Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

(συνέχεια)

στημένος και ειλικρινής –Απρίλης 2007- εξακολουθώ, εννοώ, ξεκινώ να καταγράφω, περιφέρειες. Ώπ, συγνώμη. Συναισθήματα γυναικών. Η γλώσσα του σώματος τους, είναι ο μεταφραστής του εσωτερικού τους, κόσμου.
Δε γνωρίζω τι επαγγέλλονται. Ποια τα ενδιαφέροντα τους. Είναι στις μέρες τους, σήμερα; Με κοιτούν, για τα σπυράκια στο πρόσωπο μου. Όποιες με κοιτούν.
Αν θέλω;
Δε θα σου απαντήσω τώρα.
(όποια διάβασε, μεγάλο αριθμό, γραπτών μου, γνωρίζει).
Μια άσκηση θάρρους, τούτη η απασχόληση.
Αυτόματα θυμάμαι, δυο παλαιότερα στιγμιότυπα, γυναικείας συμπεριφοράς. Κάποιες νέες γυναίκες, να κλαίνε μόνες τους, σε μικρές πλατείες. Με αρκετό κόσμο να περνά, πάνω κάτω. Αυτοκίνητα. Ποιος ξέρει, γιατί όλη εκείνη η δυστυχία. Κρίμα, επανέλαβα μέσα μου, ξανά. Δεν σας αξίζει, γυναίκες. Ποιος τολμά, βέβαια, να πει μια κουβέντα, σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ποιος είναι τόσο δυνατός. Εννοείται επαγγελματικά, αποκατεστημένος –για να δικαιούσαι να μιλήσεις. Θάρρος να συζητήσεις μ’ ένα ξένο σ’ εσένα, πρόσωπο.
Το δικό μου ναρκωτικό, είναι η γραφή.
Κρίμα, είπες;
Ποιος σου δίνει σημασία.
Εγώ δίνω σ’ εκείνες. Στην εικόνα τους –όπως πάντα.
Όντως. Παντού κυκλοφορούν, γυναίκες. Όλες τους, 100% θηλυκά. Καμία λεσβία. Καμία ανάγκη, των αντρών, να τις πούμε, λεσβίες.
12:07, πρωί Τρίτης.
Να ‘μαι, λοιπόν, εδώ, στον πεζόδρομο.
Ο κουλουρτζής βρίσκεται μέτρα, μακριά μου. Προτιμώ να καθίσω σε απόσταση, λόγω του εχθρικού βλέμματος, ενός σεκιουριτά, τράπεζας, εκεί παραδίπλα.
Ο προηγούμενος θυμός, φαίνεται να εξασθενεί. Όχι όμως και εκείνος, της ζωής. Ένα βιβλίο η ζωή. οι ανθρώπινες υποστάσεις, που με προσπερνούν. Κοκκίνισα ελαφρά, σταματώντας εδώ. Χτίζοντας τούτη την άσκηση, θάρρους. Μέσα Απρίλη. Με αρκετούς από εμάς, σύμφωνα με τις πρόωρες, καλοκαιρινές, υψηλές, θερμοκρασίες, να μας προκαλούν επιμέρους σύγχυση. Λόγω ντροπής, αρκετοί δεν φορούν κοντομάνικα. Άλλοι όμως….
Τις προάλλες, ένα κοριτσάκι ρώτησε τη μαμά του, περνώντας ο ίδιος, γιατί διαλέγουνε οι άνθρωποι, κοντομάνικα; Απάντηση δεν άκουσα, γιατί προσπέρασα γρήγορα.
Ανατριχιάζω.
Το σαξόφωνο ενός πλανόδιου μουσικού, επισκιάζει το ρεπερτόριο από το διπλανό κατάστημα.
Κοκκινίζω ξανά. Ντρέπομαι. Εμπρός σ’ όλους αυτούς τους τακτοποιημένους, επαγγελματικά, ανθρώπους. Όλοι τους, ναι. Κι η γιαγιά με το απλό, ολόσωμο, φόρεμα. Η άλλη γιαγιά, μάνα, δε ξέρω, με το εγγόνι της στο καρότσι.
Μια συνάδελφος, ποδηλάτης, προσπερνά στον πεζόδρομο. Τόσα πρόσωπα, γύρω μου. Αγαπώ όλες τις οντότητες. Ήρεμος, ναι. Αναρωτιέμαι, αν κι εκείνοι απορούν, τι γράφω. Αν είμαι κάποιος γνωστός, συγγραφέας. Αμέσως όμως, καταλαγιάζει τούτη η έπαρση, επισκιάζοντας τη, η ήρεμη μελωδία, από τον ίδιο πλανόδιο μουσικό –ίσως σύνθεση του Κατσαρού.
Πρέπει να βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους, για να αισθανθείς, ηρεμία. Ταπεινότητα. Φορές, διαβάζοντας κάτι δικό μου, απορώ πως το έγραψα, εγώ, τη τάδε φράση. Σα να μου μίλαγε η συνείδηση.
Ξέρω γιατί βρίσκομαι εδώ.
Προσπαθώ να μη με αποσπάσει η φαντασία μου. Συναισθήματα.
Κατά περίεργο τρόπο, δε διαβάζω τι αισθάνονται οι συνάνθρωποι μου. Ο λόγος που έφτασα, ως εδώ. Ούτε θα τους ρίξω στο επίπεδο, να μελετήσω τη γλώσσα του σώματος τους.
Πανέμορφη μελωδία. Σαξόφωνο. Δεν καταφέρνω να διακρίνω, το σημείο που εκείνος στέκεται.
Μήπως εκείνο, το γνωστό: besame mucho; Αν το γράφω σωστά.
Ένα βαν, τολμά, αυθαδιάζει, στον πεζόδρομο, καταπατώντας τον χώρο, δικαιωματικά, των ανθρώπων. Ένα περιστέρι με μαύρες βούλες, επισκιάζει τελικά, τη νωπή θύμηση, της θέας, γυναικείας γάμπας, κοιτώντας προς τα κάτω, γράφοντας.
Ο κουλουρτζής κατεβάζει μια κούτα, ούτε γνωρίζω με τι. Το σαξόφωνο αγκαλιάζει τους ανθρώπους. Παρομοίως όπως τούτη η γραπτή προσφορά. Πόσο ήρεμος, αισθάνομαι.
Μια ριπή, ξαφνικού ανέμου, τονώνει μέσα μου την ανάγκη, αφομοίωσης με τούτο το κοινό, σαν θεατρικό μ’ έναν ηθοποιό. Καρέκλες η κίνηση των πεζών. Είναι όντως, μοναχικά, να γράφεις. Μια όμορφη γυναίκα, δεξιά, στην άκρη του βλέμματος, προσπαθεί μες τη σκέψη μου, να προσβάλλει την ανάγκη μας, να ανήκουμε σε προσωπική μας οικογένεια. Όλα ετούτα τα καροτσάκια, με μωρά. Η ζωή που δεν ομοιάζει καθόλου, με τις λέξεις που φεύγουν, πολύτιμες όμως, όπως είναι, απ’ το νου, στο χαρτί. Άσκηση θάρρους.
17 λεπτά μετά τις 12. Μια γυναίκα προσπερνά, σα να παραμιλά. Όχι. Απευθύνεται σε κάποιον, στο κινητό (θα τη συναντήσω, επιστρέφοντας, έχοντας καθίσει εκείνη, σε άλλο παγκάκι, πίσω μου). Πολλές γυναίκες. Πάρα πολλές. Όλη μου η γραφή, σ’ εκείνες απευθύνεται. Δύσκολο πόνημα, φορές. Ναι, είναι. ξέχασα τι ήθελα να αναφέρω.
Η μέρα είναι πανέμορφη. Οι περισσότεροι γύρω, φορούν γυαλιά ηλίου. Δε μπορώ να διαβάσω το βλέμμα τους. Των υπόλοιπων είναι φυσιολογικά, απλό. Δε μου προκαλούν κάποιο σχόλιο. Διώχνω ένα ζωύφιο απ’ το πουκάμισο. Ντύθηκα, ξανά, καλαίσθητα μα απλά, πλατωνική μου συντροφιά, εσύ η γυναικεία ύπαρξη, σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο, βιβλίου. Ρίχνομαι μέσα στο φανταστικό χώρο της γραφής, που αισθάνομαι άνετα.
Αρχίζω να βαριέμαι. Δε ξέρω γιατί.
Η ζωή ίσως με βαραίνει. Οι υποχρεώσεις.
Μισή ώρα κάθομαι εδώ. Χάθηκε η αίγλη εκείνης της ημέρας στο Μοναστηράκι. Ούτε οι ήχοι του σαξόφωνου, πια, ούτε τα γυναικεία αρώματα, ούτε τα περιστέρια που αφήνουν τη σκιά τους, σε προσέγγιση, προσγείωσης τους, στο πλακόστρωτο. Μάθαμε να ζούμε μόνοι, όπως λέει κι ένα τραγούδι. Τίποτα δε με καλύπτει. Δε μ’ ευαισθητοποιεί. Ξαφνικά…
Επανέρχεται εκείνη η εσωτερική ταραχή. Η προηγούμενη.
Μα να! Να που ηρεμώ πάλι.
Τώρα δε ξέρω κατά που, να κινήσω. Σαν άγαλμα που δεν έχει ανάγκη, να πλυθεί, να ακούσει. Παρά μόνο να κοιτά γύρω του. Με θάρρος. Μου φαίνεται πως κάπως έτσι, είναι η ζωή. Απλή. Χωρίς θεατρικές, επικοινωνιακές ατάκες, ή ότι άλλο, υποκριτικό.
12:32. Τρίτη.
Επιστρέφω.
Προσπερνώ με το ποδήλατο, σχεδόν ξυστά, με ταχύτητα, τον ενοχλητικό σεκιουριτά, που τόλμησε ν’ αμφισβητήσει την υπόσταση μου, αρχικά, έχοντας εκείνος, εχθρικό βλέμμα. Πλέον, είναι ήρεμος. Απομακρύνομαι. Σχεδόν μισή ώρα κράτησε το γράψιμο. Κάτι έλειπε, τελικά.



«Βλέπεις τώρα, πως δε μπορείς, Γεράσιμε, να ζεις σ’ ένα παραμύθι, που διαβάζεις μόνο εσύ. Η ίδια έμαθα όσο μου επιτρέπει η καθημερινότητα ή τα πρόσωπα που συναντώ, κυρίως εδώ μέσα: εκείνο που να μου μένει τελικά, να είναι μια εσωτερική ισορροπία. Δεν ξέρω αν εργάζεσαι. Αν έχω ανάγκη να σου αρέσω. Αν σ’ ενοχλούν τα γυαλιά που φορώ ή ορισμένα ρούχα, με ντεκολτέ. Δε νομίζω. Ποιον ενοχλούν, σήμερα;
Αέρα παίρνω, στο στήθος. Δροσίζομαι. Εσείς οι άντρες, γιατί πρέπει να ανοίγετε, όσο θέλετε, το πουκάμισο; Στα λέω ετούτα, γιατί στα γραπτά σου, εκφράζεις αντιπάθεια; εναντίον όσων γυναικών, αισθάνονται ελεύθερες;
Δεν είσαι εδώ. Δε θες να συζητάμε. Δε μπορώ ούτε η ίδια. Σου είπα, κρατώ άμυνες. Δε νομίζω ότι έχω υποχρέωση ν’ απολογούμαι για κάτι. Μάλλον δεν έχω σκεφτεί, ορισμένα πράγματα. Ωραία τα λες, περίπου, στα γραπτά σου, μα μοιάζουν εν τέλει, ίδια, μασημένα, λόγια ή κάνω λάθος; Εσύ θα μου πεις. Όχι πως σ’ εξυψώνω, επειδή γράφεις. Σου ανέφερα: μου αρέσεις. Αν σου λέει κάτι, αυτό».

Δεν έχω κάτι να σου απαντήσω, γυναικεία, ύπαρξη. Που ούτε το όνομα σου, γνωρίζω. Η ηλικία δε μ’ ενδιαφέρει. Πιστεύω πως ξεκαθάρισα, πως είσαι η πλατωνική, τωρινή, σ’ ετούτο το πόνημα, μούσα. Αν σου λέει κάτι, εσένα, αυτό.


8

Ριάλιτι

Η καλύτερη ώρα, για να αυτοκτονήσεις, πρέπει να είναι, γύρω στις 8:30, με 9, πρωινές ώρες. Ενόσω στα κανάλια, απλά καλύπτουν τις τρύπες του τηλεοπτικού χρόνου, μιας και κανείς δε νοιάζεται, για κανέναν. Μια δύσκολη ώρα. Πώς να θέσεις τέλος, στη ζωή σου; Τέλη Απρίλη, 2007. Κάτι που να μη πονάει, άμεσα. Στείλτε SMS, γράφοντας, TORA (κενό) το μήνυμα σας, και στείλτε το, γράφοντας τρόπους, που θα με βοηθήσουν να απαξιώσω τον ήλιο, έξω. Τις βόλτες στην Πάρνηθα, όπου θαρραλέοι ποδηλάτες, με περίσσεια αντοχή, καλύπτουν σύντομα, τις ανηφορικές διαδρομές, ανάμεσα στα όμορφα δέντρα. Συναντώνται πηγές με γάργαρο νερό. Ανθρώπους που αγαπάνε το πράσινο. Την άσκηση. Τη διαφορετικότητα, να απέχεις από περιττές έννοιες, που μόνο εξάρτηση, προκαλούν. Τόσο αισιόδοξοι, έξω από τα δικά μου στάνταρ. Ξεχνώντας πως είναι, να δουλεύεις. Καταστρέφοντας ο ίδιος, εμένα, αν και έχω, και βοηθούς σ’ αυτή την απασχόληση. Μιας και αν δεν έχεις χρήματα, είτε σε κοροϊδεύουν, είτε σε ζηλεύουν για τον τόσο ελεύθερο χρόνο. Πάραυτα, μειδιούν: Τούτος δεν έχει αίσθηση, του λιγοστού χρόνου, που μας διατίθεται, στη ζωή. «Εσείς δεν ξέρετε, τι σημαίνει, δικλείδες ασφαλείας. Γι’ αυτό οι γυναίκες, βγαίνετε τόπλες, στην παραλία».
Έχω βαρεθεί την παρουσία των γνωστών γειτόνων, επειδή με γνωρίζουν. Συζητούν μεταξύ τους, τα τερτίπια της συμπεριφοράς μου. Άνεργοι, και άεργοι από ενδιαφέροντα. Είπαμε, χωρίς χρήματα, κανείς δεν σ’ εκτιμά. Ιδίως αν κλείνεσαι μέσα, δίχως εκείνο που αγαπάς, μα δεν έχεις.
Φορές, ούτε η γυναικεία σου, φωνή, η ομορφιά, δε μου προσφέρει αισιοδοξία, γιατί δεν μπορώ να είμαι κοινωνικός. Μένω παρατηρητής της ζωής των άλλων. Στην τηλεόραση. Στα καφενεία, προσπερνώντας. Κάθε καλοκαίρι που απομακρύνεται. Κάθε ηλιοβασίλεμα που δε θωρώ. Έχω βαρεθεί να πρέπει να είμαι σωστός, όπως με θέλουν οι γύρω μου. Όπως ο ίδιος, ευαισθητοποιούμαι από μόνος μου, αγαπώντας το σωστό. Μα δε το παραδέχομαι. Τον πόνο στους άλλους, δεν μπορώ. Τον δικό μου, αρκετοί προσπέρασαν, επειδή κι ο ίδιος, δε διάλεξα την οδό της λογικής. Ομοίαζε με τα όμορφα σοκάκια, στο Μοναστηράκι, κάτω απ’ την Ακρόπολη. Ομοίαζε μ’ εκείνη τη βόλτα, θυμάσαι αδελφή μου, η μακρινή που πήγαμε, οδηγώντας εσύ, ως τη θάλασσα. Τα χείλη μου τρέμουν, μα δε μπορώ να κλάψω. Αναρωτιέμαι πόσο καιρό ακόμα, θα είμαστε νέοι, δίχως να πονάμε. Δίχως να ειδωθούμε. Χωρίς μακρινά ταξίδια, σε καλαίσθητες πολιτείες, με προσόψεις κτιρίων, μες το χρώμα. Το γούστο. Με αρχιτεκτονικό, ζεστό, χαρακτήρα. Εκεί όπου οι πολίτες σέβονται το χώρο και το χρόνο, να είσαι ζωντανός.
Έφτασε το πρώτο SMS: Πέσε από μια εξαώροφη πολυκατοικία. Έχουμε βαρεθεί τη μουρμούρα σου. «Λυπάμαι, αλλά θα πονέσω. Άσε που φοβάμαι τα ύψη. Άσε που ενδέχεται να μη πεθάνω ακαριαία, και μια ζωή, ξανά, άλλος να με συντηρεί. Χωρίς βέβαια, να γκρινιάζει, ετούτη τη φορά. Ξεσκατώνοντας με. Πλένοντας με –μπλιάχ!!». Πιες απορρυπαντικό. Get a life! «Δεν μπορώ. Δεν έχουν ωραία γεύση. Μυρουδιά, ναι -κυκλοφορούν προϊόντα. Η εσωτερική αιμορραγία, είναι, είναι που με φοβίζει».
Αιμορραγώ: κάτι που κάνω καλά, τα τελευταία χρόνια. SMS: Ώ πάψε. Θέσε τέλος στη ζωή σου, να τελειώνουμε. Αρκετά μας ζάλισες. Αρκετά μας ρεζίλεψες. Αρκετά μας απείλησες.
Αυτό το SMS, πρέπει να το έστειλε κάποιο συγγενικό πρόσωπο, που θεωρείται, κοινωνικό όν. Μόνο κοινωνικό. Κανείς άλλος, δε συζητά τα προβλήματα του. Όλοι παριστάνουν τους χαρούμενους. Εκείνοι που φυσικά, γνωρίζετε. Οι εκτός, απλά παίρνουν το μέρος τους, ως τρίτα πρόσωπα. Π.χ. σύζυγοι, κουνιάδοι, κλπ. Αυτοί που συνήθως, θέλουν να βάλουν χέρι, σε ξένα περιουσιακά, στοιχεία.
SMS: Η ζωή είναι απλή. Μη τη χαραμίζεις.
SMS: Είσαι όμορφος; Σου κάνω τα έξοδα. Ασπασία.
SMS: Πάμε διακοπές να τα ξεχάσεις όλα. Ν’ αλλάξεις παραστάσεις. Άρτεμις.
Δεν δύναμαι να κατηγορήσω τις γυναίκες. Όλες τις φιλικές μορφές. Πλατωνικούς έρωτες. Τη στοργή τους, ούτε να θυμηθώ, δεν μπορώ. Να ήταν, λέει, όλα, εύκολα, να ‘φευγα μακριά. Να γλίτωνα. Τούτο ήταν το πρόβλημα μου. Η ιδιαίτερη μεταχείριση της ζωής, η οποία δεν αφήνει καρφιά, γυαλιά, μολυσμένα σίδερα, εκεί που πατώ. Μόνο στο μυαλό μου, αν τύχει, θα πατήσω, με σωφροσύνη. Στην πράξη βαίνει δύσκολο. Ν’ αποδεχθείς, π.χ. ένα ανθρώπινο πρόσωπο, που λάμπει, έχοντας κάνει έρωτα, χτες.
Μπορώ να είμαι λογικός, όμως τότε πρέπει να συμβιβαστώ με τα χούγια των άλλων. Με το να είμαι μαζί τους. Με το να φαίνομαι διαρκώς, χαρούμενος και άνετος.
SMS: Άλλαξε θέμα. Γίνεσαι κουραστικός. Σ’ αυτούς που κρίνουν ένα βιβλίο, αν κάνει για τον εκδοτικό οίκο, που δόθηκε προς έγκριση. Δεν βαριούνται, όποιον, δεν λαϊκίζει.
«Αλήθεια, ποιος ή ποια, πιστεύεις πως είσαι. Εσύ που κρατάς στα χέρια σου, τούτο το πόνημα, που θέλεις να απορρίψεις, λες και εκφράζει απόλυτα, τον συγγραφέα του. Δε γράφεται, ποιητική αδεία, ή ως θέμα που έτυχε τώρα, ν’ αναλωθεί η σκέψη μου. Αλήθεια, ποιος σε διόρισε κριτή μου, απορρίπτοντας κι εμένα, μαζί με το βιβλίο. Έπλυνες τα χέρια σου, πριν το πιάσεις; Ασχολήθηκες σοβαρά με το νόημα της ζωής; Όπου όσοι δεν σου αρέσουν, γιατί δεν μπορούν, πράγματα, τους κρίνεις ως άρρωστους, ενδεχομένως. Κάτι Ανοιξιάτικα απογεύματα που βγαίνεις με το ταίρι σου, στον πεζόδρομο, κρατώντας τη παλάμη, ο ένας, του άλλου. Με μια αηδιαστική περηφάνια, για τους άλλους, και τη μοναξιά τους. Μου φαίνεται πως αυτό είσαι. Βλέπεις πόσο εύκολο μου είναι, να φαντάζομαι, για σένα, τι είσαι: Κι οι δυό, το πράττουμε καλά. Κύριε ή κυρία, που επειδή έχεις πιθανόν, πτυχίο, στη γλώσσα, πιστεύεις πως έχεις δικαιώματα πάνω μου.
SMS: Get a job. Ξύπνα!!

Η καλύτερη στιγμή, για να αυτοκτονήσει κανείς, μερικές φορές, είναι ορισμένα απογεύματα, που αντί να ‘χεις παρέα, να χαζέψετε, την πόλη από ψηλά, με το ηλιοβασίλεμα, κάθεσαι μέσα και γράφεις. Ή βλέπεις τηλεόραση, μανεκέν να γδύνονται στο παζάρι του Μικρούτσικου, μπας και αισθανθείς κάποια λειτουργικότητα, μες το παντελόνι σου. Παρακολουθείς ειδήσεις. Χαριτωμένες σειρές, στο Μακεδονία T.V. Τρώς ένα σκέτο πιάτο, φαγητό. Κάτι οπωσδήποτε, νόστιμο, μιας και η νοστιμιά του έρωτα, πωλείται πολύ ακριβά, και με δυσανάγνωστους, όρους.
Μια ταινία, στις 9 το βράδυ. Πλησιάζει η εντεκάτη η βραδινή. Η θλίψη γιγαντώνεται. Αφήνεις ανοιχτό, μόνο το φως, στο μπάνιο. Η τηλεόραση δουλεύει υπερωρίες. Ησυχία στο σπίτι. Θλίψη. Πόνος. Μοναξιά. Ξηρασία. Επαναφέρεις από τη μνήμη, τότε που πήγες ν’ αυτοστραγγαλιστείς. Αν σου μένουν δυνάμεις, να φτάσεις έως τέλους, στην πραγματική ασφυξία. Ποιος τον έπνιξε; Γιατί; Απορούν οι συγγενείς κι οι φίλοι… Είχε όντως, ψυχολογικά, προβλήματα! Όπως ανέφερε η άνα η γειτόνισσα, που της αρέσει να τον παίρνει απ’ τον κώλο. Ή μήπως την απατούσε ο άντρας της, το Πάσχα του 2006;
Δεν έβγαινε ο κακομοίρης. Μόνο μουσική άκουγε. Έγραφε συνέχεια. Κάπως έτσι τρελάθηκε, έμαθε, η Έμιλυ Ντίκινσον, η ποιήτρια. Έγραφε συνέχεια αυτός. Λες κι είχε συμβόλαιο για δουλειά. Ήμαρτον! Τόση δύναμη, που την έβρισκε, που έγραφε;
SMS: Το ζουμί της υπόθεσης :) Γαργαλιστικές λεπτομέρειες.
Η ζωή βρίσκει εύκολα, ανθρώπους, να τους κλείσεις σ’ ένα χώρο, επί πληρωμή. Ααααα, η ζωή γράφει ωραία σενάρια. Ιδίως τα στημένα. Κλεισμένος σ’ ένα σπίτι, με χίλιες δυο κάμερες, αληθινές και ύποπτα, τοποθετημένα, πραγματικές, αφήνοντας μόνο, την τουαλέτα, χωρίς παρακολούθηση –αν κι εκεί, οι εκδότες που πουλάνε γυμνές σελίδες, έχουν βάλει το μακρύ τους χέρι.
Νέοι εντέλει, τεμπέληδες, μπαίνουν εκεί, σε παραφράσεις του παιχνιδιού, BIG BROTHER. Νέοι και νέες, με τατουάζ και ελαφρά ήθη, για γαργαλιστικά στιγμιότυπα. Να τη βρίσκουν οι ματάκηδες και οι κάθε λογής, κουτσομπόληδες.
Αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, που δέχονται, επίσης, όπως φαίνεται, να διαφημίζουν τις τέλειες προσωπικότητες τους. Ακέραιοι… δίχως τα ψεγάδια που πιθανόν έχετε διαβάσει, σε δικά μου γραπτά. Ολοκληρωμένοι κατά πάντα, είστε. Σαφώς, όποιος δεν είναι, παρθένος.
Δεν ξέρω τι ενδιαφέρον θα βρίσκατε, αν τοποθετούσατε μια κάμερα στο δικό μου σπίτι.
SMS: Ουουουου! Τώρα ξεκινάει το καλό. Πες τα, μεγάλε: Ο Χάρος!
Είμαι υπερβολικά, καθαρό άτομο, όσο αφορά βέβαια, τη σωματική υγιεινή. Ρίχνω εύκολα, ρούχα, στο πλυντήριο. Πως είπες; Εκτίθεμαι; Ναι, και μ’ αρέσει. Επειδή καταλαβαίνω πως μπορώ να είμαι ειλικρινής και “σωστός” μόνο όταν δεν υφίσταται άλλοι, γύρω, για να με κατευθύνουν. Ζώντας σε οικοδόμημα, που δε μου ανήκει, εκτός από όλα όσα αφήνω να βγαίνουν, στα γραπτά. (Με πονάει να μιλάω για πόνο. Όπως τότε που ξεκίνησα να καθαρογράφω εξαρχής, τα πρώτα μου ποιήματα). Πάντοτε δε μ’ άρεσε να με κοιτάνε, οπότε μη περιμένεις κάμερες εδώ μέσα. Όχι βέβαια, πως θα πλήρωναν αρκετοί, για να με δουν ν’ αυτοκτονάω. Αν και θα κράταγε, πολύ λίγο. Υψηλή τηλεθέαση, για ελάχιστα, όμως, λεπτά. Δε χτίζεται έτσι, ένα ριάλιτι. Παρά μόνο στο ψέμα.
Ναι, τις προηγούμενες ημέρες, άθλια παρά άθλια, ξημερώνοντας, ευχαρίστως θα αυτοκτονούσα, αν το σκεφτόμουν νωρίτερα. Τώρα είναι αργά. Δε σου κάνω τη χάρη.
SMS: Έλα τώρα, μεγάλε! Κάνε μας τη χάρη! Πέθανε! Πέθανε!
SMS: Μην ακούς το κακό. Η ζωή είναι ωραία.
SMS: όσο δε παντρεύεσαι.
SMS: Έλα μεγάλε, χάνεις τη μεγάλη ιδέα.
SMS: Δε θα ξαναστείλω μήνυμα σ’ αυτό το παιχνίδι. Ο Χάρος.

Ειλικρινά πίστευες, πως θα σου έκανα τη χάρη να πεθάνω. Χωρίς να ‘χω γαμήσει, πρώτα; Έλα τώρα, κριτή του βιβλίου, που σ’ ενοχλεί, τόσο, η γλώσσα που χρησιμοποιώ. Όταν τη δουλεύει εκείνος ο τάδε γνωστός συγγραφέας, που γράφει πρώτα στα Γαλλικά, κάνεις τη κότα.
Ας τα βάλω, κάτω. Εδώ μιλάμε για νούμερα τηλεθέασης.
SMS: Τζούσυ στάφ. Γρ γρ γρ.
18 χρόνια, χωρίς κοκό. Κάθε χρόνος, έχει 48, 56 εβδομάδες; Κοίτα να δεις που δε τα ξέρω όλα :)
Άρα έχουμε 10 φορές φίκι φίκι, τη βδομάδα (και λίγο λέω), επί 4 εβδομάδες, βγαίνει 40, άντε 45, φίκι φίκι, το μήνα. Επί 48 ή 56 εβδομάδες, που έχει ο χρόνος, δεν ξέρω αλήθεια :) μας κάνει, ας πούμε, 2200 φορές το χρόνο, επί πάλι, 18 χρόνια, θα έπρεπε να το είχα κάνει –για σεξ μιλάμε- στρογγυλοποιώντας, 40 χιλιάδες φορές. Εκεί να δεις πως ασπρίζουν τα μαλλιά, πριν την ώρα τους!
SMS: Όου, ντούντ!
Κάπου θα έκανα λάθος, ε;
Γελάς;
Καλά κάνεις.
Χαζό να λες, γέρασα απ’ τα τώρα, στα 35 μου.
Εξάλλου, τα νιάτα, μόνος, τα χαράμισα. Ασώψεται οι γαμημένες οι θρησκευτικές, νουθεσίες.
SMS: Μη σοβαρεύεις, ρε. Μπι κούλ! Μέϊκ ας, λάφ.
Δεν βρίσκομαι εδώ για να σας κάνω να γελάτε. Είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση. Ίσως περιττά περισσότερη απ’ όσο τη δραματοποιώ ο ίδιος, μα έτσι φέρεται όποιος έχει να πηδήξει, 18 ολόκληρα, χρόνια. Ο πατέρας μου, μου λέει, πως οι μοναχοί δεν πηδάνε, και δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Θα του ‘λεγα: πήγαινε να ρωτήσεις κάποιον, έξω, πως ακούει, να μαθαίνει πως ο γιος του και στα 40 του, θα είναι παρθένος! Πάει όμως; Όχι βέβαια! Αλήθεια, ποιος γίνεται ρεζίλι; Ο ..40 ετών, παρθένος, ή ο πατέρας που λέει στο γιο του, να μην έχει ορμόνες; Αν υπάρχει μεγαλύτερη αηδία, από ετούτη. Ούπς, πάλι φόρα πήρα. Εξευτελίζω τον εαυτό μου. Μια τόσο σοβαρή κατάσταση, που ίσως κάτι χάθηκε στην πορεία.
Η στιγμή που η μονάδα μπορούσε να έχει ένα κινούμενο καθρέφτη, απέναντι, ως συμπλήρωμα, αποκούμπι. Στήριγμα γενικότερα. Λες όμως, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, εγώ θα ζήσω μόνος. Ακούγεται βαρύ, ε;
Εσείς μη σταματάτε να στέλνετε SMS. Γιατί βουβαθήκατε, ξαφνικά; Δύσκολο να ανοίγεσαι, ε; (Δε μου λες, κριτή τούτου του βιβλίου, ακόμη δε το παράτησες. Καλό ψώνιο είσαι κι εσύ). Δύσκολο να είσαι άνθρωπος. Ξέρεις, αυτός που του μεγαλώνουν τα μαλλιά, τα νύχια. Που παίρνει τηλέφωνο σε τηλεοπτική εκπομπή, με συνοικέσια, στο οικολογικό κανάλι. Με ανθρώπινη διάθεση. Αντιμετωπίζοντας το πρόσωπο, στη γραμμή, με κατανόηση. Αν έλεγα με τρυφερότητα, θα πρόβαλα τη θνησιμότητα τη δικιά μας. Όλων. Το δύσκολο είναι να συγχωρήσεις ο ίδιος, εσένα. Ο Θεός θα το πράξει από Έλεος. Ο άνθρωπος όμως, είναι άλλο.
Ο άνθρωπος μπορεί να είναι, ανά στιγμές, μόνο ειλικρινής.

Η καλύτερη ώρα για να αυτοκτονήσεις, πρέπει να είναι σε ημέρα αργίας. Ακούγοντας τις χαρούμενες φωνές, των γειτόνων, πίσω από κλειστά πατζούρια. Ακούγοντας την αξία της ζωής εκεί έξω. Αυτό που δεν εκτιμούν οι καμικάζι, εκτελεστές, που πέφτουν πάνω σε φυλάκια, ζωσμένοι φορές, με εκρηκτικά. Αυτοκτονώντας. Χαραμίζοντας μια ολόκληρη ζωή. Που δεν ομοιάζει με του δυτικού τύπου, της κατανάλωσης.
Ίσως θα ‘πρεπε να το σκεφτούν ετούτο: πόσο τυχεροί είναι, να μη πηγαίνουν, στην κόλαση. Επειδή εκεί καταλήγεις, ως συνέπεια μιας τόσο κακής πράξης. Να αφαιρέσεις τη ζωή, ορισμένων.
Θύμωνε –όχι στην πράξη- βρίζοντας πιθανόν, φωναχτά, στο δωμάτιο. Εκτονώσου. Ν’ απομακρυνθεί η επικίνδυνη ίσως, ένταση. Να καθαρίζει ο οργανισμός της σκέψης. Να στέκεται όρθια η σπονδυλική στήλη, της ανθρωπιάς. Πως είπες; Της ντροπής; Δεν θα σου κάνω τώρα, το χατίρι (το παρόν γραπτό, δε το επιτρέπει).
Αντιδραστικός για πάντα. Όλα θέλω να τα χορτάσω. Σα να το δικαιούμαι μόνο ο ίδιος. Αρρωσταίνοντας με τούτη τη σκέψη. Με τη παρουσία όσων με αρρωσταίνουν. Αφήνοντας τους να με επηρεάζουν –λάθος μετά.
Μετά σκύβω το κεφάλι, θυμούμενος την τριαντάχρονη γυναίκα, που πονάει, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, καθημερινά, σε δωμάτια νοσοκομείων. Έχοντας της, αφαιρέσει, το ένα πόδι, λόγω καρκίνου. Αναπνέοντας, με ένα ίχνος, μόνο, πνεύμονα, λόγω μετάστασης της ασθένειας. Ακόμη αντέχει. Ακόμη γράφει στο δικό της Blog. Ακόμη αντιστέκεται στην αδικία που της έγινε απ’ τον Θεό. Να εξαρτάται από τους άλλους. Να πονάει με τη παραμικρή κίνηση, του σώματος της. Αναρωτιέμαι, τότε, γιατί εγώ γκρινιάζω, όντας υγιής. Αν είμαι ικανός να την επισκεφτώ. Τι να της πω. Πώς να απαλύνω τη ζωή της την ίδια. Αν μπορείς, δηλαδή, να αγαπήσεις κάποιο πρόσωπο, που πονά (γι’ αυτό όλοι, με αποφεύγουν). Όλοι; Όχι και όλοι. Θρασύς δύναμαι να είμαι, μόνο σε ώρες μη κοινής ησυχίας. Τίποτα δε με σώζει.
Ακούς εκεί, να μην έχω επιθυμία για γυναίκα! Να μην έχω ορμόνες!! Να μη σκέπτομαι, πόσο ρεζίλι γίνομαι, όταν γνωστοποιείται η παρθενία μου. Ακόμη, στα 35 μου!! Τι είπες; Να αφαιρέσω ένα θαυμαστικό;
Αφαίρεσε το, εσύ. Με τα μάτια σου. Παρομοίως όπως αφαίρεσες τις ιδιότητες μου, ως ανθρώπινο ον.
Ή μήπως το προκάλεσες στον εαυτό σου;

Δε σ’ ακούω, ότι κι αν λες.

Η στιγμή που σκέφτομαι να θέσω τέλος στη ζωή μου, σκέφτομαι εσένα, Αμαλία. Όλο τον πόνο, σωματικό και ψυχικό, που μόνο εσύ γνωρίζεις, την ποσότητα και ποιότητα . Σε συλλογίζομαι τώρα, ως δικό μου άνθρωπο. Ή ταίρι, όσο τολμηρό κι αν ακούγεται.
Θέλει μέρες να αυτοκτονήσεις. Μέρες για να καταγραφεί.
9


Περίπατος

Πάμε να περπατήσουμε.
Να μην ακούμε κανένα θόρυβο. Μόνο των διακριτικών, της φύσης. Είμαστε τυχεροί για το πράσινο. Για το προνόμιο του βαδίσματος. Έστω κι αν εσύ, με συνοδεύεις, έχοντας το ένα σου πόδι, μηχανικό. Λόγω ότι τόσα χρόνια, οι γιατροί δεν είχαν διαγνώσει τον όγκο του καρκίνου στο πόδι σου. Απ’ τα οχτώ; Ξεκίνησε, το κακό, έτσι δεν είναι; Ακόμη όμως, επιμένεις, όσο κι αν πονάς. Δύσκολο να συζητάς τον πόνο. Να γίνεσαι δέκτης, μιας άλλης είδησης, για μια γυναίκα, γεμάτη ζωή, ξαφνικά όμως, με μια εξέταση, βρέθηκαν οχτώ όγκοι στον εγκέφαλο της, και πάει –σε δυο μήνες. Τραγικό, σε κάνει να συζητάς, αρκετά, εσωτερικά. Η έννοια να υπάρχεις. Χαμηλώνω το κεφάλι.
Είσαι ζωντανή. Όπως τα φύλλα των δέντρων, των φυτών, που στέκονται σε μια συγκεκριμένη γωνία, απ’ το κορμό, που το στηρίζει. Τα παρομοιάζω μ’ εσένα, Αμαλία. Ως δώρο στη συνέχεια του φυσικού κύκλου στο περιβάλλον. Φαντάζομαι κάποια είδη, αφού ευδοκιμούν στα πιο αφιλόξενα τοπία, του πλανήτη, ν’ ανθίζουν, και σε διαφορετικές εποχές. Δε τα λέω όλα αυτά, για να σε κολακέψω. Απλά, η ομορφιά της ψυχής, συναντάται στην απλοϊκότητα της ηρεμίας. Καταλαβαίνω πως ο πόνος, φορές, σου δημιουργεί, πιθανόν, και νεύρα. Παρόμοια θα αντιδρούσα, αν για μεγάλο χρονικό διάστημα, με εξυπηρετούσαν οι άλλοι. Έως και στις προσωπικές μου, καθαριότητας, ανάγκες.
Τώρα, όμως, μετακινείσαι, μόνη. Ήρεμα, περπατώντας. Με τους φίλους μας, τα είδη πουλιών, να εμφανίζονται κάθε τόσο, προσφέροντας μας, κάτι από την παρουσία της εύνοιας, του Μεγαλοδύναμου. Μες την ευγένεια. Η όμορφη γη. Η ανάγκη να “διαβάσεις αυτές τις σελίδες” παρόλο που ο άνθρωπος, τις μουτζουρώνει, με αναρίθμητα λάθη, αναρίθμητες αιτίες, να εκδικηθούν το δωρεάν. Της χλωρίδας. Της πανίδας. Δεν εκτιμάται το δωρεάν. Ποθούμε τα πράγματα, ιδιαίτερα εκείνα, με τροχούς, που ποδοπατούν κάθε είδος, είτε περπατάει, είτε μαθαίνει να πετάει. Είτε δικαιούται να υπάρχει. Ευτυχώς που δε βρισκόσουν στη περιοχή μου, να δεις το κομμένο κεφάλι μιας γάτας, σε μιαν άκρη, λεωφόρου. Είναι της μόδας η ταχύτητα. Οι πεζοί αργούν, να βρουν, το δίκιο τους.
Έλα να καθίσουμε στο πέτρινο πεζούλι, στον πεζόδρομο. Υπό τη σκιά των δέντρων. Φορές θυμώνω με τα ζευγαράκια, που προσπερνάνε. Φαίνεται να τα ‘χουν όλα. Το βράδυ, δε τα διακρίνεις από μακριά. Τα ήρεμα τους, βήματα. Εκείνες τις όμορφες ώρες, που ένας γρύλος, συνοδεύει τους θερινούς μήνες. Τον όρο ζωή. Όλων.
Αμαλία, πως το λέει κάπου; Αγάπα τον συνάνθρωπο σου, σα να ‘σαι, εσύ. Οι άνθρωποι, δυστυχώς, θυμόμαστε μόνο, τις πίκρες. Αυτές βασιλεύουν στον ελλειμματικό βίο από χρήματα. Έτσι όπως μπλέξαμε τα θέλω, να θολώνουν το ρολόι του χρόνου, αφήνοντας τον να περνά. Εσύ είπες, αφήνεις στη μέση, τις σχέσεις σου, λόγω προβλημάτων υγείας. Το πλατωνικό, είναι υπαρκτό;
Μια κυρία με το σκύλο της, περνά από εμπρός μας.
Δείχνει φιλική.
Εγώ φοβάμαι τα σκυλιά. Εσύ;
Σε ρωτώ με τα μάτια μόνο.
Μόνο τα βιβλία δεν παραπονούνται, όπου κι αν τα τοποθετήσεις. Αν και αξίζει η λογοτεχνία, καλύτερη μεταχείριση.
Ωραία δε μυρίζει;
Η φύση. Το όμορφο πρωινό.
Ξέγνοιαστο.
Ξέρω κάπου, μέσα μου, πως επιθυμείς, θα ‘θελες δηλαδή, όπως κι ο ίδιος, μιας και ζέστανε ο καιρός, ή από πάντα, εσύ, Αμαλία, να ‘σουν τώρα, πλάι στην παραλία. Ή κάπου εκεί κοντά. Να βλέπεις την θάλασσα, που όλο σαλεύει όπως η καρδιά, μέσα μας. Η αναπνοή. Περίεργο μου φαίνεται, να χρειάζεται το σώμα, το παλμό στους πνεύμονες. Λες και ο εγκέφαλος έχει ανάγκη από αέρα. Όπως λέμε: «πήραν τα μυαλά σου, αέρα».
Έτσι. Να χαμογελάς. Να ‘σαι χαρούμενη. Τώρα. Τυχερή γυναίκα. Το λουλούδι γεννά όμορφα αισθήματα, μέσα μας. (Υπάρχει ένα πολύ όμορφο κόκκινο τριαντάφυλλο, έξω απ’ το παράθυρο μου, μα το σέβομαι αρκετά, για να το κόψω, αφού αξίζει να ζήσει, περισσότερο από μια στιγμή). Ότι γεννά, διασπείρει τους χυμούς του στη φύση, είναι άξιο να ζήσει. Το θηλυκό γεννά ζωή. Τι θαύμα. Τι όνειρο. Το δικαίωμα να ‘σαι ελεύθερος, ήρεμος. Υγιής. Να μη βαριέσαι. Εκστασιασμένος με τη φύση, γύρω σου. Στο τώρα. Η παρέα που σου διατίθεται. Οι εικόνες που συναντάς μόνο όταν βγαίνεις έξω. Μόνο τότε αγαπάς τους ανθρώπους. Όπως βγαίνουν απ’ τα σπίτια τους, τα καταφύγια των πραγμάτων ή των ίδιων μας των εαυτών.
Εσωτερικά; Ρωτάς.
Καταφύγιο απ’ τη ζέστη, το ψύχος. Ένα κουτί απομόνωσης, όταν το επιζητείς. Ενόσω δεν ξεφεύγεις, έτσι κι αλλιώς, φορές, από τις στενοχώριες. Φορές φαντάζομαι το χώρο γύρω, χωρίς τοίχους. Μια δυσκολοχώνευτη αίσθηση, να είσαι φίλος με τους πάντες. Με τον ίδιο μας τον πόνο.
Δικαίωμα μας, να μένουμε σιωπηλοί.
Μας λείπει.
Εμπορευματοποιήσαμε τα λόγια.
Στο χαρτί, μένουν, οι αναμνήσεις; Δε νομίζω.
Κάθε τι πρέπει να το ορίζει μια λέξη. Γιατί δεν αφήνονται;
Δεν παρατηρούν την αισιοδοξία της ομορφιάς στην αίσθηση του υπάρχω. Στην καλοσύνη του: συγχωρώ. Υπομένω μια αδικία, γιατί κανείς δεν ξεπερνά το δικό του πόνο, όταν εμείς το θέλουμε. Λες και είναι μηχανές οι άνθρωποι ή τοίχοι που τους περνάς ένα χέρι μπογιά, καλύπτοντας, ναι –έρχεσαι στα λόγια μου- καλύπτοντας μόνο, τη φθορά. Χαίρομαι που συμπνέουμε στη σκέψη.
Ένα περιστέρι τριγυρίζει στα πόδια μας. Ψάχνει να τσιμπήσει κάτι.
Πείνασες;

Τα τραγούδια τα βρίσκουμε όποτε θέλουμε. Αποθηκευμένα στα ράφια τους. Ας πούμε, γιατί πρέπει να χαμογελούμε, μόνο αν μας πουν κάποιο ανέκδοτο, κάποιος στραβοπατήσει, κλπ.
Συχνά παραπονούμαστε για κάτι που δεν έχουμε. Οι αδυναμίες μας, δηλαδή, που είναι, φαίνεται, κατά τους ειδήμονες για τα πάντα -τους ψυχολόγους- γιγαντωμένες. Χωρίς λόγο. Σιχαίνομαι να πρέπει να απολογούμαι για κάθε τι. Να προσπαθούν να με διαβάσουν μέσα μου, αυτοί. Πήξαμε απ’ αυτούς, εκεί έξω -με δίπλωμα, ή χωρίς.
Ο ίδιος, Αμαλία, προσπαθώ να μελετήσω εσένα, ίσως τη γυναικεία σου υπόσταση, καθαυτή. Παρόμοια τακτική, ακολουθώ, όταν πηγαίνω στη λαϊκή. Περνώντας ανάμεσα απ’ τον κόσμο.
Ρουφώ τι αισθάνονται, την ώρα που τους συναντώ. Όχι τόσο στο δρόμο που πωλούνται λαχανικά, γεμίζοντας τις τσάντες, με λεμόνια, ντομάτες, μαρούλια, πατάτες, είδη ανά εποχή. Κραδασμούς ψυχικούς, περισσότερο δέχομαι, στον κάθετο με την λαϊκή, δρόμο, με τα οικιακά είδη. Όπου δε σου επιτρέπονται οι μηχανικές κινήσεις. Είναι στενοί οι διάδρομοι. Πάγκοι με τέντες, που η μία αγγίζει, μόλις την άλλη -πιο ωραία είναι, τον Χειμώνα- όταν περνάς από κάτω, ως μέσο πρόληψης. Βλέποντας τα πυκνά σκούρα, σύννεφα.
Πολλές γυναικείες παρουσίες στην ηλικία της μάνας μου, θείας κάποιου. Νεώτερα θηλυκά, σπανιότερα βέβαια. Κοιτούν τα ρούχα, τα φουστάνια που κρέμονται όλα μαζί, όπως σε ένα κανονικό μαγαζί. Πάγκοι με απλωμένα εσώρουχα, όλα σχεδόν, γυναικεία. Μεσήλικες πωλητές, προωθώντας εύχρηστα, φτηνά, είδη, με 1, 2, ή τρία Ευρώ, ως τιμή: φακοί, πένσες, πορτοφόλια. ΩΠ! Τζάκποτ.
Η φτώχεια τρώει τον παρά. Λεπταίνει το σκοινί της αντοχής των συναισθημάτων, πάνω στο οποίο πολλοί, ακτοβατούν. Τι σκέφτεται, άραγε, εκείνη η “ηλικιωμένη” γυναίκα, περπατώντας ανάμεσα σ’ όλα εκείνα τα αγαθά, μη μπορώντας να έχει ότι χρειάζεται. Η επιθυμία, έστω, ξεφουσκώνει πιθανόν γρήγορα, ενόσω φεύγεις από τη λαϊκή. Όσοι τουλάχιστον αντέχουν να μη τους ανήκουν, απαιτήσεις που περνούν αδιάφορες, με λίγη σκέψη, λογική. (Φεύγοντας από τη λαϊκή, είναι σα να φεύγεις από την ίδια τη Κοινωνία, γιατί οι δρόμοι και οι προσόψεις των κτιρίων, εμένα προσωπικά, με αφήνουν αδιάφορο).
Κάποια παιδιά βγήκαν στο πεζόδρομο, να παίξουν.
Παρατηρώ από μακριά.
Ψάχνω το βλέμμα σου, στιγμές και στιγμές, τώρα. Να δω αν επιβιώνει η επιθυμία, για δική σου οικογένεια. Δεν τολμώ, πια, να κατευθύνω τον άλλο, στα θέλω. Αν συλλογίζεσαι τα λάθη, που έσκαψαν το ίσωμα, την άλλοτε ευθεία, που με άνεση διέσχιζες, μια κοντινή απόσταση. Χάνομαι ξανά, στις σκέψεις μου. Στο λάθος να μην είσαι, στιγμές, εδώ, έξω, πλάι μου. Παρασυρμένος στο γκρεμό των σκέψεων μου. Και φοβάμαι το σκοτάδι.
Άραγε, αισθάνεται ελεύθερος, εκείνος που δεν νοιάζεται;
Τι σόι γονιός, τότε, γίνεται;
Σε κοιτώ, κι είναι η ανάγκη σου, για τρυφερότητα, τόσο φανερή, σ’ όλο σου το πρόσωπο. Συγκινούμαι μαζί σου, ενόσω η αύρα της ευαισθησίας, ξεχειλίζει, από το πρόσωπο σου. Κάτι που συναντώ σπάνια. Ενοχλητικά, σπάνια, γιατί όταν, συνήθως, κοντά, εκδηλωθεί παράπονο στη χροιά της φωνής, κάποιου, λόγω προσωπικών προβλημάτων, που δε σε αφορούν, αναστατώνεσαι.
Μόνο με όμορφα συναισθήματα, βρίσκεις την ευτυχία.
Περίπου όπως τα βιβλία που γράφουμε και αγαπούμε, ώστε να καθυστερούμε την ολοκλήρωση τους, επειδή είμαστε ευχαριστημένοι. Όλα τα χαμόγελα, για μικρά πράγματα. Η ζωντάνια των παιδιών μας. Οι ευγενικοί γείτονες –σ’ όσους κατανοείς τα ξεσπάσματα τους. Η γατούλα στο δρόμο. Τα λουλούδια σε κήπους. Η όψη ενός μωρού παιδιού που σε χαιρετά με χαρά, παρόλο που δε σε γνωρίζει. Σε βάζει σε σκέψεις. Εκείνο που μπορείς να έχεις, τώρα, τι κρίμα να ορίζουν τη ζωή, τα χρήματα.
Θυμάμαι παλαιότερα, που έμενα μόνος. Ετοιμάζοντας μπριζόλες, στο τηγάνι, σε άλλο, πατάτες τηγανητές. Με μπύρα και ντοματοσαλάτα, έφτιαχνα ευτυχία για λίγη ώρα. Λίγα λεπτά. Όλο το καμένο λάδι, κατέληγε, στο στομάχι. Επειδή πιθανόν, δε βρίσκεται κανείς για να μας δείξει τις τροφές, που ωφελούν τη καρδιά. Π.χ. τσάι με μέλι, παρά καφές. (Προσπαθώ να τον κόψω). Ένας στυμμένος χυμός, αν περισσεύουν δηλαδή, χρήματα, για πορτοκάλια, αλλά που. Μακριά ευτυχώς, από ποτά. Τα αναψυκτικά είναι άλλη μια, κακιά, συνήθεια. Παρομοίως να αποφεύγεις όποιους νοιάζεσαι. Τι όμορφη αίσθηση, ν’ αγαπάς, μέσα σου, ένα άλλο πρόσωπο.
Τα χαρακτηριστικά σου, είναι απλά, ήρεμα. Χαίρομαι να σε κοιτώ –δίχως παρομοιάσεις.
Είναι αλήθεια τόσο δύσκολο, ν’ απλοποιούμε, καταστάσεις; Ν’ αποδεχόμαστε την ίδια μας τη ταυτότητα. Ως φύλο. Ως είδος που αλληλεπιδρά, ουσιαστικότερα, μόνο όπου διαχέεται φυσικά, η ευγένεια. Ο σεβασμός. Η αποδοχή. Να νοιάζεσαι –φιλικά.
Εκεί που μπλέκεις, είναι όταν ξεβολεύεσαι. Ενόσω δίνονται νέα μαθήματα, στο πανεπιστήμιο της ζωής. Ποιοι διαλέγουν το μάθημα της αλήθειας; Η απλή αλήθεια, όχι η αλήθεια να έχεις ευχέρεια να ταξιδεύεις ανά τον κόσμο. Η αλήθεια να είσαι διακριτικός, να λες τα πράγματα όπως είναι. Όπως η άμεση επίδραση, χρησιμοποιώντας τα δροσερά μαντηλάκια, καθαρίζοντας τα χέρια. Κάθε μου σκέψη είναι και δική σου επινοητικότητα, γιατί η αλήθεια είναι απλή. Η ευγένεια. Το σπάνιο δώρο της ηρεμίας.
Σηκωνόμαστε ξανά. Βαδίζουμε. Προχωράμε σιγά σιγά, προς το κέντρο, με τα μαγαζιά και τη πολυκοσμία.
Η ομορφιά της ξεγνοιασιάς και της αλήθειας, σα μυρουδιά φρέσκου ψωμιού, από φούρνο. Αν και στην επαρχία, μόνο, πιθανόν, τρως αληθινό ψωμί.
Εισερχόμαστε στις οδούς της αυξανόμενης βαβούρας, λόγω αγένειας των οδηγών, στα περισσότερα τροχοφόρα, τρέχοντας, λες και οδηγούν, τανκ. Ή όχημα που δεν τσαλακώνεται. Είδες, Αμαλία, που τσουβαλιάζω, πάλι. Το ατού μου, όταν μιλώ για τους ανθρώπους. Όπως το man, το περιοδικό, που κραυγάζει, χαρίζοντας μια πορνοταινία: αν είσαι άντρας, αγόρασε το. Αυτοί τσουβαλιάζουν, πράττοντας εκβιασμό, εγώ, λόγω δικών μου ελλείψεων, φέρομαι ιδιαίτερα λάθος, κατατάσσοντας σχεδόν όλους, τελικά, ως εχθρούς μου.
Εκτός από σένα, μια ξαδέλφη μου, και μια κυρία που έχει ψιλικατζίδικο.
Αναρωτιέμαι πόσοι έχουν το θάρρος, να τους έχουν όλους γραμμένους, ακούγοντας τους να συζητούν, μεγαλόφωνα. Μη δίνοντας σημασία, που τους ακούς. Αν είναι, όντως, θάρρος, λόγω αυτοπεποίθησης, ή θράσος: η περίφημη, κακώς εννοούμενη, ζωηράδα.
- Συνήθως στέκεσαι στις βιτρίνες; Ρωτώ.
- Μ’ αρέσουν κάποια ρούχα, απαντάς.
- Κι εμένα μου λείπουν. Περισσότερο για το σπίτι. Πρόχειρος ρουχισμός. Φόρμες, μακό μπλουζάκια. Κάλτσες πιθανόν.
Προσπαθώ να βρίσκω, επικοινωνιακές εκπλήξεις – θέματα για συζήτηση. Διακριτικά όσο μπορώ, γιατί μια ζωή άφηνα μόνο τις δικές μου φουσκάλες, του πόνου, να ανεβαίνουν από τα βαθιά, στην επιφάνεια, όπου, μια βροντά, μια, επικρατεί, νηνεμία. Μόνο στα βαθιά, και μόνο στη θάλασσα, επικρατεί ηρεμία, οτιδήποτε κι αν συμβαίνει στην επιφάνεια. Μπορεί τα βάθη μας, να είναι να είναι εκείνα τα κουτάκια, που καταλήγουμε μέσα μας, διασφαλίζοντας την ψυχική μας ηρεμία. Μια ανάμνηση από τα παιδικά χρόνια. Εκείνο το απίστευτο ηλιοβασίλεμα, επιστρέφοντας από μια δημόσια εμφάνιση. Το μπάνιο μ’ ένα συγγενικό πρόσωπο, μια σπάνια αίσθηση, λόγω χρόνιας αποχής, από διασκεδάσεις. (Μέσα σου, προσπαθείς να κρατήσεις σε ισορροπία, την αναπνοή σου, λόγω πόνου σωματικού. Ανησυχώ για σένα. Λυπάμαι. Για το αυτονόητο της υποστήριξης και της αγάπης, που δεν έχουμε). Φορές θέλουμε να μας αφήσουν ήσυχους, αλλά ούτε αυτό δε μας παραχωρούν –έχουν βαλθεί να μας φέρουν στα λογικά.. τους, μέτρα. Θλιβερό, πράγματι.
Ξέχασα την ηρεμία. Τη σιγή. Την μη ανάγκη να τα εξηγείς όλα. Μια ανησυχία περισσότερο, για σένα.
Είπες: θέλω να καθίσω. Κουράστηκα.
Στηρίχτηκες, ελάχιστα, στο ένα μου μπράτσο, πιάνοντας λίγο χώρο, στο παγκάκι.
Έτρεξα να σου φέρω ποπ-κόρν, φρέσκο, από έναν πλανόδιο πωλητή. Αγοράζω και για μένα. Ωραίο, ζεστό, πρόχειρο, μα γευστικό φαγητό. Σου χαμογελώ αδέξια φιλικά, ανταποδίδεις την ευγενική χειρονομία.
Φορές ντρέπομαι που δε δουλεύω, μιλώ. Λες και οι γύρω γνωρίζουν, που “ασθενώ”. Λένε, δε προσαρμόζομαι. Πως θα ζήσεις ανάμεσα στο κόσμο, αν θέλεις να φέρεις τον κόσμο, στα μέτρα σου. Δε συμβιβάζεσαι. Να σου πω έχουν ένα δίκιο, ως ν’ αρχίσουν να σκάβουν στα σύνορα του είναι μου. Είναι δυνατόν να ζεις, χωρίς να επηρεάζεσαι από τη γνώμη των άλλων;
Ξέρεις τι με θυμώνει περισσότερο;
Αυτοί με τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα, που πετούν πάνω απ’ τις ταράτσες, λίγο ακόμη και θα τις ξύσουν. Αλήθεια, εκνευρίζομαι. Η απίστευτη μανία, ορισμένων, να μας κάνουν τη ζωή, δύσκολη.
- Όπως στο σύστημα υγείας, παραπονιέσαι.
Καταλαβαίνω, αποκρίνομαι με μια καταφατική κίνηση, του κεφαλιού.
Με ρωτάς αν μ’ ενοχλεί η αντικατάσταση του ποδιού σου, με μηχανικό.
Θα σου πω την αλήθεια: Τους βλέπω υποτιμητικά, ξέρω πως ντροπιάζω τον εαυτό μου, με μια τέτοια δήλωση. Πόσο δε εναντίον των ΑΜΕΑ, ακόμη κι όταν, τους κοιτώ. Ιδιαίτερα εκείνους, με νοητική υστέρηση. Δεν ξέρω. Κάτι δε μ’ αρέσει πάνω τους. Μάλλον επειδή όλο και κάποιος, θα τους φροντίζει. Θα τους τα δίνει στο πιάτο: την αγάπη, κυρίως. Δεν πιστεύω πως αυτή η μερίδα, ατόμων, θα πάσχιζε ποτέ, για τον καλώς εννοούμενο, εγωισμό.
- Κι εκείνοι που δε βρίσκονται σε ιδρύματα, ρωτά;
- Η ντροπή της οικογένειας, ως γνωστό, κατά τα Ελληνικά, πρότυπα. Της γειτονιάς, γιατί όχι. Μια μη ισότιμη συμπεριφορά. Αν κι έχω δει ανάπηρους, να παντρεύονται. Ακόμη κι εκείνος ο άντρας-λύκος. Αλήθεια, τι του βρήκε κείνη η γυναίκα; Δε σκέφτηκε τις αντιδράσεις των γονιών της;
- Χαρακτήρα;
- Αναρωτιέμαι τι δουλειά κάνει, ο άντρας, λύκος. Με τέτοιο, μαύρο, αγριεμένο, πρόσωπο.
- Νυχτοφύλακας!
Χαμογελώ με το αστείο σου.
Εξακολουθούμε να βαδίζουμε.
- Ξέρεις –μιλώ- πίστευα πως θα έφευγες, έπειτα από τις προηγούμενες μου, διαπιστώσεις.
- Ίσως το κάνω.
Τώρα δε μιλάμε.
Σπάνιο αγαθό, να κρατάς για σένα και τα πολύ στενά σου, πρόσωπα, ότι σε αφορά. Όχι να βγαίνεις στο γυαλί, έστω και τηλεφωνικά, γκρινιάζοντας. Το περίφημο ξεκατίνιασμα.
Χτυπάει το κινητό σου. Απομακρύνομαι λίγα μέτρα, διακριτικά.
Τα μάτια μου, παρακολουθούν, γύρω, χωρίς όρεξη.
Ξεφεύγω λοιπόν, μέσα μου, σα ν’ ανήκει το σώμα, μόνο, σ’ ετούτο τον κόσμο. Σα να στρέφουν τα φυσικά μάτια, προς τα μέσα. Η άμυνα, σε όλα μου τα βάσανα. Τα πραγματικά ή τα πλασματικά.
Πρέπει να φύγω, αποκρίνεσαι. Ευτυχώς βρίσκεις αμέσως, ταξί. Ένας απλός χαιρετισμός. Ένας κόσμος που έφυγε. Ολόκληρος κόσμος.
Διακτινίζομαι, σπίτι μου.
Λέω να ετοιμάσω ένα φραπέ.
Έχω ένα βιβλίο, να τελειώσω.

10
Συνείδηση

- Δεν ξέρω, ειλικρινά, πόσο ακόμη, χαμηλά, θα πέσεις.
- Τι έχεις, εναντίον των γυναικών, πορνών; Κι αυτές άνθρωποι είναι. Ή είσαι κατά των ανθρώπων;
- Τον στενοχωρείς με αυτό που λες.
- Ποιον στενοχωρώ; Με κάνεις και γελάω. Μήπως το Θεό; Ή τον πατέρα μου τον χριστιανό, που δέχτηκε να μου πληρώσει, την κατάληξη μου, στις ιερόδουλες; Φαντάσου τι χριστιανός είναι, που υποχώρησε από τις νουθεσίες του Θεού –κακόχρονο να ‘Χει, που ως γνωστό, Εκείνος, απεχθάνεται, την αμαρτία. Αν και υπάρχουν πόρνοι και πόρνες, που δε πληρώνονται. Απλά κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλο.
- Το ‘χεις αλήθεια, ανάγκη, αυτό;
- Με κάνεις να χαμογελώ. Βλέπεις κάποιοι, πρέπει σε κάποιο ποσοστό να αποδείξουν στον εαυτό τους, ότι είναι άντρες. Να τα καταφέρουν. Αν είναι δυνατόν να ξεκινά κανείς, την ερωτική του ζωή, τόσο αργά.
- Και οι αρρώστιες;
- Να σου πω. Το έχω σκεφτεί. Έχει μαζευτεί, αρκετή ένταση.
- Λες αλήθεια.
- Να πιστεύεις ότι ακούς. Ακόμη κι όταν μεγαλώνουμε, επιθυμούμε να μιμούμαστε μια συμπεριφορά, για να αισθανόμαστε ίσοι.
- Η πράξη, θα σου δώσει ισορροπία;
- Ξέρεις, μ’ έχουν κουράσει οι εξηγήσεις. Να μη χρησιμοποιώ τούτο το δικαίωμα, ως ενήλικας. Να μην περηφανεύομαι, ανάμεσα στους γείτονες, για την ολοκλήρωση μου, ως ενήλικας. Σου δίνει κύρος, ξέρεις.
- Και πως θα το μάθουν;
- Όταν δουν πως σταματώ τα ξεσπάσματα μου. Είναι τόσο λογικοί, όλοι γύρω. Άρα ολοκληρωμένοι.
- Τους δίνει κύρος, αυτό, ε;
- Αφού μπορούν να συζητούν τα προσωπικά τους, στους τηλεοπτικούς δέκτες, μεταξύ φίλων ή συγγενών, αφού πιστεύουν πως τούτο, είναι ωριμότητα.
- Γιατί τότε, εσύ το συζητάς.
- Γιατί μπορείς να βρεις, εύκολα, κάποια που συναινεί, να εκτονώσει τα πάθη σου. Το φυσιολογικό, δηλαδή. Και μη μου πεις, πως ο Θεός, αποστρέφεται, το φυσιολογικό.
- Δε φοβάσαι το Θεό, καθόλου;
- Είδα τους άλλους γύρω μου, πόσο καλά, τα κατάφεραν.
- Και οι ψείρες;
- Σίγουρα φαντάζομαι, οι ψείρες είναι μια τιμωρία του Θεού, μιας και εμφανίζονται απ’ το πουθενά. Παρομοίως η σύφιλη.
- Ήσουν πάντοτε καλός, στο να ρίχνεις ενοχές, στους άλλους.
- Είμαι καλός στο να ανοίγομαι. Το αντίστροφο συμβαίνει με τις ενοχές. Κάνεις λάθος. Εξάλλου, η ζωή, όλοι, μας μαθαίνουν να αισθανόμαστε ισχυρότεροι. Σίγουρα τούτο, προσδίνει ωριμότητα –χαμογελώ. Κι αυτοπεποίθηση, μέχρι αηδίας. Ορισμένοι θα έλεγαν: γιατί συζητάς με τον εαυτό σου; Μήπως είσαι τρελός;
- Λίγο έστω;
- Μωραίνει Κύριος –κεριά και λιβάνια- όσους πάνε για φούντο, μόνοι τους. Ασώψεται ο ..κύριος.. Συγνώμη που με κάποιο τρόπο, πρέπει να συζητάω κι εγώ. Δε θα ξαναγίνει… Μη με μαλώσεις -ειρωνεία στο ύφος. Είμαι καλός στο ιδιαίτερο μου χιούμορ.
- Σ’ έχει Σώσει πολλές φορές.
- Πολλά μου ‘χει Κάνει.
- Μέσα σου, μόνο για σένα τον ίδιο, όμως μόνο, το κύρος που κερδίζεις για σένα μόνο, απ’ ότι παράγεις, με το έργο σου.
- Ναι, συνείδηση, ωραία ουτοπία να παριστάνεις κάτι, για να αισθάνεσαι ασφαλής. Μισώ όσους είναι ίσοι, εκεί έξω. Πλημμυρισμένοι, μόνο, στις θεωρίες τους. Πάντα καλός στα λόγια, στις συμβουλές. Πώς να προσγειώνεις τον άλλο. Να του δείχνεις τα πάθη του, που εχθρεύονται τη δική τους ωριμότητα: εγώ έχω κάνει σέξ. Γελούν πίσω από τη πλάτη μου. Πόσο δε αν εξηγήσω, πως σε όλους συμβαίνει ν’ ανησυχούν, κατά πόσο θα τα καταφέρουν στο κρεβάτι.
Ο συνειδησιακός εαυτός, πήρε εντολή απ’ τον Θεό, να πάψει να μιλάει. Αποφάσισε να ρίξει διαφημίσεις τώρα.
Αναρωτιέμαι, τι αλλάζει, αφότου έχεις κάνει, σέξ. Γιατί αν μιλάγαμε για έρωτα, θα εννοούσαμε, σεβασμό στην ανθρώπινη υπόσταση. Πραγματικά ντροπή, να γράφεις για κάτι τέτοιο, όπως αναφέρει ο χριστιανός πατέρας μου.
Που δε θα λυπόσουν καθόλου, αν πέθαινε.
Είμαι αρκετά άρρωστος, για να ενδιαφέρομαι για κάτι τέτοιο. Συνείδηση μου, νόμιζα ότι είχες πάει προς νερού σου. Ξέρεις, για να μάθεις πότε πρέπει να πρωτοστατείς, στις αποφάσεις μου. Πόσες φορές, έχω βιαστεί (απ’ το: βιασμός), κι όμως, επιβιώνω. Όπως όλοι οι όμορφοι.
Εξωτερικά;
Γιατί πρέπει να τα κρίνεις, όλα; Εμένα μ’ αρέσει να δοκιμάζω τους άλλους. Ανακοινώνοντας τους, τις ανάγκες μου. Τις ήπιες, όταν ψάχνω τη τέλεια γυναίκα. Τις άγριες, ενόσω κοροϊδεύω τον πατέρα μου, να μου αφήσει χρήματα, να πάω στις πόρνες. Εκεί που κατουράνε όλοι. Οι άγριες ανάγκες, εντυπωσιασμού, όπως τις αποκαλώ (νάσαι καλά συνείδηση μου, που μου προσφέρεις τις κατάλληλες λέξεις, ενδιάμεσα, εκφραζόμενος). Οι δικές τους είναι να δείχνουν τα κάλλη τους. Όταν τους λέω, πως μόνο το σώμα τους, είναι, γκρινιάζουν. Ή δε μου μιλάνε. Η μόνη τους ντροπή, να δηλώσουν ανοιχτά, πως ψάχνουν να βρουν κάτι χρήσιμο, στα του βίου τους. Η μόνη τους αδυναμία, δηλαδή.
- Είσαι καλός φιλόσοφος.
- Μου αρέσει να ποινικοποιώ το άγχος μου. Χτίζοντας βαβέλ, πάνω στην ανησυχία μου, τεχνητή ή αληθινή, σε περιόδους φουντωμάτων.
Ύστερα άκουσα τους ήχους της φύσης που με ηρεμούσαν, γιατί αν με κοιτούσε, κάποιος είρωνας, ξανά θα θύμωνα. Λες κι έχω μόνο, δικαιώματα. Εμείς οι άνθρωποι, κακώς έχουμε ψυχή, μιλιά, δεν είμαστε ζώα. Επειδή στη φύση, κάθε είδος ενηλικιώνεται, αναπαράγεται, συγκεκριμένη στιγμή. Απλά χαίρομαι την ξάπλα μου, σ’ ένα σπίτι που σφύζει από ανησυχία. Ένα ιδιαίτερο τρέμουλο στους τοίχους, που προκαλεί μόνο, κακές συμπεριφορές. Συζητώ μόνος, με εμένα. Ότι κι αν είμαι, χάρη στην παντελή ελευθερία, που υφίσταμαι. Θέλει θάρρος, να κυκλοφορείς μες τον κόσμο, ως ίσος.
- Τι σημαίνει ενήλικας;
- Αποφάσισες να μιλήσεις; Έλα, πλάκα σου κάνω. Σε σέβομαι, συνείδηση, το γνωρίζεις. Όχι όχι. Δεν είμαι διχασμένη προσωπικότητα. Απλά μου λείπει να πιάσω γυναικείο στήθος ή να έχω τα χέρια της πάνω μου, μ’ ερωτικό πόθο. Αν’ αυτού, κλείνομαι στο σπίτι, σα νεκρός στο φέρετρο του. Αν είναι δεκτικός ο εγκέφαλος, να δεχτεί κάποιο είδος πνευματικής τροφής, έχοντας κάνει σέξ, προφανώς, μόνο, το σώμα. Φαντάζομαι, τούτο σημαίνει, ίσος ενήλικας. Παρωπίδες στο τι ορίζει τη συμπεριφορά μας. Από τι εξαρτάται. Δικαιολογημένα οι περισσότεροι διαφημίζουν, πως είναι ολοκληρωμένοι. Χωρίς να μυρίζουν τη βρωμιά που αναδύει κάτι τέτοιο. Δε κλείνουν τη “τηλεόραση” που τους πληρώνει να εξωτερικεύουν, δημοσίως, τις ψυχικές τους, βρωμιές. Τα πάθη. Γιατί σίγουρα, λογοτεχνία δεν είναι, ο κόσμος των ιερόδουλων.
Χριστέ μου! Παραλίγο να γίνω ένα με τη συνείδηση. Φτού, φτού, μακριά από μας. Από μένα, εννοούσα. Μια γροθιά στα μούτρα του γείτονα, που κάθε παρασκευή, βράδυ, πηδάει τη νέα γυναίκα του, παρουσιαζόμενος κάθε Σάββατο πρωί, άκρως ικανοποιημένος. Τι αηδία, θεέ μου. Σαπίλα. Βόθρος. Εμετός.
Όλα τούτα, μου θυμίζουν εκείνο το ημερολόγιο σου.
Που έλεγα πως θα βίαζα για γυναίκα, αν δε το έκανα. Σέξ, δηλαδή. Βλέπεις, συνείδηση μου, που οι πόρνες, είναι άνθρωποι κι αυτές. Εγώ δικαιολογώ όσους βιάζουν, γυναίκες, αφού έχουν περάσει τα σαράντα, κι ακόμα είναι ανέραστοι. Αλήθεια, τους δικαιολογώ. Δε με πιστεύεις; Ο βιασμός είναι τόσο εύκολος, τότε. Χρήσιμες οι πόρνες, ατομικά; Τι μου λες, μετά, για αμαρτία και παρόμοια κουραφέξαλα. Η μόνη αηδία, όταν παρακολουθείς μια τσόντα, είναι που δε δείχνουν μόνο, τα γυναικεία γεννητικά όργανα.
Διαφορετικά, είναι ακόμη ένας λόγος για να αυξηθούν γύρω μας, οι ομοφυλόφιλοι, που δυστυχώς συνάντησα, σε εκδοτικούς οίκους, ως υπάλληλους και στα επώνυμα βιβλιοπωλεία, ορισμένων, εκ των οποίων, εταιρειών. Δυστυχώς κυκλοφορούν παντού. Σα πανούκλα του αφύσικου, που επιθυμεί να κυριαρχήσει, άραγε που; Στο φυσικό περιβάλλον της γης, που πλέον τρελάθηκε, με την αύξηση της θερμοκρασίας, με τα λεγόμενα τρελά φαινόμενα, στον καιρό. Οι ομοφυλόφιλοι, κοινώς πούστηδες ή λεσβίες, θα το έπαθαν ως τιμωρία του Θεού, αφού ικανοποιούνται, μόνοι τους. Μα μη το πεις παραέξω. Δε τους αρέσει η αλήθεια. Οι ψείρες επίσης, είναι επίσης όπως σου είπα, τιμωρία του Θεού, αφού εμφανίζονται αμέσως μετά, από μια συνουσία, εφόσον βέβαια, παραμένεις στις προγαμιαίες επαφές. Δε το ξέρατε; Κρίμα, κρίμα. Επόμενο στάδιο, η ηπατίτιδα.
Διαλύεται σιγά σιγά, όλο το οικοδόμημα, που σας έχτισε ίσους. Κρίμα ω κρίμα. Να θεωρείται υγιής ελευθερία, να μη σηκώνεις τοίχο αντιπαράθεσης, με τους γονείς ή τ’ αδέλφια σου, ειδικά αν τα τελευταία έχουν τη τάση να “χαμουρεύονται” εμπρός σου, σε μια κοινή σας έξοδο. Έτσι, για να δείξουν πως δεν είστε, ως αδέλφια, ίσοι. Προκαλώντας με πολλές άτακτες, μεθόδους, διαφημίζοντας τη λεγόμενη ολοκλήρωση τους, που παράγει υπερήφανους γονείς. Αντί να τους θλίβει η αλλαγή συντρόφων, σα τα πουκάμισα που θα βρωμίσουν, μα τα πετάς, δε τα ανανεώνεις, μ’ ένα καλό “πλύσιμο”. Δυστυχώς, το παραδέχομαι, μου έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, η ανάγκη μου για σέξ. Το άγχος ετούτο.
Να ξεφτιλίζεσαι ως προσωπικότητα, στην παρούσα ηλικία, ανολοκλήρωτος, ..ζητώντας.. χρήματα από τον ίδιο σου τον πατέρα, για να μολύνεις το σώμα αυτή τη φορά, με ιερόδουλη. Τι ιερό.. άραγε, της βρίσκεις;
- Σωστό αυτό.
- Εγώ, μιλάω, συνείδηση!
- Καλά.
- Καλάμια!
Τι έλεγα; Ναι, τι είναι ας πούμε, ντροπή, π.χ. η πεθερά μου να μάθει, πως στα 16 μου, ο πατέρας μου με πήγε σε μπουρδέλο, για το γνωστό λόγο που στέλνουν, εκεί, τα αγόρια. Για να μην γίνουν ομοφυλόφιλοι, από τις πολλές χυλόπιτες, ή κάτι χειρότερο: βιαστές, παιδεραστές, ματάκηδες. Ανώμαλοι. Μόδιστροι. Χορευτές μπαλέτου, να διαγράφονται όλα τα επίμαχα, στο κολάν, καθαρότατα. Όλα τέλος πάντων, τα επαγγέλματα, που θεωρούνται ντροπή να τα κάνει ένας άντρας. Αν κάποιος, πρέπει πρώτα, να κάνει σέξ, για να αισθανθεί άντρας. Εγώ δεν ήξερα ότι πρέπει να έχω το δικαίωμα να κάνω σχέση, γιατί πάντοτε με χειραγωγούσε με φόβο, ο αφέντης του σπιτιού. Οπότε δε θεώρησα σωστό, άραγε γιατί, να “υποκύψω” στις ερωτικές προτάσεις, εκείνης της μίας, έστω, πρώην, συναδέλφου, που δε το ‘λεγε για πλάκα: θέλω να το κάνουμε, πάμε να το κάνουμε. Δεν είχα φουντώματα, τότε, γι’ αυτό δεν υπέκυψα. Μάλλον με απέτρεψε το γεγονός, ότι είχε παιδί. Θα το σκεφτεί ο άντρας, ιδιαίτερα όταν είναι μικρότερος, να μπλέξει με μια ζωντοχήρα. Αν του ανήκει ο όρος, συνείδηση. Αν είναι έξυπνος, μόνο εκείνος που φροντίζει τον εαυτό του. Την σωματική του υγιεινή. Γιατί ο έρωτας είναι ένα βρώμικο πράγμα (δεν ξέρω αλήθεια, αν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, σε μια γυναίκα). Να μην αναφέρω περισσότερα. Φαντασία έχω, αρκετή, πιστεύω. Όχι τόσο όμως, ώστε να είμαι προνοητικός, όσο αφορά τη σχέση μου με την αδελφή μου, που κακώς βάζω σε κουτάκια, πως θα θεωρηθώ, ίσος, απέναντι της.
Επειδή εκείνη παντρεύτηκε.
Το μόνο που θα με “φτιάξει” ίσο, μαζί της, θα είναι να παρουσιαστώ εμπρός της, με μια γυναίκα, ως μόνιμο δεσμό μου. Ιδίως αν το έχουμε “κάνει”.
Ο λεγόμενος οίκτος, που αισθάνεται ένα από τ’ αδέλφια, για το κακομοίρικο άλλο, που είναι μόνο του, το προβληματικό, χωρίς σχέση, χωρίς ικανότητα σεξιστικών σχολίων, σε συζητήσεις. Κουμπωμένο. Νωχελικό. Αφήνει το χρόνο να προσπερνά. Πάει κόντρα στη φύση του. Μπουχού, μπουχού.
Κακόμοιρε αδελφέ, τι θα γίνει μ’ εσένα. Αξιολύπητε αδελφέ. Μπουχού, μπουχού.
Φαντάσου, τι σόι πολιτισμός είναι ετούτος, που πιέζει υποσυνείδητα, μέσω των Μ.Μ.Ε. τους ανήλικους, να κάνουν σέξ. Κάτι παρόμοιο με τη μιμητική διάθεση, καπνίζοντας. Κυριολεχτικά, μισώ την ελευθεριότητα των άλλων, στο σχετικό θέμα.
- Που προσπαθούν;
- Σου ‘δωσα το λόγο, συνείδηση; Σκάσε τότε!!
Πόσο δε, λέω, ΠΟΣΟ ΔΕ, ΛΕΩ, να μάθω από τις ειδήσεις, για νέα άτομα, που μετά την κραιπάλη, σε πενθήμερη, το κάνανε κιόλας. Λες και δε τα ήθελε, εκείνη που είπε πως τη βιάσανε, στο ξενοδοχείο, με τους άλλους στο δωμάτιο, να κοιτάνε, γύρω γύρω. Ακόμη και καθηγητές.
Αν αντικαθιστά το σέξ, την αγάπη που μας λείπει.
Αν αισθάνεσαι βιασμένος, κάνοντας σέξ, όχι έρωτα. Αφού είμαστε αναγκασμένοι. Χωρίς αγάπη. Δεν ξέρω, είπαμε. Είμαι παρθένος. Μεγάλο ρεζίλι.
Τι είπες; Δεν είναι λογοτεχνία η αλήθεια;
Και ποιος σου ζήτησε το λόγο;
Τι πράγμα;
Να συζητώ, μόνος, τα προβλήματα μου;
Σε καταλαβαίνω.
Εσύ τα έχεις όλα. Βολεύτηκες. Όχι, αλήθεια, σε εννοώ. Έτσι έμαθες. Να αλληλεπιδράς, αφού ευλογία, σήμερα, σίγουρα δεν είναι ο μοναχισμός: ετούτο είναι η μοναξιά. Ή να μη θυμάσαι τι σημαίνει, εργασία (μη τολμήσεις να μιλήσεις). Κάπου κλεισμένος σε κάποια γωνιά, γράφοντας στο χαρτί, ασυναρτησίες (βέβαια, αφού δε θα γίνεις, ποτέ, συγγραφέας, με βούλα..).
Τι είπες; Γράφοντας βρωμιές;
Sorry baby, που σου θίξαμε τη καλοπέραση. Ξέχασα. Εσύ τα κάνεις, δε τα λες. Τι;
Νόμιζα πως είχα νοήμων ον, απέναντι μου.
Τις βρωμιές, βρε κουτό.
Έχεις δίκιο, συνείδηση.
Εσύ και εγώ, ένα.
Αν είναι δυνατόν, η συνείδηση να ‘ναι άρρωστη. Αφού είναι η φωνή, ξέρεις ποιου. Του πιο απομονωμένου πλάσματος, στο σύμπαν (περί αυτού, στο επόμενο κεφάλαιο).
Αν ντρέπομαι;
Γιατί να ντραπώ;
Για τους λογικούς γείτονες που με βάζουν στο στόμα τους, κακόχρονο να ‘χουν. Εδώ άλλοι κατέχουν τα πάντα, μα παραπονιούνται. (Έχω τα πάντα: την υγεία μου, φαγητό, καθαριότητα, επικοινωνία με τον Θεό. Κάτι μου θυμίζει αυτό, χε χε). Τα πάντα σήμερα, σε μια έννοια: σέξ. Γιατί η αγάπη βαίνει μια “εμπορική” συμφωνία, με ένα αφεντικό, πάντα. Μετά το μέγιστο αφεντικό, που οικειοποιείται την αγάπη, μα λειτουργεί όπως ο χειρότερος άνθρωπος, που έχει εξουσία, στα χέρια του, λεκτικά και πρακτικά. Ώ, αγάπη, πως χαρίζεις τα προϊόντα σου, σε λίγους. Ελάχιστους. Η λεγόμενη λογική της αγάπης. Να συμβιβάζεσαι να τα έχεις καλά, με το ζόρι, με πλούσια καθίκια, που σπαταλάνε 100 και 120 Ευρώ, για λουλούδια, για τη μάνα τους, στην ανάλογη γιορτή. Έτσι, για επίδειξη. Και μετά μου λες εμένα, να έχω επαφή μαζί τους (να κάνει ο Θέος, να πέσει στα χέρια μου, ξανά, εκείνο το κόκκινο ημερολόγιο μου).
Η απέραντη ελευθερία, μας μάρανε.
Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο, περί αυτής.
(Μείνετε συντονισμένοι, ω ναι).
Η ελευθερία να διαφημίζουμε τα άπλυτα μας, αφού έτσι ονομάζεται η διάθεση μας, να ‘μαστε άνθρωποι, με αδυναμίες. Αλήθεια, πόσο χαμηλά πρόκειται να πέσεις, μιμούμενος ορισμένες αφρικάνικες φυλές, όπου ο πατέρας στέλνει το γιο, αν τον μισεί, να αποδείξει ότι έγινε άντρας. Τώρα, πως γίνεται γυναίκα, ένα θηλυκό, αφού δεν –τα ευκόλως εννοούμενα. ΧΑ! Όταν γίνεται μάνα.
Τι κρίμα, να γράφεις για τέτοια αηδιαστικά πράγματα, αφού ο Θεός, αηδιάζει, ενόσω ο άνθρωπος υμνεί τη σάρκα κι όχι το πνεύμα (βάλτο κι αυτό, σε μια από τις 7 φιάλες σου, με την Οργή Σου).
Τς τς τς. Τι έγινε γιέ μου; Τα κατάφερες;
Η συνείδηση, μου λέει να μην απαντήσω δημοσίως.
(Πω πω, πάταγο εμπορικών πωλήσεων θα κάμει τούτο το βιβλίο, με τόσες ίντριγκες. Ακούς εκδότη; Τα χαιρετίσματα μου, μαλάκα, χε χε).

Για ποιο λόγο, γίνεσαι ενήλικας;
Για να έχεις δικαίωμα στη δική σου άποψη, σε μια συγκέντρωση συγγενών, αρχικά. Αναρωτιέμαι βέβαια, τι σήμα να βάλω: κατάλληλο για όλους; Ή κατάλληλο μόνο για ενήλικες;
Τίποτα απ’ τα δύο.
Λέω να βάλω, κατάλληλο για όλους, απαραίτητη η γονική συναίνεση, αφού θέλουν οι γονείς, να μας ελέγχουν, όχι μόνο ποιο άτομο θα παντρευτούμε, κυρίως, ποιο θα πηδήξουμε, ή πότε θα συμβεί, για πρώτη φορά. Πως τα λέω, ώρες ώρες. Θα πουλήσει τρελά, τούτο το …
(Ελπίζω, όχι κανένα χαντάκι). Βλέπε λάθος, για όσους δεν είστε έξυπνοι.
Εγώ ξεσπαθώνω, στο γραπτό, παρά ν’ αρχίσω να σπάω τα μούτρα, εκείνων που με ενοχλούν.
Πριν συμβεί το αποτρόπαιο.
Ο πατέρας μου στα γόνατα, προσεύχεται:
«Θεέ μου, συγχώρεσε με, που επιτρέπω να γίνει αυτό. Ο γιος μου θα γίνει άντρας. Ο γιος μου μεγάλωσε! Επιτέλους θα ξεμπερδεύει με το σέξ, με αυτή την αμαρτία, μιας και επέτρεψες τόσες φορές, να συμβεί στην κόρη μου. Κι ας λέει ο γιος μου: βρωμάει η ψυχή της, απ’ το πολύ προγαμιαίο κρεβάτι. Δείξε Έλεος, Κύριε, και συγχώρεσε τον γιο μου. Ο γιος μου μεγάλωσε. Ο γιος μου θα γίνει άντρας, στα 35 του. Επιτέλους θ’ απομυθοποιήσει το πάθος του, να δει ότι δεν αξίζει ο έρωτας, στα 35 του, παρά μόνο η αιώνια σωτηρία της ψυχής. Συγχώρεσε τον που σκέφτεται έτσι. Δε ξέρει τι κάνει. Αφού χωρίς τη πράξη, αντέχουν οι μοναχοί. Εγώ του το ‘πα, Κύριε, μα δε θέλει ν’ ακούσει τη φωνή, της λογικής. Να μην ερεθίζεται. Στην ηλικία του! Ο γιος μου μεγάλωσε!! Ο γιος μου θα γίνει άντρας. Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου. Είσαι καλός Θεός. Είσαι καλός θεός».







Μετά το αποτρόπαιο έγκλημα-αμάρτημα, του προγαμιαίου σέξ, του υιού, του πατέρα του, που χρηματοδότησε το γαμήσι. Και πόσο καλά είχε, ψυχικά, προετοιμαστεί, να μολύνει το σώμα και τη ψυχή, πηγαίνοντας σε ιερόδουλη. Ο γιος μεγάλωσε. Ο γιος έγινε άντρας. Ο γιος έπαψε να είναι παιδί. Ο γιος τελικά, επιστρέφοντας, έθεσε, κρυφά, τέλος στον εαυτό του. Πριν όμως από τούτο, συλλογίστηκε να χτυπήσει όσους του δημιουργούσαν, πρόβλημα. Ο γιος πρόλαβε να αποδείξει στον εαυτό του, ότι είναι άντρας. Ο γιος χρησιμοποίησε, καλώς, το όργανο που ουρούσε, μόνο. 18 ολόκληρα χρόνια μετά!







Τηλεφωνική συνομιλία, μεταξύ πόρνης, με άλλη ιερόδουλη, μετά το μοιραίο……
- Έλα καλή μου. Εγώ είμαι μωρή! Δε θα πιστέψεις τι μου συνέβη, σήμερα. Κάτσε μωρή. Μη βιάζεσαι. Να σου πω, τι μου ‘τυχε. Αν είναι δυνατόν. Θα γελάσεις. Στάσου μωρή. Άκουε. Που λες, ήρθε ένας τύπος, το πρωί. Το πρωί! Αν είναι δυνατόν! Είχε ορέξεις. Για να ‘ρθει πρωί. Ήθελε να βλέπει, φαίνεται. Τι να βλέπει; Γίνεσαι αποκρουστική. Όχι μόνο ώρες ώρες, είπες και κάτι σωστό (γελάνε). Ναι, ναι. Συνεχίζω. Άρχισε να μου μιλάει, ταραγμένος, λέγοντας τα δικά του. Του λέω, δεν έχεις όλη την ώρα, του κόσμου. Περιμένουν πελάτες. Μου δείχνει κάτι λεφτά. Το βουλώνω. Άρχισε να γκρινιάζει, για την κακία της Κοινωνίας, για τον πατέρα του τον Χριστιανό, που ενώ βίαζε τη μάνα του, απ’ το στόμα, ακούς μωρή; ακούω να λές, του έκανε και κήρυγμα, του παιδιού. Ποιου παιδιού; Του πελάτη μου. Μωρή! Τι μου ‘λεγε ο πελάτης. Ναι, νέος ήταν. Μωρή, κάνε υπομονή. Άκουε. Ότι ο Θεός συγχώρεσε τον πατέρα του, τις αμαρτίες, και τι αμαρτίες (γελάνε), μα ο κακόμοιρος ο ευφυής του κώλου, πατέρας, ξέχασε πως η γυναίκα του δεν του συγχώρεσε, ποτέ, τις διαστροφές. Φυσικά και δεν υπάρχει διαστροφή στο σέξ, καλή μου. Είμαστε μορφωμένες εμείς. Πως είπες; Σύγχρονες, ναι. Όχι θεούσες. Καλά τα λες. Εγώ μιλάω. Θες να μάθεις τι έγινε παρακάτω; Μωρή λέω. Στάσου! Πόσο χρονώ ήτανε ο πελάτης; Δε μου ‘πε, μα έδειχνε νέος. Ξέρω γω; 28, 30. Δε μου ανέφερε σου λέω. Θα σωπάσεις; (γελάνε, ξανά). Το τι του ‘λεγε, του παιδιού, ο πατέρας, δε θα το πιστέψεις: να μην έχει, επιθυμία, όχι ορμόνες. Γιοκ σου λέω. Φαντάσου για τι μεσαίωνα μιλάμε. Μη γελάσεις. Σε προειδοποιώ. Μωρή!
- Στάσου, έχει και συνέχεια.
- Επέμενε που λες, ο πατέρας, στον κακομοίρη τον γιο του, να έρθει σ’ εμένα. Που με ήξερε; Σ’ εμένα, γενικά. Μα λίγο μυαλό δεν έχεις; Αλήθεια δεν ξέρω τι θα κάνω μ’ εσένα (γελάνε). Να το συγκρίνει το παιδί με τους μοναχούς που δε πηδιούνται ποτέ. Ίσως όχι και ποτέ! Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Στα λόγια μου έρχεσαι. Μεταξύ τους, εκεί, στο Άγιο όρος. Κουνιούνται οι πολυέλαιοι. Μωρή!! έχεις ένα στόμα. Τι λέγαμε; Ούφ, ροδάνι πάει η γλώσσα μου. Ο κακομοίρης ο γιος, έπρεπε να χρησιμοποιήσει το μόριο του, μου ‘λεγε, γιατί θα έσκαγε. Δεν άντεχε άλλο, το παλικάρι (γελάνε), με τόσα γυμνά στη τηλεόραση. Πως θα εννοούσε πως είναι άντρας; Μη γίνει μοναχός, αν του το ‘πα; Πως, ναι, φυσικά. Δεν έχει τάσεις, το παλικάρι. Απλά λευκές φαβορίτες. Για την ηλικία του, το καημένο. Το λυπήθηκα. Είπα να του τη κάνω δώρο, τη πρώτη φορά, μα τι στο κόρακα επαγγελματίας, θα ήμουνα. Εμείς βοηθήσαμε το Κράτος, να βγει απ’ την επιτήρηση.
- Γδυθήκαμε το λοιπό. Εκείνος άρχισε να με πασπατεύει, σα γυναικολόγος. Του λέω: έχω όλα τα κόκαλα μου. Τι ψάχνεις; Μου ‘πε, θέλω να δω εκεί που ξέρεις. Τι να κάμω η καψερή, σηκώθηκα. Θαύμασε το θέαμα. Ήθελε δε, ο άτιμος, να το δει από κοντά. Τόσες φορές στη τηλεόραση, δεν έμενε σταθερό, να το χαρεί. Αυτό χρεώνεται επιπλέον, του κάνω, χαμογελώντας, αν σκέφτεται κάτι. Όχι, μου κάνει. Άρχισε να μου λέει, πως για τούτο, τον συζητάγανε στη γειτονιά, βλέποντας τον να κλείνεται συνέχεια μέσα και να γράφει, ο θεός κι η ψυχή του, τι. Όχι, μωρή, δε του το ‘πα, αυτό. Άκουε. Δεν ξέρω να πάσχει από μανία καταδίωξης. Χαζή είμαι να τον προσβάλω, να χάσω πελάτη; Μωρή, είπαμε. Συνέχισε να με πασπατεύει, σα γυναικολόγος. Που να ξέρω αν ήταν γιατρός. Ανήσυχο τον είδα. Πόσα χρήματα, του πήρα; Μου άφησε 100 Ευρώ, ήθελε να με αμείψει, είπε, που του παρεχώρησα αυτό το δικαίωμα. Που θες να ξέρω, τι σημαίνει αυτό. Ώρες ώρες, μου τη σπας, το ξέρεις; Κράτησε ώρα πάντως, όλο το περιστατικό. Ήθελε, λέει, να δει, γιατί επιθυμεί ερωτικά, έναν άντρα, μια γυναίκα. Δε το πίστευε. Αλήθεια σου λέω, μωρή. Πήγε να με φιλήσει στο στόμα, τον σταμάτησα. Νέα διάλεξε. Νέα είμαι, που έχεις το μυαλό σου; Άσε καλύτερα, μη μου πεις (γελάνε).
- Παρθένα; Έ όχι και παρθένα, εγώ. Που ζεις; Θα προτιμούσε, μου είπε, μα υποδεικνύει ο πελάτης, τα καθήκοντα του ιδιωτικού, υπαλλήλου; Άκου κει, παρθένα. Παρθένα και πόρνη! Αλήθεια μερικές φορές, λες μεγάλες ανοησίες! Το καλύτερο δε στο ‘πα: Αφότου ντύθηκε να φύγει, όχι μωρή, πάψε, δε ζήτησε πιστοποιητικό, ότι έκανε σέξ, η φαντασία σου, δεν ήθελε, λέει, να με ξαναγγίξει. Αλήθεια δε καταλάβαινε που είχε έρθει; Λες και τα ‘χαμε που θα με φίλαγε για αποχαιρετιστήριο. Τι άνθρωποι, μα τον παντοδύναμο! Ο κακομοίρης. Θεωρεί το σέξ, βρώμικη πράξη. Τι να σου κάνει. Ο Θεός τον έκανε κομπλεξικό, ναι, ήρθες στα λόγια μου. Μα τα χίλια αγγούρια, (γελάνε) τέτοιο φρούτο δε μου ξανάτυχε. Εντάξει τα δεκαεξάχρονα, που πάνε πρώτη φορά. Τέτοιο πράγμα, αλήθεια, ποτέ πριν. Αν είναι δυνατόν, του κάνω, προτού ανοίξει τη πόρτα να φύγει. Τόσο καιρό τι έκανες; Πως άφησες τους άλλους να ελέγχουν κάτι τόσο φυσιολογικό και αναγκαίο; τον ρώτησα. Μου φάνηκε πως θα τον έπαιρναν τα κλάματα. Τον λυπήθηκα. Τελευταία στιγμή. Κρατιότανε τόσο καιρό. Δεν το ήξερε το ρητό: άμα δε χρησιμοποιείς ότι έχεις, πέφτει ή μαραίνεται; Βλέπεις, ήθελα να τον κάνω να γελάσει, να αισθανθεί άνετα, έστω τη τελευταία στιγμή. Να προσγειωθεί. Δεν είναι και μικρό πράγμα, τόση καταπίεση, σ’ έναν άντρα, σκεφτόμουν, αφότου έφυγε. Να ‘μαστε καλά, καλή μου, που δεν είμαστε χριστιανές. Το φαντάζεσαι να είμαστε παρθένες, στα 40 μας; Γελάει η ιερόδουλη, στο άλλο άκρο της γραμμής.
- Ούφ, δεν έχω όρεξη για άλλα γέλια. Γέλα μόνη σου. Μάλλιασε η γλώσσα μου, τι να κάμω η καψερή; Πως πήγε η μέρα; Τα συνηθισμένα. Μου φαίνεται θα τους βάζω να πλένονται από δω και στο εξής. Έχουμε και μια αξιοπρέπεια. Αν θα ξαναδώ το φρούτο; Τι να σου πω, καημένη. Χαμένη υπόθεση ο τύπος. Τον βλέπω, ή άστεγο στο δρόμο ή σφαγμένο, λόγω καμιάς τρέλας που θα κάμει. Ναι, ναι, έχεις δίκιο. Επιτελούμε θεάρεστο έργο.




Σημείωμα κάτω απ’ την πόρτα μου, το ίδιο βράδυ:
«Τι έγινε, γιε μου, τα κατάφερες;».
Βγήκα στο μπαλκόνι, ήταν βράδυ, γι’ αυτό. Πήδηξα απ’ τον τέταρτο, με κλειστά μάτια.

Σημείωμα αυτοκτονίας: «Έχω βαρεθεί να βλέπω, στην τηλεόραση και έξω, ομοφυλόφιλους. Που διαφημίζουν με το συνεχώς, ευχάριστο, προσωπείο τους, πως η ιδιαιτερότητα τους, χαρίζει ευτυχία. Τους σιχάθηκα. Δε μπορώ να ζω σε μια τέτοια Κοινωνία. Να μην χαίρεσαι όταν το χρειάζεσαι, τον αγνό έρωτα. Την τρυφερότητα. Να σου λένε: γίνε ομοφυλόφιλος για να έχεις μια τακτοποιημένη ζωή. Πως με κάνουν να αηδιάζω. Ξερατό και εμετός. Που πήγε το φυσιολογικό; Η καθαρότητα του. Η ησυχία του. Η απομόνωση. Η ανάγκη του. Μόνο αηδιαστικά πρότυπα, ανώμαλων. Επιτακτικά να κάνεις σέξ, με το ζόρι, τώρα, να σου ανακατεύεται το στομάχι, να πρέπει να πληρώσεις γι’ αυτό. Να θες να ξεσπάσεις, να φωνάξεις, να ουρλιάξεις ολόκληρος! Σας σιχάθηκα».




11
Η αρπαγή των λέξεων

«Το ανθρώπινο πρόσωπο, έχει τα πάντα.
Όλες οι εκφράσεις που μεταφέρουμε, στην κίνηση μας στην πόλη –δεν ξέρω που είσαι.
Κλείνω τα μάτια να σε δω, ανάμεσα στις πολυώροφες πέτρες, που κάποιος πέταξε κάθετα, στη γη. Μες τις οποίες σκάλισαν οι αρχιτέκτονες, χώρους λειτουργικούς και δωμάτια. Ρωτάς, γιατί τα δωμάτια δεν μου φαίνονται λειτουργικά. Γιατί είναι ανίκανα στην έννοια, φαντασία. Κείνη που ρίχνει τους τοίχους. Πως μπορούν οι άνθρωποι, να ζουν χωρίς πράσινο. Συζητώ μαζί σου, γιατί έτσι μόνο μπορώ τώρα. σε προετοιμάζω, όπως απαιτεί η αγάπη που συμφιλιώνεται με τη σημασία της.
Να ‘ναι η ζωή σου αγάπη. Επειδή μόνο τότε φαντάζομαι, εξισώνεται το εσωτερικό θέλω με την πρακτική διάσταση της καθημερινότητας. Απαλύνοντας μοναδικά, κάθε τι που έρχεται στο διάβα μας για να μας αφήσει πληγές. Μακάρι να μιλάγανε τα πάντα, γι’ αγάπη. Ακούς κι εσύ, μόνη σου, την αγάπη να σπαράζει, στη χροιά της φωνής, ώρες που μένουμε μόνοι. Δεν είναι όμορφο να ακούς αγαπημένες φωνές, απέναντι σου, όχι νωχελικές όμως;
Κει που κάθεσαι μόνη στο μπαλκόνι, ανακατεύοντας το καλαμάκι στο φραπέ.
Κλείνω τα μάτια και λίγο σε διακρίνω με τη φαντασία μου –τα χείλη μου τρέμουν. Να φεύγαμε από την πόλη, σε κάποιο χωριό να οδηγηθούμε. Ν’ ακούσουμε να μας μιλούν τα πουλιά, έτσι χαριτωμένα που είναι. Στα κλαδιά που ακόμη δεν πόνεσε το δυνατό μπράτσο, κάποιας φωτιάς.
Όλα τα γλυκά λόγια που χορταίνουν την καρδιά, σμιλεύοντας ένα τρυφερό χαμόγελο στο πρόσωπο σου, όπως η καλή διάθεση που μας επισκέπτεται, τονίζοντας: η ζωή είναι ωραία. Και στα σκαμπανεβάσματα της, στην ομορφιά μιας καθημερινότητας, να ξυπνάς το πρωί, παρατηρώντας ανθρώπους να πηγαίνουν στη δουλειά τους, ενόσω συ, γυμνάζεσαι. Η χαρά της νεότητας ή του γήρατος. Σαν νότες πιάνου, προσπαθεί το δάχτυλο στα πλήκτρα να μη χάσει τον ειρμό, μέσα στο όνειρο του δημιουργού, αφομοιωμένοι.
Αν χρειάζεσαι λίγο κανάκεμα. Κάθε επόμενο λεπτό, που είτε αφήνεται να περνά άπραγο, γιατί και στην ηρεμία, υφίσταται ομορφιά. Απλά, να υπάρχεις. Δίχως την ορμή της αφορμής, να παραδέχεσαι, γιατί υπάρχεις. Ώρες που απλά θέλεις, κι εσύ, να κλείνεις, τα ματάκια σου, μες τη φαντασία σου να κωπηλατείς. Μια αγκαλιά κρατά τα χέρια σου. Στηριγμένοι στα κάγκελα του μικρού πλοιαρίου, διαπλέοντας ένα ποταμό, μες τη φύση χαμένοι. Ακούγοντας τα μηνύματα της, που επιτάσσουν να την αγαπήσουμε. Ξεσπώντας η ψυχή της. Σ’ αγαπώ φωνάζει το δάσος, ίσως μια παρουσία από το ξέφωτο, που βράχνιασε, θαρρείς, να καλεί προς βοήθεια.
Αισθάνεσαι την αγκαλιά μου να ‘ναι μόνο για σένα, ερχόμενη η Ελληνική γλώσσα, να σου μιλήσει για τις κρυφές ελπίδες, καθενός ευαίσθητου, προσώπου.
Τι έγιναν οι άλλοι; Ρωτάς.
Σκλήρυναν. Το εξώφυλλο τους.
Σαν κάποιος που έχασε τα κλειδιά του κι όλο ψάχνει στις τσέπες, μα του κάκου».

Κρατά η κοπέλα τούτη την επιστολή, στα χέρια της, ανακαλύπτοντας την κάτω από την πόρτα του διαμερίσματος της, επιστρέφοντας από τη δουλειά. Κάθεται στον καναπέ –έχει ανοίξει τα πατζούρια, αφήνοντας το απογευματινό φως να λούσει το σαλόνι.
Τόσο ζεστά λόγια. Ανατριχιάζει προς στιγμή.
Ποιος ένοικος της πολυκατοικίας, της κάνει πλάκα.
Ή μήπως είναι κάποιος ξένος που τρύπωσε σε μια πιθανή ευκαιρία, ανεβαίνοντας ως τον όροφο της, αφήνοντας τούτη την επιστολή. Κάποιος επίδοξος θαυμαστής; Κοκκινίζει. Ετοιμάζει φραπέ. Βγαίνει στο μπαλκόνι.
Πόσο τυχερή είμαι για τούτο το λιγοστό πράσινο απέναντι μου. Δεν το παρατήρησα, σε κάθε εποχή. Δεν στάθηκα στα συναισθήματα του. Ενόσω το καίει ο καύσωνας. Το Φθινόπωρο που στενοχωριέται προκαταβολικά για τα πεσμένα φύλλα που οι σόλες αναρίθμητων παπουτσιών, θα πονέσουν, κόβοντας τα σε περισσότερα κομμάτια. Ξερά όπως θα είναι.
Φτιάχνει λίγο τα μαλλιά. Είναι κουρασμένη.
Προσπαθεί να ηρεμήσει το είναι της, ξεχνώντας πως αύριο είναι παρασκευή, μια ακόμα εργάσιμη ημέρα. Πόσο μακριά είναι ο Αύγουστος και η άδεια. Σα ν’ ακούει ξανά, ένα μάθημα πιάνου, αχνά μόλις, λίγο παρακάτω, σε άλλο στενό. Σκέφτεται την άδεια. Που θα την περάσει με μια φίλη της. Θα πάνε στην Κέρκυρα. Στο είπα; Παίζει με τη νόηση της. Κλείνει τα μάτια. Είναι σα να μη κρατά τίποτα στη παλάμη της, επειδή φορές, πρέπει να μεταχειριζόμαστε ότι έχουμε. Στηριζόμενοι στα πόδια μας, όπως της μήνυσε ένα πολύ κοντινό της πρόσωπο. Θα προτιμούσε όπως οι περισσότεροι που ‘χαν ταυτίσει το καλοκαίρι, με τη γέννηση κάποιας σχέσης, να ‘χει, ναι, μια αντρική φωνή να της λέει: σ’ αγαπώ.

Την ίδια στιγμή, το στυλό στο χέρι, στην όμορφη θέση ανάμεσα στα δάχτυλα, γράφει ένα καινούριο γράμμα:
«Τούτη η φωνή που είναι για σένα μόνο, γιατί πως μπορώ να βγω να πω, στον κόσμο, σας αγαπώ, χωρίς να με παρεξηγήσουν, μήπως η ζέστη με χτύπησε στο κεφάλι.
Χαμογελάς, έ;
Αυτή η φωνή μου, που σκίζει τον χρόνο τον ίδιο, πέφτοντας το φως, να πάει να χαδέψει άλλα μάγουλα. Μαλακά όπως το δικό σου, την ώρα που στη λεία ακόμη, επιφάνεια, πλησιάζουν οι πρώτες αχτίδες, ερωτευμένες με τον όρο ύπαρξη. Άραγε τα λόγια συντροφεύουν, ενόσω λείπει η παρουσία; Ανάγκη να ερωτεύεσαι, μήπως και η φωνή καταφέρει να αρπάξει λίγη από την ομορφιά, πλέον, των τελευταίων αχτίδων, στον ορίζοντα. Σα να ‘χουν μια θαλάσσια αύρα, δε νομίζεις; Να γνωρίζουμε γιατί κι αλλού ξημερώνει. Γιατί κι αλλού, σε άλλες γειτονιές έστω, κινούνται ανθρώπινες φιγούρες.
Κάθονται στο μπαλκόνι απολαμβάνοντας το καλοκαιρινό απόγευμα ή διαβάζουν κάποιο βιβλίο. Άλλοι περιποιούνται τα λουλούδια τους. Οι πιο τυχεροί ακούνε τα μικρά ζώα που απ’ το χωριό στην πόλη, ονομάστηκαν κατοικίδια. Ορισμένες κότες να ψάχνουν για τροφή ή απλά να μιλούνε μόνες τους, πηγαίνοντας πέρα δώθε.
Άλλοι ανατριχιάζουν από χαρά, πλάι στο παράθυρο, κοιτώντας έξω, ενόσω μόλις πριν λίγο, ξεκίνησε το υπεραστικό λεωφορείο.
Ο οδηγός μεράκλωσε νωρίς, μα τον καταλαβαίνεις. Έχει κι εκείνος χαρά, φεύγει απ’ το κλεινόν άστυ. Η οδήγηση είναι για όσους την αγαπούν. Ακούνε οι επιβάτες τη μουσική. Ανάμικτο ρεπερτόριο, με Χαρούλα Αλεξίου και ορισμένα παλιά, εποχής Μαίρης Λίντας. Είναι όμορφο να φωνάζει όλο το λεωφορείο: αγάπη, έστω και μέσα από τα μεγάφωνα. Τάση φυγής με κρυφοχαμόγελα. Κλείνεις τα μάτια. Σε χαϊδεύει η ώρα. Όλα μιλάνε για αγάπη.
Θες λιγάκι;».

Θες λιγάκι; Επαναλαμβάνει μέσα της, νέο πρωί, στο δρόμο προς τη δουλειά, θυμούμενη τούτα τα νέα λόγια. Τα χείλη της τρέμουν –αν τούτο δηλώνει ορισμένη συγκίνηση. Τονώνοντας τη λατρεία απέναντι στην έννοια, ζωή.
Πότε με πρόσεξες;
Που βρισκόσουν, ενόσω βάδιζα φορές, τόσο στενοχωρημένη; Αναμένοντας μια ποικιλία που τη παρατηρούσα μόνο, σε όσους ανθρώπους αθλούνταν στο δρόμο. Φορές. Φορές απορούσα, γιατί τόση προσπάθεια; Από πείσμα πιθανόν, να διατηρήσουν μια νεότητα που μένει μόνη κι αυτή, τα βράδια. Ενόσω άλλοι ταξιδεύουν, ανατριχιάζοντας από χαρά και εσωτερική πλήρωση. Να κοιτάς ένα πρόσωπο, διπλανά σε άλλο, πλήρη κι εκείνο από παρόμοια χαρά. Κοίτα αγάπη μου –φαντάζεσαι- πως πέφτει ο ήλιος. Το λεωφορείο κρύφτηκε πίσω από ένα βουνό. Χάσαμε προσωρινά. Βράχνιασε κι ο ουρανός, εκστασιασμένος, ακούγοντας τον Πάριο να ερμηνεύει, Αγαπηθήκαμε. Οι φωνητικές χορδές ηρεμούν. Μόνο γι’ αγάπη ν’ ακούω. Τίποτα άλλο δεν καλύπτει την γη. Τώρα.
Δεν κοιτάς το ρολόι.
Ξέρεις, κι εδώ υπάρχει μια αποθήκη αγάπης.
Θέλεις λιγάκι; -λέει.
Σαν σε έγχρωμη, καλοκαιρινή ταινία, όπου οι πρωταγωνιστές, κάποια στιγμή, βραχνιάζουν λέγοντας, σ’ αγαπώ. Ξεκουράζουν τη φωνή. Οργανώνονται. Θα βγουν να περπατήσουν. Είναι νησί εδώ. Θα πάμε κάπου να τσιμπήσουμε. Αν είμαστε τυχεροί, θα πέσουμε σε παρέα που διασκεδάζει με τα δικά της όργανα, πιθανόν κιθάρα, ίσως μπουζούκι, ποιος ξέρει. Στιγμές όπου το στυλό σου εγκαταλείπει την παρουσία του, αναλαμβάνοντας να μιλήσει η ίδια η ζωή. Μήπως, παρομοίως βραχνιάσει κάποια φορά, ερχόμενες στην επιφάνεια τα εσωτερικά θέλω που μιλούν για φροντίδα.
Ποτέ μην αφήσεις την τυποποιημένη πραγματικότητα να σε στενοχωρήσει. Να συλλογίζεσαι πως το παρόν σε θέλει. Μια ακόμη αυτοανάλυση. Να είμαι ευτυχισμένη. Να χαμογελώ;

- Τι έχεις εσύ; Δείχνεις αφηρημένη.
Εκείνη χαμογελά.
- Δεν έχω τίποτα.
- Ποιος είναι;
Η κοπέλα χαμογελά διάπλατα τώρα. Κάνει παιχνίδια, τοποθετώντας με πλάτη προς τη συνάδελφο της, τα προϊόντα στο ράφι.
- Μη γίνεσαι χαζή. Χαμογελά ακόμη.
- Αξίζει;
Η κοπέλα σοβαρεύει. Μιλά:
- Δεν ξέρω ακόμη.
- Τι εννοείς δεν ξέρεις ακόμη; Δεν βγήκατε πολλές φορές, εννοείς.
- Δεν είναι αυτό.
- Αλλά.
- Είσαι περίεργη –ανασηκώνει το δεξί φρύδι, προσπαθώντας να αποφύγει το βλέμμα της φίλης της.
- Τη δάγκωσες.
- Ποια; -χαμογελά. Χαζή είσαι.
- Εγώ ξέρω τι είμαι –τη συνοδεύει στο χαμόγελο. Εσύ να μου πεις τι είσαι.
- Ίσως η μούσα κάποιου.
- Ώπ, έσκασε η μπόμπα, βάζει τα γέλια η συνάδελφος.
- Μη γελάς, γκρινιάζει η νέα γυναίκα.
- Καλά καλά, δεν στον θίξαμε. Τον ξέρω;
- Όχι. Εσύ δεν έχεις την ανάγκη ν’ ακούς μια φιλική φωνή;
- Ά, μιλάτε μόνο απ’ το τηλέφωνο.
- Εσύ εύκολα συμπεράσματα βγάζεις μόνο.
- Αν μπορείς, κάνε κι αλλιώς.
- Χαζούλα.


«Η μέρα δεν μας λυπήθηκε ξανά.
Κοίταξε αγάπη μου, πάει να χαρίσει ένα ηλιοβασίλεμα σε άλλες ευαίσθητες ψυχές, που χαίρονται να κοιτιούνται μεταξύ τους. Συμβιώνουν για πάντα, δίχως λόγο ή σκέψη, τσακωμού –τουλάχιστον μια μορφή Κοινωνίας, ας είναι ειρηνική.
Κείνο που δεν αντέχω, είναι οι φωτιές που καίνε ολόκληρη την Ελλάδα, εδώ και εβδομάδες ή να περνούν ασθενοφόρα, με ασθενείς, που η μυρουδιά του νοσοκομείου, θα καλύψει ακόμη και τους ήχους των τζιτζικιών, κάπου μακριά, όπως τώρα. Λίγη ώρα αφότου έπαψε κάποιο μάθημα πιάνου.
Αναγκάζομαι.
Αναγκάζομαι να κλείσω τα πατζούρια και ν’ ανάψω φως. Πίστεψε με, δεν μ’ αρέσει. Θα ‘θελα ένα ηλιοβασίλεμα, λίγο αργότερα –όχι πως από δω, μπορώ να το δώ. Η γραφίδα, μου κρατάει παρέα. Μια ασχολία που πάει κόντρα στις τηλεοπτικές σειρήνες. Όχι, δηλαδή ναι, η τηλεόραση είναι κλειστή, πάψανε επίσης να με τυραννούν οι ορμόνες, σα να ‘ναι ο μόνος λόγος για να ‘ρθούν κοντά, τα δύο φύλα. Κουτό δεν είναι; Αλήθεια θα πας διακοπές; Τι ρωτάω.
Κοίτα να δεις που η λάμπα, αποψιλώνει την έμπνευση μου, κορίτσι μου. Σε λέω έτσι, γιατί δεν είναι δυνατόν να πηγαίνεις, για μπάνιο, ακόμα, στην ηλικία μας, μ’ έναν γονιό. Ήμαρτον!
Το ένα φύλο χρειάζεται το άλλο.
Να βγαίνεις προς την παραλία, με χαμόγελο και όρεξη. Διάθεση πλήρωσης. Κάπου αποδοχής. Μη κλείνοντας τα βλέφαρα, γιατί η παρουσία κόβει το σκοινί, του άρματος που σέρνεις, με ουτοπίες και ψευδαισθήσεις –αν τούτα τα δύο γνωρίζονται μεταξύ τους.
Θες λιγάκι παρέα;».

Το παρόν γράφει τώρα: Η δικαίωση του ανθρώπου, είναι η πολυπλοκότητα του. Οι παρόμοιες ασχολίες. Κει που βρίσκει καταφύγιο. Κει που συναντάται συγκίνηση. Ανθρωπιά άπλετη, σα πρόσωπο που επιθυμείς να το κοιτάξεις. Μια μορφή τέχνης που δείχνει στη ζωή, πως μπορεί να φορέσει κάτι καλύτερο. Μια τάση να παρατάς όποιους ρατσισμούς, επειδή ο άνθρωπος διαφέρει μόνο ως προς τη γλώσσα. Η συντροφικότητα αποτελεί γλυκό που ποτέ δεν ξεπερνιέται, αν παραδέχεσαι, αφήνεις, ότι δεν επιστρέφει. Ούτε χρειάζεται εξάλλου.
Αν γράφεις για να ξεχάσεις το τώρα, εξυπηρετώντας την τάση αυτή, κι όχι την ίδια την ιστορία που αναμένει μια ουσιαστικότερη εξέλιξη. Γράφοντας για να φροντίσεις τον τομέα σου όπου αφιερώθηκες, στιγμές που μόνο τα χρώματα, παρηγορούν την ιδέα της μοναξιάς.


«Στο είπα πως δεν είδα το ηλιοβασίλεμα. Πάει 21:30
Συ δεν ξέρω κατά που κοιτάς. Αν βγήκες να πας σινεμά, θέατρο, για συζήτηση μήπως, με παρέα. Τι θάρρος βρήκα, ίσως ρωτάς, να ανιχνεύσω την παρουσία σου. Να σκεφτώ, ναι, βρίσκεσαι εκεί. Ώρες που πέφτουν οι τόνοι, ώρες που κάθε γενιά, συμπεριφέρεται σύμφωνα με την αύρα της εποχής της. Στην ιδέα έστω, του χρήματος, έστω προσφερόμενου, καταναλωτικού δανείου. Μην υστερούμε σε κάτι. στολίζοντας το είναι μας, με παρωδίες που θυμίζουν κακές περιπλανώμενες θεατρικές παραστάσεις. Με ευκολία ζητείται το κέρδος. Όχι άψυχο όμως, δεν καταφέρνει να συζητά. Θάρρος δεν κατέχουν τα άψυχα.
Ίσως μόνο μια συνάντηση».

Μικρό γράμμα, τούτη τη φορά, σκέπτεται η κοπέλα.
Τα παρατάς;
Όχι τούτη τη φορά!
Σάββατο αύριο. Θα παραφυλάξω.
Δεν μπορεί.
Θα μου πεις τουλάχιστον καλημέρα.




- Θα μου εξηγήσεις, γιατί αργήσαμε σήμερα, να πάμε για μπάνιο;
- Είχα δουλειές στο σπίτι.
- Δεν περίμεναν;
- Όχι, εκτός αν εσύ κάνεις δουλειές με καύσωνα.
- Δεν έλεγες καλύτερα, πως σε πήρε ο ύπνος. Θα γινόσουν πιο πιστευτή.
- Ώ γίνεσαι κουραστική, πρωί πρωί, παραπονιέται η κοπέλα.
- Όπως να είμαστε στο δρόμο, 1 παρά πάει. Ακόμα να πατήσουμε παραλία.
Η κοπέλα συγκεντρώνεται τώρα, στο οδήγημα. Επιλέγει να αδιαφορήσει. Δεν περιφρονεί τη συνάδελφο της –αν και φορές χρειάζεται. Επιλέγει να ακούσει την καρδιά της, που ακούραστα τονώνει το σώμα, με τις απαραίτητες σωματικές δυνάμεις. Τις πνευματικές, ποιος;
Γιατί δεν είχα γράμμα, πρωί πρωί;
Δεν ξύπνησες;
Ποιος είσαι;
Εγώ θέλω τον άντρα ζωντανό, να αγαπάει τη ζωή του.
- Τι σκέπτεσαι; την ρωτά η συνοδηγός.
- Οδηγώ τώρα.
- Οδηγώ τώρα, τη μιμείται με μια τσιρίδα. Κοιτά προς τα έξω, χαμογελώντας μόνο τα μάτια της. Τα δόντια της είναι ενωμένα στην κόψη τους. Σα να ζωγράφισε κάποιος την ύπαρξη των χειλιών.
Εγώ θέλω τον άντρα, να μη χάνει τον καιρό του. Να σκέφτεται: είμαι νέος ακόμα. Θα βρω κάτι σταθερό.
- Στη μούγκα θα τη περάσουμε;
- Βάλε ραδιόφωνο.
- Βάλε ραδιόφωνο, επαναλαμβάνει την προηγούμενη συμπεριφορά της, η συνοδηγός, χαμογελώντας, κοιτώντας εμπρός.
- Έχε χάρη που φοράω ζώνη, τώρα.
- Έχε χάρη που ….
Η κοπέλα στρέφει αυτόματα και την κοιτά, ελαφρά χαμογελώντας, δαγκώνοντας ελαφρά, την άκρη στα κάτω χείλη.
- Τόσο παιδί που είσαι.
- Thank god, ξεκαρδίζεται η συνάδελφος.

Η διαδρομή συνεχίζεται.
Οι δύο φίλες, αφήνουν πίσω τους, την πόλη και κάθε συνοικία, που είναι σα να λέει, να θυμίζει: τον πόνο, περί περιούσιου. Το αυτοκίνητο όπου να ‘ναι, θα εισέλθει στη μακριά κατηφόρα, που οδηγεί παραλιακά. Και στις δύο πλευρές του δρόμου, αναρίθμητα θαρρείς εκτάρια, με ελιές. Άλλα δέντρα ενδιάμεσα που σου γεννάται η ανάγκη να γνωρίζεις το όνομα τους.
Η οδηγός τώρα σκέπτεται, τους γονείς της, που ευτυχώς ζουν. Τι μπορεί να θυμάται κανείς, μετά, αν όχι τις κινήσεις των χεριών τους, την εκφραστικότητα του προσώπου. Λιγότερο τα λόγια που πληγώνουν χωρίς.. να το θες. Αν δεν διαθέτεις την ικανότητα να παραμερίσεις τα ανούσια που μιζεριάζουν ένα βίο, εκδοχές στην επικοινωνία που τείνουν να σε χωρίζουν από το αίμα σου.
Η κοπέλα, η Ερασμία, θυμάται το χωριό. Ίσως γιατί είναι ξέγνοιαστη, απορροφημένη σ’ ετούτη την αίσθηση της ελευθερίας. Χαμογελά ελαφρά.
- Τι σκέπτεσαι; ρωτά η συνάδελφος.
- Κάτι κυπαρίσσια σ’ ένα κτήμα μας στην Κέρκυρα. Τι ονόματα θα τους έδινα, αν μου ήταν δυνατό.
- Σε επηρέασαν οι φωτιές, έ; Εξακολουθεί να μιλά σοβαρή, η συνοδηγός.
- Κάπου, σίγουρα. Τι ονόματα, ναι.
- Τάσος, Πέτρος, Αναξιμένης.
- Τι είναι αυτοί; Ρωτά η Ερασμία. Παλιοί γκόμενοι σου; -κοιτά εμπρός της, ανέκφραστη.
- Όχι ακόμα. Όχι ακόμα, σχεδόν τσιρίζει τραγουδιστά, βγάζοντας το χέρι της, τεντώνοντας το προς τα έξω.
- Φυσάει σήμερα, έ;
Η συνοδηγός κουνά καταφατικά, το κεφάλι.
- Δε μου λες, γιατί φόρεσες αυτή τη βράκα; Την πειράζει, χαμογελώντας, η Ερασμία. Η φίλη της φορά ένα μαύρο παντελόνι ως τους αστράγαλους, λίγο φουσκωτό. Τα μαλλιά της είναι κόκκινα, κοντά περίεργα. Κοντομάνικο, λευκό μακό, ολοκληρώνει το σύνολο.
- Όπως το ‘πες, φυσάει! Τι ήθελες να φορέσω.
- Έχεις πλάκα, χαμογελά η οδηγός.
- Έχεις πλάκα, αρχίζει ξανά την πλάκα η άλλη. Μελαχρινούλα μου εσύ –προσθέτει αμέσως- εσύ με τον κότσο. Ωρέ καύσωνα που θα φάμε. Να εύχεσαι να μη πιάσει φωτιά.
- Δεν είναι γλύκας; Μιλά η Ερασμία, παίζοντας με τον κότσο της.
- Ποιος; Ο κύριος μυστήριος; Ή με περνάς για χαζή; Αυτόν περίμενες το πρωί;
- Στο είπα είσαι περίεργη.
- Καλά καλά, παραπονιέται η συνάδελφος.
Η Ερασμία ανυπομονεί να μυρίσει το ιώδιο του ωκεανού. Θεέ μου, πόσο ανυπομονεί.
- Δε θα ήταν ωραία, να είμαστε τώρα, σε φέριμποουτ; Να τρώμε το αχνιστό τοστάκι μας. Σλούρπ, μαζεύει η κοπέλα, τα σάλια της.
- Υπομονή ως τον Αύγουστο.
- Άντε να βρεις υπομονή τώρα.
- Τι να κάνουμε. Δεν βρήκαμε ακόμη, τον μήνα που θρέφει τους έντεκα.
Η οδηγός δεν απαντά. Σκέφτεται μόλις, να πατήσει γκάζι, μα υποχωρεί μέσα της, τούτη η παρόρμηση.

Είναι εδώ. Παραλία.
- Άααααααααα, βγάζουν μια ιαχή ευχαρίστησης, απολαμβάνοντας τούτο το δώρο ζωής, την αύρα της θάλασσας.
Στο φανάρι:
- Αριστερά, προτείνει η συνάδελφος.
- Τέρμα;
- Έ τέρμα. Να δούμε και λίγο κόσμο.
- Να δείξουμε τις κορμάρες μας, έ; Ακούγεται η Ερασμία.
- Τι τις έχουμε;
- Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει σώμα.
- Δεν σε είχα για πουριτανή.
- Μπα, χαμογελά η οδηγός. Προσωρινό ξέσπασμα.
- Φυσά.
- Ναι.

Γρήγορα βρίσκουν χώρο για παρκάρισμα. Η Ερασμία συλλογίζεται όλους εκείνους τους μοναχικούς που περίμεναν στη στάση για το πούλμαν. Ιδιαίτερα νωρίς, πρωινές ώρες, όπως τους παρατηρούσε, φορές. Εκεί κάπου πριν τις οκτώ. Ωραία είναι εδώ. Η καλή διάθεση δεν την εγκαταλείπει. Ούτε καν πιέζει τον εαυτό της για κάτι τέτοιο. Το μυαλό της άδειασε από σκοτούρες. Ακόμη κι από κείνον. (η πραγματικότητα είναι πολύ προσγειωμένη. Ξεχνάς τους πάντες. Και τους γονείς).

- Μ’ αρέσει όπως περπατάς, (σα να προσπαθεί η συνάδελφος της, να είναι σίγουρη πως πατά με σιγουριά στο έδαφος: διαθέτει εκείνο, σταθερότητα).
- Τι να κάνουμε χρυσή μου. Δεν γεννηθήκαμε όλες, Στάρ Ελλάς, χαχανίζει εκείνη.
- Πρόσεχε μη σε πάρει ο αέρας, όμως, την πειράζει ξανά, η Ερασμία, μισοχαμογελώντας, δαγκώνοντας ξανά, ελαφρά, το κάτω χείλος.
- Λες να γίνω χαρταετός; Πλάκα θα έχει, σχηματίζει η άλλη, χαρούμενες γκριμάτσες στο πρόσωπο.
- Ναι, δέχεται ένα πλήρες χαμόγελο.
Βαδίζουν προς την μαλακή στο περπάτημα, άμμο, με ένα θάρρος ζωής και ευχαρίστησης, ενόσω δεν σκέφτεσαι να δώσεις λογαριασμό σε κανένα.
- Να δω που θα αλλάξεις, μετά, με τη βράκα που φόρεσες.
- Πάλι τα ψειρίζεις, γλυκιά μου. Λες και δε θα στεγνώσω. Γιατί εσύ;
- Εγώ τα φοράω ήδη κάτω απ’ το φουστάνι.
- Κι εγώ –πλησιάζει, παίζει με το κότσο της φίλης της.

Επιλέγουν ένα σημείο. Στρώνουν τις ψάθες.
- Έχει κύμα.
- Ναι, αποκρίνεται η κοπέλα. Θα μπεις πρώτη;
- Κάτσε να στρώσουμε.

Η συνάδελφος της, νέα επίσης, στην ηλικία, αλλάζει χαμογελώντας. Απελευθερώνει τα περιττά, που καταπονούν το δέρμα, με τόση ζέστη. Πλησιάζει τη θάλασσα που γλείφει το σύνορο της παραλίας, με το υγρό στοιχείο. Παίζει.
- Κύμα κύμα, κυματάκι, για να δω με το δαχτυλάκι.
- Ζωηρούλα μου εσύ, χαμογελά η Ερασμία.
Η συνάδελφος της ορμά προς τη θάλασσα, αναπηδώντας –άραγε διασκεδάζει ή απλά εξακολουθεί σε μια φιλία, όπου μόνο εκείνη διαθέτει το σθένος να μοιράζεται τα προσωπικά της.
Σα τις σκηνές σε μια ταινία, που έχεις ξαναδεί, μα προσπερνάς, γιατί πληγώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη, καθαυτή. Τις ευαισθησίες σου τις ίδιες.

Η Ερασμία τώρα εισέρχεται στο υγρό στοιχείο, αναλαμβάνοντας νέος σκοπός, ως προς τη φύλαξη, τούτων των πρόχειρων, απαραιτήτων. Βαδίζει. Η θάλασσα βαθαίνει με αργό ρυθμό. Βρέχει λίγο λίγο, το σώμα της. Δεν χρειάζεται. Το πράττει λόγω συστολής. Βουτά απότομα. Ο πάτος ρηχαίνει ξανά. Αναγκάζεται να σηκωθεί ξανά, όρθια. Λίγο ακόμα. Επιτέλους από δω και πέρα όλα βαίνουν φυσιολογικά. Βουτά ξανά. Αναδύεται απότομα. Δεν ανέχεται στο στόμα της το αλατισμένο νερό. Σα να πνίγεται. Σκουπίζει τα μάτια με τα βρεγμένα μπράτσα. Γυρίζει ανάσκελα, σαν φουσκωμένο στρώμμα, που απλά επιπλέει, αφημένο στην κατεύθυνση των κυμάτων. Σε λίγο θα αφήσει λίγα εσωτερικά, υγρά. Κολυμπά απομακρυνόμενη. Τώρα κοιτά προς τη φίλη της. Η θάλασσα ήταν εξαρχής ένα τόνο πιο πάνω, από χλιαρή. Η παραλία κατά μήκος, στο μεγαλύτερο μέρος της, φιλοξενεί μια σειρά από ομπρέλες. Ξαπλώστρες. Ανά σημεία, πολύς κόσμος.
Βγαίνοντας, της μυρίζει αποχέτευση. Το λέει στη φίλη της, μα δε λαβαίνει αντίδραση.
Ο άνεμος προσπαθεί να κατευνάσει τις δυνατές ακτίνες του ήλιου, τέτοια ώρα που διάλεξαν να κολυμπήσουν. Σα στέκεται, παίρνοντας ανάσα, ταλαιπωρεί τους λουόμενους, με επιμονή, παράλληλα ακολουθεί εκείνη η είδηση, πως οι θερμοκρασίες επιστρέφουν σ’ έναν νέο παρατεινόμενο καύσωνα.

«Τα χέρια σου αγάπη μου.
Ένα ένα, τα δαχτυλάκια. Που αγαπώ. Γιατί ο άνθρωπος είναι ο μόνος που αγαπά, που ξέρει τούτο δω, το ανεξάντλητο δώρο. Ευτυχώς δεν είμαστε θεός. Ευτυχώς αγάπη μου».

- Γύρνα.
Αλείφει η κοπέλα, τη πλάτη της συναδέλφου της με το απαραίτητο αντιηλιακό. Της μιλά:
- Εγώ θα ξαναμπώ σε λίγο. Μη σε πάρει ο ύπνος.
- Μπα, εγώ φχαριστήθηκα ύπνο –χασμουριέται.
- Το βλέπω.
Πάλι μυρίζει της Ερασμίας, αποχέτευση.
Ευτυχώς ο αέρας διώχνει μακριά, βρωμιές και σκέψεις που καταδικάζουν τον άνθρωπο, γιατί είχε το θράσος να υπάρχει.

«Αγάπη μου. Πολλά σ’ αγαπώ. Γιατί ‘σαι γυναίκα, γι’ αυτό σ’ αγαπώ. Τη μοναξιά, ξέρεις και την αλέθεις, με τόσα τείχια ολόγυρα, αντί να ‘ναι δέντρα, ολόγυρα. Θέα όμορφη, ανοιχτή, να γεμίζει η καρδιά, καρδούλα μου, σα δεν είσαι εδώ, να δω κι εγώ τι είναι αγκαλιά, τούτο σημαίνει ευωδιαστά συναισθήματα.
Που ίσως ομοιάζουν με το ψωμί που φρέσκο όπως είναι, γλυκαίνει, δίνει χαρά.
Θέλεις λιγάκι;».


Κείνη κρατά σφαλιστά τα μάτια, ανάσκελα σα στρώμα στην επιφάνεια της θάλασσας. Μα δεν κοιτά τον ουρανό. Είναι ανήσυχη, γιατί διαθέτει μεν τα του επιούσιου, εκτός από φροντίδα. Φροντίδα ναι. Όσο κι αν λένε, μερικοί: κοίτα το βίο σου κι άσε τους άλλους, ήσυχους. (Θα φταίει που κουράζουμε τον όρο αυτογνωσία).
Μόνο που η ζωή είναι για δύο, γιατί θεωρείται παρενόχληση, η αγκαλιά που παρηγορεί. Ακόμη κι από έναν άγνωστο. Νάτανε λέει, η ίδια, καράβι να φύγει μόνη προς το πέλαγος. Τώρα που φυσά. Πόσο γρήγορα θα απομακρυνθεί ως σκαρί, με φουσκωμένα πανιά.

«Φορές στους πόλεμους, βλέπω τα πρόσωπα των παιδιών, που δείχνουν πιο πιστευτά, από το να βγαίνουν στο γυαλί και να εκδηλώνουν την ανησυχία τους για την καταστροφή του περιβάλλοντος. Ξαφνικά! Όλοι ανησυχούν. Μετά αλλάζουν κανάλι. Η φαυλότητα του δυτικού πολιτισμού. Τα πρόσωπα των παιδιών που αγαπάς για την τόση αθωότητα τους, που στις εμπόλεμες περιοχές, διαμελίζεται. Η αθωότητα. Αφήνοντας ο Θεός, να ξυλοκοπούνται, να σκοτώνονται, τα παιδιά. Σα τα συναισθήματα που ‘χεις να προσφέρεις, μα δε βρίσκεις πρόσωπο να πλυθεί, ψυχή τε και σώματι, με τρυφερότητα. Προκαλεί εντύπωση, να παρακολουθείς κάτι τόσο διαφορετικό, μια φορά στα 20 χρόνια, σε τηλεοπτική σειρά, στην τηλεόραση. Τόσο αληθινά. Μήτε τα ωραία γεύματα, μήτε εκείνα που ξεγελούν τον χρόνο, δεν είναι ικανά να μας κρατήσουνε. Ούτε όταν λέμε, όσοι γράφουμε: τόσα βιβλία παρήγα. Έ και; Ξεγελώ τον εαυτό μου –τον κοροϊδεύω ακόμα, για τη σπατάλη του ταλέντου, χωρίς αντίκρισμα. Με ξεγελώ όπως οι άνεργοι που ούτε τολμούν να αρπάξουν τις ευκαιρίες για προσέγγιση, λόγω ντροπής, γιατί όλα θαρρείς, τους πολεμούν. Μια ζωή, με εργοδότες, στο σβέρκο μας. Πήξαμε από αφθονία και δημοκρατία!».

Η Ερασμία βγαίνοντας ξανά στην παραλία, βλέπει τη φίλη της να κάνει γυμναστική. Χαμογελά.
- Λίγο να ξεμουδιάσω, καλή μου.
- Δεν ντρέπεσαι μες τον κόσμο.
- Γιατί θα με ξαναδούνε; Θα κλείσουμε ραντεβού; Ωρέ κι είχα μια έγνοια, μα τα χίλια τζιτζίκια, που –επίκυψη-, τεμπέλικα, πήγαν για ύπνο –ξαναχασμουριέται.
- Κάποιος σε μάτιασε.
- Ζηλεύουνε την κορμάρα μου.
- Τα μαλλιά σου μάλλον, την πειράζει η Ερασμία.
- Όσο γι’ αυτό, γελά, ενόσω σηκώνεται η άλλη, πραγματοποιώντας ανάταση. Έβρεξες τον κότσο σου, καλή μου.
- Ψυχή μου –Κερκυραϊκή προφορά.
- Ώπ, ώπ, ένα δύο. Πάμε άλλη μια φορά.
- Πρόσεχε μη πέσεις, χαμογελά η κοπέλα. Θα σε κάψει ο ήλιος, προσθέτει.
- Μπά. Φυσάει. Φύσα φύσα.
Δύο ας πούμε, ηλικιωμένες, περνούν βαδίζοντας προς τα δεξιά. Η μελαχρινούλα με τον κότσο, θυμάται κείνο που σε ανάλογη περίπτωση είχε πει ο πατέρας της: κάνουν πασαρέλα. Μάλλον απ’ αυτόν, θα πήρε το κουσούρι να πειράζει, εννοείται χαριτωμένα, τους άλλους.
- Κάτσε κάτω, τώρα, απευθύνεται στη συνάδελφο της.
- Κάτσε κάτω, τη μιμείται μ’ άλλη μια τσιρίδα, γελώντας η άλλη. Ξαπλώνει ανάσκελα. Σκάβει με τη φτέρνα, την άμμο, η οποία, χάρη στον αέρα, σηκώνεται σαν αόρατη “βροχή”, πέφτοντας στο πρόσωπο της Ερασμίας.
- Μη το κάνεις αυτό, γκρινιάζει αυτή.
- Αυτή η παραλία δεν έχει ούτε μουσική.
- Για περισσότερη βαβούρα;
- Άκου βαβούρα! Μια χαρά είναι.
Ξαναπερνά κάποιος που πουλά λουκουμάδες. Ένα μικρό παιδί, πλαϊνά τους, φωνάζει στη μητέρα του, να του αγοράσει τούτη τη λιχουδιά. Θα της κινήσει το ενδιαφέρον;
- Πείνασα. Εσύ;
- Θα στεγνώσω λίγο. Έ; Κι εγώ, ναι, απαντά η νέα γυναίκα που οδήγησε έως εδώ.
- Τι ώρα είναι; ρωτά η άλλη.
- Να δω –ώπ, παραλίγο να της πάρει ο αέρας το φουστάνι, όπως το δίπλωσε πρόχειρα. Το προλαβαίνει –καλά αντανακλαστικά.
- 3 παρά εικοσιπέντε.
- Κοίτα να δεις πως περνά η ώρα.
- Ναι.
- Μέχρι να στεγνώσεις εσύ, εγώ θα βαθμολογώ άντρες.
- Όχι φωναχτά, ελπίζω.
- Χεχε. Είσαι μικρό παιδί, ακόμα. Τι να την κάνεις, χρυσή μου, τη ζωή, χωρίς πάθος. Διαφορετικά γιατί γίναμε ενήλικες.
- Δεν ξέρω. Πιθανόν για να ‘χουμε το δικαίωμα να ζητάμε όσα δε μας έδωσαν οι γονείς. Όπως αγάπη.
- Μαυρίλα, Θεέ μου! χαμογελά η συνάδελφος. Τις λες γι’ αυτόν;
- Πιο σιγά. Δεν αντιδρούν όλοι, το ίδιο.
- Δεν λέω, καλός φαίνεται. Του χρειάζεται να σφίξει λίγο. Του βάζω 7. Εσύ;
Η Ερασμία ίσως να ‘χει μόνο αγάπη, στα μάτια. Επειδή φαίνεται, μόνο αν αισθάνεται αδύναμη, μπορεί να κάνει πράξη, τον όρο ανθρωπιά.
- Από πόδι πάντως, σκίζει. Πρέπει να αθλείται.
- Πιο σιγά, καλέ.
Η άλλη γελά.
- Τι έχει να γίνει τον Αύγουστο! Θ’ αναστενάξουν τα κρεβάτια, στο νησί.
- Πιο σιγά σε παρακαλώ.
- Αν δεν σου κάνει η παρέα μου, τρέξε στον κύριο μυστήριο.
- Που τον θυμήθηκες τώρα.
- Άρα υπάρχει.
- Εγώ δεν είπα τίποτα.
Η συνάδελφος της, κάνει το αεροπλανάκι με τη μια της παλάμη.
Λουόμενοι έρχονται. Άλλοι φεύγουν.
Οι αργοπορημένοι πιθανόν μετά από ολονύχτιο παρασκευιάτικο ολονύχτιο γλέντι. Συνήθως παρέες ιδίου φύλου. Νέα άτομα που ακόμη, φαίνεται, δεν βρέθηκε τρόπος να πλησιαστεί η γυναίκα απ’ τον άντρα, και το αντίθετο. Αυτό που λένε: ασφάλεια μόνο σε μια φιλία, δύο συνήθως, ατόμων, ιδίως θηλυκού γένους. Οι καλοί άντρες χαλάνε τα γούστα.
Κάπου κάπου, θα συναντήσεις μια μεγάλη αντροπαρέα, που έρχονται στην παραλία για χαβαλέ. Το σημερινό αποστειρωμένο, καμάκι. Οφθαλμόλουτρο. Παρατηρώντας επιδερμίδες που απαγορεύεται να αγγίξεις, κι ας αρέσκονται να είναι τόσο προκλητικές. Γέμισε θαρρείς, μοντέλα, η πραγματικότητα. Αποστειρωμένη επιθυμία.

- Κοίτα εκείνη. Έχει κολλήσει στη μάνα της, μες τη θάλασσα. Που καταντά ο άνθρωπος.
- Προβλήματα που ‘χει ο κόσμος, -πειράζει τη συνάδελφο της, ίσως κι επίτηδες;
- Αν θες να στεγνώσεις, σήκω καλύτερα.
- Ντρέπομαι.
- Πρόσεχε, γιατί τούτο θεωρείται κόμπλεξ.
- Να μην είσαι τέλειος, έ;
- Καλή μου Ερασμία, η ζωή δεν είναι ζωγραφικός πίνακας, να επιλέξεις μόνη σου, μιας και ασχολείσαι, τι θεωρείται πετυχημένο. Ώπ –ψιθυρίζει τώρα- κοίτα, ένας χοντρός. Τώρα, τι του βρήκε αυτή;
Στο προσκέφαλο των κοριτσιών, στον χωματόδρομο, περνά ένα φορτηγάκι που διαφημίζει γυναικεία ρούχα. Ακόμη κι εδώ, διαφημίσεις. Δεν σε αφήνουν σε ησυχία.
Αυτογνωσία είναι να χαίρεσαι το τώρα, δίχως να δίνεις αναφορά.
Ότι υπάρχεις!

Τα μαθήματα ζωής, είναι καλά, μόνο για το χαρτί.
Απ’ την πολλή ηθική, εγκράτεια και οικογενειομανία, μένουν οι νέοι άνθρωποι, μόνοι. Να συζητάς με τους γονείς σου, πάντοτε, ως μαθητής, κι όχι ως ίσος ενήλικας. Τι αρρώστια.

- Τι σκέπτεσαι;
Η Ερασμία αποκρίνεται:
- Κάνει πολύ ζέστη για σκέψεις. Πάμε να φάμε.
- Καιρός ήτανε!

Η ζωή είναι όπως μια όμορφη γυναίκα που σ’ αφήνει άφωνο. Τελικά γίνεσαι υποχείριο του βλέμματος της, αν βέβαια το πρόσωπο της βρίσκεται τόσο κοντά στο δικό σου. Άλλοι ορμούν, άλλοι ερεθίζονται, άλλοι παρατηρούν μόνο. Η μανία να πρέπει να προκαλείς, να διαφημίζεσαι, στο τέταρτο της διασημότητας που όλοι δικαιούνται. Γιατί τελικά στην εποχή μας, πρέπει να πουλήσεις τον εαυτό σου, για να γίνει γνωστό, ότι υπάρχεις!
Υπάρχουν τρεις τύποι αντρών: Εκείνος που διαστροφικά, ελκύεται αποκλειστικά από την επιδερμίδα μιας νέας γυναίκας. Ο δεύτερος τύπος, παρατηρεί μόνο τις καμπύλες ως αντικείμενο του πόθου. Ο τρίτος τύπος άντρα, βλέπει τη γυναίκα όπως κάθε ανθρώπινο ον που αξίζει σεβασμό, που ως ένα σημείο καταντά καταθλιπτικό, γιατί παύεις να επιθυμείς, δεν εξοικειώνεσαι καν με το ρόλο σου στη φύση, απέναντι στο αντίθετο σου φύλο.
Βεβαίως, πρέπει να μπορείς να κάθεσαι κάπου, με παρέα, χωρίς να θες να φλερτάρεις ή να σε φλερτάρουν.

Τα εδέσματα εδώ και λίγα λεπτά, στη διάθεση των δύο νέων γυναικών. Καλαμαράκια. Πατάτες τηγανητές. Σαλάτα. Δυο ποτηράκια κόκκινο κρασί. Ψωμί που δε φτάνει ούτε για έναν. Τουλάχιστον υπάρχει αφθονία από περιττά πιάτα.
- Μη λερώνεις όλο το κουβέρ, πειράζει τη φίλη της, η Ερασμία.
- Ωραίο δεν είναι να τρως με τα χέρια; Χαμογελά εκείνη.
- Πολύ ωραίο. Φέρε εδώ αυτή τη πατάτα –τσακώνεται το πιρούνι της μιας, με τα δάκτυλα. Ούτε εδώ ακούγεται μουσική. Ασώψεται οι αρρωστημένοι με τα δικαιώματα, που καταπιέζουν το κέφι του κόσμου.

- Ακόμη κι εδώ, διαφημίσεις.
Ενόσω τρώνε οι νέες γυναίκες, έχει περάσει δύο φορές, ένας που πουλούσε πειρατικά cd. Μια Ασιάτισσα με κάτι κουκλιά –διάφορα- που κάνανε θόρυβο, 5,6 φορές μες το πρόσωπο τους, διακόπτοντας την κίνηση του πιρουνιού. Ένας θεός ξέρει, πόσοι ακόμη. Ο μαγαζάτορας είναι ένας παχουλός ασπρομάλλης, παππούς,, με ιδιαίτερα πολλές τρίχες στο κεφάλι του. Δεν ακούει καλά. εκνευρίζει χαρούμενα, τις δύο κοπέλες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ποια θα τον κάνει να προσέξει την κίνηση των χεριών, ώστε να πλησιάσει, για να πληρώσουν. Τελικά τα καταφέρνουν. Γελάνε ήσυχα.
Φεύγουν.

- Τι ώρα θα είμαστε σπίτι;
- Γιατί βιάζεσαι; αντιρωτά η Ερασμία.
- Από περιέργεια.
- Μετά τις 5, φαντάζομαι.
- Αν επιστρέφαμε αργότερα, θα βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα.
- Και να κάνουμε, τι; Άλλες τρεις ώρες;
- Δεν ξέρεις να χαλαρώνεις.
- Δεν ξέρεις να χαλαρώνεις, βγάζει τώρα, μια τσιρίδα, η Ερασμία.
- Δε με μιμείσαι καλά.
Η μελαχρινή οδηγός, με τον κότσο, χαμογελά, κρατώντας τη προσοχή της στο δρόμο.
Μόλις λίγα δευτερόλεπτα, μετά:
- Το είδες το κοριτσάκι με τη γιαγιά του, που τρώγανε;
- Πολύ χαριτωμένο, καλή μου.
- Πως πάνε τα κέφια;
- Μια χαρά, Ερασμία. Εσύ;
- Καλά. Δεν παραπονιέμαι.
- Σίγουρα;
- Σίγουρα.
- Μήπως περιμένεις κανέναν, γι’ αυτό το λέω.
Η οδηγός κρατά τη προσοχή της στο δρόμο.
- Έ; συνεχίζει η συνοδηγός.
- Όχι, κυρία μου.

Η υπόλοιπη διαδρομή κυλά βουβά, ως τις πρώτες, πολύβουες, γειτονιές, κεντρικά, της Πρωτεύουσας. Όσο κι αν ξεγελάνε τον εαυτό τους, πως οι περισσότεροι φύγανε για διακοπές. Οι μη προνομιούχοι στα χωριά τους. Άλλοι με ταξιδιωτικά δάνεια, χρησιμοποιώντας την πιστωτική.

«Λίγη ψύχρα μόνο.
λίγα βήματα πίσω.
Συμπληρώνω στο χαρτί, μόνο όταν έχω όρεξη.
Αν είναι δυνατόν να γεννάται όρεξη να πας για μπάνιο, χωρίς παρέα».

«Κοίτα να δεις τι θυμήθηκα τώρα.
μια βραδιά στο θέατρο, όπου γελούσα σε σημεία του έργου, που στ’ αλήθεια προκαλούσε κάτι τέτοιο. Δυο κοπέλες στα δεξιά μου –καθόμουν στην άκρη του διαδρόμου- έδειχναν στ’ αλήθεια, ενόχληση. Κοίτα να δεις κάτι άνθρωποι που αδυνατούν να συναισθανθούν την ποιότητα. Θαρρώ δεν θα σου ξαναγράψω».

Η Ερασμία βρίσκει δυο τρεις νέους φακέλους, με λόγια του κύριου μυστήριου, που την πολιορκούσε συναισθηματικά.
Η συνάδελφος της τα παρατηρεί, ένα βήμα μόλις, εισερχόμενες στο διαμέρισμα.
- Τι είναι αυτά; Ρωτά.
- Διαφημιστικά μάλλον, καινούριο σύστημα πιθανόν, προσπαθεί να τα μπαλώσει η οικοδέσποινα.
- Μάλιστα. Έχει ζεστό νερό;
- Πρόβλεψα.
- Μπαίνω πρώτη, φωνάζει χαρούμενα, τρέχοντας προς τα μέσα, η άλλη.
- Στάσου! –δεν τη προλαβαίνει.
Τέλος πάντων, σκέφτεται η Ερασμία.
Τραβά το εσωτερικό των φακέλων. Μεταφέρεται στο μπαλκόνι. Διαβάζει. Σταματά.
Σηκώνεται.
Επιστρέφει κατόπιν, στην πολυθρόνα από μπαμπού, μ’ έναν κρύο χυμό, από ανάμεικτα φρούτα.
Θέλεις λιγάκι, κρατά τούτες τις δυο λέξεις, ως κύρια ιδέα.
Λιγάκι από φροντίδα. Και ποιος δεν χρειάζεται. Επειδή κάθε ανθρώπινο ον, αποτελεί, μοναδικό οργανισμό, μοναδική προσωπικότητα κατά πάντα. Δεν επιδέχεται πινακίδες άλλων, κατά που να διαβείς. Πώς να σκέπτεσαι. Το θάρρος τούτου του ξένου, τώρα την ενοχλεί. Γίνεται σκληρή; Σίγουρα στην αντίθετη περίπτωση, συλλογίζεται, ένας άντρας θα έπεφτε με τα μούτρα. Αντλεί χαρά μόνο από την παρέα που με θάρρος, της παρέχεται. Της συναδέλφου της. Μια φωνή που αποτελεί πραγματικότητα. (Σα να λέμε, η ψυχή του γείτονα, δεν υπάρχει, ένα πράγμα. Μήτε ο άλλος έχει τις ίδιες, περίπου, ανησυχίες. Φυσιολογικό να μην κάνουν παρέα, συνομήλικοι γείτονες. Τι να σου πω).
- Κόψε μου λίγο καρπούζι, ακούει τη συνάδελφο της από το μπάνιο.
- Αμέσως.
Την περιποιείται. Της προσφέρει νόστιμα κομμάτια από την καρδιά του καλοκαιρινού φρούτου.

Εισέρχεται τώρα η Ερασμία στο ντους.
Βγαίνοντας μετά από λίγο, η φιλοξενούμενη της, τώρα, της εκμυστηρεύεται πως νύσταξε, και θα κοιμηθεί λίγο στον μαλακό καναπέ. Το κλιματιστικό ξεκινά να δουλεύει.
- Καλά θα κάνεις, μιλά η οικοδέσποινα. Αυτόματα η ίδια, ακούει ένα σούρσιμο κάτω από την κυρίως είσοδο του διαμερίσματος. Τρέχει. Ανοίγει την πόρτα. Είναι ο άντρας που συνάντησε –τις προάλλες- στο κοντινό ψιλικατζίδικο. Που, ναι, τον είχε προσέξει. Εκείνος κάνει να φύγει. Τον συγκρατεί από τον καρπό.
- Πάρε με αύριο το βράδυ να τα πούμε. Του δίνει προφορικά, το τηλέφωνο.
- Γειά σου, του μιλά γλυκά.
- Γεια, της χαμογελά.
Κλείνει μαλακά την πόρτα.


Σάββατο βράδυ, οι δύο φίλες βλέπουν σε DVD, την ταινία, Leaving Las Vegas, δώρο από μια εφημερίδα. Η συνάδελφος της Ερασμίας θα κοιμηθεί και τη νύχτα, ξανά, στον μαλακό και μοντέρνα άνετο, καναπέ.


12
Το σπίτι που μιλούσε

Ξέρεις, στην παλιά μου γειτονιά, με τις μονοκατοικίες και τα μαγαζιά, όπου ήθελες να συζητάς με τους μόνιμους πωλητές, υπάρχει πιστεύω, ακόμα, ένα σπίτι, ναι, μια ακόμη μονοκατοικία, με ελάχιστο χώρο, εμπρός, ως κήπο. Ή έστω να μυρίζεις χώμα, προτού διαβείς έξω απ’ την καγκελόπορτα. Ναι ναι. Εκεί υπήρχαν δέντρα στα πεζοδρόμια, ναι, αληθινοί κορμοί. Να αγαπάς αυτούς τους κορμούς, να μη σ’ ενοχλούν, περπατώντας.
Ήταν ένα απλό σπίτι, σύγχρονο, τσιμεντένιο, δίχως διακοσμητικά στοιχεία. Μια απλή κατοικία, όπου ζούσε μια κυρία, λίγο μεγαλύτερη ως μεσήλικη –δεν την έλεγες ηλικιωμένη. Απλά όταν έβλεπε άνθρωπο, πεταγόταν έξω και ρωτούσε: τι ώρα είναι; όλα καλά; Και άλλες φράσεις που ξάφνιαζαν τους περαστικούς. Η ώρα της εσωτερικής έκρηξης, ενόσω ξεπερνάς το διαδεδομένο λογικό: να κρατάς αποστάσεις απ’ τους ανθρώπους; αναρωτιέμαι τώρα. Αυτή η γυναίκα που κάποτε ήταν νέα, φυσικά δεν θα φερόταν, έτσι. Η λογική, που συζητούσαμε. Θα δούλευε, θα ολοκλήρωνε το νοικοκυριό της, θα έβγαινε να ξεδώσει, κατά το σύνηθες. Θα προσπαθούσε να βρει λίγη αγάπη. Εξακολουθώντας να αισθάνεται νέα, όπως κάθε πνευματικός άνθρωπος. Τι σημασία έχει εξάλλου, η ηλικία, λες και με το πέρας των χρόνων, φθείρονται οι ίδιες οι αναμνήσεις, οι όμορφες εννοείται. Αυτές που μένουν στο μνημονικό, σαν καρφίτσες –που ως γνωστό, δεν φαίνονται καν. Παρομοίως η άγνοια, τι ζει ο άλλος. Πως έφτασε έως αυτή τη συμπεριφορά, εκείνη η γυναίκα.
Ίσως αδιαφόρησαν τα παιδιά της, αν υπάρχει. Ο άντρας της δεν την εκτίμησε, ποτέ. Είχε κακούς γείτονες. Αισθανόταν πλήρωση, στη μοναξιά, κι ετούτο, τελικά, την πρόδωσε. Έβλεπε τον εαυτό της ανώτερο, επειδή σπούδασε. Όλες οι γνώσεις, που τελικά την τρέλαναν, όπως θα έκριναν οι περισσότεροι. Δεν θέλεις να βλέπεις, ζωή, στον άλλο. Αυτή η γυναίκα, με όποια όνειρα και αναμενόμενες χαρές, καλλιεργούσε στην καρδιά, όπως κάθε ευαίσθητη θηλυκή ύπαρξη, που περίμενε να αποτελεί το στολίδι του σπιτιού. Τούτο να κρατήσει. Να διατηρηθεί από και με το σύντροφο, δικής της επιλογής. Ίσως γι’ αυτό πρέπει να παντρευόμαστε συνομήλικους μας, ώστε να ζούμε σ’ ένα είδος ουτοπίας, ότι τουλάχιστον ένας από τους δύο, θα κατέχει τόση δύναμη, ώστε να παραμείνει σε άκρα υγεία.
Τα ξεσπάσματα, οι απρόοπτες προσεγγίσεις, ψυχών, που ‘χουν το χάρισμα από τη φύση, παρομοίως να κοκκινίζουν, λόγω ντροπαλότητας. Να είμαστε τρυφεροί, να αγαπάμε.
Τη ζωή. Τη καθημερινότητα. Τις περιόδους ηρεμίας. Τους συνανθρώπους μας. Προσπερνώντας τόσα ΚΑΠΗ και γηροκομεία, όπου δεν γνωρίζουμε, τι αδικίες συμβαίνουν εκεί μέσα. Αν τρέφονται σωστά, τόσοι και τόσες, που είδαν τον εαυτό τους, ως παππού, γιαγιά, ή απλά βασίλεψε νωρίς ο ήλιος των πιθανοτήτων, που γεννούσε αυγά ευτυχίας. Καταλήγοντας σε οίκους ευγηρίας, καθισμένοι στο μπαλκόνι, πρωινά, απογεύματα. Παρακολουθώντας κόσμο να περνά. Πεζούς ιδίως. Νοσταλγώντας πιθανόν, τη δική τους νεότητα ή αντικατοπτρίζοντας οι ίδιοι, πάνω στους περαστικούς –ο καθένας στο φύλο του- εαυτό και αναμνήσεις. Χρόνοι δραστήριοι, δύσκολες συνθήκες, ή με ονειροπόληση. Κλεισμένοι άνθρωποι, μες σε κουτιά-διαμερίσματα.
Παιδικές χαρές και πάρκα, άδεια. Γιορτές, καλοκαίρια, δίχως παρέα.
Αλήθεια ένας κόσμος έξω από το σπίτι μας το ίδιο.
Κει όπου θες να ακούγονται πουλιά, να περνά καμιά γάτα. Να λες, αγαπώ τη γειτονιά, τι τύχη κι αυτή, πλάι σε πράσινο. Τύχη; Να είσαι ζωντανός; Με όλα τα έξοδα που σημαδεύουν, πλήττοντας ακαριαία, ένα τόσο δα εισόδημα που ονομάζεται μισθός ή σύνταξη. Μετρημένα και τα λεπτά, στο Ευρώ. Που, διάθεση για βόλτες, έστω περιπάτους πες, μες τη γνώμη μιας επιστροφής σ’ ένα σπίτι, όπου όλο απαιτεί, όλο ξοδεύει.
Με το πέρασμα του χρόνου, δραστικά πάνω σ’ εκείνη τη φωτογραφία, της χαρούμενης νεότητας, στο κάδρο.
Κοιτάζεσαι μεγαλύτερος, στον καθρέφτη. Δεν πιστεύεις μια παλιά σου ίσως, πεποίθηση, πως το δέρμα σου ήταν κάποτε λείο, διήρκησε η χάρη του, λόγω αποχής από καταχρήσεις ή έκθεση στον ήλιο. Μα να που κουράστηκε κι αυτό, τα ίδια τα κύτταρα άρχισαν να καταστρέφουν την υπόσταση, ως αντίκρισμα πιθανόν, εκείνου που δε συζητούμε. Μιας κατάθλιψης.

Έπρεπε να έρθω εδώ, σ’ ετούτο το χώρο πρασίνου, έτσι να δει η φύση ότι υπάρχω. Από τις στιγμές που θα θυμάμαι, αν είναι δυνατόν να συνεχίζει κανείς, δίχως όμορφες, μικρές, αναμνήσεις. Ίσως γι’ αυτό, εκείνη έβγαινε κάθε τόσο, στην αυλή, μήπως αρπάξει μια λέξη, μια ανάμνηση, από περαστικό. Μήπως εμείς οι μοναχικοί άνθρωποι, πούμε, ναι, είμαι καλά.

Η διαδρομή έως εδώ, αν και μικρή, εμπεριείχε ανθρώπους. Άτομα που όπως κι ο ίδιος, θα ‘πρεπε, να εργάζονται. Η επίγνωση που σου δίνει πιθανόν το δικαίωμα να υφίσταται ο χρόνος, για γράψιμο ή άλλου είδους, ασχολία, συναντώντας σε η μάνα γη.
Χρόνος να μιλήσεις με τον εαυτό σου, σε τι οφείλεται τόση τεμπελιά, η μη ενεργοποίηση περί πραγματικότητας, αν όχι, σκαλοπάτια κατάθλιψης, στα οποία κάθισα, και κανείς δε με κουνάει. Κανένα βλέμμα πάνω μου, στοργικά. Βλέμμα-χέρι να με σηκώσει.

Τα τζιτζίκια εδώ, φαίνεται ανταγωνίζονται μεταξύ τους, στο τραγούδι. Βάλανε κάτι καινούριο. Δύο ξύλινα αλογάκια. Έχω καιρό να έρθω. Δείχνει περιποιημένος ο χώρος. Σα το σπίτι μας που ολοένα τακτοποιούμε, ελπίζοντας. Για μια επίσκεψη, φιλικού προσώπου, να ‘χουν οι ώρες, κάτι από την αίγλη αναμνήσεων, που θα χαρακτηριστούν δικές μας. Γι’ αυτό κάθε άνθρωπος, μοναδικός.
Κοίτα που η λογοδιάρροια –χαμογελώ ελαφρά αρκετά- με παρασέρνει μακριά από το θέμα. Κάθε που παύει η παρούσα χορωδία, αναγεννιέμαι, ή απλά τακτοποιώ όποιες σκέψεις, ναι, θεμιτές είναι αισιόδοξες, τούτη την ημιαπογευματινή, ώρα.
Κοίτα να δεις που η γριά έμπνευση, μου διέκοψε τον ειρμό, μένοντας από μελάνι. Εικόνα, μετά τούτο το ευχάριστο απρόοπτο, μια βόλτα, και φώλιασα σε άλλη πλατεία, θορυβώδης ο χώρος, όμως. Υπερβολικά περιποιημένος για τα γούστα μου. Ίσως –βλέπεις βάζω πάντα το ίσως, έτσι για να πάω κόντρα (χαμογελώ) η ζωή βρίσκεται ανάμεσα σε κόσμο, άλλο αν εγώ δεν το αφήνω. Ανάμεσα σε φωνές, σε βλέμματα πιθανόν, που σε παρατηρούν ενόσω γράφεις. Προσπερνώντας ή απλά τεμπελιάζοντας σε χώρο διπλανό, για καφέ. Το θάρρος να κυκλοφορείς ελεύθερα, να είσαι μέρος του θορύβου;
Εμένα πάλι με χαλάει εδώ. Μεταβαίνω για μια άλλη γνωστή μου, πλατεία.
Εδώ που δεν έχει κόσμο. Εδώ που βρίσκεται δίπλα θαρρώ, το σπίτι που μιλούσε. Εκείνη η συμπαθητική κυρία. Ξαφνιάζοντας με, ρωτώντας με, τι ώρα είναι –περνώντας πεζός.
Είχε μισάνοιχτη τη πόρτα, κι ήταν σα να φώναζε, κάτι από μέσα της. Τα 21 γραμμάρια της ψυχής, επειδή είπαμε, ο έξω κόσμος, αφήνοντας τη κεντρική είσοδο της κατοικίας, είναι χώρος, τόπος, για μερικούς ανθρώπους, άλλος. Σχεδόν επικίνδυνος, μια και δε μπορείς να κοιτάς άλλα μάτια (έχει και δω τζιτζίκια. Εδώ χώμα πολύ. Εδώ αρέσει σ’ εμένα. Μακριά απ’ τους ανθρώπους; ρωτάς). Σαφώς οι άνθρωποι κοιτούν κατευθείαν στα μάτια, τι σκέπτονται, ποτέ κανείς κοινωνικός –που δεν φλερτάρει- δεν συλλογίζεται.

Άλλους πάλι, τους πιάνει κρίση πανικού: με κοιτάει. Τι σκέπτεται, τι θέλει από μένα; Με κατακρίνει. Αισθάνεσαι να κολλάς στο κάθισμα, τρέμεις σχεδόν (πιότερο μέσα σου). Προσπαθείς να κρυφτείς πίσω από άλλο κεφάλι. Ιδρώνεις, σε πιάνει πανικός. Σα να ‘σαι καρφωμένος στη θέση σου. Δεν έχει και ήλιο, να φορέσει γυαλιά ηλίου. Να μετακινηθείς όπου επιθυμείς, με άνεση. Γιατί ναι, πίσω από τούτο το ημιδιαφανές παραπέτασμα, αισθάνεσαι ασφαλής. Κείνη με κοιτούσε κατευθείαν, σα να ‘μουν συγγενής, να πω; Γνωστός στην ευρύτερη τοποθεσία, που αποκαλούμε γειτονιά. Όπου αφήνεις να σε κατακλύσει η ελευθερία, ένα γνώρισμα της δημοκρατίας.
Τα τζιτζίκια κάμανε ένα βήμα, στο πλάι, στην προηγούμενη παράγραφο. Τώρα ακούγονται stereo. Χαμογελώ. Κάνω μια διακοπή. Απολαμβάνω, μόνος μου, τη θέα από το δέντρο, εμπρός μου. Ίσως κι εκείνη να φοβάται να βγει, να πλησιάσει τους κορμούς, στο πεζοδρόμιο, έξω από την δική της καγκελόπορτα. Άλλοι φοβούνται να βγουν να πετάξουν τα σκουπίδια. Εξαντλούνται όμως, στο τηλέφωνο –ίσως γιατί δεν τους –με- κοιτά, στα μάτια.
Είναι καλοκαίρι.
Απορώ;
Μεγάλη ιδέα δώσαμε στη ζωή.
Άραγε εκείνη θα είχε μεγαλύτερο θάρρος, να φωνάξει: πάμε διακοπές; Γιατί είπαμε, όταν κλείνει η πόρτα, οι τοίχοι αντικαθιστούν τη φύση (ίσως γι’ αυτό καίνε τα δάση, να έχουν εκλείψει τα συναισθήματα, το θάρρος το ίδιο: τώρα εδώ, τι γράφεις; -απορία περαστικού- Σου κάνει καλό;). Ενόσω η φαντασία αρπάζει τα χαλινάρια, τι είναι πραγματικότητα, ασφάλεια, (εμπιστοσύνη, μιλά η συνείδηση): η παρέα που αποφεύγω. Πραγματοποιώντας τούτη την άσκοπη κοπή, των σκέψεων μου, σηκώνοντας ελάχιστα το κεφάλι για να δω, κούνιες που κάποτε, χώραγε τη μικροσκοπική σιλουέτα μου, όντας παιδί.
Στον ύπνο του, μόνο, βλέπει κανείς, ότι χρειάζεται.
Εκείνη, τι, άραγε;

Προσπαθώ να εισέλθω στις φλέβες των τοίχων του διαμερίσματος της, που παρακολούθησε τόσες επαναλαμβανόμενες κινήσεις, από οικιακές εργασίες. Τσακωμούς, συμφιλιώματα. Τηλεοπτικές σαβούρες. Χρόνοι και καιροί με καύσωνα, χωρίς ιδέα κλιματιστικού, ιδρώνοντας κάθε νύχτα, τα σεντόνια.
Κάποια στιγμή συναισθάνεσαι, συνέρχεσαι: μεγάλωσα.
Ζητούσα παρέα μόνο όταν το ήθελα. Σα χάπι, (ιδρώνω, 5 παρά, απόγευμα στο παγκάκι). Κείνο το είδος που περιορίζει τα ξεσπάσματα. Μια ζωή, χωρίς ανέσεις προφανώς. Ή λόγω αχαριστίας. Απέναντι ειδικότερα, στα δάση που θεωρούμε δεδομένα –σαν τα ανέμελα προς ξεκούραση, σαββατοκύριακα (φορές μ’ ενοχλεί να κοιτούν ενόσω γράφω. Κουράστηκα να σκέφτομαι. Ήθελα να αγοράσω κι ένα βιβλίο. Άντε τώρα περίμενε –μπα, ως τις έξι- θερινό ωράριο, βλέπεις).
Πώς να κάθεσαι κάπου, χωρίς παρέα (κατεβάζω στόρια, κι ολοκληρωτικά χάνομαι στα μονοπάτια των αισθήσεων, που όμως προσπαθούν να κρατούν ισορροπία με το παρόν και τούτο το περιβάλλον).
Λοιπόν.

Βαρέθηκα.
Επέστρεψα σπίτι.
Παλεύουν μέσα μου, μεταξύ τους, τα αντισώματα, φαντασίας και αποδοχής, της πραγματικότητας.
Προς στιγμή, πάει να βγάλει νοκ-άουτ η φαντασία τον αντίπαλο της, όμως –ίσως- (πάλι το ίσως, για πλάκα, παρά για κόντρα), η αίσθηση της πραγματικότητας, κατά τις 8 παρά –απόγευμα πάντα- πλησιάζει να μιλήσει για κείνο το έλεος, που θα ‘πρεπε να χαρίζουμε ο ένας στον άλλο.
Προσπαθεί ο καλός εαυτός –ο σύμμαχος της νικήτριας αίσθησης- να κατατροπώσει τον μίζερο που όλο αναβάλλει.
(Άραγε πόσο θα διαρκέσει η καλή διάθεση).
Αν είσαι τυχερός, μαθαίνεις παρομοίως, πως η τεμπελιά είναι δείγμα, κατάθλιψης.
Αναρωτιέμαι εκείνη η κυρία –αν ζει ακόμη- (αμφιβάλλω), αν ανέβαλλε να πάει σε ψυχολόγο. Ή είμαστε όλοι εμείς, ένοχοι, που έμεινε μόνη. (εύκολα βαπτίζεται ο “ηλίθιος” του χωριού).
Την “είδα” ως άνθρωπο στο σούπερ μάρκετ, ανακατεύοντας τα γιαούρτια στα ράφια. Προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν τα καλά ζυμαρικά είναι τα ακριβά, και ποιος αγοράζει εκείνα, με τη φίρμα του καταστήματος. Την είδα στο ψιλικατζίδικο που συζητούσε με τρυφερότητα στα μάτια.
Μετά κοίταξα εμένα, τους υπόλοιπους, με τη παθιασμένη μας ανάγκη, να προτιμούμε ότι μυρίζει, φρέσκο, ζεστό ή κρύο, αναλόγως την εποχή. Κάθε τι, τακτοποιημένο. Αγχωμένοι, όσο εργαζόμαστε. Παραπονιάρηδες, ανικανοποίητοι.
Το παν είναι να κάνεις κάτι, με την καρδιά σου. Να αισθάνεσαι πλήρης. Ότι κάτι καλό γίνεται. για σένα πρώτα.
Οι δαχτυλοδεικτούμενοι, οι ηλίθιοι του χωριού, που τολμάνε να πούνε το πρόβλημα τους, να μη μπορούν να κάτσουν κάπου, αφού αισθάνονται να τους κοιτούν, τους πολεμάς εύκολα. Με αηδία στη φωνή. Κρατήσου μακριά μου, μίασμα, άτομο με ψυχολογικά προβλήματα. Εγώ ο υγιής, ο κοινωνικός, ο στεγνός στο να εκφράζω τα συναισθήματα μου. Εύκολες επομένως, οι σχέσεις, μετρώντας περιφέρειες στήθους, κοιλιακούς, πόσο χοντρό ή μεγάλο, είναι το πέος. Αν ξέρεις στάσεις κάμα σούτρα. Αν είσαι γκουβαρντάς. Θαραλλέος.
Σας φτύνω πατόκορφα, σαρκολάτρες, κοινωνικοί, του κώλου υγιείς.


Άνθρωποι που αγάπησαν την ποιοτική μουσική –θεέ μου, πόσο διαφέρουν. Άτομα που γυροφέρνουν στα δωμάτια, βροχερές ημέρες, φυλακισμένοι. Ένα σπίτι που μιλά, μέσα απ’ το χαρτί, από το πόσο επηρεάζεται η οικογένεια, λόγω του “άρρωστου” μέλους, που χαλά τη ζαχαρένια των υπολοίπων. Σαφώς γιατί δεν κάθισαν ποτέ, να καταλάβουν, οι με το δίπλωμα, υγιείς, που συζητούν μεγαλόφωνα στα μπαλκόνια, λες και ολόκληρη η γειτονιά, είναι τσιφλίκι τους. Οι υγιείς που παραμένουν παθητικοί πολίτες, στο φαινόμενο της φωτιάς στα δάση, που κατακαίγουν τη χώρα. Όλοι οι υγιείς που περνούν κόκκινα φανάρια ή πάνε να περάσουν από πάνω σου, προτού χαθεί το πράσινο. Πράττουν χίλια μύρια, ακόμα, παράλογα, που δεν ξέρω καν, κι όμως εξακολουθούν. Σίγουρα όμως, δεν παρουσιάζουν θέαμα υγιούς χαρακτήρα. Όπως ας πούμε να χωρίζεις με το πρώτο πρόβλημα. Ή γιατί παντρεύτηκε νέα, η άλλη; Για να βλέπει τις φίλες της που πηδιούνται αβέρτα. Έ, άνθρωπος είναι, να μη ζηλέψει;
Ζηλεύουμε την αγένεια και τον πλούτο, ως πρότυπα δυνατής προσωπικότητας. Τρομάρα τους. Δείγμα αντρισμού, οι αγριοφωνάρες, η αγένεια, η ελευθεριότητα. Δείγμα θηλυκότητας, τα νάζια, είτε φταίει είτε όχι. Η μάνα της, της έδωσε όσες απαραίτητες οδηγίες. Εκτός από εκείνη να σταθεί στα πόδια της, ως άνθρωπος.
Φαντάζει μη πραγματοποιήσιμο, να σπάσεις ορισμένα κεφάλια. Τι θα έβγαινε από αυτό, πέρα απ’ το ότι, θα σε μπουζουριάζανε στη στενή.
Άντε να τα βάλει ο ..άρρωστος.. με τον: ξέρεις ποιος είμαι εγώ. Αυτά τα άτομα με τους αναρίθμητους “φίλους”, για κάθε είδους απατεωνιές.
Ευτυχώς να λες, σπίτι που μιλάς, να ξεχωρίζει η ποιότητα από κάθε λογής σκατοκέφαλους. Η ηρεμία από τη κακοποίηση. Η υπομονή από την κραιπάλη. Η αφοσίωση και ο κόπος απ’ τις ορμόνες –ανάθεμα τις. Μου φάνηκε, πως κάποιου σκατοκέφαλου, κάηκε ένα σπίτι. Οι γείτονες που ενοχλούνταν, γιατί δεν σεβόταν τίποτα, ο σκατοκέφαλος, δεν τον βοήθησαν καν. Παρακολουθούσαν το θέαμα απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, αναμένοντας την πυροσβεστική.
Τι κάνεις λοιπόν, κυρία, φίλη μου, μες τη γύρω αναστάτωση. Κλείνεις τα τζάμια, καλοκαιριάτικα, μήπως ευχηθείς κάτι κακό, ενώ δεν πάει στην καρδιά σου. Συ γεννήθηκες άνθρωπος. Με γνώση παρουσίας Θεού.
Άλλοι φωνάζουν, μου λες, για να δείξουνε πως υπάρχουν. Συνέπεια χρόνιας ελευθεριότητας. Οι υγιείς θεωρούν ίσους τους, μόνο όσους δεν τους καταβάλλει η θλίψη, για χρόνια, μη βρίσκοντας χαρά στα σκέλια –ώχ, στάσου, μόλις είχα έναν οργασμό. (χε χε). Με όλο και νεότερους παρτενέρ. Αυτό που λένε: ως σαραντάρης/ρα, με κατά πολύ νεότερα, άτομα. Τα πάνε καλά, αυτοί, με τον εαυτό τους. Καθάρισαν.
(Γιατί όχι θαυμαστικό;
Τα ευκόλως εννοούμενα).

Μια φορά κι ένα χρονικό διάστημα, αφότου πλύθηκε εκείνος ο άνθρωπος, χρησιμοποιώντας αφρόλουτρο με ουδέτερη μυρουδιά, ντύθηκε ετοιμάστηκε, βράδυ. Ημέρα ραντεβού. Κοντεύει, 22:00. Επιτέλους θα βγει μαζί της. Δευτέρα 30 Ιούνη. Την γνώρισε σε ένα κατάστημα παπουτσιών. Είναι όμορφη με το δικό της τύπο. Πολύ ανθρώπινο το πρόσωπο της. Μαύρα μάτια, μακριά μαύρα, πολύ σκούρα, ίσια χτενισμένα, μαλλιά. Εκείνος έψαχνε, ένα ζευγάρι λευκά, σχεδόν επίσημα παπούτσια. Επέλεξε ένα. Ειλικρινά τον τράβηξε η συστολή της. Την άλλη φορά πήγε στον ίδιο χώρο, για κάλτσες. Ναι, πωλούνταν εκεί. Ύστερα ξανάρθε για κείνη. Με λίγα λουλούδια, κι ένα βλέμμα τόσο απλό, που κείνη αγάπησε, όπως τόσα χρόνια τον εαυτό της. Η τέταρτη φορά, συνάντησης, θα είναι τώρα.
Αυτός έχει ένα μικρό τράκ.
Όχι γιατί πρέπει να συζητήσει μαζί της. Αλλά γιατί θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει κάτι που πρόκειται να συμβεί, όπου να ‘ναι.
Ντύθηκε με τα λευκά του, κι ένα ανοιχτό, πολύ ελαφρύ, γιλέκο, με δυο τσέπες, για χρήματα και ταυτότητα. Άφησε μερικά φώτα, ανοιχτά. Ένας γείτονας έλειπε. Δεν γνώριζε πόσοι άλλοι. Ένας διπλανός, τόσες ημέρες, απορούσε στ’ αλήθεια, δεν άνοιγε, τελευταία, καθόλου, τα πατζούρια. Κι όμως τον άκουγε, εκείνο το χαρακτηριστικό κλικ, ασφαλίζοντας ή ανοίγοντας, ιδιαίτερα δυνατά. Άραγε γιατί. Κατακαλόκαιρο.
Απόψε είχε μια όμορφη βραδιά. Ευτυχώς θυμήθηκε να πλύνει τα δόντια.
Βγήκε.
Έμενε κι εκείνη, κάπου κοντά.
Θα παίρνανε το λεωφορείο ως κάτι καφετέρειες, βόρεια, μες σε ελάχιστο πράσινο. Σε μια πλατεία.
Έσυρε τα βήματα του ως τη στάση.
Εκεί βρισκόταν ήδη, μια άλλη, ελκυστική κοπέλα, με καλλίγραμμο πισινό, που δεν τον άφηνε αδιάφορο. Κοίταξε. Ευχήθηκε για κείνη, να ‘ναι στραμμένη, διαρκώς, μπροστά. Δεν άντεχε να τον κοιτάνε –ευχήθηκε να ήταν άσχημος, μα δεν ίσχυε, κορδώθηκε μέσα του. Τα φώτα των αυτοκινήτων δεν τον τύφλωναν. Παραδόξως, πολύ κίνηση. Προσπαθούσε να αποφύγει το βλέμμα των οδηγών. Έκανε δήθεν πως κοιτούσε τα αναρτημένα δρομολόγια, σε μια πινακίδα στην διπλανή κολόνα. Τι νούμερα λεωφορείων περνούσαν από το παρόν σημείο. Λες και δεν γνώριζε. Κρύφτηκε πίσω από την πλάτη της στάσης, με μια διαφημιστική αφίσα –κάθετη επιφάνεια στην άσφαλτο.
Η κοπέλα στη στάση τον παρατηρούσε. Τον ενοχλούσε το βλέμμα της. Μη με κοιτάς. Προσπάθησε να την αποφύγει. Κοίτα εμπρός σου, κοίτα εμπρός σου, μίλησε από μέσα του.
Μια Κοινωνία όπου κρύβεται η αλήθεια. Τόσοι και τόσες, με παρόμοιο πρόβλημα, να μη δέχονται να τους κοιτάνε στα μάτια. Όχι, δεν είναι ώρα να πάθει τη κρίση πανικού. Πιθανόν αργότερα.
Αποφασίζει να προσπεράσει την κοπέλα. Της γυρίζει τη πλάτη.
Ησύχασε.
Της αφήνει οπτικό πεδίο, ελεύθερο, μήπως εκείνη προβεί στο λάθος να περάσει εμπρός, ξεκινώντας το βάσανο που δεν αντεχόταν. Του ‘ρχεται, του ‘ρχεται. Να πάρει, εκνευρίζεται. Που βρίσκεται η άλλη; Γιατί αργεί; Αν περάσει το λεωφορείο, άντε να περιμένει, 20, 25 λεπτά, και ποιος αντέχει κάτι τέτοιο. Δεν αντέχει το βλέμμα των οδηγών. Πρέπει να το νικήσεις. Πρέπει! Δεν μπορώ. Ώχ! Ελπίζει να μην τον πλησιάσει με κανένα ντεκολτέ, κι αρχίσουν να του τρέχουν τα σάλια. Άμαθος ο κακομοίρης –ασώψεται η πολύ ηθική. (Για ταπεινότητα..).
Αισθάνεται κουρασμένος –δεν μπορούμε να τα ‘χουμε κι όλα. Του φαινόταν γελοίο, που βρήκε δουλειά, μετά τόσο καιρό.
Τέλος πάντων.
Νάτη πλησιάζει. Ευτυχώς ντύθηκε σεμνά.
Της χαμογελά. Καλώς την. Χειραψία.
Εκείνη δείχνει να θέλει να πλησιάσει την στάση. Ναι. Σταματά, κάτω από το υπόστεγο. Με την πλάτη της στην κάθετη επιφάνεια με τη διαφήμιση. Κοιτά αν έρχεται το λεωφορείο. Αναγκαστικά έρχεται κοντά της. Η άλλη γυναίκα, ακόμη περιμένει. Επιμένει όμως να κοιτά περισσότερο προς το μέρος τους, παρά ενδιαφέρεται για το αναμενόμενο όχημα.
Ο άντρας επιλέγει την εξής στάση: το δεξί του χέρι κοιτά την πωλήτρια του παπουτσάδικου, το άλλο απέναντι στην επίμονη κοπέλα. Δήθεν αδιάφορος για την κίνηση εμπρός του, των τροχοφόρων. Όχι όμως και για εκείνη. Όλο και της ρίχνει ένα βλέμμα. Ελπίζει να δημιουργήσουν κάτι ωραίο, μαζί. Τα μάτια του σχεδόν τρελαίνονται, διατηρώντας τούτη τη στάση. Πρέπει να κοιτά κι αν πλησιάζει το δρομολόγιο που περιμένουν. Παράλληλα τη πωλήτρια, μη φανεί πως χάνει το ενδιαφέρον.
Το βλέμμα του σα να σφίγγει. Σχεδόν του φαίνεται, δεν ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. Ελπίζει να μη φαίνεται, ούτε θυμωμένος ούτε με παγωμένο ύφος. Του ‘ρχεται μια κρίση πανικού. Συγκρατήσου. Ξεφυσά από μέσα του, που έφτασε τούτη η στιγμή που περίμενε, γνωρίζοντας όμως πως έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τη φοβία του.
Ήλπιζε να μην τη κοιτά πλαγίως, ενόσω στρέφει το βλέμμα πάνω της. Θεέ μου είναι τόσο γλυκιά.
Δεν γινόταν να βρεθούν σπίτι του, ν’ ακούσουν μουσική. Να πιουν ένα δροσερό τσάι, ένα αναψυκτικό. Να αισθάνεται άνετα. (όχι).
Να, έρχεται το γαμημένο το λεωφορείο. Τώρα τι γίνεται.
Εκείνη βρίσκει μια θέση απέναντι από τη μεσαία πόρτα. Του κάνει χώρο να καθίσει. Αυτός δεν μπορεί. Η θέση, κάποιος κάθεται απέναντι, με πλάτη προς τον οδηγό. Δεν θα το αντέξει.
- Κάθισε, του χαμογελά.
- Δεν είναι μακριά. Λίγο πιο πάνω, της χαμογελά –αισθάνεται πως την πληγώνει, δεν το θέλει.
Εκείνη ανέκφραστη τώρα.

Η άλλη με τον ελκυστικό πισινό, κάθισε πιο μπροστά.
Ο άντρας, όρθιος. Κοιτά έξω. Καταριέται για το κουσούρι του, από γεννεσημιού, έως τις πρώτες τάξεις, του δημοτικού. Κατόπιν, αποφοιτώντας από το λύκειο, ξαναγεννήθηκε η συγκεκριμένη φοβία, σπουδάζοντας γραμματέας.
Αποσπασματικές μετέπειτα, περίοδοι, με το ίδιο άγχος, για καθημερινές μετακινήσεις. Εισερχόταν στο αστικό λεωφορείο ή σε τρόλεϊ, πλησίαζε όρθιος τον οδηγό. Με βλέμμα μπροστά, να αποφεύγει εκείνο των συνεπιβατών. Ημέρες με ήλιο, ευτυχώς φορούσε τη μαύρη ασπίδα στα μάτια. Χάρη στο κουσούρι του, έφτασε τα 35, ακόμη χωρίς σχέση (υπάρχουν και χειρότερα).
Στρέφει και τη κοιτά. Αυτή σηκώνει το βλέμμα πάνω του. Του χαμογελά με τον ιδιαίτερο, φιλικό τρόπο, του γένους της.
Ο άντρας συλλογίζεται: σε καμιά ώρα, λιγότερο τώρα που δούλευε, θα ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο. Ανέγγιχτος.
Άραγε τι θα συζητήσουν. Μέσα του το παίζει τρελός, δηλαδή ισορροπημένος. Τώρα θα τεμπέλιαζα, σπίτι. Θα έτρωγα κάτι. Θα αγχωνόμουν για το αυριανό της μετακίνησης. Σε μια εργασία όπου θα ‘πρεπε να κοιτάω ανθρώπους (που καταντά κανείς). (Άλλοι δεν έχουν πόδια, χέρια) (θα τα πούμε μετά).
Τι θα συμβεί όταν ετούτη η κοπέλα, καταλάβει;
Η άλλη φοβία: Τώρα τι θα συμβεί, που θα πρέπει να την κοιτάω.
Νωρίς για ύπνο, άλλες φορές. Η άσχημη αίσθηση, να κλείνεις το φως στο σαλόνι, μένοντας με της κουζίνας. Να λες: τελείωσε η μέρα, από τις 22:30. Η αίσθηση των άλλων, πως ένα τέτοιο αντικοινωνικό κουσούρι, κανείς δεν πρέπει να το συζητά. Ούτε μία στο εκατομμύριο.
Θα ‘τρωγα κάτι, τώρα. Θα ξάπλωνα φορτωμένος μέσα μου. Μήπως κοιμηθώ πιο γοργά. Άντε τώρα να πας να κάτσεις σε ένα μέρος γεμάτο με βλέμματα.
Ξεφυσώ, αφήνοντας το δυστυχώς, σχεδόν κανονικά, να εξωτερικευτεί.
Λείποντας η έγνοια του πραγματικά ισορροπημένου, χαρακτήρα, να μη υπολογίζει καν, πως θυσιάζει ώρες ή λεπτά, κάνοντας παρέα με άλλο άνθρωπο. Ίσως να συμβαίνει όντως εκείνο που λένε, πως όσο δίνεις, τόσο παίρνεις πίσω. Σε αντίθετη περίπτωση προτιμάται η μοναξιά, ως παρουσία σε σπίτι με ακίνητα έπιπλα –εύχεσαι η σιωπή να μη σε τρελάνει.
Αυτή η σιωπή, ο εγκλεισμός, που καταδικάζουμε στους άλλους. Αισθανόμαστε ανώτεροι: κοίτα τους, που παρακολουθούν Φώσκολο, στην T.V. Δεν βγαίνουν έξω. Δεν είναι ο εαυτός τους.
Αυτό το τελευταίο, είναι πραγματικά, πολύ ωραίο!
Όπως εκείνο που τραγουδά ο Πάριος: …όταν η εβδομάδα σου δεν θα ‘χει κυριακή.

Στη παρούσα στάση, εισέρχεται πολύς κόσμος.
Λυπάμαι που τη πληγώνω. Κάποιος κάθεται δίπλα της.
Σαν τα ζευγάρια που κοιτούσα, μισώντας τα, ακόμη και ως χαρακτήρες σε βιντεοπαιχνίδια!
Τι θα σκέφτεται για μένα.
Όπως τα άτομα που αισθάνθηκαν ανώτεροι, μαθαίνοντας για το αγοραφοβικό μου πρόβλημα. Έως σημείου να μη μπορώ να κάθονται άλλα μάτια, απέναντι μου, σε μικρή ή μεγάλη απόσταση. Σκέφτονται: εγώ δεν θα αισθανόμουν έτσι. (εσένα η μισή σου ζωή, δεν ήταν υπερβολή. Στέρηση).

Δεν πηγαίνει καλά, η βραδιά.
Τακτική ανθρώπου που αδιαφορεί, στο άτομο που υποτίθεται αισθάνθηκε μια έλξη. Υποτίθεται; Εκείνη, αν τα ψειρίζει όλα, ίσως έτσι εκλαμβάνει την απόσταση που μας χωρίζει. Έστω κι αν στέκομαι όρθιος, εμπρός της, κοιτώντας έξω. Σε λίγο θα τρελαθούν τα μάτια μου, με την ταχύτητα.
Όπως είπα: μόνο στα όνειρα του ύπνου, ζεις ελεύθερος. Όπως ένα πρωί, που επέμενα, να κοιμάμαι, ξύπνημα και επανάληψη, με πείσμα. Με περίμενε η συνέχεια ενός ονείρου που αγάπησα: μια κοπέλα που υπεραγάπησα. Ως πρόσωπο, παρουσία. Έλεγα δεν θα ξαναγαπήσω. Δεν πρόλαβα όμως να συζητήσω μαζί της. Δεν κατάφερα να πιέσω τον εαυτό μου να ξανακοιμηθεί.
Κι όμως στο όνειρο μου, μόνο μια γλυκιά, ανθρώπινη ντροπαλότητα, αισθανόμουν. Κυρίως απέναντι εκείνης της νέας, γυναικείας παρουσίας που ερωτεύτηκα. Ελπίζοντας, ζώντας με την ουτοπία, πως θα την συναντούσα στον ρεαλιστικό κόσμο.
Η παρούσα κοπέλα, στο κάθισμα, αντίκρυ στον αριστερό μου γοφό, δεν της μοιάζει καθόλου. Πάω κόντρα σ’ αυτό το δώρο, χαμηλώνοντας τα πόδια της σκέψης, στον κινούμενο βάλτο: τούτο θα είναι το τελευταίο ραντεβού. Κορόιδο, θες αγάπη με το πρόβλημα που έχεις.
Η όρεξη να αλλάξεις κάτι, ομοιάζει με το έλλειμμα ενέργειας, ημέρα χωρίς φαγητό. Κάπως έτσι λειτουργεί η «ανεξαρτησία»: Η ικανότητα ενός νέου ατόμου, αν έχει δικό του σπίτι, και δουλεύει, να πλανέψει τον εαυτό του, πως τα φέρνει βόλτα. Αφού με μικροέξοδα, ξοδεύονται τα χρήματα. Ψιλικατζίδικα και περίπτερα, για σνάκ, εφημερίδες, περιοδικά, χυμούς. Τσιγάρα, όποιοι καπνίζουν. Έπειτα στη θάλασσα, παγωτό, κι εκεί, σνάκ. Ξαπλώστρα και ομπρέλα για τους καλομαθημένους. (Δεν συζητάμε για αυτοκίνητο, γιατί θα ανατιναχθεί στον αέρα, ο προυπολογισμός) των 550 Ευρώ, του μισθού. Πες ότι ελαττώνεις το φαγητό, άντε να βρεις μετά, ενέργεια, να σταθείς στα πόδια σου. Να εργαστείς. Ευρώπη του κώλου!

Πλησιάζουμε στον τελικό μας προορισμό.
Περιέργως όταν περπατώ, δεν μεγαλοποιώ το πρόβλημα μου. Υπάρχει πρόβλημα. Που δεν λύνουν τα αντικαταθλιπτικά χάπια. Δεν μπορώ να παραδεχτώ κάτι τέτοιο. Δεν φτάνει ο μισθός. Αρκεί ν’ αντέχεις στο σύστημα χάρπ, που σου φυτεύει συναισθήματα, μειονεξίας, από το πουθενά. Ξεκινάς κάτι, μα χάνεις την όρεξη σου, σε ελάχιστα λεπτά. Λες, το χάρπ θα φταίει. Έτσι, να κατηγορείς κάποιον άλλο, για την κακή σου αγωγή, από τους δύο άχρηστους γονείς. Μια ζωή δηλαδή, να διαχειρίζεσαι χρήματα, όχι τα αισθήματα σου.

Μου αρέσει στ’ αλήθεια, να βαδίζω πλάι σε κάποια, που κυριαρχεί ρεαλιστική οικειότητα και ανάγκη να είστε μαζί. Σε κλίμα ευγένειας, όχι να ακούς το ανεκδιήγητο: βγες να πάρουν λίγο αέρα, τα μυαλά σου, και μετά, «ας ξεκινήσουμε μια φιλία». Ύστερα από μια προσβολή, η σύναψη της σχέσης; Ήμαρτον!

Στο οπτικό μου πεδίο, παρουσιάζεται ένα συμπαθητικό μέρος, η αύρα από τα χαμηλά φώτα, που εκπνέει στον γύρω ανοιχτό χώρο, της πλατείας. Δείχνει ρομαντικό, τυπικό εξίσου.
Εισερχόμαστε. Αφήνω σε εκείνη, τη πρωτοβουλία.
- Ας καθίσουμε εδώ –ένα τραπέζι στην αμέσως εσωτερική περίμετρο. Παρατηρώ ένα ωραίο χρώμα, κόκκινο προς το πορτοκαλί, στο τραπεζομάντηλο. Δεν ξέρω να περιγράφω χρώματα.
Συναινώ στην επιλογή της, αν και θα προτιμούσα να κάτσουμε, πλαϊνά σε παράθυρο. Τουλάχιστον, αν με κοιτά, άθελα του, άτομο, από τα γύρω τραπέζια, να στρέφω ως άμυνα, το πρόσωπο, έξω. Βέβαια, τούτη η θέα δεν εκθειάζεται. Να πεις: τι ωραία αποβάθρα. Δες τα ψαροκάικα. Τι φανταστική θέα, δες τα δέντρα, πως αγκαλιάζουν τους λόφους, κατηφορίζοντας οι πλαγιές. Το χρώμα του ουρανού δεν είναι υπέροχο; Τα φώτα του δήμου, πως δημιουργούν μια ευχάριστη, παραδοσιακή εικόνα-αύρα, που προσελκύει ιδανικά, επισκέπτες στο χωριό. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Μια τυπική, στρογγυλή, πλατεία, με 90% τσιμέντο, 75% σουβλατζίδικα. Νεαρόκοσμος. Βαβούρα. Ο κόσμος δεν έλαβε, ακόμη, προνόμιο άδειας.
Τι συζητάς τώρα.
Τι θέμα να πιάσεις, όταν έχεις μια γλυκιά παρουσία, εδώ.
(Δεν ακούγονται καν, τζιτζίκια).

Είμαστε εδώ, λοιπόν. Ρεαλιστικά.
- Σου αρέσει εδώ; Ρωτώ αυθόρμητα.
- Καλά είναι.
- Χαίρομαι που είσαι χαρούμενος άνθρωπος –τοποθετούμαι.
- Πως το κατάλαβες αυτό; χαμογελά.
- Εκφράζει υγεία το πρόσωπο σου. Αισιοδοξία.
- Ευχαριστώ.
- Δε το λέω για να σε κολακέψω.
Δεν αντιδρά στο σχόλιο μου.
Χρειάζεται πότε πότε, λίγη σιωπή.
- Σε θεωρώ δικό μου άνθρωπο, με ακούει να λέω. Ξέρω ξέρω. Είναι νωρίς. Όλη σου η αύρα, αυτό βγάζει.
- Ανήκει στα ενδιαφέροντα σου;
- Τι ακριβώς; απορώ.
- Να φέρεσαι με ευγένεια.
- Να λέω την αλήθεια, όπου εκτιμάται.
- Διαφορετικά; Μου χαμογελά.
- Η αλήθεια όπως και η αγάπη, είναι όπως τα διαμάντια. Δεν τα ρίχνεις κάτω. Τα επενδύεις.
- Πάνω σ’ αυτή τη γη, όμως, πατούνε όλοι.
- Συμφωνώ. Απλά δεν είμαι άνθρωπος με θάρρος. Θέλω δουλειά, χαμογελώ αδέξια.
- Μη μειώνεις τον εαυτό σου.
- Απλά πιστεύω στην άμεση επικοινωνία. Έχω κουραστεί από ανθρώπους που μόνο να παίρνουν, ξέρουν. Δεν γίνεται να το λες, τώρα ξεκινάω μια φιλία, μαζί σου. Αν δεν βγαίνει ανεμπόδιστα,
- Εμπειρία από προηγούμενη σχέση σου; Με διακόπτει.
- Όχι –διστάζω- όχι ακριβώς. δεν είναι φυσιολογικό, πιστεύω, μια φιλία, να πρέπει να έχει τίτλο.
- Αφετηρία σίγουρα –με κοιτά κατευθείαν στα μάτια.
(Δεν την ως άνθρωπο. Όχι ως βουνό που πρέπει να κατακτηθεί. Ως άνθρωπο. Νίκησε τη φοβία σου. Πάλεψε!).
Εύχομαι οι διπλανοί να μη στήνουν αυτί.
- Παραγγέλνουμε; Μιλώ χαρωπά.
- Τι λες να έχει; Αντιρωτά.
- Τι λες για παγωτό; Δεν είναι βαρύ, για βράδυ.
- Ναι, πολύ θα το ‘θελα. Μπορείς;
(Τώρα πρέπει να σηκωθώ. Να με δει πως κινούμαι. Αν καμπουριάζω λόγω ντροπής. Πως προσπερνάνε τόσα πρόσωπα, γύρω).
- Ναι –κοκκινίζω.
- Κάτι ιδιαίτερο; Τη ρωτώ –αμέσως μετά.
- Το αφήνω σε εσένα –μια στιγμιαία ματιά, πάνω μου, κι αμέσως στρέφει προς τα έξω.
Απομακρύνομαι.

Απέναντι από την πωλήτρια, με την καμπύλη της βιτρίνας, εμπρός μου: αυτό εκεί, το ροζ, λίγη κρέμα, λίγη βανίλια. Ναι, ναι. Λίγα κομματάκια από πάνω, παρφέ είναι αυτό, α μάλιστα, σοκολάτα. Όχι εντάξει, ευχαριστώ. Όχι σοκολάτα γεμάτη γεύση, για εκείνη, μη νομίσει πως της προσφέρω κάτι αφροδισιακό. Για μένα, μια μίξη από διάφορα χρώματα και γεύσεις. Ας δοκιμάσω, τι έχω να χάσω. Όχι, όχι κερασάκι από πάνω. Όχι ευχαριστώ. Εντάξει;
Ενδιάμεσα κοιτώ κείνη που συνοδεύω.
Ήσυχη, στη θέση της.
Επιστρέφω.
- Έλα, της προσφέρω το βαθύ, με πλατύ στόμιο, ποτήρι, με το δροσερό περιεχόμενο του. Αμέσως κάθομαι. Ελπίζω να σ’ αρέσει, προσθέτω.
- Ωραίο φαίνεται, συγκαταβαίνει.
(άνθρωπε)
Την κοιτώ ντροπαλά, κάθε τόσο, απολαμβάνοντας τούτο το είδος, γλυκού. Αισθάνομαι να κοκκινίζουν τα αυτιά μου. Να θερμαίνονται;
- Μίλησε μου για σένα, την παρακινώ. Αν θες.
- Τέλειωσα τουριστικές σπουδές, αλλά δεν είναι εύκολα. Υπήρξε μία κρίση, στα ξενοδοχεία. Έλλειψη πελατών.
- Ακρίβεια;
- Το σύνηθες φαινόμενο, απαντά. Έπρεπε με κάτι να ασχοληθώ. Προέκυψε η θέση στη δουλειά που με βρήκες. Καταλαβαίνεις.
- Φυσικά.
Μου αρέσει να καθόμαστε έτσι ανθρώπινα, δίπλα δίπλα. Σα ν’ αποδέχομαι τη ζωή.
Τη παρούσα στιγμή, μια σερβιτόρα, στέκεται απέναντι μου, στην άκρη, αριστερά, του πάγκου με το ταμείο. Κοντά σχεδόν, στην είσοδο. Ελπίζω να μη με κοιτάει. Συγκρατήσου. Όχι κρίση πανικού, τώρα. Σφίγγω ελαφρά, τα χείλη. Το βλέμμα μου σα να τεντώνεται ελαφρά. Συγκρατήσου.
- Τι άλλο; Μου ξεφεύγει μια κραυγή. Κοκκινίζω.
- Τίποτα έντονο. Πως τον βρήκες τον χώρο εργασίας μου;
- Χαριτωμένο. Καλό δηλαδή. Ο άνθρωπος στολίζει ένα χώρο. Τον ζωντανεύει. Γνώμη μου.
(Σίγουρα χαριτωμένα τρώει το παγωτό της).
- Το παν είναι να μη σε νοιάζει. Να μην επηρεάζεσαι.
- Δύσκολο. Αναλόγως τον χαρακτήρα, αποκρίνομαι.
- Σε επαφή με τους ανθρώπους, το ξεπερνάς, μιλά.
(Φύγε από κει, σερβιτόρα! Μου ‘ρχεται η κρίση πανικού, μου ‘ρχεται).
- Ναι, ναι –ακούγομαι. Το παν η φυσικότητα. Δίχως….
Το σκέπτομαι.
Χαμογελώ.
- Ανούσιες επιδείξεις, με βοηθά να τελειώσω τη φράση.
- Ναι, για ποιο λόγο εξάλλου; Το ‘χω κάνει κι εγώ, αυτό το λάθος –γίνομαι ειλικρινής. Ωραίο το παγωτό; Προσπαθώ να ρίξω την προσοχή της στο έδεσμα, μη παρατηρήσει την ταραχή μου (συγκρατήσου μαλάκα. Γαμώ την τύχη μου γαμώ).
- Πάντως –κάτι πήγε να πει, μα φαίνεται την διέκοψα.
- Πες –χαμογελώ.
- Όχι, ολοκλήρωσε, μου μιλά γλυκά.
- Ξέρεις μου ‘χει λείψει αυτό –σχεδόν συγκινούμαι.
- Τι; Απορεί.
- Μια παρέα που αισθάνομαι άνετα.
- Αυτό ήθελες να πεις; Με κοιτά ξανά, απευθείας στα μάτια.
- Ξέρω, έχω κάνει λάθη. Δεν έδειξα προσοχή, όπου υπήρχε ανάγκη. Να περιμένεις ότι προσφέρεις, το παραδέχομαι.
- Έλεος βρίσκεις αν ψάξεις.
- Έλεος, σίγουρα, συμφωνώ. Η αίσθηση ότι δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι, στη ζωή του άλλου. Στο σπίτι ενός άλλου, όπου λειτουργούν συγκεκριμένοι κανόνες. Τα λόγια φορές (επιτέλους η σερβιτόρα μετακινείται, πλησιάζοντας μια νεοφερμένη αντροπαρέα που μόλις κάθισαν, σε μια γωνία της αίθουσας. Ευτυχώς πίσω μου. Δυστυχώς απέναντι της).
- Η χαρά δεν είναι δύσκολη, μου χαμογελά.
- Μου αρέσεις. Το χαμόγελο σου.
- Μόνο;
- Αισθάνομαι φυσικότητα, πλάι σου.
- Γίνεσαι τυπικός. Δεν αφήνεσαι.
- Απλά δεν είμαι μαθημένος.
- Σε τι, ακριβώς; γεμίζει το στόμα της με λίγο παγωτό ακόμα.
- Να παίρνω –έχω μια έκλαμψη, εξυπνάδας. Ή ειλικρίνειας;
- Τι θα κάνεις μετά; Ρωτά.
- Σίγουρα θα υπάρχει σταθερότητα στη διάθεση μου. Έχω ανάγκη να ακούω μια φωνή. Να συζητώ –ξεφυσώ, με μια κίνηση της κοιλιάς μου.
- Δεν λες κάτι, μιλώ πάλι.
- Σε ακούω, γι’ αυτό.

Δεν θα πούμε κάτι άλλο.
Πρέπει να σηκωθούμε νωρίς, ο καθένας στο ωράριο εργασίας του.
Δεν με αφήνει να πληρώσω το μερίδιο στα έξοδα –μακάρι να μη το ‘κανε.
- Θα έρθεις να με δεις, ξανά; με ρωτά, με τη γλυκιά συστολή που λατρεύω.
- Θα έρχομαι να δεις πως χαίρομαι, που υπάρχεις.
- Όπως είμαι;
- Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι καλύτερο.
- Θα είσαι πιο άνετος; (μήπως κατάλαβε).
- Θα ήμουν τρελός αν τα παρατούσα ξανά.
Ανταλλάσσουμε τηλέφωνα.
Εκδηλώνει ανάγκη, να χαϊδέψει, πλαϊνά προς τα πίσω, την κεφαλή μου. Μόλις. Στιγμιαία.
- Θάρρος, έ; μιλά.
- Τα μάτια σου.
- Θα μάθεις. Δεν είναι δύσκολη η χαρά, καλέ μου.
Κουνώ καταφατικά, το κεφάλι.
Δεν μιλώ άλλο.
Σα να ‘μαστε εμείς, η ομίχλη. Σύννεφα που κατέβηκαν στη γη, για μια στιγμή, κι ύστερα περίμεναν την επόμενη ημέρα, να μη φυσήξει αρκετά, και διαλυθούν.


Μετουσιωθούμε σε μορφή ανθρώπου, που απλά κανείς, δε παρατηρεί. Δεν δείχνει ανώτερος. Αποδεικνύεται καταδεκτικός. Πραγματοποιεί βήματα προς τα πίσω.
Το πρωί είδα εκείνη την κυρία, στο σπίτι που μιλούσε. Την είδα ή μου φάνηκε; Το δρομολόγιο που άλλαξα. Δέχτηκα να μπω σπίτι της. Να μιλήσουμε. Μήπως ήταν το κέικ που μου έδωσε στο πιάτο, μια ακόμη στιγμή, φαντασίας. Μήπως ξεπέρασα να θέλω να είμαι καλός; Να αγαπώ. Να βάζω στόκο, όπου μπάζει η προσωπικότητα μου. Ότι είμαι. Ότι λίγοι μπορούν να δουν.
Οικογένειες σε πάρκα, κάτω από τα δέντρα.
Φωνές νέων ζωών, που αποδέχεσαι.
Μυρίζουν λίγο από άρωμα φρεσκοπλυμμένου ρούχου. Εκπνέουν αγνότητα, βλέμματος μωρού, ενόσω κοιτά γύρω, δίχως να γνωρίζει κατά που, κοιτά. Ελπίζει στον ύπνο του να αισθάνεται ασφαλής.

13
Back to reality

- Έλα να κάνουμε έρωτα. Την πλησιάζω με χαρούμενη διάθεση.
- Πάντα έτοιμος, έ;
- Έλα, έλα, που αγαπώ αυτό το δροσερό πρόσωπο.
- Μη μ’ αγγίζεις.
- Τι έπαθες τώρα; γκρινιάζω.
- Ο γάμος δεν σου έκανε καλό.
- Γι’ αυτό δεν παντρεύονται οι άνθρωποι;
- Αν έβλεπες λιγότερο μεταμεσονύχτιο TVMAGIC, δεν θα σε έτρωγε συνέχεια.
- Εγώ είμαι πάντοτε, έτοιμος. Που πας τώρα;
- Στην κουζίνα. Έχω και δουλειές.
- Απ’ το να ικανοποιήσεις τον άντρα σου.
- Τι είμαι εγώ; Μαξιλάρι;
- Ξέρεις οι άνθρωποι μετανιώνουν, όταν θυμούνται τις ευκαιρίες που έχασαν.
- Εμένα με έχεις σίγουρη.
- Με αποστόμωσες.
- Κάνε ένα κρύο ντους. Θα βοηθήσει –χαμογελά.
- Τι έγινε; Δεν σ’ αρέσει να σε αγγίζω, πια;
- Γιατί το συζητάμε; Όλο και κάτι καλό θα έχει η τηλεόραση.
- Γιατί είμαι ο άνθρωπος σου.
- Thank God, δεν είμαι φουσκωτή κούκλα.
- Έτσι σου λέει η μάνα σου; Τη βλέπω που αρχίζει να πλένει, μερικά πιάτα.
- Τι την ανακατεύεις; Δε τη χωνεύεις, έ;
- Όχι όποιον με αναγκάζουν συνεχώς να βλέπω.
- Όπως εσύ με αναγκάζεις, για σέξ;
- Το φτηναίνεις τώρα.
- Μάλλον πρέπει να αποκτήσεις ενδιαφέροντα.
- Όπως οι συζητήσεις με τις φίλες σου;
- Τι έχουνε πάλι; Χαμογελά (πάλι καλά που χαμογελά).
- Σου έφτιαξε η διάθεση;
- Όχι αλήθεια, πες μου τι έχουν.
- Σου τρώνε χρόνο.
- Απ’ το να είμαι άνθρωπος;
- Το σκέφτεσαι αν είσαι, χαμογελώ εγώ, τώρα.
- Εγώ το ξέρω. Εσύ το σκέπτεσαι;
- Αφού ξέρω ότι λειτουργώ.
- Που και που, χρειάζεται λίγη ντροπή.
- Δεν νομίζω ότι με παντρεύτηκες γι’ αυτό, χαμογελώ ξανά.
- Αυτή σου η ωραιοπάθεια!
- Νόμιζα θα ‘λεγες, μετριοπάθεια.
(Δεν χαμογελάς πια, έ;).
- Μη το βασανίζεις τόσο.
- Που συζητώ με τη γυναίκα μου;
- Δεν πρόκειται να γίνει.
- Κάτι τόσο φυσιολογικό.
- Δεν είπα πως δεν είναι φυσιολογικό –τώρα πλένει κάτι ποτήρια.
- Μου αρέσουν τα χέρια σου.
- Ακόμα δε με συνήθισες, έ; -ούτε καν με κοιτά.
- Δεν παντρεύτηκα γι’ αυτό το λόγο.
- Και οι δύο ξέρουμε το λόγο. Σίγουρα όχι για παρέα.
- Δε χρειάζεται να με μειώνεις –ψιλοθυμώνω.
- Ενώ εσύ τόση ώρα.
- Φταίω που σ’ αγαπάω.
- Θα εκτονωθείς αλλά θα ζητάς και άλλο. Αυτό λέγεται εθισμός, ξέρεις.
Δεν πιστεύω στα αυτιά μου.
- Πρέπει να βρεις έναν δυο, φίλους. Να μην σκέφτεσαι τόσο.
- Μα εγώ δεν θέλω να σκεφτώ –μόλις τώρα αρχίζω να θυμώνω.
- Να κάνεις, είμαι σίγουρη. Κάψε όμως, λίγη ενέργεια αλλού.
- Εσύ θα γκρινιάζεις μετά, δεν ασχολούμαι μαζί σου.
Σκουπίζει τα χέρια της σε μια πετσέτα.
- Αλλά ξέχασα… -προσθέτω- συ έχεις τις φίλες σου.
- Τι πάει να πει, αυτό;
Μεταφερόμαστε στην κρεβατοκάμαρα. Κάτι ψάχνει στην ντουλάπα με τα ρούχα.
- Ότι σου βάζουν ιδέες, απαντώ.
- Τι ιδέες; Να σε απατήσω;
- Είσαι έξυπνη. Αλλά δε βλέπεις το συμφέρον σου.
- Ίσως αν δεν το παίδευες τόσο.
- Νοικοκυρά μου εσύ.
- Αν δεν τα περίμενες όλα από μένα. Το κέντρο του σύμπαντος στο σώμα μας, δεν είναι ολωνών, εκεί που ξέρεις.
- Τι βιβλίο διάβασες, πάλι; Οι φίλες σου το πρότειναν;
- Αρχίζεις να γίνεσαι βαρετός. Άσε με ήσυχη.
- Μη ξεχάσεις να το πεις στη μάνα σου, όταν την πάρεις.
- Τι ακριβώς;
- Εσύ ξέρεις. Εσύ είσαι η έξυπνη. Μην απορήσεις όμως, αν,
- Αν τι; -δεν με αφήνει να ολοκληρώσω την πρόταση.
- Έξυπνη είσαι.
- Χάνω το ενδιαφέρον μου.
Αλλάζει δωμάτιο. Βγάζει από την αποθήκη, ένα ποτιστήρι.
- Αυτό θα κάνεις τώρα; γκρινιάζω πιο έντονα.
- Εμένα μου αρέσει η φύση. Δες εσύ λίγη τηλεόραση, να δεις τι βάσανα έχει ο κόσμος.
- Το δικό μου τι θα το λύσει.
- Κανένα βιβλίο μάλλον –γελά.
Βγαίνουμε στο μπαλκόνι.
- Θα με ακολουθείς όπου πάω, γλυκέ μου;
- Έχεις διάθεση;
- Όχι.
- Κατηγορηματικά;
- Γίνεσαι κουραστικός.
- Εδώ θα κάτσω να σε κοιτάω.
- Είναι το μόνο που θα φτάσεις.
- Και το θέαμα, καλό είναι.
- Απορώ μαζί σου.
- Για τι ακριβώς;
- Όλη σου η ζωή είναι μια φαντασίωση.
- Για εξήγησε μου, φωστήρα.
- Λιγότερες προκλήσεις στα μάτια.
- Πάλι καλά που έχω κι αυτά, αποκρίνομαι.
Δεν αντιδρά. Ποτίζει τις γλάστρες της. Ήσυχα ήσυχα.
Θα ήμασταν στο κρεβάτι.
- Τώρα χάνω εγώ, το ενδιαφέρον μου, μιλώ.
- Καλό θα σου κάνει.
- Να το θυμάσαι όταν θα το ζητάς εσύ.
- Δεν απογοητεύομαι. Εσύ είσαι πάντοτε, έτοιμος.
- Να το θυμάσαι κι αυτό, τη καρφώνω με το βλέμμα, το οποίο συναντά άμεσα, στρέφοντας το πρόσωπο της.
- Τόσο μ’ αγαπάς, λοιπόν; (παραπονιέται;).
- Που θέλω να σε χαρώ;
Παρατά κάτω, το ποτιστήρι. Βαδίζω στα χνάρια της.
Εισέρχεται στο μπάνιο. Ακούω το ντους.
- Δεν είναι πρωτότυπο αυτό, ξέρεις, με ακούει, πλαϊνά της κλειστής πόρτας.
- Τι ακριβώς; φωνάζει λίγο δυνατότερα, ώστε να ακούγεται.
- Ετοιμάζεσαι για έξω.
- Ζεστάθηκα. Είπα να κάνω ένα μπάνιο.
- Να σε περιμένω στο κρεβάτι;
- Δεν είμαι τόσο προβλέψιμη.
- Δηλαδή;
- Θα έρθει η μάνα μου.
- Ά γι’ αυτό τόσες προετοιμασίες.
Δεν μου απαντά.
- Χαμογελάς; Ρωτώ.
- Για τι πράγμα;
- Που με στέγνωσες.
- Εσύ ο έτοιμος; Αναρωτιέμαι αν με είδες ποτέ, ως άνθρωπο.
- Τότε γιατί με παντρεύτηκες;
Ούτε τώρα απαντά. Ακούω το νερό να τρέχει με ορμή.
- Μήπως για να μην φτάσεις, σαραντάρα και νευρωτικιά;
- Εσύ ξέρεις φαίνεται.
- Βγάλε με και ζιγκολό, τώρα!
- Θα κάνεις μπάνιο, εσύ;
- Μπά. Λέω να πάω στο πάρκο να πιάσω καμιά φιλία.
- Είσαι αστείος. Όλοι λείπουν σε διακοπές.
- Δεν γέρασα ακόμη.
- Σίγουρα ένα κρύο ντους, σου χρειάζεται.
- Εγώ, ξέρεις –φωνάζω- παντρεύτηκα,
- Ναι;
- Για να αισθάνομαι ισορροπημένος.
- Με φίκι, φίκι, έ; Σε κανονικές δόσεις.
- Αυτό το κουσούρι έχουν οι ενήλικοι.
- Άσε με ήσυχη. Εγώ είμαι γαληνεμένη.
- Εσύ έχεις χάσει την ιδέα, ψιθυρίζω.
Πάω να δω, τηλεόραση. Ακούω πως φυσά, έξω. Σάββατο απόγευμα, του κώλου. Του ανικανοποίητου, δηλαδή. Αρχίζουν να με πιάνουν, σταθερά, τα νεύρα μου.
Σταματώ στη συχνότητα του καναλιού 10, με εκείνη τη μελαχρινή, με ένα ντύσιμο, σαν μαύρο νεγκλιζέ. Βρείτε τη λέξη, από 9 ανακατεμένα γράμματα. Μου τη δίνει η γκόμενα. Να την είχα τώρα. θα ‘βλεπε πόσο έτοιμος είμαι.
- Μανάρι μου εσύ.
Τι ωραία λεπτά, χέρια.
Στην κάμερα, κοίτα.
Πλησίασε. Αυτό είναι!
Μου αρέσουν τα μακριά σου μαλλιά.
Κι από στήθος, λέει. Ποιος σε χαίρεται, άραγε.
Κλείνω τον ήχο και απλά την κοιτάω.
Η γυναίκα μου πλησιάζει, φορώντας το μπουρνούζι της. - Τι χαρά βρίσκεις σ’ αυτό; με επιπλήττει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: