία μας. Επειδή κάποιος πρέπει να φταίει. Τόσος πόνος, μάτια μου. Μάνες που μαραζώνουν μακριά από τα παιδιά τους, που δεν της μιλάνε. Άνθρωποι που ο χρόνος δεν περνά καν, στο μαγαζί που διαθέτουν. Φορές σκέπτομαι, μήπως η κακώς λαξευμένη, ζωή μου, οφείλεται σ’ εκείνο που ‘χω πει, στο είναι μου: «μη σώσω να..», αν λέω ψέματα, για το τάδε και το δείνα, προσπαθώντας να ξορκίσω την ανοησία μου. Πως γίναμε έτσι, μάτια μου. Έ; χαμογελάς; Μ’ εκείνη την πρόσχαρη διάθεση, κατοίκου χωριού ή κωμόπολης, που νιώθει άνετα, στον τόπο του. Για την ζωή την ίδια, πες. Η φυσικότητα της συνύπαρξης. Διάθεση να παρατηρείς το καλό, να είναι, να βρίσκει καλό, άλλο πρόσωπο. Πρόσωπο. Εξωτερικεύει φωνή. Λαλεί: θα ‘θελα βόλτα σήμερα. Κάτι πρόσχαρο. Ευκαιρία πες, για ξεκούραση. Πρόθεση να θυμηθείς τα μικράκια σου, της πρώτης νεότητας, στο ενήλικο γίγνεσθαι. Όσοι παράγουν εμπειρίες. Η ζωή είναι όπως το μωρό που ξεπαστρεύει, μια γυναίκα. Ανεπιθύμητη, χωρίς εισόδημα. Χωρίς να οσφραίνεσαι, σε ανύποπτες ώρες, ότι υπήρξες: παιδί, έφηβος. Μυρίζοντας τα ρούχα, ευωδιές και ευωδιές, ανά ηλικία. Μια παλιά μπριζόλα. Ένα βιβλίο. Μια συνάντηση. Ένα βλέμμα. Αν χαίρονται, λίγοι έστω, που ‘μαι πλάι τους. Γράφοντας ή διαβάζοντας. Ξεχνώντας αδερφικούς δεσμούς, το ίδιο μου το αίμα, ως δικαίωμα στο μεγάλωμα. Την απόκτηση μιας ταυτότητας. Δικοί μου άνθρωποι είναι και όσοι, ενόσω παρατηρούν τις συμπτώσεις για κάτι ουσιαστικά καλύτερο, τις αρνούνται, επειδή αναγνωρίζουν πως η ευτυχία, θα διαρκέσει αρκετά, λίγο. Προκειμένου λοιπόν, να μείνουν βουβοί και μόνοι, σαββατόβραδο, διατίθενται να παίξουν ολόκληρη την ζωή τους, σ’ ένα επιτραπέζιο παιχνίδι. Σαββατόβραδο. Σχεδόν όλες οι οικιακές δουλειές έχουν γίνει, ή μ’ ετούτη τη φράση, δικαιολογούμε τη τσαπατσουλιά μας, να τα θωρούμε πες, τακτοποιημένα, έστω μες το νου μας, λες και θα ‘ρθει το πρόσωπο. Κάποιο έστω, να εννοήσει, από τη παρούσα κατάσταση: το ποιον του χαρακτήρα μας, που οι ίδιοι, ίσως πρώτα, αγνοούμε. Επειδή αυτό ακριβώς, μας δίδαξαν. Να υποτιμούμε τη μοναδικότητα μας. Είναι νέα παγίδα, του συστήματος, αυτή. Να μην δίνεις ευκαιρίες στην αγάπη. Αν αγάπη είναι μόνο η σωματική, επαφή. Αν μια ζωή, αγαπάς νοητικά, κατόπιν μαθαίνεις στο σέξ. Δεν επιβιώνεις δίχως άγγιγμα. Δυστυχώς συμβαίνει. Ν’ αντιπαθείς ακόμα ακόμα, ενόσω διαβάζεις, πόσο δε, τον πλήρως αγνό και αφοσιωμένο, έρωτα, σε μυθιστόρημα. Πραγματοποιείς επομένως, έναν απολογισμό του βίου σου, έτσι, σα να προσπαθείς να πείσεις εσένα, πως κάτι θα βγει από τούτο. Μια υποκριτική ταπεινότητα. Έτσι για να πούνε οι άλλοι: δες τον επιτέλους, «κατάλαβε πόσο λάθος είναι». Πραγματικά ηδονικό, να ικανοποιείσαι, με το να ακούς τον άλλο να λέει: έχω κόμπλεξ. Στο τάδε και το δείνα. Αυτόματα, αν βρίσκεστε στο ίδιο δωμάτιο, κι έχεις ένα Α ποσοστό, αξιοπρέπειας, πρέπει κι εσύ να πεις το ίδιο. Άλλο αν είστε εντελώς διαφορετικοί, χαρακτήρες. Κανείς δηλαδή, ότι κι αν είναι, δεν βγαίνει σωστός; Μου φαίνεται αστείο, δεν ξέρω. Όλα αυτά, αν είσαι φτωχός στην τσέπη. Επειδή τα κέρδη από τζόγο, πάνε φαίνεται, σε προσωπικότητες, εντελώς νέου είδους, ανθρώπου. Σχεδόν εξωγήινου. Ίσως μηχανής. Μόνο που αγνοείς για πόσο καιρό θα πακετάρονται ανταλλακτικά, και πόσο τέλεια θα είναι. Οι υπόλοιποι θα ρίξουμε το ζάρι. Θα τα παίξουμε όλα για όλα. Αλήθεια και θάρρος, μαζί. Ας ρίξουμε το ζάρι. Πόσοι θα ‘ρθουν να παίξουν; Ελπίζω να μην έχει κάρτες, για πόνο που δεν μου εμπιστεύθηκαν, άρα δεν υπάρχει, άρα δεν επηρεάζει ξένο χαρακτήρα. Κάπως έτσι δεν ανοίγονται οι άνθρωποι. Να ‘ναι καλά, αφού έχει την υγεία. Τι να την κάνει επομένως, την ευτυχία. Κράτα μου δυό κιλά, πόνο. Πόσο πάει το κιλό; Είναι από τις στιγμές που ούτε ένας καλός λόγος, αλλάζει τον ρου της ιστορίας. Ας παίξουμε. Ας είμαστε καλοί, ζεστοί, μόνο αν αγοράζουν από εμάς. Μόνο ας πούμε, αν δεν μας λένε τι να κάνουμε στη ζωή μας. Στέλνομαι επομένως, χάνομαι, στην ανάγνωση μιας άνευ όρων, αγάπης, της Άννας Σικελιανού, προς τον ποιητή και άντρα της. Μυθοποιώ στιγμιότυπα που αναμένω να γευτώ, όσο με κρατούν τα πόδια μου. Οι γάμπες μου που ψηλαφίζει κείνη η μία -ακμαίες από τόσα πετάλια. Τα δάκτυλα της στην πλάτη μου. Η αναζήτηση της στην ανατομία της λεκάνης μου. Ένας άνευ όρων, έρωτας, να γίνονται τα δυο σώματα, ένα. Αυτή η άγνωστη, αγνή, μα θαρραλέα στη ζωή, που ζωή είναι για κείνη, ο άντρας που της δίδεται αυτούσιος. Το δικαίωμα των στιγμών. Ένα θυμωμένο δικαίωμα για φυγή προς την τέλεια ένωση, ενόσω αυθαδιάζεις σε όλα τα υπόλοιπα, γιατί τι άλλο, μας μένει, ως ελευθερία, πέρα από τον έρωτα. Να αισθάνεσαι ζωντανός. Χρήσιμος ως είδος. Ως δικαίωμα. Ως τώρα. Κάτι σημαντικό, συνάμα κι ασήμαντο, φθαρτός όπως είναι ο άνθρωπος, ή έτσι πρέπει να αφήνεσαι, γιατί σου είπα, μας δίδαξαν να υποτιμούμε τη νοημοσύνη μας. Κυρίως ετούτη. Μη κάνεις παρέα με άτομο που δεν το δέχεται αυτό. Κυρίως να θέλει ότι δεν έχει. Μη συζητάς μαζί του, και σε μολύνει. Να τα παίζει όλα για όλα, φορές. Επειδή ο άνθρωπος κατέχει ήδη, τη θλίψη που μεγαλώνει, ώστε πιάνεται από την πρώτη ευκαιρία, γι’ αγάπη. Ακόμη κι αν χρειαστεί να εγκαταλειφθούν, μικρά τέκνα; Ρωτάς. Είναι στη φύση του είδους μας, να φεύγεις, αν κι ετούτο πρέπει να διαπράττεται, λίγο μετά την ενηλικίωση. Το σίγουρο να είναι το αισθηματικά τακτοποιημένο, όχι από συμφέρον. Γιατί συμφέρον είναι να στηρίζεσαι στο ιδιόκτητο σπίτι, στη χρηματική, άνεση. Επειδή ζωή, δεν σημαίνει, αχαριστία. Σαφώς προφανώς, πρέπει να υφίστανται οι διαφορές. Πλούσιοι. Φτωχοί. Όλοι άνθρωποι. Αναρωτιέμαι αν στον ύπνο, τα όνειρα ξεχωρίζουν, τάξεις. Σα να λέμε, ας πετάξουμε εκείνο το στυλό: δεν θα ‘χει αξίας, πράγματα, να λεχθούν. (Στυλό σχεδόν αχρησιμοποίητο. Το πετάς επειδή έπεσε κάτω). Όπως η σημασία από τα λόγια που ακούμε, ή η αύρα διαφόρων ονείρων, που ξυπνώντας, δεν αποδίδουμε σημασία. Επειδή τελικά δεν πιστεύουμε στον Θεό, θεωρώντας προλήψεις, το μήνυμα του ονείρου, να συμβαίνουν απανωτά, κακά, μες το σπίτι (χαλασμός), αφού το κακό στο οποίο επιμένουμε, εγκαθίσταται, στο σπίτι. Μα που να πάει ο νους του ανθρώπου, που ‘ναι βολεμένος σε κάτι του. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει, όλους τους ανθρώπους. Όπως το εξής όνειρο: να βρίσκεσαι σε κάποιο ξενοδοχείο, όπου είτε δεν έχεις να πληρώσεις, είτε δεν ξέρεις πώς να γυρίσεις στην αφετηρία. Στον Θεό. Στον χαρακτήρα που ερμηνεύτηκε στα ποιοτικά θεατρικά. Στάση ζωής, η απασχόληση τούτη. Έξω από τον εαυτό μας, φορές. Πολυάσχολοι στα καλά, στα ξεπεσμένα στοιχεία, του είναι μας. Επειδή αυτοματοποιήσαμε το ξεφόρτωμα των λυμάτων, που παράγει κάθε σπίτι, σκεφτήκαμε πως χαρά της ζωής, είναι να φέρεται καθένας, όπως θέλει. Ξεχασμένος στο ξενοδοχείο, όπου είτε δεν αναγνωρίζεις ότι σε ωφελεί απ’ το στόμα των άλλων, είτε ξεχνάς προμήθειες και μέσο, ώστε να επιστρέψεις στην αποδοχή της ανθρώπινης ομορφιάς. Ως εκπνοή από ταλαιπωρημένα μέλη, απλών εργαζομένων. Μία ακόμη ημέρα, μες τα χρέη, πιότερο στα συναισθηματικά. Στη φύση που καίνε, γιατί δεν είναι ζωντανοί άνθρωποι, να τους φορολογήσουν. Όλα είναι γνωστά, στη φύση. Πας εκεί και σου αποκαλύπτονται. Οι άνθρωποι, αν είναι τυχεροί, έχουν ένα κλαδί πλάι τους, να ακούει, να ταλαιπωρείται εξίσου, από τον άνεμο. Να παραπονιέται πιθανόν, γιατί τα τέκνα που ακόμη ζουν μαζί, ιδίως αγόρια, ως εργαζόμενοι, δεν βοηθούν εκείνη τη μάνα, χρηματικά. Η μάνα που πάντα επιθυμεί το περισσότερο. Κάτι από την προσοχή, της γραφής, σε ορισμένα λογοτεχνικά, βιβλία. Όπου τα συναισθήματα βρίσκονται πάντοτε, εκεί. Δεν αλλοιώνονται. Δεν μετανιώνουν. Όπως οι ευκαιρίες για δουλειά, που, μας παρακίνησαν, μα αρνηθήκαμε την επιρροή του λόγου τους, επειδή άλλα θέλαμε. Τη σταθερότητα; Ρωτάς. Πιθανόν να μας παντρέψει η ζωή, μαζί της. Σε άλλα, μας συνήθισαν, μάτια μου. Άλλα, μας υπηρετούσαν. Με όποια συναισθηματική φόρτιση, απλότητα ή αδιαφορία. Με κρούσματα ατόμων, πλάι μας, που επιθυμούσαν να τα ζηλέψουμε. Ν’ αποτελέσουν πρότυπο. Η επιρροή των λόγων. Ο δρόμος που μας έδειξαν, ώστε να ανήκουμε στην τάξη τους. Μα θαυμασμός για άλλο πρόσωπο, είναι μόνο από αγάπη. Όχι σώνει και καλά να αφήσουμε κάτι, προτού πεθάνουμε. Ως κληρονομιά, τέχνη, πινελιές χαρακτηριστικές, δημόσια, στην πόλη. Κανείς δεν είδε τα νοητικά οράματα, δεν άκουσε τις σκέψεις καθενός ανθρώπου. Στη παρηγοριά της γραφής, δεν αφέθηκε. Οι αναφορές στα πρόσωπα, που ‘χαν πρόσωπο, εσωτερικότητα. Ένα νήμα, να σας ενώνει. Είτε μπερδεύεται με σκοπό να κοπεί, υφίσταται απλά, πλέκεται για να παραχθεί κάτι χρήσιμο. Μυρίζει άνθρωπο. Το πείσμα του. Η ηρεμία. Το πισωγύρισμα, επιτέλους, στην ήρεμη αφετηρία. Η αποφυγή του στρεβλού που δεν αλλάζει, όμως, τους εχθρούς. Αυτοί θα κατακρεουργούνται, ως απόδοση δικαιοσύνης, αιώνια. Η εσωτερική πάλη τούτης της συγκεκριμένης, αφήγησης, ενόσω ο γραφέας του, πιότερο επιθυμεί να διασκεδάσει, παρά να αφυπνιστεί ο ίδιος. Σα να αναμένεις μόνο καλές ριξιές-ζαριές. Ή ότι θα αποφεύγεις, εσαεί. Να πετάξεις τα σκουπίδια (μίση, αληθινά απορρίμματα -όχι περιττώματα). Μήπως πεις: τα χρόνια περάσανε: βγήκε κάτι από αυτό; Ας παίξουμε, είπε το γραπτό. Να δούμε, που στράβωσε, στην πορεία. Τι έκανε λέει; Τόλμησε το γραπτό, να πάρει μόνο του, κεφάλι; Αυτό, αποφασίζει; «Καλά καλά. Δεν είχες πείρα, δεν άκουγες, δεν στάθηκες σε γνώμες, εκτός οικογενειακής νουθεσίας. Το κουκούλι που δεν ήταν, καν, ημιδιάφανο στα τοιχώματα. Έρωτες –κρεβατιού- προσπέρασαν. Ευκαιρίες για εργασία. Ισορροπία. Σωτηρία ψυχής. Τι είπες; Ποιος είπε; Θα ‘χει τηλεθέαση; Θα διακόψεις για διαφημίσεις. Που βρίσκεται η αφετηρία; Αυτή είναι η ανατροφή σου; Ποιοι θα ‘ρθουν να παίξουμε; Ποιοι; Έδειξε το γραπτό, σε πρόσωπα, που η διαβίωση τους απείχε, ως ενδιαφέρον από πολιτικές επιρροές, αφού μόνο επιστάτες συναντάς εδώ. Κάτι σαν φύλακες των κτημάτων, των παλαιών τσιφλικάδων, οι μετονομαζόμενοι Ευρωπαίοι. Ντρέπεσαι για κάτι; ρωτά ο τρίτος. Ποιος τρίτος; Ποιοι θα ‘ρθουν να κρίνουν. Ποιοι θα πουν, μόνος σου το κατέστρεψες; Ποιοι θα φανούν, θα υπερτερήσουν; Αυτοί χωρίς κόμπλεξ, πέρα από το συγκεκριμένο –προφανώς- του πανεπιστημιακού τους, πτυχίου. Έλα έλα. Πάψε τώρα. Σειρά σου να ρίξεις. Με ένα ή δυό, ζάρια; Ρίξε εσύ, με δύο. Σου έχω μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, αφού αμείβεσαι περισσότερο. Ξέχασες, ποτέ, κάτι; Φορές ξεχνώ –μιλά ο δικαιωμένος, με την ασφάλεια της παχιάς τσέπης- γιατί έχω αγωνία, μη πάει λάθος, όταν ανοίγομαι. Πού, ανοίγεσαι; Ρωτά ο γραφέας. Σε επενδύσεις; Σε αγορές. Τι αγοράζεις; Όλα τα στρωτά και τα σπουδαία, τα ‘χω μέσα μου. Εγώ πουλάω μόνο. Δεν αγοράζεις τίποτα; Μόνο χαρτί υγείας. (ακούστηκαν γέλια). Ντούκ, μπλόνγκ, γκλάνγκ, κύλησαν τα ζάρια, σε νέο κουτάκι. Διάλεξε: από δω ανηφόρα, χωματόδρομος υπερυψωμένη διαδρομή. Υπερυψωμένη γράφει. Ναι. Το κατάλαβες; Τι να καταλάβω; Ότι αυτό σου αξίζει. Τι; Δεν καταλαβαίνω. Να νικάς πάντα σ’ ότι λες. Έ εγώ είμαι καλύτερος από τους άλλους. Προλαβαίνεις ν’ αποταμιεύεις; Εγώ χρησιμοποιώ, πιστωτική, κάρτα. Τι άλλο δείχνει το κουτάκι. Μόνο μπροστά. Εσύ γιατί πας από πάνω; Με είδες να πάω; Μαγείρεψες σήμερα; Τι σχέση έχει αυτό; Όχι πες μου. Κάτι έτοιμο. Ζεστό; Γιατί; Για να δω ποιος μαγείρεψε. Τα εν οίκω μη εν δήμω. Είσαι σύγχρονος, έ; Ναι, μαγειρεύω καλά. Σε πίστεψα τώρα. (ακούστηκε μια βοή. Κάτι από γιουχάρισμα). Έλα έλα. Παίξε και πάψε. Προσπερνώ κατά ένα βήμα. Μην ανησυχείς. Εσύ είσαι ο καλύτερος. Τι γράφει εκεί; Πάρε μια κάρτα. Κόκκινη; Όχι. Εδώ δεν παίζουμε ποδόσφαιρο. Εξάλλου εσένα σε εξυπηρετούνε όλοι. Εγώ είμαι καλό παιδί. Τι ολοκλήρωση! Καμιά έκπληξη, σκέφτηκες; Μόνο μια φυλακή φερσιμάτων. Παίζε, παίξε. Τι έλεγε η κάρτα. Κερδίζεις μια ευκαιρία. Είσαι τυχερός. Είδες που παραπονιόσουν. Παλιότερα, ναι! Όταν δεν είχα πείρα. Παίξε παίξε. Δικιά σου η σειρά. Από πού θα θας; Από πάνω. Τόσο προβλέψιμος. Ντλόνγκ, σμπάμ, γκαγκόνγκ. Εξάρες! Μεγάλε! Μη τρέχεις εκεί πάνω! Θα γλιστρήσεις. Έλα τυχερέ. Κενό, δίχως οδηγία. Σπίτ, τσινάνγκ, πόμ πόμ. Τρία! Την πάτησες! Κάτι γράφει εκεί, μίλησε ο άλλος από πάνω που παρακολουθούσε, όπως πάντα. «Πες το μεγαλύτερο σου, μυστικό». Θα ήμουν άλλος τώρα, αν γάμαγα. Σειρά σου. Χασμουριέται. Να παραγγείλω να φάμε; Ρωτώ. Πατάτες τηγανιτές, σουβλάκια, και πίτσα. Είσαι σίγουρος; Για τι πράγμα; Για την γαστρεντερίτιδα. Μπα, εγώ είμαι μια χαρά. Κανένα πρόβλημα. Σ’ έφαγε το εγώ. Είπες κάτι; Χιουμορίζω. Δεν βλέπω το ύφος σου από δω. Εγώ γιατί σε βλέπω; Είπες κάτι; Μόνος μου παίζω. Η ζωή δεν είναι παιχνίδι. Εσύ παίζεις, φώναξε από κει πάνω, μα δεν είδε το επόμενο κενό, και κουτρουβαλώντας, έσπασε, κάπου κοντά μου. Έξω από το άσυλο του σπιτιού μου. Δεν υπάρχουν σημερινά όνειρα, ιδιωτικά, πια, τοπικά ως αρχηγοί, να ‘ναι Έλληνες. Να παίζουν σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, στραμμένες κατά 55% στις παλαιές αξίες και αρετές, στα πρόσωπα που αγαπούσαν, πολιτισμό και τέχνες. Δικαιολογημένα επομένως, πολεμήθηκε ο Άγγελος Σικελιανός από το τότε Κράτος. Όλα τα αξιόλογα πρόσωπα που αγαπούσαν, εαυτό, και προσωπικό τους μεγάλωμα. Με μια υπακοή σε αόρατες πινακίδες, του D.N.A. του Έλληνα. Ο οποίος πετά στην ώρα του, τα μη χρήσιμα. Δεν ντρέπεται. Να υπάρχει. Δεν προκαλεί πάραυτα. Όπως οι σημερινοί δωδεκάχρονοι και δεκαεπτάχρονοι, που δεν φοβούνται,, μήτε ξαφνικό τους, ξυλοδαρμό ή μήνυση. Ως άμεσο αντίποινο. Θέλει απίστευτη αντοχή, να μην απαντάς σε προκλήσεις, εκεί έξω. Δεν θα παίξεις με τους δικούς τους κανόνες, και ζαριές, γιατί αυτοί αλλάζουν συχνά, το πρέπει. Σαν εκπρόσωπο φύλου, που δίχως εγχείρηση, χρησιμοποιεί την ταυτότητα του αντίθετου. Δυο πραγματικότητες που ανωμάλως, δεθήκανε. Το κακό στη γη, με την έμφυτη αλαζονεία ορισμένων, πως πάντοτε θα νικούν. Οι σκνίπες έκρυψαν την επόμενη ζαριά. 20 It’s all about choices Το ήθος προϋποθέτει παρελθόν. Κάποιος να πονέσει για όλους όσους θα ακολουθήσουν. Μη ξέροντας τι να κάμουν με τη δημοκρατία. Την ιδέα της ελευθερίας. Δεν υπήρξαν παιδιά, στην κατοχή. Μες την βαρβαρότητα των κατακτητών, Γερμανών. Δεν υπήρξαν, καν, έγκλειστοι στα κρατητήρια, την περίοδο της δικτατορίας. Σα να γεννήθηκαν με τον ερχομό της ιδιωτικής τηλεόρασης, στην Ελλάδα. Τότε βλάστησαν στις κοιλιές των μανάδων τους. Σα να ‘ναι η Ελλάδα, μόνο αυτοί οι νέοι άνθρωποι, κτήματα της διαφήμισης, όλης της κακίας που συνοδεύει, να έχεις τα πάντα, και μες τη τεμπελιά σου, να μισείς τον δίπλα που κατέχει περισσότερα. Εκτός από μνήμη. Σεβασμός προς τους πρωτόγονους που υπήρξαν νεαρούδια, στην κατοχή. Που ζήσανε την ανοικοδόμηση της Ελληνικής επικράτειας, ως τον νεώτερο πανικό, με τα ολυμπιακά έργα. Η παρουσία του ΜΕΤΡΟ. Το νέο αεροδρόμιο στα Σπάτα. Η απαξίωση των εφοπλιστών να διαθέτουν καράβια, σε γραμμές που δεν συμφέρουν. Η ιδέα της δημοκρατίας που μόνο στα χαρτιά, τηρεί τους λόγους της, μετά την στημένη, 11 Σεπτεμβρίου. Όλα τα μεγαθήρια που καταπνίξανε το πράσινο, όπως το νέο έκτρωμα, οικοδόμημα, του υπουργείου παιδείας, προφυλαγμένο.. με πελώρια κάγκελα. Η εκπαίδευση αξίζει όσο ένα φανταχτερό αυτοκίνητο, επειδή τούτος είναι ο στόχος της νεολαίας. Ας μείνουν ανύπαντροι. Δεν ξέρουν καν, τη σημασία, του: ψηφίζω. Δέχονται τα νοθευμένα βιβλία, ιστορίας. Την αυθάδεια ως τρόπος ζωής. Τα έτοιμα ως τον παράδεισο. Απαξιώνουν το πράσινο, το καθαρό βλέμμα, την ησυχία, το ήθος που κράτησε ζωντανούς, κείνο τον κόσμο που σκέφτηκε να αγαπήσει την Πατρίδα. Τ’ αρχαία μας, τις μικρές μετακινήσεις. Κάθε τι ταπεινό, βίος εργάτη, τίμιος. Η χαρά στο πρόσωπο να είσαι ολοκληρωμένος μες από δικού σου κόπου, τίμημα. Στις οικοδομές, στα ναυπηγεία, στα αμπάρια των πλοίων. Στα ξερονήσια, ως ο μοναδικός που τιμά την σημαία. Να βλέπουν οι Τούρκοι, πως, τιμάται, η ιστορία της σημαίας –μόνο από πολίτες. Όλοι εκείνοι που μίλησαν για την τιμιότητα που πέρασε, με αρκετά, λαϊκά, τραγούδια, ποιήματα. Βιβλία βγαλμένα από τη ζωή. Η ζωή γέρασε. Εύκολα πετιέται στα γηροκομεία. Κυκλοφορεί ως άστεγοι, στα πάρκα, τις πλατείες. Χειμώνα – καλοκαίρι. Δίνουν κοντέϊνερ σπίτια, στους πυροπαθείς, μα αφήνουν εκτεθειμένους τους άστεγους. Στα πεζοδρόμια, τις αγορές, το λιμάνι. Στα υπόγεια του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου. Στάσεις κάτω από τη γη, μες σε λαγούμια, θαρρείς. Όπου το φυσικό φως, δεν βρίσκει δίοδο, να κατεβεί, γιατί μόνο στην φτώχεια, παρατηρείς αυθεντικότητα. Αλήθεια (ότι δεν αγγίζει, η πολιτική). Είναι μερικές στάσεις, χτισμένες στην επιφάνεια. Της καθημερινότητας. Με το καλό και το μολυσμένο, αν δεχτούμε το καλό, στον καθένα. Εκεί λοιπόν που καθόμουνα, σε μια απίστευτη βαρεμάρα, σκεπτόμενος με ειρωνεία τους άλλους, διερωτόμενος: ποια θα έρθει να χαδέψει τούτο το γραμμωμένο, αρχαιοελληνικό, κορμί, ένα σούσουρο άρχισε να πλησιάζει κοντύτερα, στο σταθμό. Την πρωινή αυτή, ώρα. Μου φάνηκε, σαν φασαρία μήπως; Σα να ‘χε συμβεί κάτι, που ούτε προσδιόριζα, γιατί σύμφωνα με το οπτικό μου πεδίο που περιοριζόταν από τον τοίχο, πίσω, παρατηρώ μόνο το κενό, με τις γραμμές του ηλεκτρικού. Το πήγαιν’ έλα όσων περιμένουν τον δικό τους συρμό. Κάθομαι πιο άνετα, σταυροπόδι, ξαπλωτά περίπου. Ωσότου να προλάβω να στρέψω το κεφάλι αριστερά, να δω τι ερχόταν προς τη δική μου πλευρά της αποβάθρας: Είναι ένα σωρό –θαρρώ- γέροι και γριές, που μεταφέρουν! τραπέζια, καρέκλες, σακούλες με τι, άραγε. Τα φέρνουν εδώ μέσα! Μετακόμιση κάνουν; Που τα πάνε όλα αυτά τα έπιπλα; Η σεκιουριτά από την απέναντι αποβάθρα, βλέποντας όλο αυτό τον έμψυχο σαματά, τρέχει ως τις σκάλες για να έρθει από εδώ. Όλοι στρέφουμε και κοιτούμε τους συνταξιούχους. Ένας ιδιόμορφος σαματάς από γέλια –κάποιος τραγουδά- με συνομιλίες που ούτε καταλαβαίνω, στήνοντας οι ηλικιωμένοι σαν εστιατόριο, όπου τους αρέσει, τραπέζια και καρέκλες. Ένας γέρος ανοίγει ένα φορητό ραδιοcd. Ακούγονται Ελληνικά τραγούδια, λαϊκά. Ορισμένες γυναίκες, πλησιάζουν κοντινά στον τοίχο δυο τραπέζια, αραδιάζοντας τάπερ, έως να προσπαθήσει να τις διακόψει, η σεκιουριτά, η οποία δείχνει νέα στην ηλικία (παρατηρώ και χαμογελώ, επίσης οι άλλοι γύρω). Μια φαφούτα γιαγιά, μου κάνει νόημα να φάω κάτι, μα αρνούμαι, κουνώντας αριστερά δεξιά, το προφίλ μου. Δυο νέες κοπέλες όμως, συγκαταβαίνουν. - Σας παρακαλώ, επιμένει να βάλει μία τάξη, η σεκιουριτά, δίνοντας εξηγήσεις, πως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό. Επιχειρεί να διώξει τις γριές με τα τάπερ, που κοιτάνε περίεργα τη νέα κοπέλα. Την οποία ξαφνικά, αγκαλιάζει από τους ώμους ένας εγκάρδιος τύπος που ανήκει στο μπουλούκι των επισκεπτών: δείχνει διατεθειμένος να μεταδώσει την χαρούμενη διάθεση, στην σεκιουριτά. Εκείνη τελικά, συγκαταβαίνει νομίζω. Έχουν απομακρυνθεί. Κάτι συζητούν μεταξύ τους. - Περσεφόνη μωρή, θα φέρεις τίποτα να φάμε; Ακούγεται μια φωνή, με μια γυναίκα από εκείνες που άνοιγαν τα τάπερ, να σηκώνει απλά την ανοιχτή της παλάμη, χαιρετώντας. Με το άλλο χέρι εξακολουθεί τις ετοιμασίες. Το σούσουρο συνεχίζεται. Οι καρέκλες από ένα τραπέζι, που εγκαθίστανται τρεις ηλικιωμένοι, βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής, εμπρός μου. Ένας τους κάθεται βουβός. Μόνο την πλάτη του ξεχωρίζω. Δεξιά του είναι ο γλεντζές, φαίνεται, της παρέας: κουνά σε ανάταση τα χέρια, προσπαθώντας να βρει ένα ρυθμό. Απέναντι από αυτόν, κάθεται ένας τύπος που χαμογελά. Το τραγούδι δυναμώνει την ένταση του παρόντος συνωστισμού, που συναγωνίζεται μόλις, το θόρυβο που προκαλεί η είσοδος ενός συρμού, στο σταθμό. Στην απέναντι πλευρά, στην άλλη αποβάθρα. Μας κοιτούν από τα βαγόνια. Κάποιοι θα προτιμήσουν να μην πάρουν το τρένο που περίμεναν, το οποίο φεύγει, να, μόλις. Στέκονται απέναντι. Διασκεδάζουν. - Ελάτε από εδώ, τους κάνει νόημα, μια χοντρή με μπλέ φόρμα, και μεγάλο ποπό. Έχω σηκωθεί όρθιος. Η γριά Περσεφόνη που μεταφέρει τάπερ με φαγητά, με αποθέτει σε μια καρέκλα, γιατί δεν χωρούσε να περάσει με όλο το συνωστισμό. - Μα εγώ δεν.. –δεν προλαβαίνω να παραπονεθώ. Εμπρός μου έχω το εξής θέαμα: μια ηλικιωμένη που καπνίζει, η οποία συζητά με μια κυρία που φαίνεται να την γνωρίζει, δείχνοντας της, τις δυο κάλτσες που φορά: με διαφορετικό χρώμα. Ποιος γνωρίζει το ύψος της σύνταξης, για τέτοιου είδους, κατάντια. Είναι μακριά η λαϊκή, και κουράζομαι, της λέει. Δεν αφήνει το τσιγάρο από το στόμα. Ο τέταρτος της παρέας, είναι ένας κουστουμαρισμένος, στην τρίχα, γέρος, που θαρρώ, ή είναι υπερβολικά περιποιημένος ή μήπως είναι γκέϊ, ή και τα δύο. Ή οι δύο κυρίες που συνοδεύει, τους κάνει κάποιου είδους χάρη. Σα να προσφέρει ένα είδος επιπέδου. Ξαφνικά, οι περισσότεροι από την ευρύτερη, μεγάλη, παρέα που κατέλαβε το χώρο, αρχίζουν να βαρούν ρυθμικά, παλαμάκια. Αλήθεια δεν ξέρω, πως την είδαν την δουλειά. - Εσύ δεν διασκεδάζεις; Μου μιλά ένας της παρέας, από το διπλανό τραπέζι. Τρεις εκεί. Δυο αρσενικά και θήλυ. - Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει εδώ, αποκρίνομαι άγαρμπα. - Διασκεδάζουμε. Εσύ δεν διασκέδαζες με τον πατέρα σου; - Πως, ναι. Δηλαδή όταν. Έ, πότε πότε. - Το δικό μου γιο, να δεις. Σωστό παλικάρι. Τέλειωσε μηχανικός. Ώ πόσο περήφανος είμαι. - Έως να σε πετάξει στο γηροκομείο, μιλά ο διπλανός του. - Υπερβολές! Εσύ όλο παράπονα είσαι. Απλά το παιδί, δεν είχε χώρο στο σπίτι. - Κουραφέξαλα. Η γριά στο τραπέζι δείχνει αδιάφορη. - Πέτρο! Πέτρο!! Ουρλιάζει μια φωνή. Θα θέλει τα χάπια του, συλλογίζομαι. Χαμογελώ. Σα να παρασύρει κι εμένα, το κέφι. Μου αλλάζει τη διάθεση. - Οι εκλογές, μας μαράνανε πάλι, ακούγεται ο γέρος που όλο παραπονιόταν. Η γριά τρώει. - Πέτρο, ρεεεεε. - Αναψυκτικά. Εδώ. Ξεχωρίζει ένα χέρι πάνω απ’ το πλήθος, αιώνων μαζεμένων. Το βλέμμα της ηλικιωμένης απέναντι μου, που καπνίζει, εκπέμπει αύρα γυναίκας, που βίωσε εμπειρίες, πάμπολλες, γνώστρια προφανώς, του έρωτα. Αποπνέει μια ζωντάνια νεότερων χρόνων. Προσπαθώ να αποφύγω το βλέμμα της. Επίσης του κουστουμαρισμένου, που κάτι ιδιαίτερο, με ενοχλεί πάνω του. Κάνω να σηκωθώ. Άντε πάλι. Με ξαναβάζει στο κάθισμα –από σύμπτωση- η ίδια γριά, η Περσεφόνη. Με νέο πέρασμα της. Πιθανόν η μαγείρισσα. Κοίτα να δεις κάτι πράγματα. - Σοφία μου, χρειάζεσαι δίαιτα, γλυκιά μου, ακούω μια γιαγιά να λέει στην χοντρή με τη μπλέ φόρμα και τον τεράστιο ποπό –αυτό ακριβώς. Μόλις περνούν στο πλάι, ανάμεσα από τις καρέκλες. Η αδιάφορη του διπλανού τραπεζιού, ανασηκώνει τα φρύδια, σχεδόν ειρωνικά. Ο κύριος, δίπλα της, αρχίζει να συνομιλεί με τον περήφανο πατέρα: - Άκουσες για το ασφαλιστικό; Θα πάνε λένε, την έξοδο, στα 70. - Δεν μ’ ενδιαφέρει. Εγώ τα έχω περάσει προ πολλού. Όπως κι εσύ. - Και που ξέρεις την ηλικία μου; - Δεν είσαι δα, 45. Ούτε εργάζεσαι. - Μακάρι να ‘μουν 45. Να δεις τι θα έκανα. - Τι; Κώστα; - Θα παντρευόμουν. - Μια από αυτές τις γριές; - Όχι ρε. Μια νέα με λεφτά. Κορόιδο είμαι; Να περιμένω σύνταξη. Ωσότου να βγουν οι σημερινοί νέοι, το όριο θα έχει πάει στα 80. - Σιγά μη πάει στα 90. - Αν ζουν ως τότε. Αρχίζουν να γελούν (η αδιάφορη, ανασηκώνει ξανά, τα φρύδια). Σηκώνομαι. Μετακινούμαι προς άλλο τραπέζι. Είμαι περίεργος για το ποιόν των χαρακτήρων, των επισκεπτών στο σταθμό. Παρατηρώ σε άλλο τραπέζι, δύο άτομα μεγάλης ηλικίας, να τρώνε μανιωδώς. Ο τρίτος της παρέας, σα να τους ελέγχει: - Θα χαλάσετε το στομάχι σας. - Και τι σ’ ενδιαφέρει εσένα, του απαντά μια κυρία, που φαίνεται μεγαλύτερη σε ηλικία, μα έχω μια υποψία πως δεν είναι. - Εγώ είμαι νέα ακόμα, προσθέτει με μπουκωμένο στόμα. (να που επαληθεύτηκα). Ας κάτσω εδώ. - Καλημέρα, χαιρετώ. - Κρασί, κάνει καλό, με παρακινεί το τέταρτο πρόσωπο της παρέας. Ένας γέρος που τα χέρια του τρέμουν, κρατώντας το μπούτι από κοτόπουλο. Παίρνω θάρρος: - Ήρθατε εδώ για να φάτε; - Ήρθαμε για να δούμε ανθρώπους, αποκρίνεται ο «θα χαλάσετε το στομάχι σας», ο οποίος κάθεται με σταυρωμένα στο στήθος, τα χέρια. - Γιατί μεταξύ σας, δεν επικοινωνείτε; Ρωτώ. Προσπαθώ να ακουστώ, εν μέσω ομιλιών, τραγουδιού και φάλτσων απόηχων. - Άλλο συναναστροφή, κι άλλο εμείς. Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει. - Τρώγε, μου κάνει νόημα μια κυρία με μαύρα, απέναντι μου. (Πριν τα φας εσύ, όλα). - Περσεφόνη. Μια από τα ίδια εδώ, φωνάζει η κυρία που είναι νέα τελικά, αν και δείχνει γηραιότερη. - Καταλαβαίνεις; Ρωτά ο “ψυχολόγος” του τραπεζιού. Δεν ακούω. Λέω να αποφύγω τις βαθιές σκέψεις. Σα να βαριέμαι. - Χρειαζόμαστε εμπειρίες. (Κοίτα που επιμένει. Για να του ρίξω μια “μπόμπα”): - Εγώ νομίζω πως θα είχατε γίνει βράχος ως τα τώρα. Ο γλεντζές του γηροκομείου, γυροφέρνει στον αέρα το φορητό ραδιοcd. Δυναμώνει κι άλλο, την ένταση. Ακούγεται με μεταλλικό ήχο, η μουσική. Η χοντρή τον κυνηγά για να τον σταματήσει σ’ ένα σημείο, μα φρακάρει ανάμεσα σε δυο καρέκλες. Ακούγονται γέλια. - Αυτόν τον βράχο, τον έφθειραν οι δυσκολίες. (Σα να βλέπω τον πατέρα μου). Μου ‘ρχεται ν’ ανασηκώσω εγώ, τα φρύδια (συγκρατήσου). Χαμογελώ με τα μάτια. - Τι εστί αξιοπρέπεια; -επιμένει. - Φαντάζομαι η καλοσύνη, απαντώ. - Φάε φάε, σπρώχνει στο μέρος μου, η γριά με τα μαύρα, ένα πιάτο. Χαμογελώ. - Η ζωή δεν έχει δικαίωμα να μας τυραννά για πάντα, εξακολουθεί ο ίδιος. Η κυρία που πρέπει να είναι πιο νέα απ’ όσο φαίνεται, μιλά, με λαζάνια, στο στόμα: - Έπαψε να είναι γονιός κι είπε να γίνει άνθρωπος. Η διπλανή της στα μαύρα, γελά. Ώπ, παραλίγο να πνιγεί. Ξεροκαταπίνει. Έχει πλάκα η συγκεκριμένη παρέα. - Η δόξα μου είναι να μ’ αγαπούν, μιλά ο δεύτερος, παρών, παραπονιάρης. - Δεν έχει τι να κάνει, απαντά η νεογριά. - Φάε φάε, ξανά η άλλη. Με ζαλίζουνε. - Πειράζει που υπάρχω; Ενοχλείται ο γέρος δίπλα μου. - Μη πέσεις μόνο στις ράγες, τον πειράζει η άλλη με τα μαύρα ρούχα. - Ά μπα, αντιδρά η φίλη της: Και να φανεί κατώτερος από άνθρωπος. - Ήταν γονιός, τώρα είναι άνθρωπος, τον κοροϊδεύει η νεογριά. - Αλαφροΐσκιωτε, τον λούζει η μαυροφορεμένη. Νάτη. Πίνει κρασί. - Μελλιστάλαχτη, ξεκινά τον καυγά, αυτός. ( - Περσεφόνη! Άντε πάλι. Κακιά λύσσα). - Υπερήφανε. - Ανάποδη. - Πειναλέε. - Ανόητη πέρδικα. - Μαδημένε πελαργέ. - Καταίφι. - Λιωμένο παγωτό. - Ώ, χόντρυνε το πράγμα, μιλά κάποιος. Μαζεύονται γέροι και γριές, γύρω μας. - Ανακατεμένο μυαλό. - Ξεπουπουλιασμένη θηλυκότητα. - Στείρε. Ακούγονται γέλια δυνατά. Αυτός το σκέφτεται. - Κέρδισες γλυκιά μου, της λέει η μαυροφορεμένη. - Υποκρίτρια! - Ανόητε!! - Πειναλέα. - Ψυχολόγε!!! Ώχ, να του δίνω σιγά σιγά. Η μαγείρισσα Περσεφόνη, με ξανακαθίζει στη θέση μου. Κοίτα να δείς, σύμπτωση ξανά. - Ξεφούσκωτη φούσκα, μιλά αυτή. - Πεσμένη ρόγα, της απαντά αυτός. - Ώωωωωω, ακούστηκε μια ιαχή. Περάσαμε στα σόκιν. Όλοι γελάνε. Πιάτα ακούγονται να χτυπούν με ποτήρια. Σαματάς. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένας μεθυσμένος πλησιάζει τις γραμμές, από την απέναντι αποβάθρα. Ορισμένων η προσοχή, στρέφεται προς τα εκεί. Ακούγονται φωνές. Παραλίγο να πέσει στο κενό. Η σεκιουριτά τρέχει απέναντι, κρατώντας μια σπανακόπιτα. Όλοι οι ηλικιωμένοι, στρέφουν τώρα το βλέμμα, απέναντι. Ευκαιρία να σηκωθώ. Βαδίζω. Ξαφνικά γλιστρώ: ένα χέρι με πιάνει, ρίχνοντας με σε μια καρέκλα. Νέο τραπέζι. Το κέφι επανέρχεται στο αρχικό του στάδιο. Λες να καλέσουν αστυνομία; Έχει ώρα να έρθει τρένο από τούτη την πλευρά. Ώ ρε τι έχει να γίνει. Πλέον βρίσκομαι σε μια παρέα, από έξι άτομα, δυο γριές και 4 γέρους. Δυο κολλημένα τραπέζια, οι καρέκλες κοντά κοντά, μόλις 40 εκατοστά από την κίτρινη γραμμή, προτού γλιστρήσεις στις ηλεκτροφόρες σιδηροτροχιές. - Καλώς τον, με καλωσορίζει ένας εγκάρδιος ηλικιωμένος. Κουνώ καταφατικά, το κεφάλι. Χαμογελώ. - Είναι μια ωραία μέρα, προσθέτει ο ίδιος. - Για βόλτα; Ρωτώ. - Βόλτα, ναι. Το παν είναι να έχεις πρόσχαρη διάθεση. Λέω ν’ ανασηκώσω τα φρύδια. Χαμογελώ από μέσα μου. Ένας από τους τέσσερις άντρες, κοιτά πονηρά, μια γυναικοπαρέα στην απέναντι αποβάθρα. Θαρρώ, τους κλείνει το μάτι, το ερείπιο. Μπα, θα γελάστηκα. Ο πονηρός έχει πλάι του, μια καλοστεκούμενη, ίσως πρώην μοντέλο, δείχνει μεγαλύτερη όμως, από μεσήλικη. Κοιτά γύρω της, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι πότε εδώ και πότ’ εκεί. Ή σα να διασκεδάζει ή από τικ. Με το ένα της χέρι, κρατά το μανίκι ενός τρίτου, στην παρέα, παππού. Γιατί άραγε; Ο γέρος αυτός, προσηλώνει το βλέμμα στις ράγες, σαν μαγνητισμένος. Ένας συρμός πλησιάζει από τούτη τη πλευρά. Πρώτη φορά. Οι επιβάτες που βγαίνουν, δυσκολεύονται. Άλλοι γελούν με την παρούσα κατάσταση. Άλλοι παραπονιούνται. Φαίνεται θα το διαισθάνθηκε η σεκιουριτά, που τρέχει ξανά, από απέναντι, να έρθει από εδώ. Ο πονηρός γέρος, κλείνει το μάτι σε μια γυναίκα που συνοδεύεται. Ο δεσμός της ενοχλείται, τοποθετώντας την στο άλλο του πλευρό –μακριά από τον πορνόγερο. Είναι ένας τέταρτος παππούς, στο παραλληλόγραμμο τραπέζι μας, που δείχνει μποέμ. Τα μάτια του λάμπουν όλο ζωντάνια. Το τρένο φεύγει. Ο μεθυσμένος από απέναντι, φωνάζει: Θέλω κι εγώ, κρασί! Κάνει να πηδήσει το κενό, μα τον βγάζουν σηκωτό, έξω. Παρατηρώ όλους αυτούς τους αιώνες, που ίσως ορισμένοι βιώσανε κατοχή. Δείχνουν κατά κάποιο τρόπο, εναρμονισμένοι. Σα νότες, σε μπαλάντα παλαιότερων δεκαετιών που σαφώς απαιτείται συνεργασία και γλυκύτητα στον τόνο και το θέλω της ερμηνείας. Σαφώς οι γέροι αποπνέουν συμπάθεια. Σα να ψυχανεμίζεται ο εγκάρδιος τύπος, πλαϊνά μου, τι σκέπτομαι. Μιλά: - Η παρουσία των καλών ανθρώπων, λένε, αγάπα με. Ώ είναι όμορφη η ζωή. Και ξέρεις –με κοιτά χαρούμενος- αν και δύσκολη η διαδρομή, μας έφερε στο ύψος μας. Όπως λένε: για να διασχίσεις μια κατηφόρα, πρέπει να ‘χεις περάσει μια ανηφόρα. - Για να απολαύσεις μια κατηφόρα, πρέπει να ‘χεις καλύψει μια ανηφόρα, μιλά ο μποέμ. - Όχι, χαμογελά η πρώην μοντέλα: Για να αφεθείς σε μια κατηφόρα, - Πρέπει να ‘χεις υπερβεί τη βράβευση της ζωής, μας ξαφνιάζει ο γέρος που κοιτούσε επίμονα τις γραμμές του ηλεκτρικού. Ίσως του θύμιζαν κάποιο πόλεμο. Κοίτα να δεις, πως πάραυτα, μιλάνε γλυκά ο ένας στον άλλο. - Εργάζεσαι; Με ρωτά ο εγκάρδιος που αρχικά, με καλωσόρισε. - Έχω δει κάτι ωραίες αγγελίες για συνταξιούχους, απαντώ, επιστρέφοντας η ειρωνική αντιμετώπιση προς τους γύρω μου. - Έχει χιούμορ όμως, ακούγεται ο μποέμ - Είναι φιλοσοφημένος, μιλά η πρώην μοντέλα. Σα να ησυχάζει η γηραιοκατάσταση. Η σεκιουριτά θαρρώ, μαδά τις τρίχες της κεφαλής της, αγωνιώντας πότε θα ξεμπερδεύει με όλο αυτό το μπουλούκι. - Δεν πάτε λίγο πιο μέσα; Μας παρακινεί. (Η στολή της δεν με πείθει, πως μπορεί να επιβληθεί, σε κανένα). - Αν και γλυκός, μας πονάει, νάσου πάλι η φωνή της πρώην μοντέλας. - Δεν το ‘θελα, αποκρίνομαι σοβαρός τώρα. - Δεν πειράζει. Όλοι κάνουμε λάθη, με κοιτά τίμια, ο εγκάρδιος. - Το αλατοπίπερο, στρέφει τώρα ο πονηρός, προς εμάς. Τι θα ήταν η ζωή αν δεν μισούσαμε, δεν ζηλεύαμε, δεν κοροιδεύαμε, τελειώνει το συλλογισμό του. - Γι’ αυτό και αρρωσταίνετε στα γεράματα, -ξύνω πληγές. - Τα γηροκομεία είναι καλό καταφύγιο, αφού τα πάντα γύρω, είναι καμένα, μιλά ο μποέμ. Μου παίρνει λίγα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω το νόημα της φράσης. (καμένα μυαλά). Απαντώ: - Ήσασταν απόλυτοι. Γι’ αυτό μείνατε μόνοι. - Θαρρώ δεν ξέρω, αν τα λόγια σου είναι αληθινά, ή η γλυκύτητα του προσώπου σου, κρύβει κάποια μανία, μου την λέει η πρώην μοντέλα. Σα να έπαψε κάθε θόρυβος, μουσική, συνομιλίες. Η ίδια η σημασία της ώρας. Μόνο το βλέμμα τούτης της ηλικιωμένης και η άποψη πως δεν ζω, στον μεσαίωνα, που πήγε και πνίγηκε αυτοβούλως, στο ποτάμι, που ξεβράζεται η ατιμία μιας γενιάς, που δεν σέβεται το δικαίωμα να κουβάλησαν βάρη, όλοι αυτοί οι αιώνες και οι ώμοι. Τα γέρικα χέρια. Άλλο αν τα μάτια λάμπουν, νέα, όπως παλιά, γιατί οι κόρες των οφθαλμών είναι το μόνο πάνω στον άνθρωπο που δε γερνά ποτέ. Είναι όλα θέμα επιλογών. Πως θα ζήσεις. Που θα απορροφηθείς. Αν θα γλυκαθείς από τ’ αγκίστρια των ιστοριών και των μαθημάτων, που περιμένουν οι γηραιότεροι να προσφέρουν. Αφιλοκερδώς. Κάπου ο πόνος και η θλίψη, λόγω μοναξιάς, θα τους προκαλέσει, βγάζοντας τους, μια εριστικότητα. Μα είναι μόνο ένα παράπονο που θα τελειώσει η ζωή, χωρίς ένα ευχαριστώ ή μια συγνώμη. Λίγη τιμή. 21 Φανταστικός φίλος Είναι πολύ μοναχικά, απόψε, έτσι δεν είναι; Σαββατόβραδο. Μέσα. Μπουμπουνητά κακού καιρού, ακούγονται στο στερέωμα. Το νιάνιαρο της Νταϊάνας, σίγουρα έχει κάνει σέξ πριν από μένα. Μια ήρεμη μέρα, εκλαμβάνεται ως κάτι βαρετό. Η μη χρησιμοποίηση του χρόνου, για έξοδο. Με θάρρος με εξωστρέφεια. Οι επαναλαμβανόμενες ενέργειες, σπίτι. Να σκέφτεσαι: ακόμη δεν έχω κάνει, σέξ. Άρα δεν αξίζει. Άρα γιατί να το θέλω. Όπως την αγκαλιά. Την κατοχή του διαφημιζόμενου θάρρους. Αλλά που; Να θες παρέα, μόνο όταν τη θες. Αμφιταλαντεύεσαι, μεταξύ των μαθημάτων της ζωής, να σε κάνουν όλοι πέρα, γιατί εσύ ο ίδιος προτίμησες τη μοναξιά. Οπότε το σύμπαν είπε να σε τιμωρήσει για την ασέβεια σου, απέναντι στο δώρο της ζωής. Η μοίρα του ανθρώπου να ελέγχουν κάτι άλλο, εκτός του εαυτού τους. Ή να προβάλλει μόνο ποδόσφαιρο, η τηλεόραση. Έχοντας καταντήσει η ηρεμία, κάτι αφύσικο, σε μια Κοινωνία όπου προτιμάται το ταραγμένο. Τώρα γιατί παραπονιούνται. Ή γιατί προσπαθούν, ορισμένοι, να φτάσουν πιο μακριά, σε λογισμούς. - Χωρίς να ‘χεις ζήσει; Ρωτά μια φανταστική, παρουσία. - Μη μιλάς για πόνο –απαντώ. Οι άνθρωποι τον προτιμούν, μόνο στις ταινίες, όπου δεν θεωρείται ψυχολογικό πρόβλημα να ανοίγεσαι. - Εκτός κι αν τα προβάλλουν, για να κοροϊδεύουν οι τηλεθεατές. - Ταπεινός είναι μόνο, όποιος παραδέχεται, μόνος, στο σπίτι, πως έχει ψυχολογικά προβλήματα, ακούγομαι. - Πως σου φαίνεται η προσέγγιση, μεταξύ των δύο φύλων; - Άχρηστη. - Όσοι χτίζουν, πόλεις; - Χρήσιμοι. - Σε τι χρησιμεύουν οι πόλεις; - Για να κατοικούν, άνθρωποι. Για να γεννιούνται παιδιά, χωρίς και τους δύο, γονείς. Για να παράγεται πολιτισμός για να καταλήγει σε κάποιο συρτάρι. Άλλο αν στο δρόμο πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα. - Μπορείς να ζήσεις μόνος σου; - Μπορώ. Διαφορετικά θα είχα ζήσει έως σήμερα, έστω τον έρωτα. Στην πραγματικότητα. - Τι είναι ο έρωτας; -μιλά με τη σειρά του, το φανταστικό πρόσωπο, που μου κάνει παρέα. - Δεν ξέρω. Πιθανόν μια ακατανίκητη έλξη, των σωμάτων. - Κι όλες οι θεωρίες σου, περί αγάπης; - Άλλο πράγμα η αγάπη. - Μάλιστα. - Σ’ ενοχλεί η αλήθεια μου, έ; -ρωτώ. - Θα ‘πρεπε να μ’ ενοχλεί κάτι, σ’ εσένα; - Ξέρω γω. Μια ένδειξη κριτικής. Ή ανωτερότητας, προφανώς. - Για ποιο λόγο; - Για ποιο λόγο –χαμογελώ. Για να δικαιολογούνται, οι μισθοί των ψυχολόγων. 80 ή 100 ή 120 ευρώ, η επίσκεψη. Επί 7 έως 10 άτομα, τη μέρα. Επί 22, 25 μέρες το μήνα, πελατεία. Για βάλτα κάτω. Περίπου πες: 16, 17, 18 χιλιάδες, ευρώ, το μήνα!!! Και θέλεις, αλήθεια, να πάρω σοβαρά, τη γνώμη ενός ψυχολόγου, που βγάζει τόσα ….λίγα, χρήματα, κάθε μήνα! Που σίγουρα θα αγοράζει και από ένα σπίτι, κάθε χρόνο. Κατόπιν το νοικιάζει. Άλλα κόλπα! Ωραίο πράγμα να είσαι εισοδηματίας. - Ή να ζεις πρόχειρη ζωή –με κατακεραυνώνει. - Πρόχειρη ζωή, έ; ρωτώ. Σα να λέμε: όλοι αποδεχόμαστε που σκοτώνονται άμαχοι ανά τον κόσμο, ή που η γύμνια θεωρείται φυσιολογική. - Τι σχέση έχει τώρα, αυτό; - Οι άλλοι, πάντα, έχουν συνείδηση. - Ά, αυτό, εννοείς. - Ναι, αυτό εννοώ! - Ήθελες μήπως να πεις κάτι άλλο; - Πόσο καλά με ξέρεις. Το σκέπτομαι. Στον παρόν πολιτισμό, όπου πάντοτε οι άλλοι πρέπει να μιλάνε. Εδώ μόνο να ακούς, να βλέπεις. Και προς Θεού, μη διαβάζεις. Τώρα γιατί: ή επειδή θα χάσεις την ψυχή σου, ή γιατί θα περιθωριοποιηθείς, αν αρχίζεις να το κουράζεις –που λέμε, στην καθομιλουμένη. Που πάντα το σύνολο το τραβάνε από τη μύτη. Αλλά ξέχασα, όμοιος ομοίω ….. Ζούνε μόνο για να γαμάνε ή να τις πηδάνε. Τρώνε μόνο για να ‘χουν, δυνάμεις, για σέξ. Ή για να τσακώνονται μες την οικογένεια. Η συνείδηση που λέγαμε: βλέπε ανωτερότητα. Σα να λέμε: πρόσεχε τι είδος λογοτεχνίας, γράφεις: προς Θεού! μη θίγεις καταστάσεις, γιατί θα πούνε: αυτά είναι δικά σου βιώματα. Και κάποιος ψυχολόγος των 12, 15, 16 χιλιάδων ευρώ, μισθού, το μήνα, έχοντας κι εκείνος ..συνείδηση, θα βγάλει πόρισμα: εννοείται, καταδικαστικό. Προς Θεού μη γράφεις για πράγματα που βίωσες. Απαγορεύεται. - Τσακωνόμαστε τώρα; - Δημοκρατία είναι –απαντώ- μόνο αν δεν λες την αλήθεια. - Ποιανού την αλήθεια; - Έχεις χιούμορ. - Κάνουμε καλή παρέα, έ; - Είσαι καλός ακροατής. - Αλήθεια τέλειωσες πανεπιστήμιο; - Όχι, απαντώ. Γι’ αυτό και δεν μου δίνουν αξία. - Δεν μιλάς τώρα, έ; προσθέτω. Όπως νομίζεις. Αν και αρχίζω να απορώ, αν είναι διακριτικοί, όσοι έχουν συνείδηση. Αυτοί δηλαδή που μόνο ακούνε. - Δεν θα φτιάξεις, εσύ, τον κόσμο. - Ποιος σου ‘πε ότι θέλω; Ρωτώ. Η πόλη είναι ήδη, άσχημη. - Ώστε τώρα μιλάς, έ; προσθέτω ένα ακόμη ερώτημα. - Σε ακούω. - Ά εντάξει. Συ έχεις συνείδηση. - Μην αναβάλλεις για αύριο, ότι έχεις να κάνεις σήμερα. - Ωραία σφήνα, σε παραδέχομαι. Μόνο που δεν είμαι εγώ, αυτός που αναβάλλει. Είναι εκείνος που δεν φέρεται με ισότητα, σε δύο πρόσωπα που έχει ευθύνη. - Καταλαβαίνω τι λες. - Χαίρομαι –χαμογελώ. Τι να κεράσω τον φανταστικό μου φίλο; - Τίποτα, ευχαριστώ. (Εσύ τρως μόνο συνειδήσεις). - Τι παρατηρείς –ακούγεται ξανά- κοιτώντας μια γυναίκα. - Ένα ανθρώπινο πλάσμα, που κοιτώ, ισότιμα. - Αλλά που δεν μπορεί να σου προσφέρει; - Δεν μπορεί ή δεν θέλει; ρωτώ. - Συ το αποφασίζεις αυτό. - Από δικαιολογίες, βρίθεις. - Συζήτηση κάνουμε. - Κι έλεγα πως τσακωνόμαστε, χαμογελώ. - Ποιος ειρωνεύεται, τώρα; - Που είδες, εσύ, ειρωνεία; - Έ; -το σκέφτεται. Μέχρι να το επεξεργαστεί, ας κάνω εγώ ένα ζάπιγκ στην T.V. Ο άνθρωπος περνά μόνο, την ώρα του. Ή το παρακράτος, πραγματοποιεί οξύτατη επίθεση, πριν από βουλευτικές εκλογές. Αναμένει, αντιδράσεις. (οι παρορμητικοί πολίτες, βγαίνουν μόνοι τους, τρελοί). Αλλά εδώ θα μειωθούν τα σύνορα. Γιατί εγώ να μην λέω τρέλες, ενόσω άλλοι, πράττουν! τρέλες. - Δε μου λες; -του απευθύνομαι: έχεις παρατηρήσει, που στα ράπ βίντεο, σχεδόν όλοι μιλάνε για σέξ. - Με διασκεδάζεις. - Χαίρομαι –αποκρίνομαι. - Μήπως πρέπει να βάλεις μια κάμερα, απέναντι από το πρόσωπο σου; - Γιατί; Ρωτώ τώρα, ο ίδιος. - Για να δεις την έκφραση του προσώπου σου. - Νόμιζα για να δώσω συνέντευξη. - Γιατί τι θα ‘λεγες; - Τώρα εσύ, με διασκεδάζεις. - Έλα, σκέψου το λίγο –με παρακινεί. Όχι τώρα. Τώρα διασκεδάζω. Παριστάνω τον D.J. - Μη σ’ ακούσει κανένας εκδότης. - Θα σου ‘λεγα τώρα για τους εκδότες, αλλά ας μην επαναλαμβάνομαι. - Παίρνεις εκδίκηση για όλους και όλες, που απορρίφθηκαν στ’ αλήθεια, οι προσωπικότητες τους. Μέσω των βιβλίων τους. - Και αυτό, ναι. Γιατί όχι. Δημοκρατία δεν έχουμε; Εδώ οι Αμερικάνοι ψεκάζουν με χημικά, τον ουρανό. Άρα γιατί όχι κι εγώ, να μην λέω παλαβομάρες; Να δούμε ποιος έχει πραγματικά, συνείδηση. (Εκείνο που με φοβίζει είναι μήπως επαληθευτούν οι φανταστικές ιστορίες, στην αληθινή μου πραγματικότητα: μη πεθάνει η νέα γυναίκα μου). - Δεν μιλάς, έ; -προσθέτω. - Σ’ ακούω. Και τι κάνεις μ’ αυτό; - Ποιο ακριβώς; ρωτώ. - Που έχεις συνείδηση. - Διασκεδάζω όπως όλοι. - Άρα δεν έχεις συνείδηση. - Πόσο καλά με ξέρεις. Τι κάνω μ’ αυτό; ρωτά. Προσπαθώ να σκεφτώ με δυνατή τη μουσική. Η ζωή είναι όπως εκείνοι οι χοροί, των αμερικανών στρατιωτών, με γυναίκες-πολίτες, προτού πάνε οι άντρες να πολεμήσουν, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου, πολέμου. Μόνο υπόσχεση, δηλαδή. Κίνηση απελπισίας, να ξεμπερδεύουμε με τον όρο, ρεαλιστική ελπίδα. Κάτι να περιμένουμε, κατά την επιστροφή. Αναρωτιέμαι σήμερα, πόσοι περιμένουν να επιστρέψουν από κει που βρίσκονται. Κανείς δεν θέλει. Γιατί επομένως, ναι, εγώ; (Δε σου δίνω, τη συγνώμη). Εγώ δεν έχω δική μου συνείδηση. Πάντα κάποιος άλλος πρέπει να μου δείχνει πώς να φέρομαι. Τι εικόνα να προβάλλω. Πότε να μιλώ. Πότε να συμμετέχω. Πότε να διεκδικώ. Πότε να αποδέχομαι τη φάτσα μου, στον καθρέφτη. Μήπως και δω τους τίτλους που να φανερώνουν: αξιοποιημένα ταλέντα. - Πού πήγες, φανταστικέ μου, φίλε; - Τουαλέτα. - Είσαι αστείος. Χαμογελά. - Πως σου φαίνεται η Jennifer; Ρωτά. - Η Lopez; - Ναι. - Κορμάρα. - Σαν την άλλη έξω από το ψιλικατζίδικο που πέρασε, κατευθυνόμενη στην λεωφόρο. - Εκείνη ήταν πραγματική. - Πάλι καλά που το κατάλαβες. - Λίγα λίγα, μου τα βγάζεις. Χαμογελά. - Έχεις ταλέντο. - Είμαι καλός ακροατής –αποκρίνεται. Ναι, κουνώ καταφατικά, το κεφάλι. Φαντάζομαι μόνο, πως θα διασκέδαζα, αν ήμουν άλλος χαρακτήρας. Θαρραλέος. Πόσες γυναίκες θα είχα κουτουπώσει ως τώρα. Πόσες φορές θα είχα πει: μαλάκα. Ίσως να ήξερα να οδηγώ. Πόσα ξενύχτια. Πάρτι σε παραλίες. Χαδέματα με απίστευτες γυναίκες. Όλα αυτά με συνείδηση. Άραγε θα λειτουργούσε σήμερα, το όργανο μου; Ποιος ξέρει. Άραγε πως θα ήταν αν είχα αδελφό, και όχι αδελφή, που συζήταγε τα προσωπικά της –το ψώνιο- μόνο με τις φίλες της! Πως θα ήταν ο βίος μου, αν είχα έναν αδελφό να με τραβάει απ’ τον γιακά, για να ικανοποιήσω κι εγώ, με κάποια, το τσουτσούνι μου, όπως όλοι, σήμερα. Ίσως θα είχα γίνει μοντέλο για αντρικά ρούχα. Αλήθεια έχω πολύ εμφανίσιμο πισινό. Τον έχουν παρατηρήσει, πολλές γυναίκες. Όλοι δε μιλάνε για σέξ; - Εμένα ρωτάς; -χαμογελά. - Βέβαια. Είσαι ο καλύτερος φίλος μου. - Ο μοναδικός, εννοείς. - Λεπτομέρειες, αποκρίνομαι. - Τι έγινε; -ρωτά. Είδες το πρόσωπο σου στην κάμερα; - Όχι. Γιατί επιμένεις; - Έτσι…… - Τι ταινία πρέπει να γυρίσω; Ημερολόγιο; - Δεν μιλάς, έ; προσθέτω στην προηγούμενη, έκδηλη, ερώτηση μου. Άραγε ναι. Τι ταινία θα είναι αυτή; Μήπως ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, όπου όπως πάντα, κάποιος άλλος κινεί τον χαρακτήρα; (Ο Tiesto δίνει τα ρέστα του!). Fuck the γείτονες. Όπως θα ‘λεγε ένας σύγχρονος άντρας, που αγοράζει περιοδικά με γυμνές, και σιχτίρει τα πάντα. Αυτός ο θυελλώδης, σύγχρονος, με αυτοπεποίθηση, άντρας, που όλες οι γυναίκες, αγαπούν (άραγε αν δεν πληρώνει αυτός, τον φτύνουνε;). Θα είναι εμπορική ταινία, θα προβληθεί σε πολυσινεμά, όπως κάθε σύγχρονη μαλακία, του Ελληνικού κινηματογράφου. Όπου η πρόκληση ρέει άφθονη. Και η μουσική ακούγεται δυνατά. Γιατί μόνο έτσι θεωρείσαι, μοντέρνος, θαρραλέος. Σαν το επίπεδο της ..μουσικής.. των Ελληνικών μπουζουκοτράγουδων –πάω να ξεράσω. Μα τα χίλια πιπίνια, ο νέος άνθρωπος είναι ικανός προς κοινωνικοποίηση. Ας σκεφτώ τι άλλο θα κινηματογραφούσα, αφού γρήγορα θα βαριόσαστε το πρόσωπο μου (sorry για τα γυαλιά μυωπίας, έ;). Μπλουζάκι μακό, με τζιν. Ανέμελο ύφος. Ύφος γόη. Μπήχτη. Να μυρίζουν οι τεστοστερόνες; Αν και κάτι τέτοιο, παρουσιάζει άπλυτο ον. ή όχι; Ας απαντήσουν οι γυναίκες. όοοο Yes, τι τρυφερά πλάσματα. Υποδύομαι καλά, τον ρόλο; - Πως τη θες, τη γυναίκα; - Ψηλή. Κορμάρα, ασύγκριτη. Να είναι αθλήτρια. ( Oh shit! Μυρίζω τεστοστερόνη. Cool ντούτ. Φέρτε μου μια κορμάρα). - Κι ένα χειρόφρενο –ακούγεται ο φανταστικός μου φίλος. - Στο είπα. Είμαι αστείος. - Φχαριστιέσαι το πάρτι. - 50 cent και τα μυαλά στα κάγκελα. Candy shop. - Yeahhh men. - She wants it you hear? - Yeah μα men. Πέστα!!!!!! Η κάμερα καταγράφει φοβερές χορευτικές, κινήσεις. Shit! Τι έμπνευση. Κάνουμε φοβερό συγχρονισμό, στο χορό, με τον φανταστικό φίλο. Τι φιγούρες είναι αυτές! Σκίζουμε. Let the party, screams, χαμογελώ. Τα πάρτι μου θα σκίζανε. Μα men, τι πάρτι είναι αυτό. Yeah! All right. Let the beat, screams! Φέρτε μου μια γυναίκα να χορέψει. Δώστα όλα, Madonna! Express your self. Oh yeah. Δώστα όλα, Whitney! So emotional!! - Μου φαίνεται πως ξεφύγαμε από το θέμα, με προτρέπει ο φανταστικός. - Live the party, men. Δεν ζούμε για πάντα! Λέω μετά να πάω νυχτερινή τσάρκα. Παραλιακή. Φόρτωσε με προφυλακτικά, την Mercedes. Oh yeah. Some woman is γκόνα scream, of pleasure, tonight. Τι όμορφη που είναι η ζωή. γεμάτη excitements. Τι όμορφη που είναι η ζωή!! Κάπου εδώ ο Χόμερ Σίμσον, θα με κλώτσαγε, προκειμένου να μυρίσω τη πραγματικότητα. Ξέρεις, η πραγματικότητα, να σε ελέγχει πάντοτε, κάποιος δικός σου δικαστής; - Τον εαυτό σου, εννοείς; - Όχι. Μην είσαι χαζός. - Νόμιζα ότι είμαστε, φίλοι –παραπονιέται. - Εγώ δεν αγαπάω ούτε τα άντερα μου. - Μάλιστα –κάνει να φύγει. - Στο καλό. Let the party going on!!! (Καίω ενέργεια. Εκτονώνομαι). Ντόοοου! 22 Τηλεπαιχνίδι ζωής Ο κύριος με τα γυαλιά ηλίου, στο τραπεζάκι, εξωτερικά της καφετέριας. Πρωί. Οι τρεις ανοιχτοί, κάδοι σκουπιδιών, κολλητά σε σειρά, στην άκρη του πεζοδρομίου. Η κοπέλα υπάλληλος που καθαρίζει τις σκόνες έξω από το κατάστημα της στο εμπορικό κέντρο. Η αίσθηση να τοποθετείς όλα ετούτα, έντονα, στη σκέψη σου αρχικά, κατόπιν στο χαρτί που πρέπει να κουβαλάς μαζί σου, ενόσω, παρόμοια, βαπτίζεις τον κόσμο. Μόνο αυτά πιθανόν, ως καρφίτσες στην πραγματικότητα. Κοιτώντας ένα δέντρο, έξω από το παράθυρο μου, δεν λέω: χτίσαμε τα σπίτια μας, ανάμεσα στα δέντρα, αφήνοντας τους, χώρο, να συνυπάρχουν. Θα πω: πως μας άντεξαν, τα δέντρα, πλάι τους, με όλο αυτό το θόρυβο που εκπέμπουμε, κυρίως ψυχικοενεργειακό. Μα είναι η φύση, ευγενική. Δέχεται, ότι και να της κάνεις. Μόνο οι άνθρωποι μισούν την καλοσύνη της δίπλα τους. Την εκπλήρωση ανθρώπου που αφοσιώνεται, πιότερο να κολυμπάει στη Νιρβάνα, δημιουργικής γραφής, παρά να κυλήσει στα ναρκωτικά, ή όποια άλλη πρακτική, αηδία. Τέλη 1995, ολοκληρώνοντας τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, ξεκίνησα ως εκπαιδευόμενος ασφαλιστής. Όμως δέχτηκα ένα “χαστούκι”, που με έριξε σε βαθιά θλίψη, γιατί η μοίρα μου ήταν να γράφω. Ως το μόνο φαίνεται, μέσο, να έχω κάποιο κύρος σ’ αυτή τη ζωή. (Θα τα θάψω, ναι, σήμερα, επιτέλους, εκείνα τα πρώτα τέσσερα, πεζά, που για θρησκευτικούς, ειδικούς, ανόητους λόγους, πέταξα), κοιτώντας εμπρός, μα δε θα πω: από το 1995 ως φέτος 2007, έχω συγγράψει μόνο πέντε νέα, βιβλία. Αφού είναι συνολικά, εννέα. Περιμένει να συνεχιστεί ένα νέο πεζογράφημα: παραμύθι για παιδιά, συν κάποιο θεατρικό που ξεκίνησε με πολύ χιούμορ, και διαδραματίζεται σε ένα σανατόριο, ας πούμε. Ότι κι αν ήταν, όμως, εκείνα τα πρώτα 4, αρχίζοντας από ένα παραμύθι για μεγάλους ας πούμε, που ολοκλήρωσα σε 20 μέρες, τον Δεκέμβριο του 1995, τρία από αυτά, ναι, θα τα υποστηρίξω. Άξιζαν. Δεν τα ξεχνώ. Είναι ένα κομμάτι μου, δημιουργικό. Άλλο αν έπρεπε να περάσουν, δέκα χρόνια, για να θεωρήσω, ελάχιστα λίγο, πως έχει βελτιωθεί η γραφή μου. Εννιά βιβλία συν 11 ποιητικές συλλογές, και μία που περιμένει να τη συνθέσω με το μοναδικό μου τρόπο. Μας κάνουν συνολικά, πες, 21 βιβλία. Σε δώδεκα χρόνια. Και κανείς δεν το ξέρει. Πέρα από κάποιες εξωστρεφείς, δημόσιες ενημερώσεις, που ξεχάστηκαν, και πάνε. Αλήθεια γιατί. Άλλο αν η μοίρα κάποιου, είναι να ‘χει για πάρτι του, μόνο, όποια δημιουργικά ενδιαφέροντα. Άλλο να καταφέρει να βοηθηθεί. Άλλο να έχεις μια πορεία σε ένα χώρο, για τα μούτρα σου μόνο, κι άλλο να δηλώσεις συμμετοχή στο “τηλεπαιχνίδι” της ζωής: Λες και οι άνθρωποι, οι κριτές, γνωρίζουν να ξεχωρίσουν, νέες φωνές. Το άξιο. Εκτός κι αν μπεις σε μια κλίκα, ανά …ενδιαφέρον. Δεν νομίζω ότι φτάνει να παίρνεις χαρά, μόνο παρακολουθώντας ένα σύντομο βιογραφικό, συγγραφέα, στο γυαλί. Κατόπιν παρατάς τη διάθεση σου να ψάξεις να βρεις έργα τους στα ράφια των βιβλιοπωλείων, έστω ένα, επειδή είναι τόσοι οι αξιόλογοι, κι εσύ δεν προλαβαίνεις να χαθείς μες στην ποιότητα. Πρέπει να υποστηρίξεις τη δική σου παραγωγή. Στην Ελλάδα λειτουργεί επίσης, το εξής σύστημα: πρέπει να σε πολεμάνε, για να πεισμώσεις να παράγεις άξια έργα. Να σε κουράζει η γραφή, να σε ταλαιπωρεί να τελειώσεις ένα βιβλίο. Φαντάζομαι όταν παρουσιάζεται καθαρά, ολόκληρο, στα μάτια του/της συγγραφέα, κάπου εκείνη η ευχαρίστηση, ότι έδωσες κάτι, με κόπο, θυσιάζοντας μια χ ψ κοινωνικότητα, κατασταλάζει μέσα σου, εν προκειμένω, μια μικρή στενοχώρια. Γιατί τελείωσε. Ορισμένοι που γράφουμε, καθυστερούμε, φορές, να φέρουμε το χ ψ τέλος, στα έργα μας. Άλλο αν μας ταλαιπωρεί περαιτέρω, κάτι τέτοιο. Συν τη διαφημιζόμενη πρόκληση, όχι μόνο δυστυχώς, στο γυαλί, να προβάλλουν τη γύμνια, όλα σε κοινή θέα. Να σου ‘ρχεται εμετός. Πότε άραγε είμαστε αχάριστοι στο χόμπι μας, δεν ξέρω. Ίσως περιμένουμε, καταπονούμαστε, να προσφέρουμε μόνο σε άξια άτομα, έργο μας. Γιατί η ζωή είναι μπροστά, κι ας θέλουν, θεοί και άνθρωποι, να μας κάνουν μόνο να δούμε το δικό του θέλω, και τέλος. Ή μοιρολατρική συμπεριφορά, αποδεχόμενοι οι συγγραφείς, τα χούγια του συστήματος των εκδοτών, που σου λένε: σώπα τώρα, θα σου αφαιρέσουμε από το γραπτό, ότι θίγει το κατεστημένο. Πολιτικό ή κοινωνικό. Αν θες να δεις το βιβλίο σου, στα ράφια. Το χειρότερο είναι, πως υπάρχουν και συγγραφείς που δεν αναφέρονται καν, σε αυτή την αδικία, αλλά καλύπτουν τους βασανιστές τους. Δεν είναι επιλεκτικοί. Ποιοι θα μπουν στο σπήλαιο της δημιουργίας τους. Λίγοι όμως θα αντέξουν τη θερμοκρασία του ίδιου τους, του ρόλου, ως γραφιάδες. Δεν θα παράγουν χλιαρά κείμενα, χαρούμενα και ανάλαφρα, ή αδιάφορα, ή έτσι για να πουλήσουν οι μπακάληδες εκδότες, με το κιλό, βιβλία. Γράφοντας, είναι σα να κοιτάς τον ουρανό. Πρέπει να είσαι άξιος για να κοιτάς τον ουρανό. Οι αναγνώστες πρέπει να βλέπουν κάτι όμορφο να συνοδεύει το γαλάζιο του ουρανού. Να χτυπά καμπανάκια μέσα τους, ή απλά να εξυμνεί το δώρο της ζωής. Αναγνώστες είναι όσοι έχουν προσωπικότητα και κρίση, ικανοί, να αντιληφτείς την επιθυμία τους να τους σεβαστείς, προσφέροντας τους ένα δημιουργικό αποτέλεσμα. Όχι κάτι πρόχειρο. Αν δεν μπορείς να δεις την καρδιά, του/της, συγγραφέα, καλύτερα πες του/της, να σταματήσει να μας ταλαιπωρεί, με κείμενα που δεν θα έχουν μια μόνιμη θέση, στην βιβλιοθήκη, σπίτι μας. Εξάλλου, ναι, θα το πω, ελάχιστοι ξεχωρίζουν την ποιότητα: στέκονται στιβαροί, ακλόνητοι, στους τομείς, αποκλειστικά, ειδικότερα, της τέχνης: στα διαχρονικής επιρροής, χνάρια. Άλλο αν θα προσπεράσουμε κι οι ίδιοι, κάτι το ποιοτικό, που άλλους, φώτισε, μέσα τους. Τούτο είναι μια διήγηση, μια αναφορά σε τομέα της πραγματικότητας, πιστεύοντας ότι συζητάμε θέμα που άλλοι απαξιούν να ασχοληθούν. Πώς να θίξεις, ως συγγραφέας, το βασανιστή σου, που σου κλέβει το πνευματικό σου, πόνημα, προς χρόνια και αποκλειστική, εκμετάλλευση. Όχι, δεν είναι μια μικρή υποχώρηση, επειδή την λογοτεχνία την ανακαλύπτουν οι Έλληνες –σα το ζεστό, αχνιστό, καφέ- μόνο σε καταστήματα. Αγνοώντας πως ζούμε στην εποχή της διευρυμένης χρήσης, του διαδικτύου. Ποιος και ποια, θα θίξει τον/την, βασανιστή, εκδότη, εκδότρια, που καρπάζωσε, τον/την, δημιουργό. Αγόγγυστα. Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι, γιατί κι ο ίδιος έχω ζηλέψει, πρωτίστης, συναδέλφους γραφιάδες, που τους αγκάλιασαν, έστω και ως αναφορά ή συνέντευξη. Ένα αλισβερίσι, ένα “τηλεπαιχνίδι” η γνωριμία κείνου του προσώπου που γράφει, με το αναγνωστικό κοινό. Σπάνια θα πει, κάποιος τους: έλα να σε βοηθήσω. Ζηλεύουν, γι’ αυτό. Αντί να πουν: έλα να σου βρω μια παράταιρη, εκτός ενδιαφερόντων σου, δουλειά. Γιατί ‘σαι νέος και πρέπει τουλάχιστον να ‘χεις τα προς το ζειν, ώστε να εξακολουθείς ζωντανός! Να δίνεις και σ’ εμάς κάτι καινούριο, ένα γραπτό που μιλά, φρέσκο πάντοτε. Αφότου κουραστείς να …επαναλαμβάνεσαι. Δεν ξέρω πόσοι είναι εκείνοι που θυσιάζουν την κοινωνικότητα, γιατί η γραφή απαιτεί αφοσίωση. Ρωτήστε άλλον. Κάποιον όχι τόσο ντροπαλό, όσο εμένα. Επειδή στη ντροπή, μόνο, λειτουργεί η διαίσθηση, που αγαπά να ακούει ανθρώπινες φωνές, να τις φέρνει στο χαρτί, με ευγένεια, ως ήχος, ως εικόνα. Όχι ποδοπατώντας τον άλλο, φέρνοντας τον στα μέτρα μου. Είναι από τα λάθη που δεν παραδεχόμαστε. Χτίζοντας ένα προφίλ, που με τέχνη θαρρώ, πουλάνε άντρες και γυναίκες, συγγραφείς, που έχω σιχαθεί στο γυαλί. Γιατί μυρίζομαι την υποκρισία. Για να γράφεις πρέπει να αντέξεις τη θλίψη της σιωπής. Πως τελικά θα φύγει από σένα αυτός ο κόπος, μια προσφορά πανανθρώπινη. Το άτομο που ως παρουσία, σκέφτηκε να σου πει άτι. Γραφή με πόνο, λόγω αναμονής για το που θα σε πάει η ιστορία. Γιατί όπως στη ζωή, τίποτα δεν προγραμματίζεται. Απλά λες, ένα είδος γραφής θέλει τόσες, π.χ. σελίδες. Άραγε θα τα καταφέρεις; Να δοθείς. Αν είσαι από τους γραφιάδες που και ταμπούρλα να βαράνε, γίνεσαι ένα με το χαρτί. Ή μόνο στη σιωπή, πλησιάζει η κατάλληλη φράση. Πρέπει να το αντέχεις αυτό, ξέρεις. Τον πόνο. Όσο κι αν σου πουν, μη γράφεις αυτοβιογραφικά. Λες και η ζωή κάθε ανθρώπου δεν είναι σημαντική, όπως η παρουσία όλων των μοναχικών πραγμάτων και καταστάσεων ανά τον κόσμο, που κάπου λυπάσαι που δεν είσαι μέρος τους: Μια καλύβα στο δάσος, πλάι σε ποτάμι. Να σε δεχτεί ένα άτομο της ίδιας συχνότητας, σπίτι του. Να κρατάς για σένα, ορισμένα. Ή να ΄σαι ανοιχτό μυαλό, με υγιή τρόπο, διαφορετικά στερείς ελευθερίες πανανθρώπινες. Μακάρι, τώρα που το σκέπτομαι, να ζούσε καθένας, χάρη στο ταλέντο, αφότου το ‘χει καλλιεργήσει. Μα τότε θα συζητάγαμε για κοινωνική πρόνοια, οπότε δικαιολογημένα θα ‘πρεπε να ζουν, όλοι, αξιοπρεπώς. Λείποντας η δυστυχία, και τι θα ‘χαμε να γράψουμε, εμείς; Μόνο όσα ξέρουμε; Ή καταστάσεις που στοιχεία εμπειριών, στάλες, ωκεανούς, ρίχνουμε στο χαρτί, επειδή κάποτε θα γεράσουμε, και η προηγούμενη καθημερινότητα, θ’ αποκοπεί, σαν δέντρο από τον κορμό, σκοινί που ένωνε ως αιωρούμενη γέφυρα, ένα πέρασμα, χ ψ διαστάσεων. Πρέπει να την αγαπάς τη γραφή, όπως τον εαυτό σου. Κι ας σου πουν: μη γράφεις μόνο, ζήσε. Η γραφή είναι ακριβώς όπως η εικόνα, που βλέπω τώρα, έξω από την μπαλκονόπορτα: Γκρι, σκούρος, συννεφιασμένος ουρανός, μια θαμπωμένη δέσμη ήλιου, σε τοίχο απέναντι πολυκατοικίας. Προσωπική ηρεμία. Η γνώση πως τελειώνει ένα είδος γραπτού, -άραγε θα μιλήσει στις ανθρώπινες καρδιές. Σα να δίνεις ένα μωρό σου. Φορές η γραφή, μας αγαπά πιο πολύ από τους ανθρώπους. Οι εμπνεύσεις μας, μας αγαπάνε ή μας πονάνε. Υπομονή. Λίγο ακόμα. Θα τελειώσει κι αυτό. Κάτι ξέχωρο –κι όμως δεν είναι έτσι- από την ρεαλιστική ζωή, που επιθυμεί να πνίξει τη δημιουργία, την τέχνη την ίδια. Ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εκφραστικότητας, που κρατά συντροφιά, κι είναι σα να φροντίζει παράλληλα, ενόσω λείπει ότι έχουμε ανάγκη. Οι συγγραφείς δεν θέλουν τιμές, ή οι ποιητές. Ο χρόνος τους, υπάρχει για να φθείρονται οι ίδιοι, σε βαθιά σκέψη: μόνο να τους σεβαστείς, επειδή διαβάζοντας με ενδιαφέρον, τους δέχεσαι στη ζωή σου. Εν τω μεταξύ, κάπου σε κάποιο άλλο, σπίτι, υφίστανται. Παραδομένοι πιθανόν, στην επιθυμία του γραπτού, να πει: σήμερα, αυτό, τέρμα. Έπειτα ως γραφιάς, αιωρείσαι σ’ ένα κενό. Δεν ξεφυσάς, καν, από ανακούφιση. Κάτι αόριστο. Το ρίχνεις στο χιούμορ. Ή λυπάσαι που βγήκε έτσι. Το δάκτυλο του συγγραφέα, είναι όπως η χρήση, εκείνων, του μωρού. Σφίγγει το δάκτυλο που αγαπά. Μπορείς να δακρύσεις, αν θες. 23 Ηχογράφηση Όλοι γδέρνουν τα νύχια τους πάνω στους εργαζόμενους, που ζουν σε καθεστώς εκβιασμού, αν η αυριανή θα είναι μέρα δουλειάς, ή μια γιγαντωμένη ανησυχία, πόσο σύντομα θα με πετάξουν από το σπίτι, χωρίς εισόδημα. Οι νέοι ονειρεύονται μια θέση στο δημόσιο, και οι κλέφτες των πολυκαταστημάτων, συνεχίζουν το έργο τους: χρεώνοντας παράνομα, τα μεταφορικά, όταν αγοράζεις ηλεκτρικές συσκευές. Τρεις ή τέσσερις, με απίστευτης διάρκειας, δόσεις. Γιατί φαίνεται, πρέπει να πληρώσει έξτρα –μετά τα 100 ή 200 ή 300 ευρώ, των τόκων- το κορόιδο: να δαπανήσει παραπάνω χρήματα στους εργάτες που του ανεβάσανε στον όροφο, τα πράγματα που παρήγγειλε. Χρησιμοποιώντας την πιστωτική. Λες και το πολυκατάστημα σου ανήκει, πληρώνοντας εσύ, τους εργάτες. Άντε να πεις όχι, αφού το λέει η απόδειξη. Η νέα! Γιατί δεν σου διευκρινίσανε πως θα σε χρεώσουν μεταφορικά. Δεν είναι ένα έξοδο που μπορεί να συμπεριληφθεί, χρησιμοποιώντας την πιστωτική. Τα λεγόμενα κερατιάτικα. Εκσυγχρονίζω εκείνο το: «η Ελλάδα είναι ένα απέραντο τρελοκομείο», λέγοντας εγώ: «Η Ελλάδα είναι ένα απέραντο κλεπτομανείο». Όλα ακρίβυναν. Το βαρέλι το πετρέλαιο, αγγίζει μόλις, τα 100 δολάρια! (Γιατί οι δικοί μας οι μαλάκες, εδώ, δεν εξορύσσουν τα μεταλλεύματα που έχουμε). Βρίσκουν ευκαιρία οι απανταχού κερδοσκόποι να αυξήσουν τις τιμές σε είδη πρώτης ανάγκης όπως το πετρέλαιο θέρμανσης. Παρατηρείς μόνο, πλέον, τα προϊόντα στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Απίστευτες οι τιμές σε φρέσκα οπωροκηπευτικά, στους πάγκους, στις λαϊκές. Κοιτά η γιαγιά τα μήλα: 1,50, 2 ευρώ το κιλό. Κάποιος ανεκδιήγητος ανέβασε την τιμή στα 2,20 το κιλό. Όπως υπολογίζουν αυτοί, τα κιλά. Π.χ. 10 κιλά πατάτες, προς 0,70, το κιλό, βγαίνει 8 ευρώ! Τώρα πως… Τρώμε ότι, μας σερβίρουν. Λεμόνια Αργεντινής. Φρούτα εκτός εποχής, προσφέρονται αφειδώς. Στρυφνές οι εκφράσεις διαφόρων πωλητών. Στο δημόσιο, καθισμένοι, κακοί, άνθρωποι, βολεμένοι για χρόνια. Ο τάδε που έχει δυο σπίτια, και σ’ εκείνο που δεν κάθεται πια, έχοντας το βάψει και περιποιηθεί, σκέφτεται να πάρει καινούριο νούμερο τηλεφώνου, μιας και το προηγούμενο το κατήργησε. Παραμένοντας όμως, η γραμμή. Καλεί το λοιπόν, στον ΟΤΕ της περιοχής του, ημέρα Τρίτη, πρωινή, ώστε να ενημερωθεί για τις διαδικασίες, αφού η αίτηση του κατετέθη την πέμπτη, την προηγούμενη εβδομάδα. Ο βολεμένος υπάλληλος του ΟΤΕ, αρχίζει να εμπαίζει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, λέγοντας του πως χρειάζονται 10 ημέρες, οπότε ας περιμένει την Δευτέρα –δύο εβδομάδες μετά! Ο δυσαρεστημένος συνδρομητής, αναφέρει, πως τότε, οι μέρες ως την εγκατάσταση, μετά την αίτηση, θα είναι 12. Ο υπάλληλος εντείνει την αντιπαράθεση, αναγκάζοντας τον αιτούντα, να ζητήσει το όνομα του. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ακούγεται η εξής απάντηση: τζιτζιφιόγκος. Ο πολίτης, αναφέρει στον υπάλληλο: θα σε βρω. (Έως να τον βρει, εύχομαι, προσωπικά, ο βολεμένος δημοσιουπάλληλοτεμπέλης, που πιθανόν να ήταν ο ίδιος ο τεχνικός που θα έφερνε την νέα τηλεφωνική συσκευή –ο θεός και η ψυχή του, γιατί- εύχομαι να βρεθεί κάποιος άλλος να τον πατήσει, με τον ίδιο τρόπο). Οι καρπαζιές συνεχίζονται. Αρκετοί θα την πατήσουν, γιατί, ενώ πίστευαν πως δικαιούνται σύνταξη, θα αλλάξουν τα πράγματα στο ασφαλιστικό, λαβαίνοντας ένα χαρτί που θα αναφέρει, πως έπρεπε να καθίσουν 5, 7, χρόνια ακόμη, άλλο αν εργάστηκε κανείς, 35 και 40, χρόνια!! Πάει, του έκλεψε τις εισφορές, το ΙΚΑ. Αυξάνει το ρεύμα, το Κράτος. Το τηλέφωνο. Νερό μαθαίνουμε πως είναι μολυσμένο, σε όλο και περισσότερες περιοχές. Γιατί τα παρέδωσαν όλα στους εργοστασιάρχες. Κρυφοί αγωγοί, καταλήγουν σε ποτάμια, που αμ τι άλλο, φτάνουν στις λίμνες που μαζεύεται το υγρό στοιχείο, που θα έρθει κάποτε, στις βρύσες μας. Υδροφόροι ορίζοντες, δηλητηριασμένοι. Μολυσμένα ύδατα, χρησιμοποιούνται για πότισμα σε αγροτικές καλλιέργειες. Η Ελλάδα αρχίζει να μοιάζει με έναν απέραντο βόθρο. Η ρύπανση στο λεκανοπέδιο ουρλιάζει τρελά, με το νέο αεροδρόμιο των Σπάτων, που χτίστηκε ανάμεσα στα βουνά, με όλα τα αέρια, από την κηροζίνη που καίγεται, να τα ρουφά η μύτη μας. Τι άλλο θα συμβεί, προκειμένου να μας εξοντώσουν; Ως συμβασιούχους σε δουλειές, πιότερο, να γνωρίζουμε πως θα υπακούουμε γι’ αυτό ακριβώς το χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων μηνών, που μας επιτρέπουν ένα εισόδημα! Σχεδόν πιο συχνά, ανασφάλιστοι. Διαφορετικά, η χ ψ αισιοδοξία μονιμότητας, πλάθει περισσότερα, τρελά, όνειρα. Ανακατεύοντας σε αχταρμά, τα υπέρ και τα κατά, κει που προηγουμένως δεχόσουν τα πάντα. Άλλο αν στις ανθρώπινες, εκτός εργασίας, σχέσεις, έχουμε αφοδεύσει, κυριολεχτικά. Γκρινιάζοντας με το παραμικρό. Όταν δεν υπακούει ο δείνα, στο σπίτι. Δεν υπηρετεί. Είναι εδώ και δεν είναι. Είμαι εδώ; Δεν είμαι. Που θα πάω μετά. Πως θα ήταν ο κόσμος, αν είχαν καταρρεύσει, θεσμοί, άμυνες, οργανώσεις. Φαντάζεσαι μια ιστορία. Την χειρίζεσαι κινηματογραφικά, προς τα μέσα όμως: Την απαγγέλλω. Στάσου να την ακούσεις. Είναι ένας κόσμος μετά τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου όμως, χώρες και άνθρωποι, αναμετρήθηκαν με συμβατικά όπλα, επειδή εννόησαν –για φαντάσου- πως μια γενικότερη τρέλα, χρησιμοποιώντας πυρηνική δύναμη, θα εξάλειφε τα πάντα. Ακριβώς. Σε μια πόλη, μείνανε μια χούφτα άνθρωποι, καταφεύγοντας σε ένα καταφύγιο, σε κάποιο ρέμα, στενό και σκοτεινό, όπου ανθρώπινο μάτι, ποτέ δεν ξεχώρισε τις σιδερένιες θύρες. Πίσω από πυκνή βλάστηση. Κατακάθοντας ο κουρνιαχτός του σαματά, των όπλων και του αλληλοσπαραγμού, κι αφού μερικοί από αυτούς τους λίγους, εννόησαν το μέγεθος της καταστροφής, γύρω, στην πόλη, πραγματοποίησαν ένα συμβούλιο: με ποιο τρόπο θα επικοινωνούσαν με άλλη περιοχή, μακρύτερα, όπου επιτρεπόταν πλέον, η ζωή. Φαίνεται πως κάθε είδος συμβατικής δύναμης, εξαντλήθηκε. Τα έριξαν όλα. Τα ρήμαξαν όλα. Μπροστάρηδες σ’ ετούτη την αποστολή, στάθηκαν ορισμένοι αθλητές, άντρες και γυναίκες, που καθένας διέπρεπε σε ένα αγώνισμα. Κοίτα πως τα ‘φερε η μοίρα, να βρεθούν μαζί. Εφοδιάστηκαν με σακίδια, με τροφή και ότι άλλο πρόχειρο, απαραίτητο, ακολουθώντας τον μόνο ελεύθερο χώρο: τη διαδρομή που το ρέμα διέσχιζε. Βγαίνουν προς αναζήτηση επαφής με άλλα δείγματα –έστω και τελευταία- πολιτισμού. Τουλάχιστον τούτοι, κατέχουν προφανώς, αντοχή να αντέξουν την πορεία, πεζοί. Ελάχιστα πριν το ηλιοβασίλεμα. Δεν διαθέτουν όπλα. Οπότε ελπίζουν να προλάβουν να απομακρυνθούν, προτού αντιμετωπίσουν, κακώς, πρόωρα, μια ορισμένη πρόκληση. Φθινόπωρο. Με μουντό ουρανό. Ευτυχώς με ελάχιστο κρύο. Φυσά νοτιάς από μια θερμή χώρα, μεταφέροντας την πολύτιμη ζέστη της. Θλίψη παρατηρείς στα πρόσωπα των αθλητών και αθλητριών, για μια καταστροφή, ανεπανάληπτου επιπέδου. Ούτε που τολμούν, θαρρείς, να σηκώσουν τα μάτια, στα ερείπια του ξεσπάσματος της αθλιότητας, πολεμόχαρων προσωπικοτήτων. Την παρέα των πεζοπόρων απαρτίζουν, η Νάσια, που είναι άσσος στο να πηδά εμπόδια, έως 1.92, με την πλάτη πρώτα. Ο Κλεομένης είναι καλός στο να τρέχει μεγάλες αποστάσεις, 3 έως 5 χιλιόμετρα, και να τερματίζει. Ο Λάκης πετά μακριά το ακόντιο. Η Λάουρα, τη σφαίρα. Η Σταυρούλα μπορεί να υπερπηδήσει ένα κενό, για 7 με 8 μέτρα, έχοντας εξασκηθεί στο άλμα εις μήκος. Ο Δανιήλ είναι καλός στην κολύμβηση και τις βουτιές. Και η Αννίτα, η οποία τρέχει κατοστάρι. Ηλικίες από 18 έως 25. Νέοι άνθρωποι. Με δυνατό ανοσοποιητικό, σύστημα. Αν δεν τα καταφέρουν αυτοί, τότε ποιος. Η Αννίτα, ένας θεός ξέρει πως, φορά άρωμα, προκαλώντας χαμόγελα στους άντρες. Στην αρχή όμως, της πορείας: το δικό τους ευχαριστώ, που μείνανε ζωντανοί. Τώρα προσπαθούν σποραδικά, να υπομένουν τη μυρουδιά από παρακείμενα κτίρια: σωμάτων σε αποσύνθεση. Αλήθεια, πρωτόγνωρη ισοπέδωση, ανά γειτονιά. Αλήθεια εξάντλησε ο εχθρός όλα τα όπλα. Τι …κρίμα που δε θα βρεθεί καμιά εταιρεία, να κατασκευάσει νέα όπλα. Στη διαδρομή, η παρέα εμποδίζεται από έναν γιγάντιο σωρό από μπετόν και ρημαγμένα διαλυμένα έπιπλα, που πέσανε στο ρέμα. Πρέπει αναγκαστικά ν’ ανεβούν στην επιφάνεια. Θεέ μου τι πανικός. - Πρόσεχε, φωνάζει η Νάσια στον Δανιήλ, που είναι καλός, προφανώς, στο υγρό στοιχείο που διέπρεπε, παρά πατώντας στη γη. Παραλίγο να πέσει μες σ’ ένα σωρό από ξύλα και κορμούς. Θεέ μου, τι φυσική καταστροφή. Κρίμα. Επιτέλους πατούν στην επιφάνεια: 4 γυναίκες και τρεις άντρες. Κουνούν τα κεφάλια τους, όλοι, με το θέαμα: μια κατεστραμμένη, μικρή εκκλησία, ανάμεσα σε δέντρα, που λες και χτυπήθηκε επίτηδες από τους μουσουλμάνους γείτονες. Τους γεννιούνται μνήμες από την καταστροφή της Σμύρνης, το 1922. Ο Κλεομένης κόβει δυό λουλούδια, που βρίσκει, ρίχνοντας τα στα ερείπια του ναού. Η Λάουρα τον πιάνει αγκαζέ, και όλοι οι φίλοι, σχεδόν αμέσως, συνεχίζουν τον δρόμο τους. (Κοίτα να δεις που κατέληξε ο κόσμος). Το τελευταίο φως προλαβαίνει να «αναδείξει» τα πεσμένα χριστιανικά, σύμβολα. Τώρα συνεχίζουν με τη βοήθεια φακού. Δύσκολο που είναι. Ο Καρυωτάκης, σίγουρα, θα είχε πολλά να πει, τούτη τη στιγμή. Σίγουρα. - Πρέπει να φύγουμε απ’ αυτή τη πόλη, διαισθάνεται κάτι η Σταυρούλα, μα μες το σκοτάδι με τους προβολείς των φακών που κουνιούνται προσεκτικά, και μόνο γι’ αυτό το λόγο, σε κάθε επόμενο βήμα, φυσικά εκείνη, δεν λαβαίνει καμία αντίδραση. Η πόλη είναι ήδη, χαλάσματα. Η ίδια θυμάται τους πολέμους στις ειδήσεις. Συνέβαιναν και δεν συνέβαιναν. Το ίδιο και το αυτό, μακριά πλαθόταν η ανακατωσούρα. Ίσως να ήταν και ψέματα: Ιράκ, Λίβανος, Παλαιστίνη, Γιουγκοσλαβία. Ίσως να ήταν και ψέματα. Όπως η γενοκτονία 6 εκατομμυρίων εβραίων από τους Ναζί. - Έχουμε προσανατολιστεί καλά; ρωτά ο Λάκης. Όλοι ακολουθούν την Αννίτα, που είναι η πιο θαρραλέα. - Θα μας οδηγήσει το ένστικτο, απαντά αυτή. - Έχουμε μπαταρίες; Ρωτά ανήσυχος ο Δανιήλ. - Εσύ να προσέχεις που πατάς, του απευθύνεται κάπως απότομα, η Νάσια. Ο Κλεομένης, σκέφτεται τους ολυμπιακούς αγώνες, που δεν θα διοργανωθούν, ποτέ ξανά. Ξαφνικά ο Δανιήλ σκοντάφτει σε κάτι μπετά. Ευτυχώς όμως, στέκεται όρθιος. Αμέσως ακούγεται να ξεροβήχει χαρακτηριστικά, η Νάσια, με την λευκή επιδερμίδα που αποκάλυπτε, φορώντας το στενό της σόρτς και μπλουζάκι με τιράντες, αγωνιζόμενη, πηδώντας εμπόδια. - Πως θα ξέρουμε, που θα σταματήσουμε; Απορεί τώρα, η Λάουρα. - Δεν ξέρω, απαντά η οδηγός Αννίτα. Θα δείξει. Αρχίζει να κάνει κρύο Τα παιδιά συμφωνούν για μια στάση. Φορούν τα μπουφάν τους. Παντού σκοτάδι. Μια πόλη φάντασμα. Τ’ αστέρια εκεί ψηλά διακρίνονται πλέον. Όλα μαζί. Οι εφτά φίλοι, 4 γυναίκες, και 3 άντρες, τώρα διανύουν μια ανηφόρα. Έναν ψηλότερο από άλλους, λόφο, στην παρούσα περιοχή της πόλης. Για λίγο στέκονται, κοιτώντας πίσω τους, τα σκοτεινά προάστια. Όλες οι φωτιές έχουν σβήσει. Θεέ μου πόσο καταθλιπτικά είναι. Εκεί που πριν, λαμπεροί διάδρομοι από φώτα και προβολείς αυτοκινήτων σε κίνηση, που έκρυβαν τα όμορφα αστέρια, που έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν παρατηρούσε: βλέπανε τηλεόραση, καμαρώνοντας άλλοτε οι άνθρωποι, για τα καινούρια πράγματα και την σιγουριά που διατηρούσαν. Οι πρώην πλέον, ζωντανοί. Μόνο σκοτάδι τώρα. Οι παρόντες ξεφυσούν με το θέαμα. Η πιο οξυδερκής της παρέας, η Αννίτα, παρατηρεί μια κόκκινη δέσμη λέϊζερ, να πλησιάζει τον Λάκη, αφού τώρα εκείνο στεκόταν, στα αριστερά, άκρη. Τα αντανακλαστικά της την προειδοποιούν άμεσα, πως πρόκειται για ελεύθερο σκοπευτή, έτοιμος να ρίξει. Ο εχθρός, τους είχε εντοπίσει. Η Αννίτα προλαβαίνει να βγάλει μια φωνή: εχθρός!! Κι αμέσως σπεύδει θαρρείς, να τους καλύψει με το σώμα της. Θα πρέπει το τουφέκι να έχει σιγαστήρα. Τρεις τέσσερις, άστοχες βολές, ή μήπως έπαιζε μαζί τους, για κάποιο λόγο; Τα παιδιά σπεύδουν να καλυφθούν, όπου και όπως μπορούν. Μα γρήγορα αλλάζουν γνώμη, αποφασίζοντας να τρέξουν μακριά, μες τ’ άγρια μεσάνυχτα, με τους φακούς να χορεύουν στο σκοτάδι. Τρομαγμένοι. Απομακρύνονται. Σε μια κατηφόρα. Πιο μακριά. - Μη σταματάτε, τους φωνάζει η Αννίτα. Μετά από ελάχιστα λεπτά, εισέρχονται σε μια δίοδο στο έδαφος, που θαρρείς, κάποτε, ήταν υπόγειο κάποιου. Είναι στεγνά. Μεγάλος ο χώρος. Ίσως παλιά βιοτεχνία. Ανά μέρη, αναστατωμένη. Μες σ’ ετούτη τη μαυρίλα, δεν διακρίνεις, που η καταστροφή, αφήνει τα ηχηρά της ίχνη. Η καρδιά όλων, χτυπά δυνατά. Παίρνουν ανάσα. - Αμάν πια, με αυτές σου τις διαισθήσεις! Επέκρινε την Σταυρούλα, ο Λάκης. Παραλίγο να με πεθάνει. - Κι εγώ τι φταίω; Γκρινιάζει αυτή. - Ας ησυχάσουμε τώρα, τους προτρέπει ο Κλεομένης. - Είδε κανείς, από πού ήρθε η βολή; Ρωτά ο Λάκης. Αννίτα; - Πως περιμένεις να δω στο σκοτάδι; Όλη η πόλη έχει γίνει ένα πατημένο μπουρδέλο! Του απαντά. - Έχεις όρεξη για χιούμορ, πειραγμένη ακούγεται, η Σταυρούλα. - Με βλέπεις να κάνω χιούμορ; Νευριάζει η Αννίτα. - Δεν θα τσακωθούμε μεταξύ μας, τους προλαβαίνει η Νάσια. Σωπαίνουν. Όχι αρκετά. - Μήπως θα ‘ταν καλύτερα να μείνουμε στο καταφύγιο; Ρωτά η Λάουρα. - Και να κάνουμε, τι; Αντιρωτά η Αννίτα. - Δεν ξέρω, σκύβει το κεφάλι η Λάουρα. - Σκέψου μόνο –μιλά η Αννίτα- για πόσο θα έφταναν τα εφόδια που μαζέψαμε όσοι προλάβαμε να χωθούμε εκεί πέρα. Κοίτα να δεις πόσοι ελάχιστοι γνώριζαν, για την είσοδο, κρυφά, στο ρέμα. - Κράτος, σου λέει, τη διακόπτει ο Κλεομένης. Ας ελπίσουμε να κάνουν οικονομία στο νερό, συμφωνεί μαζί της. Γιατί από πόσιμο τρεχούμενο, ούτε για ιδέα, καταλήγει. - Θα στέλναμε τον Λάκη που ‘χει και μύες, αφού προπονούνταν στο ακόντιο, εξωτερικεύει τη σκέψη της η Λάουρα. - Είσαι φαντασιόπληκτη, της λέει η Νάσια. - Κορίτσια, ήρεμα, προσπαθεί να κατευνάσει τα θηλυκά, περιέργως ο Δανιήλ, -που περνιόταν για ωραίος, με τόσο καλλίγραμμο σώμα, που απόκτησε στην προπόνηση, για τους αγώνες κολύμβησης. Ας δούμε τι κάνουμε τώρα, προσθέτει. Πόσο μακριά θα φτάσουμε. - Εγώ δεν ξαναβγαίνω με τον ελεύθερο σκοπευτή, γκρινιάζει ο Λάκης. - Φοβητσιάρη μου, ακούγεται η Αννίτα. Εκείνος, πάει να πει, κάτι, αλλά το καταπίνει αμάσητο. Δυό τρεις χούφτες άνθρωποι, έμειναν πίσω, στο καταφύγιο. Μερικά παιδιά. Οικογένειες. Νέοι κυρίως. Όσοι είχαν δυνάμεις να τρέξουν αυτό το λίγο, από τα διπλανά οικοδομικά τετράγωνα. Ήταν αιφνιδιαστική η επίθεση του εχθρού. Παρασύροντας όλον τον κόσμο, η μανία να κουμαντάρει ένας, τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Άφθονοι οι σύμμαχοι… Οι άνθρωποι ξέχασαν τους ήρωες τους. Χτυπήθηκαν και τ’ αγάλματα, κι όσα έμειναν, θαρρείς ανέπαφα, δεν έχουν κανένα να τα τιμήσει. Μες το σκοτάδι, η παρέα αναπνέει σκόνη και χώμα, που λες και πότισε τα ρούχα και τα κιλίμια. Την παραγωγή, σε αυτή την υπόγεια βιοτεχνία, που ανέμενε να διατεθεί, τούτη την εποχή του χρόνου. Η παρέα, πεινούν. Βγάζουν κάτι σάντουιτς. Κονσέρβες με φαγητό. Η Νάσια βρίσκει ένα τραπέζι. Ο Κλεομένης ανάβει ένα κερί. Τα πρόσωπα είναι τόσο κοντά, μεταξύ τους. Κάθε βλέμμα αφοσιώνεται, ατομικά, στη μερίδα. Ξάφνου, ακούγεται ένα σιγανό κλαψούρισμα, κάπου προς τα μέσα. - Για μισό, μιλά ο Λάκης. Το ακούτε αυτό; - Καλά λέει. Κάντε ησυχία, προτρέπει ο Δανιήλ. Οι μπουκιές μένουνε στο στόμα. Κανένας ήχος. Συνεχίζουν να αλέθουν την τροφή, με τα δόντια. Ακούγεται ξανά, ο ξένος ήχος. - Σσσς, πετάγεται η Σταυρούλα. Ξανά ησυχία. Τώρα ακούνε έναν αλλόκοτο, κοφτό, θόρυβο να πλησιάζει. Οι φίλοι κρατούν την ανάσα τους, ρίχνοντας καθένας, τον προβολέα του ατομικού τους φακού, σε πιθανά σημεία. Η Σταυρούλα εντοπίζει το “δράστη”. Είναι ένα σκυλί. Που μυρίζοντας φαίνεται, τη τροφή, πραγματοποίησε ένα ύστατο κάλεσμα –προσπαθούσε να πλησιάσει; Ένα τελευταίο του, παρακαλώ. Είναι ένα σκονισμένο, βρώμικο, ζωντανό. Η παρέα το περιποιείται. Ο πιο σοβαρός, ο Κλεομένης, παριστάνει τον κτηνίατρο: το ψηλαφίζει, μήπως είναι πληγωμένο. Οι δύο ευαίσθητες, η Σταυρούλα και η Λάουρα, συναγωνίζονται, ποια θα το πάρει αγκαλιά. Ο Λάκης σα να φοβάται το τετράποδο. Ο Δανιήλ χαμογελά, γιατί αποκτήσανε φύλακα: όταν πάρει δυνάμεις. Η Νάσια και η Αννίτα, παρακολουθούν σκεπτικές. Η ζωηρή της παρέας, που την είχαν για οδηγό, μιλά: - Ελπίζω να είστε φειδωλοί με την τροφή που του δίνετε. - Θα βγούμε στην εξοχή, και θα αναπληρώσουμε το κενό, αποκρίνεται η Σταυρούλα. - Αν έχει μείνει τίποτα όρθιο και εκεί, τους επαναφέρει στην τραγικότητα των στιγμών, ο Λάκης. - Φοβητσιάρης μια ζωή, τον επιπλήττει η Νάσια. - Δουλειά σου εσύ, της αντιμιλά. - Νυστάζω. Δεν είμαι μαθημένη, παραπονείται η Λάουρα. - Νομίζω πως είναι καλή ιδέα να ξεκουραστούμε λίγες ώρες, παραδέχεται τούτη τη χρεία ανάγκης, η Αννίτα. - Θα φυλάξεις σκοπός, πρώτη; Την παρακαλά η Σταυρούλα. - Μόνο για σένα, παίρνει την απόφαση της. - Σ’ ευχαριστώ. - Κοιμηθείτε ελαφρά, προτρέπει ο Κλεομένης. Για παν ενδεχόμενο. Βρίσκουν κάτι καθαρά νάιλον. Τα απλώνουν σε στοίβες ρούχα και κιλίμια. Οι ευαίσθητες ξαπλώνουν με το σκυλί στη μέση, αγκαλιά. Χαρούμενο που είναι. Η Αννίτα πλησιάζει με λιγότερο θάρρος, τώρα, την είσοδο της διόδου που οδηγούσε εδώ κάτω. Ο Κλεομένης της κάνει νόημα πως θα κοιμάται εκεί κοντά. Για τυχόν βοήθεια. Η φύλακας, ξεφυσά. Μόλις. Ο Λάκης και ο Δανιήλ, προτίμησαν να κάνουν παρέα, πλάι στα χνώτα των θηλυκών αθλητριών. Το κερί φέγγει ακόμα. Πίσω από ένα τραπέζι που τοποθετήσανε την επιφάνεια του, κάθετα στο πάτωμα. Για καμουφλάζ. Σα να κάνει περισσότερο κρύο. Η φρουρός αυτόματα θυμάται μια προτελευταία βραδιά, πριν το ξεκίνημα του πολέμου, που άκουγε ένα νυφικό αμάξι, να κοκορεύεται, χτυπώντας ρυθμικά την κόρνα. Ενοχλήθηκε με την περηφάνια, των όπου να ‘ναι, νεόνυμφων, τότε. Διερωτάται, που τους βρήκε, τελικά, εκείνους, ο σαματάς: στο ταξίδι του μέλιτος; Που κατέφυγαν άραγε; Είναι ζωντανοί; Συλλογίζεται την προπόνηση που παράτησε τόσες ημέρες. Δεν ξανάτρεξε κατοστάρι –πληγώνεται. Ασώψεται ο πόλεμος. Ελάχιστοι εννοούν την αξία της γυμναστικής. - Ανάθεμα, μουρμουρίζει. Στράφι η ηρεμία. Η άνεση ενός ζεστού, πολιτισμένου κρεβατιού. Σκέφτεται να δει τι ώρα είναι, μα αλλάζει γνώμη. Τι σημασία έχει πια. Κάνε οικονομία στις μπαταρίες, λέει στον εαυτό της, παίζοντας με τον φακό. Ήσυχα! Αυτοαναλύεται. Είναι ένας εσωτερικός πόνος. Πόνος κάπου απροσδιόριστα, μέσα της, χάνοντας εκείνη, τους γονείς της –προφανώς. Όλος ο επιμέρους στιγμιαίος πόνος, ανά χαμένη ψυχή, που μεταφέρθηκε στο γαλάζιο στερέωμα, χτυπώντας τα αντιαεροπορικά. Ως και αυτά να σωπάσουν. Ο πόλεμος δε θα φτάσει ποτέ, σε εμάς, λέγαμε. Μα να που εκείνο το μακριά, πλησίασε σα λαιμητόμος. Αλήθεια, με τι, δύναμη –πρωτοφανής. Νυστάζει η φρουρός Αννίτα. Τσιμπιέται να κρατήσει ανοιχτά τα βλέφαρα. Κοιτά πίσω, τα σώματα των φίλων της, που αναπαύονται, ως το μοναδικό ίχνος ειρήνης, σ’ ετούτο, θαρρείς, τον τόπο. Γλιτώσανε από τη μάστιγα των διαφημίσεων. Χαθήκανε όμως, τόσοι άνθρωποι. Αύριο ίσως φανεί το αληθινό μέγεθος της καταστροφής. Αν καταφέρουν να ξεφύγουν από τον ελεύθερο σκοπευτή, τριβελίζει τον νου της, με ανησυχίες. Και αν αυτός, είναι κομάντο, και τους ακολούθησε; Κάνει το λάθος να αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Στο όνειρο της βλέπει για ελάχιστα λεπτά, τα πρόσωπα εκείνων των λίγων ατόμων, που έμειναν πίσω, στο καταφύγιο, σε μια κρυφή πλευρά, στο ρέμα. Της φάνηκαν σα να ‘μπαινε κάτι θαμπό εμπρός τους. Το πρωί: - Κοιμήθηκες καλά, κόρη; Σκουντά την Αννίτα, η Νάσια. Φρουρός να σου πετύχει! - Έ, ποιος; Προσπαθεί η άλλη να ανοίξει τα μάτια. - Πρόσεχε μη πέσεις από την καρέκλα, ακούγεται η πρώτη. - Όλα ήρεμα, έ; προσπαθεί να τα μπαλώσει η άσος στο κατοστάρι. - Μου φαίνεται μοιάζεις του Δανιήλ. Εσύ τρέχεις, αυτός κολυμπά “τρέχοντας” μα μου φαίνεται πως είστε αργόστροφοι. Ο Λάκης που μόλις αντιλαμβάνεται τι συνέβη, που μείνανε αφύλαχτοι, πετάγεται έντρομος, όρθιος. Οι υπόλοιποι άλλαξαν πλευρό. Αγρόν αγόραζαν. - Πάμε τότε να φύγουμε, μιλά η Αννίτα. - Κάποιος από δω μέσα πρέπει να είναι τυχερός, λέει η Νάσια. Ξύπνα τους άλλους, κάνει νόημα στον Λάκη. Βαρύθυμοι σηκώνονται, από την υπόλοιπη παρέα. - Νομίζω ότι ψιχαλίζει, μιλά τώρα η Σταυρούλα, η οποία πλησιάζει τα άλλα δύο κορίτσια, κρατώντας αγκαλιά, τον σκύλο. Η Λάουρα μόλις τρέχει, να γίνουν τέσσερα θηλυκά. Οι άντρες σα να βαριούνται. Ετοιμάστηκαν. - Θα βραχούμε, παραπονιέται η Λάουρα. - Οι δυό μυγιάγγιχτες, επέπληξε η Νάσια, κοιτώντας προς το μέρος της Λάουρας, η οποία τελευταία, κάνει νόημα στον Κλεομένη, να πει καμιά κουβέντα, να τις υπερασπιστεί. Αυτός όμως ξύνει το κεφάλι και απλά πιάνει από την παλάμη, την Λάουρα. Του χαμογελά. Θαρρείς, της αρέσει αυτός ο άντρας. - Μη μου πεις ότι θα βάλετε την Αννίτα, οδηγό, ξανά; Βάζει μια φωνή, ο Δανιήλ. - Θα προχωρήσω εγώ, αποκρίνεται ο σχεδόν μαραθωνοδρόμος, Κλεομένης. Παρασύροντας την Λάουρα, η οποία δεν έχει αφήσει την παλάμη του. Στο επόμενο βήμα προς την έξοδο, ακούγεται μια φωνή: - Εγώ δεν θα το έκανα στη θέση σας. Όλοι σαστίζουν. Από πού ακούστηκε η φωνή; Στρέφουν τα κεφάλια προς κάθε κατεύθυνση. Ο Λάκης εντοπίζει μια καύτρα τσιγάρου, κάπου βαθιά, μακρύτερα, μες σε σκοτεινό σημείο, του υπογείου. - Να χαίρεσαι τον σκύλο σου, θυμώνει η Νάσια, κατακεραυνώνοντας την Σταυρούλα. Τον τάισες καλά, έ; Που έπεσε ξερός. - Από το δικό μου, του έδωσα! Η άγνωστη τους, αντρική φιγούρα, βγαίνει μόλις ελάχιστα, στα πρώτα ίχνη φυσικού φωτός, που διέρρευσε εδώ μέσα. Κρατά με το δεξί χέρι, ένα σύγχρονο αυτόματο, με λέιζερ, έχοντας την κάνη, προς την οροφή. Τώρα απομακρύνει με το αριστερό, τη στάχτη από το τσιγάρο. Βγάζει τον καπνό από τα πνευμόνια. - Πάμε να φύγουμε, μιλά η άμυαλη –προφανώς- Αννίτα. - Πως δείχνετε ότι αγαπάτε πολύ, τους εαυτούς σας, τους περιεργάζεται ο σκοπευτής. - Τι λέει αυτός; Γκρινιάζει η Νάσια. Ο Κλεομένης την κατευνάζει, μ’ έναν μορφασμό: τι κάνεις τώρα; σουφρώνοντας τα χείλη. - Ακόμη και στον πόλεμο δεν μονιάζετε, τους επιβάλλεται ο σκοπευτής. Κατά τύποις, εξακολουθείτε. Επίπεδοι είστε. - Είσαι ντόπιος, εσύ; τον ρωτά η Αννίτα –φαίνεται πως προσπαθεί να ανακτήσει το αρχηγικό της προφίλ. - Γιατί; Δέχεται το χαμόγελο του. - Που τολμάς να μας ελέγξεις –έχει μια επιφώτηση η Νάσια. - Εσείς φοράτε τα παντελόνια, εδώ; Τις αντικρούει. Το βλέμμα των αντρών, αθλητών, αγριεύει. - Γιατί πρέπει να σε πείσουμε για κάτι, ώστε να μας χαρίσεις τη ζωή; ξεθαρρεύει ο Κλεομένης, επιστρατεύοντας τη λογική, στη συζήτηση. - Μα κάθεσαι και τον ακούς;!! Νευριάζει η Νάσια. - Εξακολουθείτε ανόητοι, μιλά ο σκοπευτής. Καθίστε, καθίστε. - Φεύγουμε, μιλά ξεψυχισμένα, η Αννίτα. - Μπα όχι –δεν συμφωνεί μαζί της. Ελάτε, πλησιάστε. Δεν τρώω ανθρώπους. - Μόνο οι σφαίρες σου, ακούγεται η Λάουρα. Σαστισμένη, πάραυτα. - Ετοιμόλογη η παρέα σας. Έξυπνοι φαίνεστε, μα είδα που σας οδήγησε η σιγουριά των πραγμάτων σας. Τι έχετε άραγε να υπερασπιστείτε, τώρα; Κάθονται απέναντι του, οι 4 γυναίκες και οι 3 άντρες, σε απόσταση ασφαλείας, ας πούμε. - Ξέρεις έχουμε πόλεμο τώρα, τον αντικρούει ο Λάκης, σοβαρός. - Περίμενες εσύ, τον πόλεμο, για να φοβηθείς. Ότι θα σου λείψει κάτι. - Σ’ εμένα απευθύνεσαι; - Όχι αποκλειστικά σε εσένα. - Έχει όρεξη για φιλοσοφίες, πετάγεται η Νάσια. - Οι σοφίες, μας μάραναν, τη συνοδεύει η Αννίτα. - Κοίτα να δεις, που μας φέρανε οι δυναμικές γυναίκες, χαμογελά διάπλατα, τώρα, ο σκοπευτής. - Μιλά η δύναμη των όπλων, του επιτίθεται φραστικά, η Αννίτα. - Τόσο δυνατές, αλλά τόσο μόνες, έ; την κοροϊδεύει. - Δεν ξεκινήσαμε εμείς, τον πόλεμο, επιχειρεί να μπει στη συζήτηση, ο Δανιήλ. - Γιατί δεν ξέρατε τι ψηφίζατε, προφανώς. - Κράτα καλά το όπλο σου, μιλά ξαφνικά η Σταυρούλα. - Κι εσύ τον σκύλο σου (το ζωντανό γρυλίζει). Ο σκοπευτής ανάβει νέο τσιγάρο. - Αυτό θα σε σκοτώσει –θαρρείς, του κάνει ψυχολογικό πόλεμο, η Αννίτα. - Δεν έχετε ιδέα που μπλέξατε, τους βάζει όλους, στη θέση τους, ο κατέχων το σύγχρονο αυτόματο. - Για πες μας, λέει τη γνώμη του ο Λάκης. - Κακή ώρα βρήκατε να ξεθαρρεύσετε. Νομίζετε αστειεύομαι; Τους φωνάζει. - Ψυχολογικά προβλήματα, ψιθυρίζει η Λάουρα, στην Σταυρούλα. - Εσείς οδηγήσατε τον κόσμο στο χείλος της καταστροφής! - Εμείς δεν έχουμε όπλα, νομίζει ότι υπερασπίζει μ’ ετούτη τη φράση, την παρέα των συναθλητών της, η Αννίτα. - Κοντόφθαλμα ανθρωπάκια! Τους μέμφεται. - Σας έριξα, για να σας εκδικηθώ ως ανθρώπους, που επιτρέψατε να καταλήξει εκεί, το πράγμα, ως γενικότερος, ξαφνικός, πόλεμος. Μα ήθελα να σας δω κι από κοντά. - Μιλά ο θεός, πετά τη φραστική μπόμπα της, η Νάσια. Αλήθεια είναι το κάτι άλλο, τον ειρωνεύεται, κοιτώντας τους φίλους της. Αυτόματα ο σκύλος ξεγλιστρά από την αγκαλιά της Σταυρούλας, επιτιθέμενος στον σκοπευτή, ο οποίος όμως εξοντώνει με μια ριπή, το άτυχο ζώο. - Θεέ μου, ουρλιάζουν οι ευαίσθητες. Ο Λάκης λιποθυμά από τον τρόμο του. - Και μιλάς μετά για δύναμη, εξωτερικεύει τη σκέψη του, ο Κλεομένης, επιστρατεύοντας μια απίστευτη αντοχή, εμπρός στο θέαμα του νεκρού ζώου. Όντως έχουν τρομάξει οι όμηροι. - Δύναμη έχουν όσοι ψηφίζουν, όχι τα όπλα, αποκρίνεται τελείως ψύχραιμα, ο νέος δεσμοφύλακας των αθλητών. - Μόλις το απέδειξες, ξεστομίζει ο σχεδόν μαραθωνοδρόμος, και προηγούμενος ομιλητής. - Χρειαζόσασταν ένα ταρακούνημα –ασφαλίζει, απασφαλίζει το όπλο. - Είσαι ντόπιος εσύ; επαναλαμβάνει η Αννίτα. - Ναι, ΕΙΜΑΙ. - Και γιατί διαφέρεις; Τον επικρίνει εκείνη. - Γιατί, της απαντά, δεν δίνονται οι απαραίτητες εντολές να φυλάσσονται σωστά, τα σύνορα. - Αιφνιδιαστήκαμε όμως, ακούγεται ο Κλεομένης. Η Σταυρούλα και η Λάουρα, κλαίνε ακόμη για τη δολοφονία του σκύλου. - Δεν ήσαστε αρκετά θυμωμένοι, για να υπερασπίσετε τα σύνορα; Απευθύνεται στην παρέα, ο νέος “αρχηγός”. - Και γιατί να το πράξουμε μεις; Προσπαθεί να τον χειραγωγήσει η Νάσια. - Κοιμισμένα ανθρωπάκια. Όχι ότι δεν το περιμένατε. Παραδώσατε τα πάντα στα πολιτικά σκουπίδια, κι εκείνοι με τη σειρά τους, στους παγκοσμιοποιητές. - Θα μας δικάσεις τώρα; μιλά η Αννίτα. - Μπα είμαστε πολύ λίγοι, ειρωνεύεται η Νάσια. Ο Δανιήλ προσπαθεί να συνεφέρει τον λιπόθυμο Λάκη. Οι ευαίσθητες σιγοκλαίνε, σα να μουρμουρίζουν. - Ο θυμός προϋποθέτει αιτία, επιμένει ο σκοπευτής. Μα εσείς τα παραδώσατε όλα. Στη σιγουριά των πραγμάτων. Μα ούτε τα ίδια τα αγάλματα των προγόνων δεν τιμάτε. Μήπως και διδαχτείτε λίγο τιμή! Σκάψατε το λάκκο σας, πολίτες. Δεν μάθατε τίποτα. - Ποιος είναι ο σκοπός σου; Τον διακόπτει ο λογικός Κλεομένης. - Μμμ, δεν ξέρω ακόμη. - Ίσως πιστεύει ότι θα του κάτσουμε, οξύνει την αντιπαράθεση η Αννίτα. - Σσσσς, γρυλίζει ο Κλεομένης. Οι ευαίσθητες πάνε να μαζέψουν το πτώμα του σκύλου. Όχι, τους κάνει νόημα αυτός που υπερτερεί σε ..δύναμη. - Σκληρέ άνθρωπε, κλαψουρίζει η Σταυρούλα. - Εγώ τουλάχιστον είμαι σταθερός σε κάτι. Σηκώνεται να ξεμουδιάσει. Κλείνει τα βλέφαρα κάνοντας γυμναστικές κινήσεις στο λαιμό. Γέρνοντας το κεφάλι, κυκλικά ή όχι, υπό γωνία. Πιάνει το μέτωπο του. - Έχεις πονοκέφαλο; Ρωτά ο Κλεομένης. Ο Δανιήλ έχει ήδη στρέψει την πλάτη, σε όλο αυτό το θέατρο. Ο Λάκης εξακολουθεί λιπόθυμος. - Δεν νομίζω πως έχουμε πια άλλο χρόνο, για χάσιμο, ξεστομίζει η Αννίτα. - Κι όμως κάποιος πρέπει να δικαστεί σ’ αυτόν τον κόσμο, της αντιμιλά ο σκοπευτής. - Δεν είμαστε οι μόνοι επιζώντες, αποκαλύπτει με χαζό τρόπο, η Λάουρα, σκουπίζοντας τα τελευταία της δάκρυα. - Ενδιαφέρον, μιλά ο σκληραγωγημένος στρατιώτης. - Θα τους ξεκάνεις κι αυτούς; Προσπαθεί να προλάβει κάτι, ο Κλεομένης. - Αυτό θέλει σκέψη. Κάντε τσιγάρο. - Δεν καπνίζουμε, του απαντάνε σχεδόν ομόφωνα. - Υγεία στο σώμα, σσσσκατά, μυαλό! Τώρα ησυχάζει το υπόγειο. Αρκετές λεκτικές τοποθετήσεις, ταλαιπώρησαν τα ντουβάρια. Αρκετή ανοησία θάφτηκε στα ερείπια, ανά την πόλη. Ο σκοπευτής χασμουριέται. Ξαφνικά, σε μια ύστατη προσπάθεια, ο αθλητής του ακοντίου, που φαίνεται παρίστανε πως ήτανε λιπόθυμος, ο Λάκης, χρησιμοποιώντας την τεχνική του, ρίχνει ένα λεπτό, μακρύ, ξύλο –που φαίνεται πως ξεκόλλησε από κάποιο κούφωμα- κατά πάνω στην πλάτη εκείνου που κουβαλούσε όπλο. Ο σκοπευτής γλιστρά, αφηρημένος όπως ήταν. Πέφτει σε ένα σωρό από ρούχα, και μηχανές γαζώματος. Φαίνεται πως εγκλωβίζεται –προσωρινά- εκεί πέρα. Ενόσω η παρέα αρχίζει να τρέχει, ο σκοπευτής, τους φωνάζει, όπως μπορεί, με όλα αυτά, πάνω του: - Λέτε να βρείτε κανένα μετανάστη να σας υπερασπιστεί; Η παρέα των τεσσάρων γυναικών και τριών αντρών, αθλητών, παράτησαν σακίδια, πίσω, στο υπόγειο. Σκοντάφτοντας και ξανά πάλι, με υπερπροσπάθεια κατά την φυγή, βοηθιούνται από το φυσικό φως, που λούζει μια κατεστραμμένη πόλη. Μια ακόμη νεκρή ψυχή, το σκυλί, που δεν μπορεί να εκφράσει πλέον, χαρά. Το μόνο πλάσμα που ανέκαθεν υπεράσπιζε τον άνθρωπο. Τρέχουν. Σχεδόν καλπάζουν. Επιθυμία τους να καταλήξουν στην εξοχή. Να τους καλύψει η πυκνή βλάστηση. Θεέ μου, πόσο διαλυμένη είναι η πόλη. Χειρότερα ισοπεδωτικά, απ’ ότι βομβαρδίστηκαν οι Γερμανικές πόλεις, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, εισβάλλοντας οι σύμμαχοι, στο κράτος που τα ξεκίνησε, τότε, όλα. Κοίτα να δεις πως στραγγαλίστηκε μόνη της, η ανθρωπότητα σήμερα. Ο Λάκης χαμογελά με την ηθοποιία της λιποθυμίας. Μοιάζει αλαφιασμένος. Όλοι τους είναι πανικοβλημένοι. Πήραν γεύση πολέμου, από πρώτο χέρι. Ντόπιος προς ντόπιο, τόσο μίσος. Δεν το χωρά ο νους. Μάλλον γιατί ποτέ οι άνθρωποι δεν αντιπάθησαν την φονική δύναμη των όπλων. Μα τι να κάναμε κι εμείς. Μας έφαγε ο ρεαλισμός. Αφεθήκαμε στην φροντίδα από τρίτους. Ενόσω κατέρρεαν, η αγοραστική δύναμη. Η ισότητα σε ιδανικά και φιλοσοφίες. Κοίτα τώρα ένα χάος. Διακόπτουν το τρεχαλητό. Παίρνουν ανάσα. Άντε πάλι τα ίδια. Βουβοί. Ταπεινωμένοι. Σαν οικογένεια. Άραγε τελείωσε ο πόλεμος; Είναι μια κατεστραμμένη πόλη όπως θα ‘πρεπε να ‘ναι κατεστραμμένη, ύστερα από τόσο μένος. Δεν θα δεις πια, περιστέρια να κάνουν μπάνιο σε μια βρύση, σε κάποια πλατεία. Δεν θ’ ακούσεις τον ήχο του ακορντεόν, μες σε κάποιο τρόλεϊ. Δεν θα χαρείς τη μουσική μες σ’ ένα βιβλιοπωλείο, με πλήθος πανέμορφα εξώφυλλα. Δεν θα αισθανθείς ρομαντικά, μ’ εκείνο το ακορντεόν. Δεν θα δεις γεμάτα, ορισμένα τραπεζάκια, έξω από βιβλιοπωλεία ή μικρά καφέ. Πάει, ρήμαξαν όλα. Χλομιασμένοι περπατούν οι ήρωες μας. Κυριολεκτικά, ήρωες. Αφού επέζησαν από το χαλασμό Κυρίου. Προφανώς. Αφού εν καιρώ ειρήνης, ούτε κι αυτός λυπόταν τους άστεγους. Πλέον οι πάντες, όποιοι ζωντανοί, είναι άστεγοι. - Ίσως στην ύπαιθρο, συναντήσουμε άλλους ανθρώπους, μιλά η Σταυρούλα –τα μάτια της κόκκινα, μετά το χαμό του τετραπόδου. - Έχεις όρεξη για συζήτηση με τέτοια καταστροφή –δείχνει γύρω- η Νάσια. Όλοι σωπαίνουν. Είναι απίστευτο. Ακόμη και οι λεωφόροι είναι διαλυμένοι. Σα μια γιγάντια μπότα να ξέσπαγε στην άσφαλτο. Δεν το χωρά, ανθρώπινος νους. Πεσμένοι τοίχοι, γαζωμένοι από σφαίρες. Πεσμένα τραπουλόχαρτα, τα κτίρια, που λες και κάποιο χαζό παιδί, φύσηξε και τα σάρωσε. Κανένα ίχνος ηλεκτρισμού. Νεκρά, ορισμένα όρθια φανάρια. Όψη αυτοκινήτων, σαν πατημένα από οδοστρωτήρα, με όγκους χώματος και μπετόν, πάνω τους. Χώμα παντού. Χώμα! Σα ν’ ανάσανε η γη. Ησυχία. Αποκρουστική ησυχία. Να τρελαίνεσαι. Μια μυρουδιά αποσύνθεσης, που ανακατεύει. Ήταν τόσο εύκολο, λοιπόν. - Δεν είναι καλή ιδέα να σταματάμε κάθε λίγο, πρότεινε ο Κλεομένης. Ου υπόλοιποι απλά συγκατένευσαν. Ξεφύσηξαν, άντλησαν δυνάμεις, από το πηγάδι, μιας άλλοτε αισιόδοξης στάσης, ζωής, βαδίζοντας, έστω και βαρύθυμα. - Διψώ, παραπονιέται η Λάουρα. Ο Λάκης πρόστρεξε να της δώσει από το παγούρι του, μα εκείνη κοίταξε προς το μέρος του Κλεομένη, που ‘χε τα μάτια χαμηλά: πλήρης απογοήτευση. Τον μιμήθηκε. Είναι δυνατή μια τέτοια αποστείρωση των πάντων, από ζωή; Ζωή ήταν μόνο τα πράγματα; Αναρωτήθηκε από μέσα του, ο Κλεομένης. Όπως το ‘χε πει ο σκοπευτής: πού πήγε η σιγουριά των πραγμάτων σας; Τώρα σα να βγήκαν όλα τα εσωτερικά όργανα του σώματος της πόλης, έξω: τα βρώμικα άντερα, τα νεφρά, τα πνευμόνια. Η καρδιά που ζέστανε καθετί. Όλα έξω. Αηδία. Δε θα ξανακουστούν πια, ειδήσεις για παιδεραστές. Δε θα γραφτούν άλλα κείμενα, που σου σηκώνεται και μόνο που τα διαβάζεις. Δεν θα μιλήσουν, άλλο, οι ορμόνες. Κανείς δεν θα βγάλει, πια, χρήματα, από ξένο κόπο. Ξένη γλώσσα, μετανάστη, δε θα ξανακουστεί. Οι εφτά ντόπιοι αθλητές, στενοχωρημένοι, περπατούν, κι είναι σα να γνωρίζουν τι υπήρξε σε κάθε τετράγωνο, που έστω και ισοπεδωμένο, πατούν, σαν να ξεχνούν συνάμα, στέλνοντας υπερβολικά μακριά, σχεδόν στον ορίζοντα, το βλέμμα. Αν πρέπει να λυπηθούμε, να ‘ναι για τον κόπο των χεριών; Ρώτησε τον εαυτό της, η Αννίτα. Μα μέσα της τίποτα δεν βρέθηκε να δώσει απάντηση. Αν είναι όντως, ψυχρή, όπως τους καταλόγισε ο σκοπευτής. Μα γιατί, τον άφησαν να τους φοβίσει τόσο; Δεν θα ακουστούν άλλα παιδικά γέλια, που είναι το τραγικότερο. - Ίσως φύγανε στην ύπαιθρο, είπε ο Λάκης. - Ίσως σου φαίνεται πανεύκολο, παρεξηγεί τη φράση του, η Νάσια. Αίφνης, μια σφαίρα σφύριξε πάνω από τα κεφάλια τους. Όλοι κατάλαβαν, το πώς και το γιατί. Γιατί παίζει μαζί τους; Θέλουνε να πεθάνουνε; Να ξεμπερδεύουν. Δε θα βρεθεί κανείς να αγχωθεί, αφού δεν θα δουλεύει, και αύριο. Που ‘ναι το πιο τραγικό, να αφαιρεί τρίτος, το δικαίωμα σου να ‘χεις ένα τρόπο να επιβιώσεις. Ν’ αναστηθείς μέσα σου, για το δώρο της ανεξαρτητοποίησης. Η ελευθερία των Κρατών, που φθονούν οι δυνατοί. (Έμεινε κανένας;) Τώρα πρέπει να φυλάξουν το νέο καθεστώς της ζωής, οι επτά αθλητές. Να διαφύγουν. Κάπως. Κάπως, σου λέω! Ο σκοπευτής είναι σαν το μόνο ναρκωτικό που κυκλοφορεί ελεύθερο, και επιθυμία του, παραμένει, τελικά, να σκοτώνει. «ο άνθρωπος είναι ένα σπίρτο, έτοιμο να το ανάψεις. Συνήθως για κακό, επειδή όλοι για κάποιο λόγο, προσωπικό, αμύνονται. Μια ξαφνική οργή, που λες, ήταν κοιμισμένη ενέργεια που ενεργοποίησε άσχημα λόγια ή κακοποίηση, με τα χέρια. Ή το ξέσπασμα φάνηκε, σα να δανείστηκε κάπου αλλού, κι όχι λόγω άγχους, γιατί δεν δεχόμαστε τελικά, χ ψ εντολές. Αν υπάρχει μεγαλύτερη τρέλα, απ’ το να είσαι ανεξάρτητος, ορίζοντας τη ζωή σου, χ ψ εισόδημα. Δεν ζούμε, ναι, στην εποχή της υπομονής ή του ελέους. Να υπομένεις καρτερικά, θυμούμενος εκείνο το ρητό: φέρσου όπως θέλεις να σου φέρονται. Μα φορές είναι γλυκιά η θαλπωρή, να αναπαύεσαι, να απαξιείς, να απογοητεύεσαι. Γιατί μετατρέπονται, φορτίζουν τις μπαταρίες του θυμού, ώστε πατώντας το κουμπί, να σου φτάσει η ενέργεια, να πονέσεις, όσους σε πόνεσαν». Σφαίρες σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια των αθλητών. Στις πρόχειρες κρυψώνες τους, πίσω από ερείπια και πεσμένα μπετά. Παύση των εχθροπραξιών. Για πόσο; Μήπως πρέπει να τον περικυκλώσουμε; Κάνει νόημα στους άλλους, η Αννίτα. Σου έστριψε τελείως; Της κάνουν νόημα τώρα, οι υπόλοιποι αθλητές. Να το βάλουμε στα πόδια; επιμένει, η προηγούμενη, σχηματίζοντας μια κίνηση, με τα δάκτυλα μιας παλάμης. - Ίσως αν δημιουργούσαμε έναν αντιπερισπασμό; Της προτείνει η Νάσια. - Το θέμα είναι να γλιτώσουμε όλοι. - Λες να μας σκοτώσει αυτή τη φορά; Ρωτά η Σταυρούλα, την ευαίσθητη φίλη της, Λάουρα. - Νομίζω πως ναι. (ο σκοπευτής ανήκει στο παρακράτος, που με τη σειρά του ελέγχει την αστυνομία, που με τη σειρά της, δέχονται όλοι τους, εντολές, από τον Πρωθυπουργό: έχοντας λάβει εντολές από τον πρέσβη των ΗΠΑ. Ευτυχώς πέσανε νεκροί, όλοι τους, από τους βομβαρδισμούς. Εκτός …αν γνώριζε για την επίθεση, ο πρέσβης, και όπως κότα που είναι, την έκανε. ΞΕΒΡΩΜΙΣΕ ο τόπος. Δεν παρενοχλούνται, πλέον, πολίτες. Δεν υπάρχουν πια, άλλοι πολίτες). Η Αννίτα το διακινδυνεύει. Περίπου ανασηκωμένη, με λυγισμένα γόνατα, ετοιμάζεται να τρέξει ένα νέο είδους, κατοστάρι. Η Λάουρα μαντεύει τη διάθεση της, κι όντας καλή στη σφαίρα, διαλέγει με ταχύτητα, δυο βαριές πέτρες, μια σε κάθε παλάμη. Τη μια πετά σε ευθεία, καταπάνω στον διώκτη τους, όπου πιστεύει, πως μπορεί να τον φτάσει… Την άλλη, πλάγια της, δήθεν για να παραπλανήσει τον σκοπευτή. Αυτόματα, ακούγοντας η Αννίτα, την κραυγή της φίλης της, από την υπερπροσπάθεια να αποδώσει τα μέγιστα στις βολές, σηκώνεται, σχεδόν καλπάζει, σε ζιγκ ζαγκ και ευθεία, όπου δεν εμποδίζεται από τα ερείπια. Πότε τρέχει όρθια, πότε σκυφτή. Φοβάται μήπως σκοντάψει. Μια βολή από το αυτόματο του δολοφόνου τους, σφυρίζει στο πίσω μέρος της κεφαλής της, ενόσω αυτή τρέχει ακόμα. Οι υπόλοιποι, μπουσουλώντας, μαζεύονται, φεύγοντας προς τα πίσω, κάθετα με τη θέση του σκοπευτή. Η Αννίτα λαχανιασμένη, ακουμπά τώρα την πλάτη, σ’ έναν τοίχο, γαζωμένο από σφαίρες. Από έναν τηλεβόα, ακούγεται το εξής: Είναι παγιδευμένα, γύρω γύρω. Δεν θα πάτε μακριά! Οι αθλητές σαστίζουν. - Τον πιστεύεις; Ρωτά ο Δανιήλ, τον Λάκη. - Δεν ξέρω. Η καρδιά της Αννίτας, μακριά από τους υπόλοιπους, χτυπά δυνατά. (Έχει βρωμιά αρκετή, μες το νου του, ο δολοφόνος του παρακράτους, με το σύγχρονο αυτόματο. Ευτυχώς οι περισσότεροι του σιναφιού του, ψόφησαν, όταν θα τους αναλάμβανε κάποιος άλλος). Ο σκοπευτής είναι εθισμένος στον παλαιότερο ρόλο του, στην προληπτική ..καταστολή.. παρενοχλώντας πολίτες. Δικαιολογώντας ένα μισθό. Συλλογίζεται τώρα, πως θα πάει το κυνήγι. Δεν ξεγελιέται εύκολα, αυτός. Αν είναι δυνατόν να τον γελάσουν, πολίτες! ήμαρτον! Γελά. Η άσος στο να πηδά ψηλά εμπόδια, Νάσια, υπολογίζει να φύγει, πλησιάζοντας την Αννίτα. - Ίσως αν έφευγα, μήπως βρω βοήθεια, μιλά στους υπόλοιπους, πέντε, μαζεμένους, ο Κλεομένης, κρίνοντας από τις ικανότητες του ν’ αντέχει σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων. - Τον άκουσες τι είπε; Γκρινιάζει ο Δανιήλ. Η Νάσια το διακινδυνεύει. Ή τώρα ή ποτέ. Μ’ ένα σάλτο, βρίσκεται πίσω από έναν τοίχο. Φωνάζει: - Αννίταααα! Με όλη της τη δύναμη. - Εδώωωω! Παρασύρεται η άλλη. Η Νάσια τρέχει σκοντάφτοντας, προς την κατεύθυνση που πιστεύει πως βρίσκεται η φίλη της, μα διακόπτει το τρεχαλητό: ένα άνοιγμα, μια σχισμή, τέσσερα, πέντε, έξι; μέτρα –σα να μαχαίρωσε κάποιος τη γη. Την εμποδίζει το κενό. - Παιδιά! Φωνάζει, καλώντας τους. Πάει, της σάλεψε. Τι θέλει; Να δώσει στόχο; Κανείς δεν υπακούει στη λογική. (τα έχει αυτά ο πόλεμος) Την πλησιάζουν, η Σταυρούλα, η Λάουρα, ο Δανιήλ, ο Κλεομένης κι ο Λάκης, μπουσουλώντας για ορισμένα λεπτά. - Μην είστε χαζοί, χρησιμοποιεί ξανά τον τηλεβόα, ο σκοπευτής. Είναι ταραγμένοι. Λειτούργησαν παρορμητικά. Όλοι παρατηρούν το κενό. - Αφήστε με να προσπαθήσω, μιλά η Σταυρούλα που διακρινόταν να φεύγει μακριά, στο σκάμα. - Και μετά; Τη ρωτά η Νάσια. - Δεν ξέρω, αποκρίνεται η άλλη. - Το θέμα είναι να ξεφύγει ένας; Παραπονιέται ο Δανιήλ. - Μην ξεχνάς την Αννίτα, πετάγεται ο Λάκης. - Μα δεν έχετε λίγη ανθρωπιά; Λέει η Λάουρα. - Άστη να προσπαθήσει, μιλά ο λογικός Κλεομένης. - Λες να βρεις κανένα σκοινί, στην άλλη μεριά; Ρωτά την Σταυρούλα η φίλη της, Λάουρα. - Ίσως γλυκιά μου. - Αυτό το ίσως είναι που δεν μου αρέσει, μιλά ο Δανιήλ. Ο σκοπευτής ουρλιάζει από τον τηλεβόα, σαν αρκούδα πριν την επίθεση. Όλοι παγώνουν. - Νάσια!! Φωνάζει η Αννίτα. Φοβάται. Αισθάνεται μόνη. Το βλέμμα της παίζει. Τα δόντια της χτυπούν. Η καρδιά της χοροπηδά σαν ζαρκάδι. - Νάσιαααααα! Η Σταυρούλα σηκώνεται. Παίρνει φόρα. Πηδά απέναντι. Χάνεται από το οπτικό τους πεδίο. Ο Κλεομένης κάνει νόημα στους άλλους πέντε, να προχωρήσουν παράλληλα με το “σχισμένο έδαφος”. - Το παν είναι να απομακρυνθούμε, μιλά ο ίδιος. - Κι αν χαθούμε; Νευριάζει ο Λάκης. - Αν πέσουμε σε παγίδα; Παραπονιέται ο Δανιήλ. Όλοι τους είναι τρομοκρατημένοι. Η Λάουρα, τους ακολουθεί απρόθυμη. Επίσης η Νάσια, απογοητευμένη, που δεν κατάφερε να φτάσει την φίλη της, Αννίτα. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της. Ευτυχώς τα χαλάσματα, καλύπτουν τη διαφυγή τους. Λίγο πιο πέρα, η Σταυρούλα, σχεδόν ψιθυριστά, φωνάζει το όνομα της Αννίτας. Η τελευταία στήνει αυτί, γύρω της. Πολύ ησυχία, ξαφνικά. Ακούγεται τώρα, πολεμική μουσική από ένα μεγάφωνο. Ο σκοπευτής μετακινείται. Η μοίρα, τους θέλει ενωμένους: Μετά από λίγα λεπτά, αφότου η Σταυρούλα ανακαλύπτει σχεδόν λιπόθυμη από τρόμο, την Αννίτα, γρήγορα, στο περίπου, φεύγοντας από εκείνο το σημείο, θα συγκλίνουν οι πορείες διαφυγής και των δύο ομάδων, αθλητών. Κανείς τους δεν ξέρει, τι ώρα είναι. Έχει ήλιο σήμερα. Έπρεπε να επικρατεί συννεφιά, σχεδόν σκοτεινιά. Να καλύπτεται η φυγή τους. - Τι κάνουμε τώρα; ρωτούν σχεδόν όλοι μαζί, σα μια φωνή. - Πιστεύετε πως μπορεί να μας βρει; Ρωτά η Λάουρα. Ανταλλάσσουν βλέμματα όλο αγωνία. Απορία. Άγνοια απίστευτη. - Αν τον παγιδεύαμε, προτείνει η Νάσια. - Δεν νομίζω να κουβαλά κανείς μας, όπλο, μιλά ο Λάκης. - Έπρεπε να ‘χαμε μείνει στο καταφύγιο, παραπονιέται ο Δανιήλ. - Ως πότε; Αντιδρά στη φράση αυτή, ο Κλεομένης. Όλο τούτο, λύνει τις αντιπαραθέσεις τους. Τους ελευθερώνει. Είναι μια γροθιά, τώρα. Γυμνάστηκαν οι μύες του νου. Τώρα; πρέπει να αποδεχτούν τη μοίρα τους, και απλά να διαφύγουν όσο γίνεται πιο μακριά. Προτιμότερο απ’ το να ευχηθούν να τους καταπιεί η γη. - Αν ανακαλύπταμε κανένα αγωγό, νερού, ίσως ξεφεύγαμε, μιλά χωρίς να σκεφτεί, ο Κλεομένης. Αν και του φαίνεται καλή ιδέα. - Δεν νομίζω πως είμαστε τυχεροί, πια, αποκρίνεται η Αννίτα. - Μην είστε απαισιόδοξοι, μιλά ήρεμα, η Σταυρούλα. Ναι, συμφωνούν οι υπόλοιποι, κουνώντας καταφατικά, το κεφάλι. Η μουσική από το μεγάφωνο, σταθερά, σ’ ένα σημείο, δεν σταματά. Το ίδιο κομμάτι, επαναλαμβάνεται. Τους ξεκουφαίνει. Πόσο δυνατά το είχε βάλει; - Είναι τρελός, έ; μιλά η Λάουρα. Η Νάσια περιμένει ν’ αφήσουν εδώ, όποια σακίδια τους. Επίσης, μπουφάν. Μήπως απορήσει ο σκοπευτής, πλανηθεί, μη αναγνωρίζοντας το λόγο γι’ αυτές τις απώλειες πραγμάτων. Φεύγουν μακριά, προς το βορρά, όσο καταφέρνουν να προσανατολιστούν. Βουνά, τους περιμένουν. - Κουράστηκες; Ρωτά ο Κλεομένης, τη Λάουρα. Αρχίζει να γεννιέται αγάπη, και από μέρους του. - Λίγο, μιλά γλυκά, αυτή. Φεύγουν. Μακριά από τη μουσική. Το θάνατο. Επιθυμούν να μη συναντούν άλλη, καταστροφή. Όχι άλλο πόνο. Το θέμα είναι πως θα βρούμε τρόπο επιστροφής, βοηθώντας τους άλλους στο καταφύγιο, αναφέρει μέσα της, η Αννίτα. Περπατούν με κανονικό βήμα. Όρθιοι. Εισέρχονται σιγά σιγά, σε πυκνή βλάστηση. Τώρα σα να μαζεύονται σύννεφα. (Δε θα φτάσει ποτέ, εδώ, ο πόλεμος). Αχαριστία και απαξίωση, δήλωσε η ανθρωπότητα, γι’ αυτό καταστράφηκε. Κανείς δεν ξέρει, δεν άκουσε, τι απέγιναν οι επτά φίλοι, και αθλητές. Ο Θεός χάρηκε με τον σαματά, θεωρώντας πως οι άνθρωποι τιμωρήθηκαν, φεύγοντας μακριά Του. Τους παρέδωσε στη χρεία της διεφθαρμένης τους καρδιάς, να μην εκτιμούν κανενός είδους, κόπο. Τον σκοπευτή τον κατασπάραξε μια αρκούδα, που το ‘σκασε από έναν κοντινό, ζωολογικό, κήπο-ράντσο. Το ζώο άκουσε τους βρυχηθμούς του σκοπευτή. Το μόνο που πλανήθηκε, από το σαματά του μεγαφώνου. Ή του τηλεβόα. Τελείωσε η ιστορία. Χλιαρά. Σα το σκοτσέζικο ντους της καθημερινότητας, των ατόμων με αναπηρία. Π.χ. να ταλαιπωρούν χ ψ ανάπηρο, που του λείπουν, είτε χέρι και πόδι, είτε δύο πόδια, αναγκάζοντας τον άνθρωπο αυτό, να περνά από επιτροπή συχνά, γιατί ενδέχεται… να του φυτρώσει κανένα κομμένο μέλος!! Άρα γιατί τότε… να δικαιούται επίδομα; Οι μαλάκες της Νέας Δημοκρατίας, πρότειναν μείωση των συντάξεων. Οι σκουπιδιάρηδες μαζεύουν τα δικά μας σκατά. Μεις καλοπερνάμε και στο Μεξικό έμειναν άστεγοι, εκατοντάδες χιλιάδες, άτομα, πλημμυρίζοντας πόλεις. Οι “άθλιοι” των Αθηνών, ζουν, συνυπάρχουν με την βολεμένη ανοησία μας. Παιδιά εργαζόμενα, σε σούπερ μάρκετ και άλλους κλάδους. Η τρέλα ετοιμάζεται να ξεσπάσει. Ποιος θα κερδίσει: θα ηχογραφήσει άριστα, την παράνοια; Παίζει το αριστερό μου μάτι, εδώ και μέρες. Ή κάτι θα δω, ή κάποιοι συζητούν για μένα. Ποιος θα σκοτώσει, ποιον. 24 24 ΩΡΕΣ Η νύχτα είναι τωρινή. Φωτισμένη με αυτό που αποκαλούμε, ψυχή. Άραγε ποιος είδε μια ψυχή; Τόσο ελαφριά και αδύναμη, ώστε να επηρεάσει τον χαρακτήρα μας. Μια νύχτα όπως ετούτη, όπου ο καθένας λειτουργεί την αγάπη, στο γλωσσικό, χαρακτηριστικό, ιδίωμα. Άραγε η αγάπη παρουσιάζεται με κάτι άλλο, εκτός από ένα φιλί; Έχω ξεπεράσει τη φάση του αυνανισμού, που πήγε να καταστρέψει ακόμη και τη παρουσία της ψυχής. Θα τη συναντήσω στην ταράτσα, όπως έχουμε δώσει, ραντεβού. Να δουν, μάτια, άλλα μάτια, γιατί η λατρεία στο βλέμμα, δεν κρύβεται. Σαν ένα θεατρικό που γράφουν δυο σώματα, αμήχανα, στο όραμα της αποδοχής! Η αγάπη απαιτεί απεριόριστη ευθύνη, προσήλωση, σα μια δαγκάνα, που όμως φχαριστιέσαι να σε πιέζει. Ένα αόρατο κάλυμμα, που τα λόγια της καθημερινότητας, έρχονται να κόψουν τα στηρίγματα, γιατί κανείς δεν επιβιώνει, μόνο με γλυκόλογα και όρκους. Αναρωτιέμαι αν η νεότητα αξίζει την αγάπη, αφού η παντρειά, σήμερα, πρέπει να τελεστεί μετά τα τριάντα. Σα να λέμε –συλλογίζομαι τώρα, ενόσω ανεβαίνω τα σκαλιά- σα να λέμε, μια πρώτη ματιά, αξίζει για να καθορίσει έναν ολόκληρο, άγνωστο, χαρακτήρα. Ποιοι είναι εκείνοι που αισθάνονται ολοκληρωμένοι, χωρίς να συναντούν έστω, αντίθετο τους φύλο. Εμένα, μου φαίνεται αδύνατο. Αυτά τα σκαλιά που τα σκάλισε κάποιος, στο μπετόν και το τσιμέντο. Να μένει σταθερό το οικοδόμημα. Η εκλυόμενη ενέργεια, μέσα στους τοίχους. Πάντοτε διαθέσιμη, δυνατή ενέργεια, όχι αναποφάσιστη. Ψυχρή όμως, που είναι. Σκονίζονται οι διάδρομοι, χωρίς ανθρώπινη κίνηση. Ομιλία. Ως φωνή κάποιου που υποκρίνεται τον καλό τραγουδιστή, -σπαράζοντας- γιατί κάπου πρέπει να ‘σαι καλός. Πέρα απ’ όσα τα λόγια προσπαθούν μόνο, να κατανοήσουν. Εκεί που το άγγιγμα εξηγεί σχεδόν τα πάντα, ιδίως αν εμπεριέχει αγνό συναίσθημα. Γιατί πια, κανείς, ούτε κι εγώ, σήμερα, δεν ντρέπομαι, ενόσω δείχνω στους άλλους, πως υπάρχω. Θα ‘ρθω λοιπόν, στο ραντεβού μας, στην ταράτσα, που ‘ναι ένας κόσμος, η Άνοιξη η ίδια με τ’ αρώματα της, σαν προξενήτρα, και νύφη μαζί. Πραγματικά ρομαντική, νύχτα. Ευγενική. Σα να ‘ναι η γειτονιά, έστω, προδιατεθειμένη να φερθεί τώρα, ανθρώπινα. Είσαι μόνη σου στην ταράτσα. Με περίμενες. Ευτυχώς δεν έχει φεγγάρι. Έτσι δεν θα δεις τη δειλία, στα μάτια μου. που μου φυτέψανε οι δικοί μου, οι οποίοι δεν με αποδέχονταν ως ανθρώπινο ον! ενόσω δεν δούλευα. Θα ‘ρθώ λοιπόν να σε βάλω στη θέση, να δεις, μια ψυχή. Τον άντρα που θέλησες να συναντήσεις, με ζωηρό θέλω, μήπως τα γραπτά λόγια, φωτίσουν λίγο. με τη σιωπή τους, το παρόν, να ‘ναι πάντοτε ευγενικό, και καλοδιάθετο. Με μια μικρή εύνοια, ενόσω γύρω μας, τιμωρούνται μόνο οι ωρομίσθιοι υπάλληλοι, για τα μικρά τους αμαρτήματα. Αρκεί να τιμωρούνται. Έ; Είναι πολύ φυσική η αύρα –δανεισμένη από τη φύση- περί προσέγγισης. Ώστε δεν βαριέσαι. Σα να αποδέχεσαι κάθε ανθρώπινη παρουσία, αρκεί να μην γνωρίζεις τα μειονεκτήματα τους. Μια βραδιά που έχει το χαρακτήρα δύο προσώπων, που ενώ πατούν στα πόδια τους, ότι συμβαίνει μεταξύ τους, είναι απολύτως ιδιωτική υπόθεση. Ούτε καν οι γειτονικές φωνές, από μπαλκόνια ή άλλες ταράτσες, ..δεν επιτρέπεται να ακούσουν. - Σε άκουσα που σπάραζες, μιλά εκείνη. - Είναι ένας τρόπος να πω: είμαι ζωντανός. Την πλησιάζω. - Είσαι καλά; ρωτά. - Καλά, ναι. Όσο μπορεί κανένας. - Μια τέτοια νύχτα, ειδικά –ακούγεται η νέα γυναίκα, εμπρός μου, ενόσω ακουμπά με την πλάτη, στο τσιμεντένιο εμπόδιο, αντί για κάγκελα, στην ταράτσα. Είναι το θηλυκό που είχα συναντήσει στο ψιλικατζίδικο, απαντώντας εκείνη, η δειλία μου, να της πω μια κουβέντα. Είναι η ίδια που της χάρισα τόσα γραπτά μηνύματα, σε χαρτί, ρίχνοντας τα με φακέλους, κάτω απ’ την πόρτα της. Είναι αυτή που άκουγε τη μουσική που επέλεγα, καθώς έφτανε ως μέσα στο δικό της διαμέρισμα. Η Ερασμία που μ’ άκουγε να τραγουδώ, συνοδεύοντας ένα τραγούδι: ο δικός μου σπαραγμός. - Είδες που δεν ήταν πολύ δύσκολο ν’ ανεβείς –με κοιτά φυσικά, όχι άνετα τυπικά. Γέρνει ελαφρά μόλις, το κεφάλι. Μια ταχυπαλμία σα ν’ αρχίζει σ’ εμένα. - Μια μικρή προσπάθεια –συμφωνώ. - Περίεργο να έχει τόση ησυχία, έτσι δεν είναι; ακούστηκε σαν με τόνο μουσικό, η φράση της. Κουνώ καταφατικά, το κεφάλι. - Περίεργο να αισθάνεται κανείς, μόνος, σήμερα. (Εννοεί τώρα. Την παρούσα στιγμή). - Σα να αποδέχεσαι κάθε τι που τραβά η βαρύτητα, μιλώ. - Μμμμ, ναι. Σα να ξύπνησε η φύση –χαμογελά. - Ήσουν περίεργη για μένα; (Σα να θέλω να της εκμαιεύσω μια επιβεβαίωση). - Περισσότερο η ευθύτητα με καλούσε: έλα. - Εγώ σε καλούσα; Απορεί με την ερώτηση μου. - Πιότερο η ίδια η ζωή. Η καρδιά σου. - Η καρδιά μου, Ερασμία. Ακούς την καρδιά μου; - Ακούω ότι αποπνέει αγάπη. - Αυτό είναι περισσότερο, φέτες παραπάνω, από μια απλότητα. Απορεί ξανά για τούτο το σύνολο λέξεων που ίσως να εκφράστηκαν, υπερβολικά γρήγορα. - Αν ήταν η ζωή μας, με τέτοια κύματα, τροφοδότες, προσθέτω. - Ίσως με πείσμα, να προσπαθούμε, πρέπει, στιγμές που λείπει μια τέτοια αύρα. - Γιατί δεν επιβιώνει στους τέσσερις τοίχους, συνεχίσω την σκέψη της. - Εκεί συνήθως βαριόμαστε, μιλά. - Κάπου, καθένας, αχάριστοι. - Το ‘χουν πει, τόσοι πολλοί –χαμογελά. (Αλήθεια, Ερασμία; Ίσως θα ‘πρεπε να πάψουμε εδώ και τώρα, τις αντιπαλότητες, που δημιουργούν προβλήματα. Χάσιμο ενέργειας). Ακουμπώ επίσης, στο τσιμεντένιο εμπόδιο, πριν το αχανές.. βάραθρο. - Πόσο ωραίο θα ήταν να ‘ναι δικό μου, το κτίριο. - Το όνειρο κάθε εισοδηματία –γέρνει το κεφάλι της προς τα πίσω, κοιτώντας με, αντί προς τα άστρα. - Κουράζεσαι ποτέ, να είσαι άνθρωπος; Ρωτώ. - Ενοχλούμαι να μην είμαι ερωτευμένη. - Και τι κάνεις τότε; - Ησυχία –είναι σοβαρή. - Δεν βαριέσαι; - Η μουσική σου δεν με αφήνει –παύση- Έλα έλα, σε πειράζω. Είσαι εδώ; Με αγγίζει στο “ποντίκι” μπράτσο. - Ναι. - Ναι; - Μου ‘δωσες μια ώθηση ν’ ανεβώ. - Ήταν μεγάλη; - Για μένα. - Γιατί τι έχεις εσύ; - Το πρότυπο του αδύναμου. - Ελπίζω όχι του θύματος. - Περισσότερο αναβολής. - Περιμένοντας το τέλειο, έ; - Κάθε ευαίσθητος άνθρωπος, Ερασμία, είναι τέλειος. - Αληθινά ευαίσθητος –προσθέτει στη σκέψη μου. - Μάλλον όποιος είναι έτοιμος να δοθεί, μιλώ. - Εσύ είσαι; Το σκέπτομαι. Ελάχιστα δευτερόλεπτα, μετά: - Νομίζω πως κράτησε αρκετά, η αναβολή. Περισσότερο αρνούμαι την κοινωνικότητα, την απλή, σαν πρόσκληση συγγενούς, να διασκεδάζω που είμαι ζωντανός. Εκείνη μ’ ακούει σκεπτική. Με κοιτά όμως. - Το συγκεκριμένο είδος, ζωντάνιας, που ούτε ζητά, ούτε αρπάζει. Διακόπτω το συλλογισμό μου. Η Ερασμία ξεφυσά, σα να θέλει όμως, να ρουφήξει όλη την αύρα της φύσης. Όλη την ευχάριστη διάθεση. Άρωμα λουλουδιών. Ίσως εξασθενημένου γιασεμιού. - Μόνο η χαρά να υπάρχεις, προσθέτω στα προηγούμενα. - Αλλά μετά; -μαντεύει τι θέλω να πω, και όχι, διερωτώμενη, περί εκφοράς του λόγου. - Όντως μετά πρέπει να πας άλλο ένα βήμα, εμπρός. Στην υγιή ολολήρωση. - Δηλαδή; -δήθεν απορεί πάλι. - Μια συζήτηση με το ρόλο τον δικό μας, ανάμεσα στους άλλους –φράση λόγω έμπνευσης. - Αυτό ένιωσες μαζί μου; Γι’ αυτό ανέβηκες. Δεν απαντώ αμέσως, γιατί θα πω ψέματα. Υποσχέσεις που θα εξαπατούσαν την φωνή της τωρινής αύρας. -παύση- - Μόνο μια, απλή, ώθηση. - Λίγο κουρασμένη θα είναι, μιλά. - Ανάμεσα σ’ έναν ψυχρό κόσμο. - Που να πιάσει στ’ αλήθεια, χειμώνας. - Έτσι όπως κάναμε τον πλανήτη, συμφωνώ μαζί της. Αερολογούμε. Τώρα φαίνεται, απολαμβάνουμε τη στιγμή. Όρθιοι. Να ‘χα μια ξαπλώστρα. Μιλώ: - Ρώτησε άραγε, κανείς, τ’ αστέρια, αν τους αρέσει το όνομα, που τους δόθηκε; - Αν είναι από τ’ άστρα που μόνο το φως τους, φτάνει πια, σ’ εμάς, απαντά. - Λες να φτάσουμε ποτέ, εκεί; - Πολύ Χαρδαβέλλα, βλέπεις, με πειράζει. - Μπα, σπάνια, χαμογελώ. Με τρομάζουν όλα αυτά με τα ούφο, και τα μυστικά, που μόνο άρρωστα μυαλά, σε εργαστήρια, υπογείως, δημιουργούν. - Ποιος τους δίνει σημασία, αποκρίνεται (με κοιτά γέρνοντας ξανά, το κεφάλι, προς το πλάι). -Χωρίς παύση- - Κοιμάσαι ήσυχα, τα βράδια; - Όταν είμαι κουρασμένος; - Σ’ εξουθενώνουν στη δουλειά, έ; - Μ’ εξουθενώνει να μη ρουφώ τη ζωή, στο τώρα και το χτες της. - Ο χαμένος χρόνος. Λίγο κλισέ. - Δεν ξέρω, Ερασμία. Σίγουρα όμως δεν αισθάνομαι θύμα. - Ακούγεσαι δυνατός. - Γιατί είναι λάθος, ή κρίμα, να μας δίνει δύναμη μια άλλη παρουσία; -παύση- - Μάλλον μια μορφή κοινωνικότητας. Χωρίς ενοχές. - Τι εννοείς; Ρωτώ. - Διαφορετικά δεν θα σε εμπιστευόμουν. (Έχει δίκιο. Να διαβάζεις ανάμεσα στις γραμμές. Όχι με το βλέμμα ή τόσο, μιλώντας), - Είσαι καλύτερα; Ακούγεται ξανά. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω. - Η φάση που μου ‘λεγες. - Δεν θέλω να το θυμάμαι, ακούγομαι. - Τι θα κάνεις μετά; Αλλάζει θέμα συζήτησης. - Θα κοιμηθώ ήρεμος. - Ήρεμος; - Γεμάτος. - Άνθρωπος; - Άνθρωπος, χαμογελώ. Στεκόμαστε αμίλητοι, τώρα. Κοιτούμε τ’ αστέρια. Κάποιος ξέχασε τα φώτα, εκεί πάνω. Καίει ρεύμα. Ένα τροχοφόρο επιβάλλει την παρουσία του, για πολύ λίγο. Σαν βοή περισσότερο. Άραγε πως θα ήταν ο κόσμος, μόνο με γυναίκες. Αν θα τους έλειπε, κάτι. - Υπάρχουν απορίες, που λύνει μόνο μια γυναίκα; Ρωτώ. - Αν δεν θέλεις να τσακωθείς, μαζί της. - Είναι κι αυτό, μια άποψη. - Απλά το δικαίωμα να υπάρχεις, έ; - Κάνουμε καλή συζήτηση εμείς οι δυό, προσθέτει. Της χαμογελώ. - Σπάνια η ομιλία, σε σιγανό τόνο, φέρνει μια φράση ακόμα. Ένα μηχανάκι παριστάνει, τον γκαζοφωνιά. - Σαν συχνότητες κατανόησης, που ελάχιστοι αφαιμάζουν. - Αφαιμάζουν, έ; ρωτά. Μου προκαλεί ένα χαμόγελο. - Μου αρέσει το χιούμορ στον άντρα. - Κι εμένα η παρέα σου, Ερασμία. -μόλις μια παύση- μιλά: - Τα θέματα της καρδιάς. - Πολύτιμα, έ; ρωτώ, ανταποκρινόμενο στη φράση της. Πλησιάζει πιο κοντά μου. Μου χαϊδεύει το πίσω μέρος της κεφαλής. Αφήνομαι σ’ αυτό το μικρό έλεος. - Δεν είναι πιο ωραία, χωρίς τηλεόραση; - Δεν επιτρέπει να σκεφτόμαστε, αποκρίνομαι. Τώρα απλά, βρίσκεται πλαϊνά μου. Άπραγη. - Μάλλον να τσακωνόμαστε, προκαλεί –κοιτά εμπρός της. Παράλληλα τα σώματα μας. Πλευρό με πλευρό. - Διψάς; -ακούγεται ξανά. - Μμμ, νομίζω. - Όταν είναι κανείς, άνθρωπος, βαριέται; Απορεί. - Εγώ όχι πάντως, απαντώ. - Δε σ’ έχουν κουράσει οι ανώμαλοι; ρωτά. - Στην τηλεόραση; - Παντού. Δεν τους συναντώ, έξω. - Ναι. Ξέρουν να κρύβονται –τώρα ξεκινά ένα μικρό περίπατο στο δάπεδο της ταράτσας. Αν αξίζει η ζωή, χωρίς να είσαι ερωτευμένος. Απλά δηλαδή να αναπνέεις, μόνο. Σα να παίζεις με το φαγητό, η ζωή. Αν δεν υπήρχε κι αυτό. Ποιο; Απορεί η συνείδηση. Να εμπνέεσαι από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Αν και πιστεύω, πως μόνο χρήματα ξοδεύουμε. Και λόγια, για να περνά η ώρα, προσθέτει η συνείδηση. Κοιτώ τη γυναίκα που με άγγιξε, προηγουμένως. Ποτέ δεν μου άρεσε, ένας συγκεκριμένος τύπος, γυναίκας: εκείνη που χαμογελά, ενώ δεν με ξέρει. Τον κόπο μου στη ζωή. Σα να με κοροϊδεύει. Η Ερασμία όμως, είδε μια ψυχή. Τη δική της. Θέλω να την πλησιάσω. Ξεκινώ να βαδίζω μαζί της. - Βόλτα στην πλατεία, έ; -χιουμορίζει. Ελάχιστα μετά, σταματά. Με αγκαλιάζει, ακουμπώντας το κεφάλι της, λίγο πιο κάτω από το αυτί μου. Θώρακας με θώρακα, αγγίζονται. Αμίλητοι. (θα θυμόμαστε για πάντα, αυτή τη στιγμή). - Κατεβαίνουμε; Ρωτώ (σα να βαριέμαι τον κόσμο. Μόνο οι δυό μας, τον απαρτίζουμε). Όλος ο κόσμος, ετούτη η στιγμή, ένα δωμάτιο προς κάθε κατεύθυνση. - Βιάζεσαι; ρωτά, γλυκά γλυκά. - Σ’ αγαπώ, ξεστομίζω. - Γιατί; - Γιατί είσαι γυναίκα. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά, πιασμένοι χέρι, χέρι. Σταματάμε έξω απ’ το διαμέρισμα της. Καλύτερα έτσι. Εκτός δικού μου χώρου, που ‘ναι αποκλειστικά, πόνος. Περπατάμε στο μισοσκόταδο, ως την κρεβατοκάμαρα της. Εκείνη προπορεύεται. Κλείνω πίσω μου, την πόρτα.
(Με συγχωρείτε, αλλά έχω να γυρίσω μια πορνοταινία).
Γεράσιμος Μηνάς 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: